Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

"Το απόρρητο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών μετά την βάσανο του ΔΕΕ – Η ακύρωση της Data Retention Directive και οι επιπτώσεις της στο εθνικό δίκαιο", του Κ.Ν. Χριστοδούλου, Αναπληρωτή Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

[προδημοσίευση από το περιοδικό "Το Σύνταγμα"]
Όπως είναι γνωστό, σε ολόκληρο το φάσμα του δικαίου των προσωπικών δεδομένων ισχύει κατ’ αρχήν ο κανόνας “opt-in”: Η επεξεργασία συγχωρείται στον υπεύθυνο αυτής, εφόσον συγκατατεθεί το υποκείμενο (άρθρ. 5 §1, 7 §2 ν. 2472/ 1997). Στο σύστημα αυτό και για λόγους δημόσιας ασφάλειας κ.τ.τ. η Οδηγία 2006/ 24, γνωστότερη ως data retention directive, ενσωματωμένη στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3917/ 2011 επιβάλλει τριττή εξαίρεση (triple no-opt), τόσο έναντι των δύο επικοινωνούντων μερών, όσο και έναντι του παρόχου. Αντικείμενο της τριττώς υποχρεωτικής επεξεργασίας («διατήρησης») δεν είναι βέβαια το περιεχόμενο της επικοινωνίας, αλλά τα λεγόμενα «εξωτερικά δεδομένα» αυτής, ήτοι συγκεκριμένα όσα δεδομένα «κίνησης», αλλά και «θέσης» της ηλεκτρονικής επικοινωνίας είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της πηγής, του προορισμού, της ημερομηνίας, της ώρας, της διάρκειας, του είδους και του εξοπλισμού της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, καθώς και της θέσης αυτού.
 
Σημειώνεται ότι τα προαναφερόμενα δεδομένα κίνησης ο πάροχος τα διατηρούσε βέβαια ήδη και πριν από την Οδ. 06/ 24 για ένα δωδεκάμηνο για αυτονόητους λόγους τεχνικούς (υποστήριξης της επικοινωνίας) και νομικούς (τιμολόγησης των υπηρεσιών του), αλλά όχι δυνάμει υποχρεώσεώς του, αλλά δικαιώματός του σύμφωνα με το άρθρ. 4 §4 και 6 §2 ν. 3471/ 2006 = άρθρ. Οδ. 2002/ 58. Ήδη όμως κατά την Οδ. 2006/ 24 και το ν. 3917/ 2011 (που την ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο) ο πάροχος υπέχει υποχρέωση διατήρησης δεδομένων κίνησης και θέσης (no-opt) για ένα χρόνο από την στιγμή της επικοινωνίας (κατά το ελληνικό δίκαιο -άρθρ. 5-7 ν. 3917/ 11-, από έξι μήνες δε μέχρι δύο χρόνια κατά τα περιθώρια της Οδ. 06/ 24), προκειμένου να είναι σε θέση να τα διαβιβάσει μέσα σε πέντε μέρες, όταν τούτο του ζητηθεί από αρχή αρμόδια προς άρσιν του απορρήτου κατά το ν. 2225/ 94. Τούτο βεβαίως παρά την θέληση των επικοινωνούντων υποκειμένων.
 
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ :

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΘΙΓΟΜΕΝΩΝ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ [ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΕΝΟΥΔΑΚΟΣ, Επίτιμος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας]

Εισαγωγικές παρατηρήσεις[1]
Οι συμπεριφορές της Διοίκησης που παραβιάζουν την περιβαλλοντική και την πολεοδομική νομοθεσία μπορούν να ελεγχθούν από τα διοικητικά δικαστήρια κυρίως μέσω δύο δικονομικών διαδρομών. Αφενός με την άσκηση αίτησης ακύρωσης κατά της σχετικής πράξης ή παράλειψης των οργάνων της Διοίκησης και αφετέρου με την άσκηση αγωγής με βάση τα άρθρα 105 ή 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ. Ν. Α. Κ.) για τη διεκδίκηση αποζημίωσης για βλάβη που επήλθε από παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων της Διοίκησης ή από παράνομες υλικές ενέργειές της ή παράνομες παραλείψεις υλικών ενεργειών. Η αίτηση ακύρωσης αποβλέπει στην αποκατάσταση της αντικειμενικής νομιμότητας, ενώ η αγωγή έχει ως σκοπό την ικανοποίηση υποκειμενικού δικαιώματος.  Τα δύο αυτά ένδικα βοηθήματα μπορούν να ασκηθούν παραλλήλως. Η άσκηση του ενός δεν αποκλείει το άλλο.
Νομικό πλαίσιο
Η νομική βάση της αγωγής στις περιπτώσεις αυτές είναι το άρθρο 105 του Εισ. Ν. Α. Κ. αν πρόκειται για παράνομη ενέργεια κρατικού οργάνου, ή το επόμενο άρθρο 106 προκειμένου για ενέργειες οργάνου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, μεταξύ των οποίων και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης.[2]
Από τις διατάξεις αυτές και από τη νομολογιακή επεξεργασία τους συνάγονται οι παρακάτω ειδικότεροι κανόνες που αναφέρονται συνοπτικά και κωδικοποιημένα:
α. Ευθύνη προς αποζημίωση του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ανακύπτει από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, οι οποίες αφενός είναι παράνομες και αφετέρου εμπίπτουν στο πεδίο άσκησης της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί.
β. Η παραβίαση κανόνα δικαίου θεμελιώνει αξίωση προς αποζημίωση αν με την παραβιαζόμενη διάταξη προστατεύεται συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα ή και συγκεκριμένο ατομικό δικαίωμα. Δηλαδή η παράβαση διάταξης που αποβλέπει στην προστασία μόνον του γενικού δημόσιου συμφέροντος δεν θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης.[3] 
γ. Για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου πρέπει οι παραπάνω προϋποθέσεις να συντρέχουν σωρευτικώς.[4]
δ. Ευθύνη ανακύπτει και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες ή από παράνομες παραλείψεις υλικών ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, εφόσον αυτές συνάπτονται με την οργάνωση και τη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών.[5]
ε. Ευθύνη στοιχειοθετείται και στην περίπτωση πράξης ή παράλειψης που ανάγεται στα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης.[6]
στ. Η ευθύνη κατά τα προαναφερόμενα άρθρα 105 και 106 του Εισ. Ν. Α. Κ. καλύπτει την αποκατάσταση τόσο της θετικής όσο και της αποθετικής ζημίας.[7]
ζ. Σύμφωνα με τον ισχύοντα γενικό κανόνα,  απαραίτητη προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή της παράνομης παράλειψης ή της παράνομης υλικής ενέργειας ή παράνομης παράλειψης υλικής ενέργειας του διοικητικού οργάνου και της επελθούσας ζημίας. Υπάρχει δε αιτιώδης σύνδεσμος όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, η πράξη ή η παράλειψη είναι επαρκώς ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία.[8] Το γεγονός ότι στη ζημία συνετέλεσε υπαιτιότητα του ζημιωθέντος δεν αποκλείει την επιδίκαση αποζημίωσης, αν δεν έχει διακοπεί ο αιτιώδης σύνδεσμος.[9]
η. Δεν αποκλείεται να ανακύψει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία που επέρχεται από νόμο, ο οποίος αντίκειται στο Σύνταγμα ή σε άλλη υπέρτερης τυπικής ισχύος διάταξη,  ή από κανονιστική διοικητική πράξη που δεν βρίσκει έρεισμα σε νομοθετική εξουσιοδότηση ή από την παράλειψη θέσπισης νομοθετικής ρύθμισης, την οποία επιβάλλει το Σύνταγμα, εφόσον, όμως, οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση και όχι από την εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. Αντιθέτως,  αν η ζημία αποτελεί συνέπεια της πράξης της Διοίκησης, με την οποία εφαρμόζεται ο κανόνας στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει από την πράξη αυτή.[10]
Αυτό είναι οι γενικώς ισχύοντες νομικοί κανόνες, όπως εξειδικεύθηκαν από τη νομολογία, με βάση τους οποίους κρίνεται κάθε φορά το αίτημα επιδίκασης αποζημίωσης κατά τα άρθρα 105 ή 106 του Εισ. Ν. Α. Κ. για παράνομες ενέργειες και παραλείψεις του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Με βάση το ίδιο νομικό πλαίσιο κρίνεται το αποζημιωτικό αίτημα των θιγομένων από παραβιάσεις των κανόνων προστασίας του περιβάλλοντος.
Προσθέτω ότι και στις περιπτώσεις ζημίας λόγω παράνομων ενεργειών των οργάνων του Δημοσίου εφαρμόζεται αναλόγως και το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα (Α. Κ.)[11] και, συνεπώς,  το δικαστήριο έχει την εξουσία, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει κατά την κρίση του επί πλέον και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να καθορίσει το ποσό αυτής. 
Νομολογιακές εφαρμογές

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

"Πρέπει να Θεσπισθεί και στην Ελλάδα το Ασυμβίβαστο Βουλευτή και Υπουργού;" [του Νέστορα Ε. Κουράκη]

Στην Ελλάδα οι υπουργοί κατά κανόνα επιλέγονται μέσα από τις τάξεις των βουλευτών και αυτό θεωρείται ως κάτι σχεδόν αυτονόητο. Υποτίθεται ότι έτσι οι υπουργοί, έχοντας υποστεί αυτό το οποίο ο Κώστας Χρυσόγονος αποκαλεί «βάσανο της διεκδίκησης της λαϊκής ψήφου» [i], έχουν αντίστοιχη «λαϊκή νομιμοποίηση» και είναι περισσότερο ευαίσθητοι και υπεύθυνοι μπροστά στις ανάγκες των ψηφοφόρων τους και του λαού γενικότερα. Και είναι αυτή η αντίληψη τόσο πολύ αυτονόητη, ώστε κανείς συνταγματολόγος στην Ελλάδα να μην έχει ασχοληθεί μονογραφικά –εξ όσων γνωρίζω- με το συγκεκριμένο θέμα και ιδίως με δύο εύλογα συναφή ερωτήματα: Πρώτον, κατά πόσο με τη συνύπαρξη των δύο ιδιοτήτων, βουλευτή και υπουργού, δηλ. ιδιοτήτων που εντάσσονται ταυτόχρονα στη νομοθετική και τη βουλευτική εξουσία, πλήττεται ευθέως η θεμελιώδης και μη αναθεωρητέα συνταγματική διάταξη του άρθρου 26 Συντ. για τη διάκριση των εξουσιών, που επιτάσσει να μην αποκτά μια εξουσία ανεξέλεγκτες αρμοδιότητες εις βάρος των άλλων. Και δεύτερον, κατά πόσον με τη συνύπαρξη των δύο αυτών ιδιοτήτων υποθάλπονται και διευκολύνονται οι πελατειακές σχέσεις μεταξύ βουλευτή-υπουργού και των ψηφοφόρων του.
Το κρίσιμο αυτό θέμα του ασυμβίβαστου ή μη των δύο ιδιοτήτων, βουλευτή και υπουργού, είχα την ευκαιρία να εξετάσω σε εισήγησή μου που παρουσιάσθηκε, έπειτα από πρόσκληση, σε Νομικό Συνέδριο της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδας και του Δικηγορικού Συλλόγου Γυθείου Οίτυλο Μάνης, 26-28.6.2015)[1]. Από την εισήγηση αυτή παρατίθενται κατωτέρω τα κυριότερα σημεία:
 
Ι. Συγκριτικές Παρατηρήσεις και Ελληνικό Δίκαιο
Εν πρώτοις, αξίζει να επισημανθεί ότι στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, πάνω από δέκα χώρες έχουν υιοθετήσει το ασυμβίβαστο. Ειδικότερα, σε χώρες με προεδρικό ή ημιπροεδρικό πολίτευμα, όπως αντιστοίχως αφενός οι ΗΠΑ και η Κύπρος, και αφετέρου η Γαλλία, το ασυμβίβαστο καθιερώνεται πλήρως, με την έννοια ότι απαγορεύεται ρητά η ταυτόχρονη κατοχή της ιδιότητας του μέλους και της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας (εφεξής, μονολεκτικά: ασυμβίβαστο): ά. εδ. 6§2 ΣυντΗΠΑ, ά. 59§2 κυπρΣυντ, ά. 23 γαλλΣυντ. Όμως, και σε σειρά άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που έχουν μεν κοινοβουλευτικό πολίτευμα, αλλά στις οποίες η επίδραση των διδασκαλιών της Γαλλικής Επανάστασης 1789 περί διάκρισης των εξουσιών υπήρξε καθοριστική (πρβλ. ά. 16 γαλλ. Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 1789), το ασυμβίβαστο έχει καθιερωθεί προ πολλού στο Σύνταγμά τους, τουλάχιστον για όσο διάστημα διαρκεί μια υπουργική θητεία: Ελβετία (ά. 144§1), Βέλγιο (ά. 50), Ολλανδία (ά. 57§2), Λουξεμβούργο (ά. 54§1), Αυστρία (ά. 70§2), Νορβηγία (ά. 62§2), Πορτογαλία (ά. 154§1), Βουλγαρία (ά. 68§2) κ.λπ. Στον αντίποδα υπάρχουν χώρες που αναγνωρίζουν στο Σύνταγμά τους ή ως (άγραφη) συνθήκη του πολιτεύματός τους την υποχρεωτική σύμπτωση των δύο ιδιοτήτων, δηλ. του μέλους νομοθετικού σώματος και υπουργικού συμβουλίου, μέσα στο πνεύμα μιας ιδιαίτερης έμφασης στην ιδέα του κοινοβουλευτισμού, ο οποίος προσδίδει στο Κοινοβούλιο, ως φορέα της νομοθετικής εξουσίας, τη θεσμική υπεροχή απέναντι στις άλλες δύο εξουσίες. Τέλος, στον ενδιάμεσο χώρο κινούνται άλλες Ευρωπαϊκές χώρες όπως και η Ελλάδα, όπου δεν είναι ανάγκη να έχει εκλεγεί κανείς βουλευτής για να γίνει υπουργός, αλλά και εάν είναι ήδη βουλευτής, δεν χρειάζεται να παραιτηθεί από τη βουλευτική του ιδιότητα ή να ανασταλεί η ενλόγω ιδιότητα προκειμένου αυτός να ασκήσει τα υπουργικά του καθήκοντα. Κατά την εφαρμογή πάντως τέτοιων ρυθμίσεων, ως υπουργοί διορίζονται κατά κανόνα οι βουλευτές και μόνο κατʼ εξαίρεση οι λεγόμενοι εξωκοινοβουλευτικοί υπουργοί (π.χ. Γερμανία, Ιταλία)[ii].
Ως προς την Ελλάδα, σε ένα πρώτο στάδιο, υπό την επίδραση των γαλλικών επαναστατικών Συνταγμάτων (ιδίως αυτού της 22.8.1795) προβλέφθηκε π.χ. στο Σχέδιο Συντάγματος – «Νέα Πολιτική Διοίκησις» του Ρήγα Βελεστινλή (ά. 62 επ., 75), και στο Σύνταγμα Επιδαύρου 1822 (§κʼ) ένα πενταμελές Διευθυντήριο που θα ασκούσε καθήκοντα εκτελεστικής εξουσίας και που θα απαρτιζόταν από μέλη εκλεγόμενα «εκτός των μελών του Βουλευτικού» (έτσι η διατύπωση στο Σύνταγμα Επιδαύρου 1822). Ωστόσο στη συνέχεια, με το Σύνταγμα 1844, που διαμορφώθηκε ως επί το πλείστον με βάση τη γαλλική συνταγματική Χάρτα της 14.8.1830 και το Βελγικό Σύνταγμα της 7.2.1831, η κατάσταση άλλαξε καθοριστικά και έτσι παρέμεινε έως σήμερα, με συνήθη δηλ. πρακτική των Ελλήνων πρωθυπουργών να διορίζουν ως υπουργούς τους βουλευτές, χωρίς όμως να υπάρχει διάταξη στο Σύνταγμα που να επιβάλλει κάτι τέτοιο (πρβλ. ά. 81 εδ. α΄ Συντ. 1844, ά. 78 Συντ. 1911, ά. 90 Συντ. 1927, ά. 78, προτελευταία παράγραφος Συντ. 1952 και ά. 84§7 ισχύοντος Συντ. 1975 –πρβλ. όμως και ά. 88§2 των «Συνταγμάτων» 1968 και 1973, που προέβλεψε (ά.) ότι: «Εξαιρέσει του Πρωθυπουργού και των Αντιπροέδρων της Κυβερνήσεως, ουδείς βουλευτής δύναται να διορισθεί μέλος της Κυβερνήσεως ή Υφυπουργός και αν ακόμη παραιτηθεί του βουλευτικού αξιώματος». Ενδιαφέρον είναι τέλος να σημειωθεί ότι κατά τη συζήτηση γα την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975, μέσα σε πνεύμα οιονεί παροξυσμού υπέρ της αρχής του κοινοβουλευτισμού, πράγμα εύλογο μετά την πτώση μιας επτάχρονης δικτατορικής διακυβέρνησης, ορισμένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης (Ενωση Κέντρου – Νέα Δυνάμεις και ΠΑΣΟΚ) υπέβαλαν χωριστές προτάσεις (που όμως δεν υπερψηφίσθηκαν) για να υπάρξει συνταγματική διάταξη περί του ότι κανείς δεν μπορεί να διορισθεί ή να παραμείνει μέλος της Κυβέρνησης αν δεν είναι βουλευτής (Πρακτικά Βουλής της 16.4.1975)[iii]. Πάντως, στις μετέπειτα αναθεωρήσεις του Συντάγματος το ζήτημα του ασυμβίβαστου των ιδιοτήτων βουλευτή και υπουργού δεν τέθηκε επί τάπητος ως πρόταση από κάποιον κομματικό σχηματισμό, ούτε και συζητήθηκε, έστω και ακροθιγώς, στις αρμόδιες επιτροπές και τη Βουλή. Το θέμα του ασυμβίβαστου επανήλθε μόλις στις απαρχές του τρέχοντος αιώνα, αρχικά τον Ιανουάριο 2000, με θετική απόφαση στο Προσυνέδριο της «Νέας Δημοκρατίας», και στη συνέχεια τον Ιούλιο 2011 και εκ νέου τον Απρίλιο 2014, με τις προτάσεις που κατατέθηκαν τότε προς διαβούλευση για τη συνταγματική αναθεώρηση από το ενλόγω κόμμα. Επίσης και ο Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, διακεκριμένο στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός, βουλευτής και ευρωβουλευτής, ήδη από το 1997, σε βιβλία και συνεντεύξεις του, έχει συμπεριλάβει το υπό συζήτηση θέμα του ασυμβίβαστου στη δέσμη των προσωπικών του προτάσεων για τα συνταγματική αναθεώρηση (π.χ. στο έργο του «Συνταγματικοί Στοχασμοί», 2014)[iv].
Ας μη νομισθεί, πάντως, ότι το θέμα αυτό αντιμετωπίζεται θετικά μόνον από την κεντροδεξιά παράταξη. Στο διαδίκτυο μπορεί κανείς εύκολα να εντοπίσει και δημοσιεύματα διανοητών από την αντίπερα όχθη, όπως ο Σταύρος Λυγερός[v] και ο Βασίλης Ξυδιάς[vi], οι οποίοι τάσσονται αναφανδόν υπέρ του ασυμβίβαστου, με επιχειρήματα που κλιμακώνονται αντίστοιχα από την ανάγκη «απελευθέρωσης» της νομοθετικής εξουσίας, «ώστε να λειτουργήσει ως πραγματικό αντίβαρο στη θεσμική παντοδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας», έως το πρόταγμα για «πραγματική διάκριση εξουσιών» με μεταρρυθμίσεις που θα περιλαμβάνουν π.χ. την αυτοδιοίκηση στο δικαστικό σώμα και το ασυμβίβαστο υπουργού - βουλευτή.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Η Εφαρμογή της Γεωλογίας στην Εγκληματολογία [του Αλέξανδρου Τσιβίκη, Αρ/κα ΕΛ.ΑΣ., μετ. φοιτ. ΠΜΣ «Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία», κατεύθυνση Διεθνής Ασφάλεια, του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου]

ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει διεθνώς συστηματικές έρευνες για την εφαρμογή βασικών αρχών της γεωφυσικής επιστήμης στην εγκληματολογία. Στις έρευνες αυτές οδήγησε κυρίως η ανάγκη συλλογής και εξέτασης στοιχείων για το δύσκολο έργο της εξιχνίασης δολοφονιών. Στις αρχές του 20ου αιώνα η γεωλογία βρήκε μία νέα εφαρμογή και μία καινούργια επιστήμη γεννήθηκε, η Δικαστική Γεωλογία, η οποία διερευνά εγκλήματα και προετοιμάζει νομικά και δικαστικά επιχειρήματα. Η μέθοδος που εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο στην έρευνα είναι τα Γεωραντάρ (GPR). Η γεωφυσική διασκόπηση αποτελεί μια τεχνική διερεύνησης που χαρακτηρίζεται ως μη καταστροφική, με δυνατότητα εφαρμογής σε μεγάλη πλειονότητα προβλημάτων. Είναι µία μέθοδος ή οποία χρησιμοποιείται εκτός άλλων για την εκτίμηση των εδαφικών στρώσεων. Η χρήση του Γεωραντάρ παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα καθώς αποτελεί ένα οικονομικό και γρήγορο τρόπο ελέγχου μεγάλων περιοχών χωρίς εκσκαφή, καταστροφή ή εκτεταμένη διακοπή λειτουργίας τους. Με το Γεωραντάρ αποκτούμε εκτίμηση του βάθους των εντοπιζόμενων υλικών. Το Γεωραντάρ δεν έχει περιορισμό στο υλικό κατασκευής του αγωγού που αναζητά.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Πρόσφατες επιστημονικές αναφορές σε όλο τον κόσμο ή περιοδικά όπως το Forensic Science International ή Journal of Forensic Science αποδεικνύουν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ιατροδικαστική γεωεπιστήμη, ενώ αποτελεί ήδη μάθημα διδασκαλίας (Chamakura, 2001) σε περισσότερα από διακόσια πανεπιστημιακά μαθήματα. Το ενδιαφέρον για την επιστήμη και την ιατροδικαστική έρευνα γίνεται καλύτερα κατανοητό από την ραγδαία εξέλιξη της χρήσης των εφαρμογών της στις εγχώριες και διεθνείς μορφές εγκλημάτων. Η Δικαστική Γεωλογία είναι μια σχετικά νέα επιστήμη η οποία διερευνά τα εγκλήματα και προετοιμάζει τα επιχειρήματα και τα νομικο-δικαστικά στοιχεία για την διαλεύκανση πολύπλοκων εγκλημάτων και αδικημάτων. Δικαστική Γεωλογία ονομάζεται η επιστήμη όπου με τη εφαρμογή της γεωλογίας διερευνά εγκλήματα ή παράνομες ενέργειες και προετοιμάζει νομικά και δικαστικά στοιχεία και επιχειρήματα. Η Δικαστική Γεωλογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά στη διελεύκανση και επίλυση πολύπλοκων εγκλημάτων. Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο όρος οι Pye και Croft (2004) ορίζουν την ιατροδικαστική γεωλογία ως «την εφαρμογή τεχνικών της επιστήμης της γεωλογίας και της ευρύτερα επιστήμης του περιβάλλοντος στις έρευνες που θα μπορούσαν ενδεχομένως να προσφύγουν ενώπιον δικαστηρίου». Ως εκ τούτου, περιλαμβάνει μια σειρά από υποκατηγορίες, όπως η ιατροδικαστική γεωλογία, ιατροδικαστική γεωφυσική, η εγκληματολογική εδαφολογική επιστήμη, η ιατροδικαστική χαρτογράφηση και η τηλεπισκόπηση. Υπάρχει επίσης μια επικάλυψη με συναφείς επιστημονικούς κλάδους, όπως η ιατροδικαστική αρχαιολογία, η ιατροδικαστική μηχανική και η ιατροδικαστική βοτανική (Ruffell και McKinley, 2008), γεγονός που έχει οδηγήσει σε πρόσφατες συζητήσεις σχετικά με τον καθορισμό και την αποσαφήνιση αυτών των ποικίλλων επιστημονικών όρων (Ruffell, 2010). Παρά την πρόσφατη εμφάνισή της στο προσκήνιο της επιστημονικής έρευνας για την εξιχνίαση εγκλημάτων, ήδη στα τέλη του 20ουαι, επιστήμονες όπως ο Locard, ανέπτυξαν θεωρίες βασιζόμενοι στην ιατροδικαστική γεωεπιστήμη (Chisum and Turvey, 2000), ενώ παράλληλα δημιουργήθηκαν τα πρώτα θεσμικά όργανα για την επιστημονική ανάλυση της εγκληματικότητας. Η σύγχρονη δικαστική γεωλογία όμως έχει εξελιχτεί σε κάτι πιο πολύπλοκο από την μελέτη των ορυκτών, σκόνης και του εδάφους. Από το 1986 στις ΗΠΑ χρησιμοποιούνται οι γεωλογικές και γεωφυσικές έρευνες στην διερεύνηση των εγκλημάτων. Με ραντάρ διείσδυσης και μαγνητόμετρα μπορούν να εντοπιστούν πτώματα θαμμένα σε μικρό βάθος. Οι διάφορες εξεταστικές μέθοδοι της γεωλογίας χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο από το νόμο ως εργαλείο αναζήτησης, όπως αποδεικνύονται από την πρόσφατη δημοσίευση διάφορων περιπτωσιολογικών μελετών (Fiedler και λοιποί, 2009a Ruffell και λοιποί, 2009a Missiaen και λοιποί, 2010 Pringle και Jervis, 2010 Novo και λοιποί, 2011), ερευνητικών άρθρων (Dekeirsschieter και λοιποί, 2009 Jervis και λοιποί, 2009 Arosio, 2010 Hädrich και λοιποί, 2010 Dionne και λοιποί, 2011 Schultz και Martin, 2011) εγχειρίδιων (Killam, 2004 Pye 2004, 2007 Chainey και Ratcliffe, 2008 Ruffell και McKinley, 2008), αλλά και την οργάνωση διάφορων διεθνών συνεδριάσεων «της δικαστικής γεωλογίας» (π.χ. Ritz και λοιποί, 2009).
Η δικαστική γεωλογία θεωρείται αυτήν την περίοδο όχι μόνο μια αναδυόμενη ανάγκη που μπορεί να φέρει σημαντικά οφέλη στην αστυνόμευση, αλλά και απαραίτητη εφαρμογή των που μπορεί να παρέχει σημαντικά αποτελέσματα σε περιβαλλοντικές, ανθρωπιστικές και στρατιωτικές έρευνες.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ
Ο πρώτος που συνέλαβε την ιδέα για την καθιέρωση του όρου και της έννοιας της δικαστικής γεωλογίας ήταν ο Sir Arthour Connan Doyle, που ήταν και δημιουργός του Sherlock Holmes, ένας ιδιαίτερα ευφυής και πρωτοποριακός αστυνομικός, ο οποίος ερευνούσε υποθέσεις χρησιμοποιώντας πληροφορίες από διάφορους επιστημονικούς κλάδους. Οι συναρπαστικές και δημοφιλείς στη συνέχεια ιστορίες του συγγραφέα Doyle αποτέλεσαν σταθμό στην αστυνομική μεθοδολογική έρευνα και άνοιξαν το δρόμο για πολλές από τις ιδέες και τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από επιστήμονες, καθώς οι τελευταίοι προσπαθούσαν να συνεισφέρουν με πληροφορίες από διάφορους κλάδους της επιστήμης στη διαλεύκανση εγκλημάτων.
Το 1893, ένας άλλος συγγραφέας, ερευνητής και εγκληματολόγος που ήταν καθηγητής εγκληματολογίας, εξέδωσε ένα πρακτικό βιβλίο στο οποίο παρουσιάζονταν ιδέες για την επιστημονική έρευνα του εγκλήματος. O Hans Gross, πρότεινε πολλές πιθανές εφαρμογές της επιστήμης στην εγκληματολογική έρευνα στο βιβλίο που εξέδωσε Examinating Magistrates (Εγχειρίδιόν για Ανακριτές). Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη και τη χρήση της επιστήμης στην έρευνα της εγκληματολογίας. Και αυτό καθώς υπέδειξε τη συνεισφορά του γεωλόγου στην εγκληματολογία.
Το 1900 αναπτύχθηκαν νέες μέθοδοι στην εγκληματολογία που περιλάμβαναν και μικροσκοπικές τεχνικές. Τον Οκτώβριο του 1904, ο δόκτωρ Popp ανέλαβε την εξιχνίαση μιας υπόθεσης δολοφονίας. Μέχρι τότε ο χημικός Popp, διατηρούσε εργαστήριο, το οποίο παρείχε χημικές και μικροσκοπικές υπηρεσίες στο πεδίο μελέτης τροφίμων και στη βακτηριολογία. Ένας ερευνητής από την Φρανκφούρτη ζήτησε από τον Popp να εξετάσει τις αποδείξεις για υπόθεση εγκλήματος, όπου μία ράφτρα, η Eva Disch είχε στραγγαλιστεί με το ίδιο της το κασκόλ. Ο Popp εξιχνίασε το έγκλημα ανακαλύπτοντας κάρβουνο και κόκκους ορυκτών στα νύχια του υπόπτου, και ένα υπόστρωμα από ορυκτά στο παντελόνι του, στοιχεία τα οποία συγκρινόμενα με ένα δείγμα από το σώμα της Disch ήταν τα ίδια. Η εξέταση των ορυκτών αποκάλυψε ορυκτά ορισμένου μεγέθους σωματιδίων, ιδιαίτερα λεπτούς κόκκους μαρμαρυγίας, τους οποίους ο Popp καθόρισε ότι ήταν συγκρίσιμοι με δείγματα εδάφους που συνελέγησαν από το μέρος ανάμεσα στο τόπο του εγκλήματος και το σπίτι του υπόπτου. Όταν του παρουσίασαν τα αποδεικτικά στοιχεία από τις αναλύσεις εδάφους ο ύποπτος αποδείχτηκε ότι έκανε το έγκλημα και επιβεβαιώθηκαν οι γεωλογικές αποδείξεις που χρησιμοποίησε ο Popp.
Η υπόθεση που καθιέρωσε την αξία και τη συμβολή των γεωλογικών πληροφοριών στην εγκληματολογία ήταν αυτή που συνέβη το 1908, όταν η Margaret Filmbert δολοφονήθηκε σε μία πόλη της Βαυαρίας και ο εισαγγελέας, ο οποίος είχε ακούσει για τον Popp του ζήτησε να εξιχνιάσει το έγκλημα. Ο Popp άρχισε λεπτομερή εξέταση του υλικού που είχε στη διάθεσή του και μάζεψε δείγματα εδάφους από τη γύρω περιοχή. Παρατηρώντας καλά το έδαφος συνέκρινε τα δείγματα ορυκτών στα παπούτσια του υπόπτου με αυτά που υπήρχαν στη τοποθεσία του εγκλήματος και αποδείχτηκε η ενοχή του. Η υπόθεση της Margaret Filmbert καθιέρωσε τον τομέα της δικαστικής γεωλογίας και έθεσε τα θεμέλια για μελλοντικές συγκριτικές μελέτες εδαφών.
Το 1910 στη Γαλλία, ο Endmond Loscard με τεράστιο ενδιαφέρον για την εγκληματολογία, ίδρυσε ένα μικρό εργαστήριο με βοηθούς δύο αστυνομικούς. Στο εργαστήριο αυτό έκανε αξιόλογη εργασία στον προσδιορισμό σωματιδίων και δημιούργησε τη φήμη ότι είναι ικανός να δώσει χρήσιμες πληροφορίες στις έρευνες.

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Yπόθεση C‑266/14ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 10ης Σεπτεμβρίου 2015 Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 2, σημείο 1 – Έννοια του χρόνου εργασίας – Εργαζόμενοι μη έχοντες σταθερό ή συνήθη τόπο εργασίας – Χρόνος μεταβάσεως από την κατοικία του εργαζομένου στον χώρο του πρώτου πελάτη και από τον χώρο του τελευταίου πελάτη στην κατοικία του εργαζομένου

Περίληψη: Το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, όπου οι εργαζόμενοι δεν έχουν σταθερό ή συνήθη τόπο εργασίας, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ο χρόνος μετακινήσεώς τους για τις καθημερινές τους μεταβάσεις από την κατοικία τους στον χώρο του πρώτου πελάτη, τον οποίο καθορίζει ο εργοδότης τους, και από τον χώρο του τελευταίου τέτοιου πελάτη στην κατοικία τους
 
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)της 10ης Σεπτεμβρίου 2015
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 2, σημείο 1 – Έννοια του “χρόνου εργασίας” – Εργαζόμενοι μη έχοντες σταθερό ή συνήθη τόπο εργασίας – Χρόνος μεταβάσεως από την κατοικία του εργαζομένου στον χώρο του πρώτου πελάτη και από τον χώρο του τελευταίου πελάτη στην κατοικία του εργαζομένου»
 
Στην υπόθεση C‑266/14, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Εθνικό Δικαστήριο (Audiencia Nacional, Ισπανία) με απόφαση της 22ας Μαΐου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Ιουνίου 2014, στο πλαίσιο της δίκηςFederación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (CC.OO.)
κατά Tyco Integrated Security SL, Tyco Integrated Fire & Security Corporation Servicios SA,
 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Ó. Caoimh (εισηγητή), C. Toader, E. Jarašiūnas και C. G. Fernlund, δικαστές,γενικός εισαγγελέας: Y. Botγραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Απριλίου 2015,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:– η Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (CC.OO.), εκπροσωπούμενη από τους E. Lillo Pérez και F. Gualda Alcalá, abogados,– οι Tyco Integrated Security SL και Tyco Integrated Fire & Security Corporation Servicios SA, εκπροσωπούμενες από τον J. Martínez Pérez de Espinosa, abogado,– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. García‑Valdecasas Dorrego,– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Smolek,– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον F. Varrone, avvocato dello Stato,– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από τους L. Christie και L. Barfoot, επικουρούμενους από την S. Lee, Q.C, και τον G. Facenna, Barrister-at-Law,– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek και N. Ruiz García,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουνίου 2015,
εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση
      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ L 299, σ. 9).
 
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Federación de Servicios Privados del sindicato Comisiones obreras (CC.OO.) και, αφετέρου, της Tyco Integrated Security SL και της Tyco Integrated Fire & Security Corporation Servicios SA (στο εξής, από κοινού: Tyco) με αντικείμενο την άρνηση των τελευταίων να εκλάβουν τον χρόνο τον οποίο δαπανούν οι εργαζόμενοί τους στις καθημερινές τους μετακινήσεις από την κατοικία τους προς τον καθορισθέντα από τον εργοδότη τους πρώτο πελάτη και από τον επίσης καθορισθέντα από τον εργοδότη τους τελευταίο πελάτη προς την κατοικία τους (στο εξής: χρόνος μετακινήσεων μεταξύ κατοικίας και πελάτη) ως «χρόνο εργασίας» κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της προμνησθείσας οδηγίας.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΕΔ 23/2008 : "Απαγορευμένη διαφημιστική δραστηριότητα υποψηφιότητας βουλευτή - Βουλευτικές εκλογές"

(...) Στο άρθρο 47 παρ. 1 εδαφ. α΄ του Εκλογικού Νόμου (ΠΔ 96/2007) ορίζεται ότι κατά την προεκλογική περίοδο απαγορεύεται στους υποψήφιους βουλευτές η ανάρτηση ή επικόλληση σε εξωτερικούς, δημόσιους ή ιδιωτικούς, χώρους καθώς και σε κάθε μορφής αυτοκινούμενα μέσα, αεροπανώ, πανώ, γιγαντοαφισών, αφισών, φωτογραφιών και κάθε είδους υλικού προβολής, η εγκατάσταση πρόσκαιρων κατασκευών οποιασδήποτε μορφής για την προσωπική τους προβολή, καθώς και η χρήση χρωστικών ουσιών και η αναγραφή συνθημάτων σε οποιονδήποτε εξωτερικό, χώρο.
Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι η προβλεπόμενη ανάρτηση ή επικόλληση των ανωτέρω καθοριζομένων μέσων (πανώ, αφισών, φωτογραφικών κ.λπ.), για να αποτελεί ανεπίτρεπτη διαφήμιση της υποψηφιότητας βουλευτή και, εντεύθεν, εκλογική παράβαση, πρέπει να αφορά αποκλειστικώς σε υλικό προβολής προσώπου και, επιπρόσθετα, να αποδεικνύεται πλήρως ότι αυτή έγινε προς το σκοπό της προσωπικής προβολής του υποψήφιου βουλευτή. Αβασίμως αποδίδεται στον καθ΄ ου η προβλεπόμενη από το άρθρο 47 παρ. 1 εδαφ. α του ΠΔ 96/2007 εκλογική παράβαση της ανεπίτρεπτης διαφημίσεως της υποψηφιότητάς του ως βουλευτή δεδομένου ότι η ανάρτηση εξώφυλλου δωρεάν διανεμομένου περιοδικού, στο οποίο εμφανίζεται μεγάλη έγχρωμη φωτογραφία του καθ’ ού, υπό τη μορφή γιγαντοαφισών, σε διαφημιστικές πινακίδες, σε στάσεις της δημοτικής αστικής συγκοινωνίας και σε πολλές κεντρικές και δευτερεύουσες οδούς της Θεσσαλονίκης έγινε με πρωτοβουλία και έξοδα του εκδότη και στόχευε αποκλειστικά στη διαφήμιση του περιοδικού του, ενώ δεν αποδεικνύεται ότι είχε οποιαδήποτε συμμετοχή ο καθ’ ου, ο οποίος μάλιστα, αμέσως μετά την προκήρυξη των βουλευτικών εκλογών της 16.9.2007, με την από 21.8.2007 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία του, που κοινοποιήθηκε την 22.8.2007, αξίωσε από τον εκδότη του περιοδικού την άμεση διακοπή της διαφημίσεως και την αφαίρεση των προβαλλόμενων φωτογραφιών του.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 48 παρ. 2 του ίδιου Εκλογικού Νόμου (ΠΔ 96/2007), κατά την ημέρα διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, καθώς και την παραμονή αυτής απαγορεύεται οποιαδήποτε προεκλογική δραστηριότητα όπως, μεταξύ άλλων, και η μετάδοση μηνυμάτων προεκλογικού περιεχομένου.
 
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μηνύματα προεκλογικού χαρακτήρα, απαγορευόμενα από το νόμο, είναι εκείνα που μεταδίδονται δημόσια από τα μέσα ενημερώσεως, ή και με άλλα μέσα, απευθύνονται δε σε ευρύ και αόριστο εξυπαρχής αριθμό προσώπων, στα μηνύματα δε αυτά δεν συγκαταλέγονται τα μηνύματα «SMS» μέσω κινητών τηλεφώνων, διότι τα τελευταία αυτά συνιστούν ιδιωτικά μηνύματα, τα οποία απευθύνονται σε συγκεκριμένα, έστω και μεγάλου αριθμού, πρόσωπα και αποτελούν τρόπο εξατομικευμένης προσωπικής επικοινωνίας.

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

"TO «ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ» ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΑΙ Η ΕΣΔΑ", [του Αντώνη Αργυρού, Δικηγόρου Αθηνών]


ΕΙΣΑΓΩΓΗ: H ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ  ΚΡΙΣΗΣ : "δυστυχώς κύριοι, επτωχεύσαμεν"

1.1- Φέτος, κλείνουν ήδη 120 χρόνια από την ιστορική εκείνη μέρα (10.12.1893), που ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Χαρίλαος Τρικούπης – κάτω από το βάρος του δημόσιου χρέους – είπε δημόσια από το βήμα της ελληνικής Βουλής, το γνωστό "δυστυχώς κύριοι, επτωχεύσαμεν"!
Συνέπεια της κήρυξης της Ελλάδας σε πτώχευση επιβλήθηκε στην Ελλάδα ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (ΔΟΕ) με το νόμο ΒΦΙΘ/23 – 2 – 1898,με τη μορφή …"οικονομικής βοήθειας".
Η ιστορία επαναλαμβάνεται. «Δυστυχώς η Ελλάς επτώχευσε»  είπε το 1932 ο μέγας Ελευθέριος Βενιζέλος  και ακολούθησε  μια νέα ελληνική πτώχευση. Σήμερα, ξαναβρίσκεται η  Ελλάδα στα πρόθυρα μιας άλλης οικονομικής πτώχευσης, ενώ είναι ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας της, έχει γίνει ένα αδύνατο, ένα προβληματικό, ένα ετοιμόρροπο μέλος, που κινδυνεύει πάλι με οικονομική κατάρρευση ύστερα από 76 χρόνια από την πτώχευση του 1933.
Η Ελλάδα βρέθηκε ξανά από τα τέλη του 2009 σε κατάσταση πτώχευσης, δηλαδή κατάσταση αδυναμίας χρηματοδότησης του τρέχοντος ελλείμματος, αδυναμίας αναχρηματοδότησης του χρέους και πληρωμής των ελληνικών κρατικών ομολόγων που έληγαν τον επόμενο χρόνο, ομόλογα που κατείχαν κατά ένα μέρος εγχώριες τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, κλπ, και κατά ένα μέρος φορείς και τράπεζες του εξωτερικού.
Η κατάσταση πτώχευσης στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται μέχρι στιγμής δεν έχει εξελιχθεί σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία με τη βοήθεια ενός «μηχανισμού στήριξης» που δημιουργήθηκε από τη λεγόμενη «Τρόικα».

1.2- Στις 11 Απριλίου 2010  με απόφαση των υπουργών Οικονομικών του Eurogroup, στην οποία συμφωνήθηκε να χορηγηθούν στη χώρα μας από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης διμερή δάνεια, το επιτόκιο που προβλέφθηκε για δανεισμό άνω της τριετίας προσδιορίστηκε στο 6% περίπου.
Στις 11 Φεβρουαρίου 2010 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με δήλωση του έδωσε πολιτική στήριξη στην Ελλάδα, επιβάλλοντας ταυτόχρονα τριπλή βαριά επιτήρηση από Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ αλλά και ΔΝΤ .-
Στις 16 Φεβρουαρίου 2010 η χώρα με απόφαση του ECOFIN τέθηκε και τυπικά σε στενή επιτήρηση σύμφωνα με το άρθρο 126 παρ. 9 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κλήθηκε να λάβει μέτρα για τον περιορισμό του ελλείμματος μέχρι τις 15 Μαΐου 2010
Μετά από ομιλία του Πρωθυπουργού  στις 2 Μαρτίου 2010 . συγκλήθηκε την επομένη το Υπουργικό Συμβούλιο και αποφάσισε τη λήψη μέτρων.
Ακολούθως ψηφίστηκε από τη Βουλή, στη συνέχεια στις 15.03.2010, δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ (Α 40/15.03.2010) ο Ν. 3833/2010
[1] «Προστασία της Εθνικής οικονομίας-Επείγοντα μέτρα[2] για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης».
Στις 3 Μαΐου 2010  η Ελλάδα αιτήθηκε €80δις από τις υπόλοιπες (15) χώρες του Ευρώ και €30δις από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Την αίτηση συνόδευαν 3 συνημμένα μνημόνια
[3]:
“Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής” (ΜΟΧΠ),
“Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης” (ΤΜΣ) και
“Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής” (ΣΠΟΠ).
Στις 6.5.2010, δημοσιεύτηκε ο Ν. 3845/2010
[4] «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ΦΕΚ Α 65), στον οποίο προσαρτήθηκαν τα δύο από τα αναφερόμενα τρία επί μέρους Μνημόνια.
Δυνάμει δε εξουσιοδοτήσεως παρεχόμενη από το άρθρο 1 παρ. 4 του ανωτέρω νόμου προς τον Υπουργό Οικονομικών, ο τελευταίος στις 8.05.2010 υπέγραψε «Σύμβαση Δανειακής Διευκόλυνσης μεταξύ αφενός της Ελληνικής Δημοκρατίας ως δανειολήπτη και αφετέρου της κρατών μελών της Ευρωζώνης και του KfW ως δανειστών καθώς και του από 10 Μαΐου διακανονισμού χρηματοδότησης, αμέσου ετοιμότητας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Συμμετοχή της Ελλάδας στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης», η οποία ουδέποτε κυρώθηκε με τυπικό νόμο, ως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 36  παρ.2 του Συντάγματος.