Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

"Τάσεις και Όψεις της Tιμωρητικότητας του Kοινού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη: Eυρήματα από την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα 2010" [της Δρ. Αναστασίας Χαλικά, Κοινωνιολόγου-Εγκληματολόγου]

Ι. Εισαγωγικά περί τιμωρητικότητας του κοινού
Η διερεύνηση της έννοιας της τιμωρητικότητας του κοινού σε θεωρητικό και εμπειρικό επίπεδο, ενώ διαθέτει μακρά παράδοση στη διεθνή βιβλιογραφία, στην Ελλάδα είναι σχετικά πρόσφατη, δεδομένου ότι έως τώρα έχει διενεργηθεί μία έρευνα[1] στην περιοχή της πρωτευούσης με επιστημονικά υπευθύνους την Καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Χρ. Ζαραφωνίτου και τον Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ν.Κουράκη και άλλη μία στο πλαίσιο εκπόνησης διδακτορικής διατριβής από τη γράφουσα.[2]Η Καθηγήτρια Χρ. Ζαραφωνίτου είναι εκείνη η οποία και καθιέρωσε στην ελληνική τον όρο τιμωρητικότητα. Ο όρος συμπεριελήφθη πρώτη φορά στο άρθρο «Οι (ανα)παραστάσεις του κοινού για το εγκληματικό φαινόμενο», στο Αφιέρωμα στη μνήμη Η.Δασκαλάκη (1991).[3]
Ως τιμωρητικός αναφέρεται αυτός που έχει την τάση προς εκδίκηση, τιμωρία με αντίθετό του, τον «συγγνωμονικό».[4] Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, πως ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η τιμωρία προέρχεται από το θυμό και την οργή που προκλήθηκαν από την πράξη («δια θυμόν δε και οργήν τα τιμωρητικά», Αριστλ. Ρητ. 1368b, 12).[5]
Η κοινωνική αντίδραση απέναντι στο έγκλημα και ειδικότερα η επιβολή ποινικών κυρώσεων (τιμωρία του δράστη), ενταγμένη στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου και σύμφωνη με τις αρχές του νομικού μας πολιτισμού και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, καθίσταται κοινωνικά αποδεκτή και αναγκαία ως προς τη συμβολή της στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Η ένταση της αντίδρασης, όμως, πάνω από ένα «όριο» είναι που καθορίζει τη μετάβασή της σε ένα άλλο επίπεδο· αυτό της τιμωρητικότητας. Βασική αρχή, προκειμένου να βρεθεί το σημείο τομής ή η ειδοποιός διαφορά μεταξύ τιμωρίας και τιμωρητικότητας είναι η απαγόρευση της υπερβολής, η οποία αναλύεται περαιτέρω σε δύο άλλες αρχές: την αρχή της αναγκαιότητας και την αρχή της αναλογικότητας.[6] Υπό αυτό το πρίσμα, η τιμωρητικότητα του κοινού υποδηλώνει την υπέρβαση του κανόνα και την απαίτηση για συνεχή αύξηση και αυστηροποίηση των μέτρων αναφορικά με την αντιμετώπιση του εγκλήματος, ακυρώνοντας τη σπουδαιότητα της αναγκαίας, κατάλληλης και ελάχιστης ποινής που αποτελεί κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού στο πλαίσιο της οριοθέτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο M.Killias διακρίνει την τιμωρητικότητα σε «υποκειμενική» και «αντικειμενική», με την πρώτη να αφορά το μικροκοινωνιολογικό επίπεδο και τη δεύτερη το μακροκοινωνιολογικό.[7]Η «υποκειμενική» τιμωρητικότητα αφορά «την εκφρασμένη επιθυμία[…] οι ποινές και απαντήσεις στο έγκλημα, κυρίως από την πλευρά της αστυνομίας να γίνουν αυστηρότερες»[8] και η «αντικειμενική» αναφέρεται «στην αυστηρότητα των ποινών που μια κοινωνία επιβάλλει στους καταδικασθέντες».[9] Κατʼ αναλογία με την ανωτέρω διάκριση, η τιμωρητικότητα μπορεί να διαχωριστεί σε «επίσημη» και «άτυπη». Η επίσημη τιμωρητικότητα αφορά το σύνολο των τιμωρητικών θεσμοθετημένων μέτρων (θεσμικό πλαίσιο) για την αντιμετώπιση της παρέκκλισης και του εγκλήματος και η άτυπη τιμωρητικότητα τις τιμωρητικές στάσεις των πολιτών απέναντι στην αντιμετώπιση της παρέκκλισης και του εγκλήματος.
Μεταξύ της επίσημης και της άτυπης τιμωρητικότητας διαπιστώνεται αλληλεπίδραση και διαρκής ανατροφοδότηση συμβολικού και νομιμοποιητικού χαρακτήρα. Και οι δύο μορφές, επίσης, προϋποθέτουν έναν ορισμό του εγκλήματος, ο οποίος, ιδίως στην περίπτωση της επίσημης τιμωρητικότητας, ταυτίζεται με το νομικό ορισμό.[10] Κατʼ ουσίαν, η επίσημη τιμωρητικότητα προσδιορίζεται από τον ποινικό νόμο, την προβλεπόμενη κύρωση και τις δικαστικές αποφάσεις και η άτυπη βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση μαζί τους. Από την άλλη πλευρά, η επίσημη τιμωρητικότητα επηρεάζει την άτυπη σε σημαντικό βαθμό, ειδικότερα π.χ. ως προς τις εναλλακτικές μορφές αντιμετώπισης του εγκλήματος, τις οποίες δυσκολεύονται να εμπιστευτούν οι πολίτες, όταν το κράτος δεν τις υιοθετεί εμπράκτως στην επίσημη ατζέντα του, και, συνεπώς, οι στάσεις απέναντί τους παραμένουν επιφυλακτικές. Γενικότερα, οι ʽποινικές παραδόσειςʼ μιας χώρας συναρτώνται με τις στάσεις απέναντι στην τιμωρία.[11]
Η προσπάθεια της ερευνητικής αποτύπωσης των στάσεων των πολιτών απέναντι στην τιμωρία είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι επιτελούν συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες και ενέχουν σημαντική πολιτική και πολιτισμική σημασία. Για να χαρακτηρισθεί μια πράξη ως έγκλημα, σύμφωνα με τη δεύτερη (ψυχοκοινωνική) προϋπόθεση που θέτει ο Pinatel, θα πρέπει να θεωρείται από την πλειονότητα των κοινωνών ως τέτοιο και, συνεπώς, σύμφωνα με τον Ιάκ.Φαρσεδάκη, «σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαία η διεξαγωγή ερευνών στάσεων του πληθυσμού».[12] Οι στάσεις, επομένως, διαθέτουν κοινωνική βαρύτητα, όπως οι θεσμοθετημένοι τρόποι που επιλέγει η κοινωνία σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για να αντιμετωπίσει το έγκλημα και να τιμωρήσει τους δράστες. Αξίζει να αναφέρει κανείς τον οιονεί ορισμό του πολίτη από τον Αριστοτέλη ως εκείνου που μετέχει στην εξουσία και στην απονομή δικαιοσύνης.[13] Οι στάσεις απέναντι στην τιμωρία αλλά και η συμμετοχή των πολιτών στην αντιμετώπιση του εγκλήματος συνιστούν συνθήκη που ορίζει τόσο τη σχέση τους με την πολιτική όσο και τη σχέση τους με το δίκαιο.[14] Με αυτό τον τρόπο το δίκαιο και η πολιτική αποτελούν έννοιες που συνδέονται όχι μόνο με την επίσημη τιμωρητικότητα αλλά και με την άτυπη, καθιστώντας τον πολίτη ως τον «σημαντικό άλλο» στην οργάνωση των απαντήσεων απέναντι στο έγκλημα.

ΙΙ. Εμπειρικές μελέτες στάσεων απέναντι στην τιμωρία

Η διερεύνηση των στάσεων απέναντι στην τιμωρία σε διακρατικό/διεθνικό επίπεδο επιχειρήθηκε αρχικά από την International Crime Victims Survey (ICVS),[15] μέσω της ερώτησης που θεωρείται πλέον κλασική για την εκτίμηση της τιμωρητικότητας του κοινού: «Οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές απόψεις για τις ποινές που πρέπει να επιβάλλονται στους παραβάτες. Πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση ενός 21 χρόνου που βρέθηκε δεύτερη φορά ένοχος για διάρρηξη σπιτιού. Αυτή τη φορά έκλεψε μία έγχρωμη τηλεόραση. Ποια από τις παρακάτω ποινές θεωρείτε την πιο κατάλληλη για την περίπτωσή του;». Οι επιλογές περιελάμβαναν τις απαντήσεις: 1.«πρόστιμο», 2. «φυλάκιση», 3. «κοινωφελής εργασία»,[16] 4. «ποινή με αναστολή», 5. «άλλη ποινή». Οι ερωτώμενοι που επέλεγαν τη φυλάκιση καλούνταν να αναφέρουν τη διάρκειά της. Στη συνέχεια, η ΕuropeanCrime and Safety Survey (EUICS) 2005 συμπεριέλαβε την ίδια ερώτηση στο ερωτηματολόγιό της.[17] Οι ανωτέρω έρευνες παρέχουν όχι μόνο την αποτύπωση σε εθνικό επίπεδο των στάσεων των πολιτών απέναντι σε κοινωνικά ζητήματα αλλά και τη δυνατότητα σύγκρισής τους ανά χώρα.
Στον 5ο γύρο, η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα[18] (στο εξής ΕΚΕ) συμπεριέλαβε την εναλλασσόμενη ενότητα «Εμπιστοσύνη στην αστυνομία και τα δικαστήρια: μία συγκριτική ευρωπαϊκή ανάλυση» που προτάθηκε από ομάδα ακαδημαϊκών και ερευνητών αποτελούμενη από τους J.Jackson, M.Hough, S.Farrall, J.de Keijer & K.Aromaa.[19] Η ενότητα περιλαμβάνει συνολικά 45 ερωτήσεις (D1-D45) που διερευνούν την εμπιστοσύνη προς την αστυνομία και τα δικαστήρια, τη συνεργασία με την αστυνομία και τα δικαστήρια, την επαφή με την αστυνομία, καθώς και τις στάσεις απέναντι την τιμωρία.
Όσον αφορά την ΕΚΕ επισημαίνεται ότι έχει ως «αντικείμενο τις αξίες και τις πολιτικο-κοινωνικές στάσεις και αντιλήψεις που εκφράζουν οι κάτοικοι των ευρωπαϊκών χωρών»[20] και ως στόχο «τη συστηματική κατανόηση και ερμηνεία των γοργών μεταβολών που χαρακτηρίζουν αυτές τις στάσεις, προκειμένου ο σχεδιασμός και η εφαρμογή των πολιτικών της ΕΕ να λαμβάνουν υπόψη τις τάσεις που διαμορφώνονται στους κόλπους των πολιτών της […] μέσω της αυστηρότερης δυνατής συγκριτική προσέγγισης».[21] Βασική παράμετρός της συνιστά «η αναζήτηση και δημιουργία μιας ενιαίας ερευνητικής υποδομής της οποίας η χρησιμότητα για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες στην Ευρώπη είναι προφανής, όπως και η συμβολή της στη συγκρότηση ενός ενιαίου χώρου έρευνας».[22] Η ΕΚΕ θεμελιώθηκε από τον Sir Roger Jowell, ο οποίος υπήρξε Καθηγητής και Διευθυντής του Κέντρου Συγκριτικών Κοινωνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου City στο Λονδίνο και παρέχει τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης σε όλους για όλα τα δεδομένα και τα σχετικά αρχεία. Διενεργείται κάθε δύο χρόνια από τον 1ο Γύρο (2002/2003) έως και τον 5ο Γύρο (2010/2011).[23] Το 2005, η ΕΚΕ έλαβε το βραβείο Ντεκάρτ, το οποίο συνιστά το κορυφαίο ετήσιο βραβείο της Ευρώπης για την Επιστήμη. Η Ελλάδα έως τώρα έχει συμμετάσχει σε όλους τους γύρους –πλην του 3ου (2006-2007)- με εθνικό συντονιστή το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (Ινστιτούτο Πολιτικής Κοινωνιολογίας), το οποίο «μέχρι στιγμής έχει λειτουργήσει ως οργανωτής και εγγυητής της ποιότητας των ερευνών πεδίου που έχουν διεξαχθεί για την ΕΚΕ στην Ελλάδα, αναλαμβάνοντας –εκτός των άλλων- την προετοιμασία και την εποπτεία τους. Έχει, επίσης, δραστηριοποιηθεί στην ανάλυση και προβολή των αποτελεσμάτων προηγούμενων γύρων, μέσω εκδηλώσεων, ημερίδων και επιστημονικών δημοσιεύσεων».[24]
Έρευνες, επίσης, με σκοπό τη διερεύνηση των στάσεων προς την τιμωρία και τη μελέτη κατʼ επέκταση της τιμωρητικότητας του κοινού διεξάγονται εδώ και δεκαετίες σε εθνικό επίπεδο σε πολλά κράτη, διεθνώς και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα, η ερώτηση σχετικά με τον 21χρονο διαρρήκτη της ICVS περιλήφθηκε στο ερωτηματολόγιο της πρώτης έρευνας που διενεργήθηκε για την τιμωρητικότητα, το 2006, σε τρεις περιοχές της Αθήνας,[25] με επιστ. υπεύθ. την Καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Χρ. Ζαραφωνίτου και τον Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Ν.Κουράκη.[26]

ΙΙΙ. Τιμωρητικότητα του κοινού: ευρήματα από την ΕΚΕ

Α. Ευρώπη
Στο πλαίσιο του 5ου γύρου (έκδοση 2.0) της ΕΚΕ οι δείκτες εκτίμησης της τιμωρητικότητας του κοινού αφορούν τις εξής ερωτήσεις: 1. «Οι άνθρωποι έχουν διαφορετικές απόψεις για τις ποινές που πρέπει να επιβάλλονται στους παραβάτες. Πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση ενός 25 χρόνου που βρέθηκε δεύτερη φορά ένοχος για διάρρηξη σπιτιού. Ποια από τις παρακάτω ποινές νομίζετε ότι πρέπει να του επιβληθεί;». Οι επιλογές περιελάμβαναν τις απαντήσεις: «φυλάκιση», «φυλάκιση με αναστολή», «πρόστιμο», «προσφορά κοινωνικών υπηρεσιών», «άλλη ποινή». 2. Οι ερωτώμενοι που επέλεγαν τη φυλάκιση καλούνταν να αναφέρουν τη διάρκειά της (ερώτηση φίλτρου). 3. «Στα άτομα που παραβαίνουν το νόμο πρέπει να επιβάλλονται πολύ αυστηρότερες ποινές από αυτές που επιβάλλονται σήμερα», με απαντήσεις βάσει της 5βάθμιας κλίμακας Likert (συμφωνώ απόλυτα έως διαφωνώ απόλυτα).