Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

(Ν. 4446/2016) ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΛΗ, ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ - AΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Πάτρα, 23/12/2016

(Ν. 4446/2016) ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΛΗ, ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ
Στο Φύλλο της 22ας Δεκεμβρίου 2016 της Εφημερίδας Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016) δημοσιεύθηκε ο ν. 4446/2016, με τον οποίο επέρχονται τροποποιήσεις στον Πτωχευτικό Κώδικα, αλλά και σειρά μεταβολών που αφορά την καθημερινή άσκηση της δικηγορίας.
Από τις αλλαγές αυτές εφαρμόζονται άμεσα, ήτοι από 22-12-2016, δημοσίευση Νόμου, ΟΙ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΟΣΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ.
Οι λοιπές τροποποιήσεις ισχύουν ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του Νόμου ήτοι από 22-01-2017
Αύξηση Μεγαροσήμων
·     4 € (από 3 €) για κάθε παράσταση δικηγόρου στο Πρωτοδικείο ή οποιαδήποτε Πολιτική ή Δικαστική Αρχή ή Διοικητικό Δικαστήριο, για κάθε υπόθεση πολιτική ή ποινική ή δικαστική και σε κάθε αγωγή, παρέμβαση και σε όλα τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα, προτάσεις ή σημειώματα ή δικόγραφα ενδίκων μέσων, αιτήσεις ή προσφυγές στα ίδια Δικαστήρια και Αρχές
·     6 € (από 5 €) για κάθε παράσταση στο Εφετείο, Κακουργιοδικείο, Διοικητικά Δικαστήρια, όταν δικάζουν κατ' έφεση ή οποιασδήποτε δικαστικής παρ' εφέτες Αρχής
·     18 € (από 15 €) για κάθε παράσταση στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή τον Άρειο Πάγο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο
·     1 € (από 0,5 €) για τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης για την οποία καταβάλλονται πάγια τέλη, 4 € (από 3 €)σε κάθε φύσεως συμβολαιογραφικές πράξεις για τις οποίες καταβάλλονται αναλογικά τέλη και 2 € (από 0,5 €) για την έκδοση κάθε αντιγράφου ή αποσπάσματος αυτών,
·     3€ μεγαρόσημο για παράσταση στο Ειρηνοδικείο ή Πταισματοδικείο, για υποβολή μήνυσης και εν γένει αιτήσεων,
·     2€ για κάθε αντίγραφο ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από   οποιαδήποτε δικαστική αρχή, Ν.Π.Δ.Δ. του Υ.Δ., Δικηγορικούς Συλλόγους, Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους και Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου.
Κατάργηση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές:
·     Το πάγιο αίτημα των Δικηγορικών Συλλόγων μετά την τροποποίηση που είχε γίνει με τον ν. 3994/2011, έγινε δεκτό και πλέον δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου τόσο για τις αναγνωριστικές αγωγές, όσο και για τις καταψηφιστικές που τρέπονται σε αναγνωριστικές.
·     Ειδικά για τις καταψηφιστικές αγωγές στις εργατικές διαφορές το δικαστικό ένσημο μειώνεται στο 4 %ο (από 8%ο), όπου απαιτείται, ήτοι για τις αγωγικές αξιώσεις που υπερβαίνουν την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου.

 Αλλαγή στα ποσά των παραβόλων για άσκηση ενδίκων μέσων:
α) Πολιτική Δικονομία:
·     για άσκηση εφέσεως 75 € κατά αποφάσεως Ειρηνοδικείου, 100 € κατά αποφάσεως Μονομελούς Πρωτοδικείου, 150 € κατά αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου (μέχρι σήμερα ίσχυε ανεξαρτήτως Δικαστηρίου παράβολο 200 €)
·     για άσκηση αναίρεσης  250 €  κατά αποφάσεως  Ειρηνοδικείου, 300 € κατά αποφάσεως Μονομελούς Πρωτοδικείου, 400 € κατά αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου, 450 € κατά αποφάσεως Εφετείου (μέχρι σήμερα ίσχυε ανεξαρτήτως Δικαστηρίου παράβολο 300 €)
·     για άσκηση αναψηλάφησης 400 € κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου, και Πολυμελούς Πρωτοδικείου και 500 € κατά αποφάσεων Εφετείου και Αρείου Πάγου (μέχρι σήμερα ίσχυε ανεξαρτήτως Δικαστηρίου παράβολο 400 €)

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

ΕιρΠατρών 94/2016 : Αμοιβή δικηγόρου - Δικηγόροι Ι.Κ.Α. - Ελάχιστα όρια αμοιβής δικηγόρων Δημοσίου

Όταν η καθοριζόμενη με βάση τον Κώδικα Δικηγόρων για κάθε κατά περίπτωση ενέργεια ελάχιστη αμοιβή είναι μεγαλύτερη από εκείνη, που καθορίζεται με βάση την ΚΥΑ 1146/1117864/2297/Α0012/2007 τότε οφείλεται η μεγαλύτερη αυτή αμοιβή. Όταν όμως είναι μικρότερη, τότε οφείλεται η καθοριζόμενη με βάση την ΚΥΑ μεγαλύτερη ελάχιστη αμοιβή, διότι θα ήσαν άνισο οι δικηγόροι να αμείβονται με τα ελάχιστα όρια του Κώδικα των Δικηγόρων και να φορολογούνται για μεγαλύτερο εισόδημα. Συνεπώς, σε περίπτωση αναθέσεως από μέρους του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ εντολής σε δικηγόρο να ενεργήσει για λογαριασμό του ενώπιον δικαστηρίου, υποχρεούνται αυτά, υπό την ισχύ της ως άνω ΚΥΑ, να καταβάλουν στον εν λόγω δικηγόρο την αντίστοιχη αμοιβή που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτής, εφόσον αυτή υπερβαίνει το ελάχιστο όριο αμοιβής, που προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων. Τα ανωτέρω, εξάλλου, ισχύουν και ως προς τους δικηγόρους, που ενεργούν ως εντολοδόχοι του ΙΚΑ σύμφωνα με την παρ. 6 της ΚΥΑ 94324/1996 και δεν αμείβονται με πάγια αντιμισθία, αφού ως προς αυτούς δεν γίνεται διάκριση ή εξαίρεση από το ν. 2753/1999, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που ρυθμίζουν την αμοιβή των δικηγόρων του Δημοσίου με βάση το πάγιο ελάχιστο όριο, που προβλέπεται στον Κώδικα των Δικηγόρων ακόμη και για δικαστικές ή εξώδικες εργασίες, για τις οποίες η αμοιβή ορίζεται απ' αυτόν σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της υπόθεσης. Τέλος, οποιαδήποτε συμφωνία περί λήψης από το Δικηγόρο μικρότερης αμοιβής είναι απολύτως άκυρη. Η ανωτέρω ΚΥΑ, εξάλλου, συνεχίζει να βρίσκεται σε ισχύ και μετά την πάροδο της διετίας ρητής ισχύος της (1.1.2008 έως 31.12.2009) εφαρμοζόμενη αναλόγως, ελλείψει εκδόσεως νέας ΚΥΑ με την οποία θα αναπροσαρμόζονταν οι σχετικές αμοιβές, ενώ μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3919/2011 οι αμοιβές αυτές μετονομάσθηκαν απλώς σε «νόμιμες αμοιβές» οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν όταν δεν υφίσταται διαφορετική έγκυρη συμφωνία μεταξύ εντολέως και δικηγόρου, κατ' άρθρο 5 παρ. 6 το ν 3919/2011, που τροποποίησε το άρθρο 92 παρ. 12 του Κώδικα περί Δικηγόρων.

ΕΙΔΙΚΗ
Αριθμός 94/2016
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Ελένη Μπίθαρη και τη Γραμματέα Παναγιώτα Τζουβέκα, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του τις 15-12-2015 για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: ………Δικηγόρου Πατρώνπου παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Του εναγομένου: Του εδρεύοντος στην Αθήνα Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (ΙΚΑ - ΕΤΑΜ) που εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου του δικηγόρου ΘΜ.
Η ενάγουσα με την υπό ημερομηνία 5-6-2012 αγωγή της που απηύθυνε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και για όσους λόγους εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ζήτησε να γί-νουν δεκτά τα αιτήματα της.
Για τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 797/2015 πράξη της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου, δικάσιμος η 15η-12-2015 και μετά από αναβολή εκείνη που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Ακολούθησε συζήτησε όπως καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91 παρ. 1, 92 παρ. 1, 98 παρ. 1 και 99 του νδ/τος 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων» όπως αυτός ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, του άρθρου 245 παρ. 5 του ν 3086/2002 «περί Οργανικού   Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατάστασης των Λειτουργών και των Υπαλλήλων του. (ΦΕΚ Α 324), του άρθρου 7 παρ. 2 του ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α 249) και των Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής αποφάσεως, ειδικότερα δε της  1146/1117864/2297/Α0012/2007 αποφάσεως περί προσδιορισμού των ελαχίστων αμοιβών των Δικηγόρων (ΦΕΚ Β 2422), προκύπτει ότι με τις διατάξεις των ανωτέρων νόμων καθώς και εκείνες της προαναφερόμενης ΚΥΑ δεν καταργήθηκαν οι προαναφερόμενες διατάξεις του Κώδικα των Δικηγόρων, που αφορούν τον καθορισμό του κατωτάτου ορίου, αμοιβής όλων των δικηγόρων, δηλαδή και εκείνων του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού, των οποίων σκοπός είναι ότι μόνο η προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου ως εργαζομένου, αλλά και η κατοχύρωση του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, κατισχύουν εκείνων των ως άνω νόμων και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδοθεισών ΚΥΑ στις σχέσεις των συμβαλλομένων αφού οι διατάξεις αυτών, όπως προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου τους και τις οικείες εισηγητικές εκθέσεις, έχουν φορολογικό χαρακτήρα και αποσκοπούν στη μεταρρύθμιση και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος με την καθιέρωση αντικειμενικής φορολογικής μεταχείρισης των δικηγόρων προς τον σκοπό της δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών, της μειώσεως των οικονομικών στρεβλώσεων, που προκαλεί η φορολογική διάρθρωση στην κατανομή των πόρων, της αυξήσεως της ανταγωνιστικότητας και της προσαρμογής της φορολογίας στο ενοποιούμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. 

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

ΜΠρΑθ 1796/2016 Διάλυση σωματείου – Τριτανακοπή - Δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι - Δημόσια τάξη - Καταχρηστική άσκηση - Θρησκευτικά

Για την άσκηση τριτανακοπής από σωματείο απαιτείται απόφαση του διοικητικού συμβουλίου και αν την αίτηση υπέβαλε ο πρόεδρος, πάσχει η εκπροσώπηση, αλλά θεραπεύεται με έγκριση του διοικητικού συμβουλίου μέχρι τη συζήτηση. Για την άσκηση τριτανακοπής απαιτείται η επίκληση εννόμου συμφέροντος και βλάβης ή επικειμένου κινδύνου, όχι όμως δόλου ή συμπαιγνίας. Απόρροια του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι είναι η αρχή της πολλαπλότητας των σωματείων, δηλαδή της παράλληλης λειτουργίας στον ίδιο χρόνο και τόπο περισσότερων σωματείων, που απαρτίζονται από μέλη που ανήκουν στην ίδια επαγγελματική κατηγορία, η οποία ελέγχεται για κατάχρηση δικαιώματος μόνο όταν η λειτουργία του δεύτερου σωματείου παρεμποδίζει ή περιορίζει την τήρηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι του άλλου σωματείου, είτε η επωνυμία του νεότερου σωματείου είναι ίδια ή παρόμοια με εκείνη του πρώτου, έτσι ώστε να προκαλείται σύγχυση. Ο έλεγχος της νομιμότητας του σωματείου γίνεται με βάση το καταστατικό του και όχι με βάση υποτιθέμενες ή υποκρυπτόμενες προθέσεις των ιδρυτών του. Η διάταξη του άρθρου 105 περ. 3 ΑΚ δεν αντίκειται στο άρθρο 12 § 2 Σ. Αντίθεση στη δημόσια τάξη υπάρχει όταν προσβάλλονται θεμελιώδεις αρχές, που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις δικαιϊκές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις και διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό της. Θεωρείται κεκτημένο κατά το χρόνο έκδοσης της τριτανακοπτόμενης απόφασης το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος, παρότι είχε αποστείλει επιστολή, η οποία κρίνεται ως αναγνωριστική και επιφυλακτική κίνηση. Το τριτανακόπτον δεν νομιμοποιείται να ζητήσει τη διάλυση του καθ ου με βάση το άρθρο 105 περ.3 ΑΚ. Το άρθρο 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται σε αμιγώς διαδικαστικές πράξεις. Η ίδρυση του καθ ου σωματείου δεν αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ. Οι επωνυμίες και οι σφραγίδες των δύο σωματείων δεν επιτρέπουν σύγχυση. Υπάρχουν διαφορές στις κατηγορίες μελών κάθε σωματείου, ενώ οι σκοποί του τριτανακόπτοντος είναι πολύ ευρείς σε σχέση με του καθ ου η τριτανακοπή, που επικεντρώνονται στην αναβάθμιση του μαθήματος των θρησκευτικών. Ο ανταγωνισμός ιδεών μεταξύ των δύο σωματείων δεν συνεπάγεται καταχρηστικότητα του ενός, αλλά η διαμόρφωση του προγράμματος του μαθήματος των θρησκευτικών είναι έργο διαλόγου μεταξύ των διαδίκων, για τούτου και ο Αρχιεπίσκοπος δεν τοποθετήθηκε υπέρ του ενός ή του άλλου σωματείου. Το καθ ου δεν ευαγγελίζεται τον εξοβελισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης, δεν στοχεύει στη μετάλλαξη του μαθήματος των θρησκευτικών, αλλά τα μέλη του προβληματίζονται από την αποστασιοποίηση των νέων από τις θρησκευτικές κοινότητες και επιδιώκουν τον εμπλουτισμό της ύλης του χωρίς στοιχεία κατηχητισμού.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 1796/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή, Ευάγγελο-Αλέξανδρο Λίταινα, Πάρεδρο, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 27η-9-2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αναστασίας Καραγγελή, για να δικάσει την υπόθεση, με αντικείμενο την τριτανακοπή κατά Απόφασης αναγνώρισης σύστασης σωματείου:

ΤΟΥ ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, οδός …, με ΑΦΜ: …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου ΧΑ.

ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ: σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνιος .....», το οποίο εδρεύει στον Χολαργό Αττικής, οδός …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Π Ν.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-5-2016 τριτανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία 98612016, η συζήτηση της αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς του και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.


ΑΦΟΎ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΎΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


I. Το άρθρο 64 παρ. 2 εδ. α' του ΚΠολΔ, ορίζει ότι τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί. Το σωματείο παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου με το καταστατικό του όργανο που ασκεί τη διοίκηση.
Επομένως, αν δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στο καταστατικό του σωματείου, για την τριτανακοπή κατά δικαστικής απόφασης που αναγνώρισε άλλο σωματείο, απαιτείται άδεια με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου για την άσκηση της και την εκπροσώπησή του ενώπιον των δικαστηρίων, με συνέπεια ότι, αν την αίτηση υπέβαλε ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου χωρίς άδεια του διοικητικού συμβουλίου, η άσκηση της αίτησης και η εκπροσώπηση του σωματείου πάσχει από έλλειψη ικανότητας δικαστικής παράστασης (ΑΠ 334/02, ΕλλΔνη 44. 185). Η έλλειψη, όμως, αυτή θεραπεύεται αναδρομικώς από την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου έως τη συζήτηση της τριτανακοπής με παροχή της άδειας προς διεξαγωγή της δίκης που μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή (ΑΠ 1082/1990, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΛαρ 78/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 


ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585, 586, 587, 588 και 590 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής μπορεί να ασκηθεί από τους τρίτους που δεν συμμετείχαν στη δίκη ούτε είχαν προσκληθεί να παραστούν σ’ αυτήν (ΑΠ 128/1991, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 385/1989, ΕλλΔνη 31, 345), κατά την οποίαεκδόθηκε οριστική απόφαση, ήτοι απόφαση που επιλύει την υφιστάμενη διαφορά μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν στη δίκη, ανεξαρτήτως αν στη συνέχεια αυτή κατέστη τελεσίδικη ή και αμετάκλητη (ΑΠ 1250/1990, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Για την άσκησή της δεν ορίζεται από το νόμο συγκεκριμένη προθεσμία (ΑΠ 311/1997, ΕλλΔνη38, 1787, ΑΠ 681/1990, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) και συνεπώς είναι απρόθεσμη σε κάθε περίπτωση, εκτός αν από ειδική διάταξη νόμου υποβάλλεται σε προθεσμία. Νέοι (ή πρόσθετοι) λόγοι τριτανακοπής μπορούν να ασκηθούν και με τις προτάσεις μέχρι την περάτωση της συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 773 παρ. 2 ΚΠολΔ), όχι δε μεταγενέστερα με προσθήκη στις προτάσεις αυτές, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 1240/1991, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), και τούτο διότι η 773 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως ειδική, κατισχύει εκείνης του άρθρου 585 παρ. 2 ΚΠολΔ που απαιτεί ξεχωριστό δικόγραφο (ΒαθρακοκοίληςΕΡΝΟΜΚΠολΔ, άρθρο 773 αριθμ.3, σελ. 480).


ΙΙΙ. Επομένως, όλες οι οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται με την αμφισβητουμένη δικαιοδοσία είναι δεκτικές τριτανακοπής, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση, του ενεργού και υφισταμένου κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτομένης αποφάσεως (ΑΠ 126/1980, ΝοΒ 28, 1451), εννόμου συμφέροντος (άρθρ. 68 ΚΠολΔ) του τριτανακόπτοντος, ο οποίος υφίσταται βλάβη ή διακινδύνευση σε κάποιο δικαίωμά του, απορρέουσα από τις έννομες συνέπειες της αποφάσεως, που είναι δεσμευτικές γι' αυτόν (ΑΠ 128/1991, ΕλλΔνη33, 819, ΑΠ 681/1990, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον του τρίτου προς άσκηση τριτανακοπής πρέπει να είναι ατομικό και άμεσο, να προκύπτει δε από την τριτανακοπτόμενη απόφαση ή από την εκτέλεσή της, οσάκις η τελευταία είναι δεκτική εκτελέσεως, ενώ η βλάβη ή η διακινδύνευση των συμφερόντων του μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση ή και ενδεχόμενη, αρκεί να προκύπτει, ως άνω, από την τριτανακοπτόμενη απόφαση ή από την εκτέλεσή της (ΑΠ 386/1989, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην τριτανακοπή αυτή, περί της οποίας ορίζει η διάταξη του άρθρου 773 ΚΠολΔ, δεν υπάρχει ανάγκη επίκλησης και απόδειξης δόλου ή συμπαιγνίας, όπως απαιτεί η 586 παρ. 2 ΚΠολΔ, και τούτο διότι οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν παράγουν δεδικασμένο κατά την έννοια του άρθρo 321 ΚΠολΔ (ΑΠ 26/1987, ΕλλΔνη 29, 119) και συνεπώς για το παραδεκτό της τριτανακοπής ο τριτανακόπτων δεν απαιτείται να επικαλεσθεί δόλο ή συμπαιγνία των αρχικών διαδίκων, αλλ' αρκεί ο ισχυρισμός ότι υφίσταται βλάβη ή ότι επίκειται κίνδυνος των συμφερόντων του από την προσβαλλόμενη απόφαση (ΕφΑθ 9468/1992, ΕλλΔνη 36, 210' Κονδύλης, Το Δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, σελ. 45 επ.), και να ισχυρισθεί ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της απόφασης, ή ότι αν ακουόταν οι απόψεις του, θα ήταν διαφορετική η κρίση του δικαστηρίου (ΕφΑθ 2169/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 1471/1987, Δίκη 20, 306).


IV. Κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 12 παρ. 1, 23 και 25 του Συντάγματος, και 11 παρ.1 ΕΣΔΑ, με τις οποίες κατοχυρώνεται το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, η συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, μέσω της σωματειακής οργάνωσης και δράσης, συνάγεται ότι οι έλληνες πολίτες έχουν δικαίωμα να ιδρύουν μη κερδοσκοπικά σωματεία και να μετέχουν σ' αυτά χωρίς περιορισμό ως προς τον αριθμό τους, αρκεί μόνο να τηρούν τους όρους του νόμου και η άσκηση του δικαιώματος αυτού να μην είναι καταχρηστική. Απόρροια του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και της συνδικαλιστικής ελευθερίας είναι και η αρχή της πολλαπλότητας των σωματείων, η δημιουργία δηλαδή της ακώλυτης ίδρυσης και λειτουργίας, υπό την έννοια της παραλλήλου λειτουργίας στον ίδιο τόπο και κατά τον ίδιο χρόνο περισσότερων σωματείων, που απαρτίζονται από μέλη που ασκούν το ίδιο επάγγελμα ή ανήκουν στην ίδια επαγγελματική κατηγορία ή στην ίδια επιχείρηση και που επιδιώκουν τον ίδιο ή ανάλογο σκοπό. Η αρχή της πολλαπλότητας, υπάγει την άσκηση του δικαιώματος ίδρυσης σωματείου στον έλεγχο της κατάχρησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, η συνύπαρξη στον ίδιο τόπο δύο η περισσότερων σωματείων, με τους ίδιους σκοπούς, μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, εν όψει των άρθρων 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος και 58,80 αριθ. 1 και 281 ΑΚ, μόνον όταν η λειτουργία του δεύτερου σωματείου παρεμποδίζει η περιορίζει την τήρηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι από τα μέλη του άλλου σωματείου, ώστε να ματαιώνεται ο συνταγματικά προστατευόμενος σκοπός του δικαιώματος αυτού και όταν η επωνυμία του νεότερου σωματείου είναι ίδια η παρόμοια με εκείνη του υφιστάμενου σωματείου, έτσι ώστε να προκαλείται σύγχυση ως προς την ταυτότητα τους, όπως και όταν η συνύπαρξη αυτή παρακωλύει την εύρυθμη λειτουργία τους και την επίτευξη των σκοπών τους, σε βάρος των συμφερόντων των μελών τους (ΕφΛαρ 78/2004,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Παρακώλυση δε της εύρυθμης λειτουργίας των σωματείων επέρχεται όταν η ίδρυση των σωματείων, που έχουν την ίδια έδρα, επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και αποτελούνται από μέλη τα οποία ασκούν το ίδιο επάγγελμα, προκαλεί σύγχυση στην εύρυθμη λειτουργία και στην εν γένει δραστηριότητα τους και ειδικότερα όταν δημιουργεί πλάνη ως προς την ταυτότητα τους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που δύο σωματεία έχουν την ίδια επωνυμία, με συνέπεια η ίδρυση του δεύτερου σωματείου να βλάπτει τα συμφέροντα των μελών τους (ΕφΑθ6307/02, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Δεν υπάρχει όμως σύγχυση στη λειτουργία και δραστηριότητα των δύο σωματείων, όταν επαρκώς διαφοροποιείται η επωνυμία τους δηλαδή υπάρχει ουσιώδης διαφορά η οποία καθίσταται ευχερώς αντιληπτή με τη συνηθισμένη επιμέλεια, ούτε παρεμποδίζεται η εύρυθμη λειτουργία κανενός από αυτά (ΑΠ 1269/01, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). 


V. Από το άρθρο 12 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 78-81 και 105 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαστήριο, εξετάζοντας την αίτηση για την εγγραφή οποιουδήποτε σωματείου στο ειδικό βιβλίο σωματείων, ελέγχει μόνο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, που απαιτεί ο νόμος για τη σύσταση του σωματείου και δεν μπορεί να ελέγξει τη σκοπιμότητα της ιδρύσεως του. Με άλλα λόγια, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται βασικά στη συνδρομή των όρων, που τάσσουν τα άρθρα 78-80 ΑΚ και της ουσιαστικής προϋποθέσεως που συνάγεται από το άρθρο 105 παρ. 3 ΑΚ δηλαδή της μη αντιθέσεως του σκοπού του σωματείου στο νόμο, την ηθική και τη δημόσια τάξη. Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονισθεί, ότι ο έλεγχος της τελευταίας αυτής προϋποθέσεως θα γίνει με βάση τις διατάξεις του καταστατικού και όχι σύμφωνα με τις υποτιθέμενες, υποκρυπτόμενες ή εξυπακουόμενες προθέσεις των ιδρυτών του, οι οποίες, και όταν ακόμη υπάρχουν, δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, κατά το στάδιο αναγνωρίσεως του σωματείου, αφού ένας τέτοιος έλεγχος θα ήταν έλεγχος σκοπιμότητας και όχι νομιμότητας (ΕφΚρητ. 354/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, Δίκαιο Σωματείων και Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, σελ. 64 & 101, 102 Καρακατσάνης στην ΕρμΑκΕισαγ. αρθρ. 78-107,αρ. 16 & 17).


VI. Τέλος, κατά τη προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος, οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. Στη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται το δικαίωμα της συνένωσης, το οποίο περιλαμβάνει και την ελευθερία της διατήρησης αυτής, όπως αυτό συνάγεται και από την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 12 όπου ορίζεται, ότι το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. Τη γενικότερη αυτή διατύπωση της τελευταίας συνταγματικής επιταγής εξειδικεύει η διάταξη του άρθρου 105 αρ. 3 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι με απόφαση του Πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο και αν ο σκοπός ή η λειτουργία του έχουν καταστεί παράνομοι ή αντίθετοι προς τη δημόσια τάξη. Ως νόμος, του οποίου η παράβαση μπορεί να επιφέρει τη διάλυση του σωματείου, νοείται και το Σύνταγμα, καθώς και η διεθνής σύμβαση που έχει κυρωθεί από τη Βουλή. Η δημόσια δε τάξη, η προς την οποία αντίθεση του σκοπού ή της λειτουργίας του σωματείου δημιουργεί λόγο διάλυσης αυτού κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 105αρ. 3 του ΑΚ, αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις δικαιίκές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό αυτής. Αντίθεση προς τη δημόσια τάξη υπάρχει, όταν προσβάλλονται οι αντιλήψεις αυτές και διαταράσσεται ο βιοτικός ρυθμός (ΟλΑΠ 6/1990, ΟλΑΠ 17/1999). Το έννομο αγαθό που προστατεύουν οι σχετικές διατάξεις είναι η κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας που επιτρέπει σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου να συμβιώνουν ειρηνικά. Στη δημόσια τάξη, με την έννοια του περιορισμού των δικαιωμάτων, αναφέρεται και το ίδιο το Σύνταγμα στις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 2, 13 παρ. 2 και 18 παρ. 3 (δικαίωμα συνάθροισης, ελευθερία λατρείας και δικαίωμα ιδιοκτησίας, αντίστοιχα). Συνακόλουθα, η ως άνω διάταξη του άρθρου 105αρ. 3 του ΑΚ δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά αντίθετα βρίσκεται εντός των πλαισίων αυτής, εφόσον ερμηνευθεί στενά, ώστε το επιβαλλόμενο στο σωματείο έσχατο μέτρο της διάλυσης αυτού να τελεί σε εύλογη σχέση με την παρανομία που έχει διαπραχθεί, με βάση την αρχή της αναλογικότητας που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφ. 4 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει να είναι το μέτρο της διάλυσης κατάλληλο αλλά και κυρίως αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί η προσβολή (ΟλΑΠ 4/2005, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Νομιμοποιούμενοι προς άσκηση αγωγής με αίτημα τη διάλυση σωματείου είναι αποκλειστικά τα πρόσωπα που αναφέρονται στην διάταξη αυτή, αποκλειομένου κάθε τρίτου, ακόμα και αν έχει έννομο συμφέρον, συμπεριλαμβανομένου και του Εισαγγελέως, οι οποίοι όμως (τρίτοι)μπορούν να προσφύγουν στην εποπτεύουσα αρχή ζητώντας την εκ μέρους της υποβολή της σχετικής αίτησης (ΕφΘεσ 816/2000, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ Σταθόπουλος Γεωργιάδης, Αστικός Κώδιξ 1978, άρθρο 105, Δέλλιος, σε ΣΕΑΚ, άρθρο 105, σελ. 238).


VII. Στην προκείμενη περίπτωση, η τριτανακόπουσα εκθέτει ότι τυγχάνει νόμιμο σωματείο, πανελλήνιας εμβέλειας, το οποίο λειτουργεί απρόσκοπτα από το έτος 1951, αριθμώντας πάνω από 3.000 μέλη, και με κύριο σκοπό μεταξύ άλλων την διαφύλαξη και ορθή διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών  στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ότι δυνάμει της υπ' αριθμόν 617/2011 Απόφασης του Δικαστηρίου, αναγνωρίστηκε το σωματείο με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΎΝΔΕΣΜΟΣ "ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης"». Ότι στην συζήτηση της σχετικής αίτησης δεν συμμετείχε το ίδιο, ούτε κλήθηκε προς τούτο. Ότι από το χρόνο ίδρυσής του, το καθ' ού σωματείο απέβλεπε σε σκοπό παράνομο, ήτοι την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, η διδασκαλία του οποίου κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, το Νόμο και το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Ότι επιπλέον η δράση του καθ' ού σωματείου είναι παράνομη διότι επιδόθηκε σε αγώνα προκειμένου να εισαχθεί το νέο πρόγραμμα σπουδών του οποίου η συγγραφή και προώθηση στοιχειοθετεί το αδίκημα του αθέμιτου προσηλυτισμού, βάλλοντας ευθέως κατά της δημόσιας τάξης στο κατεξοχήν αντικείμενο του τριτανακόπτοντος. Ότι επιπροσθέτως η αναγνώριση της ίδρυσης του καθʼ ου τυγχάνει καταχρηστική, διότι ενώ στερείται αντιπροσωπευτικότητας, λόγω του πολύ μικρού αριθμού των μελών του, αντιθέτως εμφανίζεται ως αντιπροσωπεύον τους θεολόγους της χώρας, και μάλιστα διατυπώνοντας αντίθετες απόψεις με το τριτανακόπτον σωματείο το οποίο εκπροσωπεί την συντριπτική πλειοψηφία των θεολόγων, με αποτέλεσμα να επέρχεται σύγχυση για τις πραγματικές απόψεις της πλειοψηφίας των θεολόγων. Ότι η καταχρηστικότητα αυτή, ενισχύεται από την συκοφαντική ρητορική του καθ' ού, που εμφανίζει το τριτανακόπτον ως παρωχημένο, σκοταδιστικό και ανίκανο να συμμετάσχει στη διαμόρφωση θρησκευτικής παιδείας. Ότι η ίδρυση και λειτουργία του καθ' ού καθίσταται καταχρηστική, επιπλέον ενόψει του γεγονότος ότι χρησιμοποίησε την ιδιότητα των μελών του ως ορθοδόξων θεολόγων για την προώθηση πολιτικών θέσεων, με παράλληλη περιθωριοποίηση των μελών του τριτανακόπτοντος από τον διάλογο με κυβερνητικούς φορείς για τη διαμόρφωση του μαθήματος των θρησκευτικών. Ότι λόγω των ανωτέρω έχει επέλθει βλάβη στην εύρυθμη λειτουργία του και βλάβη στην επίτευξη του σκοπού του ως πανελλήνια ένωση θεολόγων. Για τους λόγους αυτούς ζητά, γενομένης δεκτής της παρούσας τριτανακοπής, την ακύρωση και εξαφάνιση της απόφασης με την οποία εγκρίθηκε η ίδρυση του καθ' ού και διατάχθηκε η εγγραφή του στα οικεία βιβλία. Επιπλέον ζητά να διαταχθεί η διάλυση του καθ' ού σωματείου, και τέλος καταδικασθεί το καθ' ού στη δικαστική του δαπάνη. Με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη τριτανακοπή με τους πρόσθετους λόγους αυτής, αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι εγκρίθηκε η άσκηση της και δόθηκε άδεια εκπροσώπησης του τριτανακόπτοντος σωματείου ενώπιον του δικαστηρίου, δυνάμει των υπ' αριθμ. 58/20-9-2016 και 60/20-9-2016 πρακτικών συνεδρίασης του διοικητικού του συμβουλίου, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του καθ' ού, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη πρώτη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επαρκώς δε προσδιορίζεται στο οικείο δικόγραφο το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος το οποίο δικαιολογεί κατά νόμο την άσκηση αυτής, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην τρίτη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς σε περίπτωση που κριθεί ότι δε συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την αναγνώριση σύστασης και λειτουργίας του καθ' ού σωματείου, τότε από την αναγνώριση αυτή υφίσταται βλάβη, έστω έμμεση, των συμφερόντων του τριτανακόπτοντος, καθώς επικαλείται δυσμενείς συνέπειες που ανάγονται στη εύρυθμη λειτουργία του, την διακριτική του δύναμη, και παράνομες παρεμβάσεις του καθ' ού, στο κατεξοχήν αντικείμενο της δραστηριότητάς του. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί αποτελούν οιονεί παράπονα με τα οποία προβάλλονται νομικοί λόγοι και πραγματικά περιστατικά που καθιστούν την, με την τριτανακοπτόμενη απόφαση, εξενεχθείσα δικαστική κρίση, βλαπτική των εννόμων συμφερόντων του τριτανακόπτοντος και συνεπώς δικαιολογούν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του προς άσκηση τριτανακοπής (ΕφΑθ 1184/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτόμενου ως αβασίμου του ισχυρισμού του καθ' ου, ότι ελλείπει το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος προς άσκηση αυτής, άλλως ότι τούτο προσδιορίζεται κατά τρόπο αόριστο, ή ότι τα επικαλούμενα ως διακινδυνευόμενα συμφέροντα του τριτανακόπτοντος δεν ήταν κεκτημένα κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης. Τούτη δε η κρίση δεν δύναται να ανατραπεί από το γεγονός ότι αμέσως μετά την ίδρυση του καθʼ ού, το τριτανακόπτον, τουαπηύθυνε επιστολή με την προσφώνηση «αγαπητοί συνάδελφοι», καθώς προκύπτει ότι η επιστολή αυτή δεν συνεπάγεται αποδοχή της ίδρυσης και δράσης του καθ' ού, αλλά αναγνωριστική και επιφυλακτική κίνηση εκ μέρους του τριτανακόπτοντοςαφορώσα μάλιστα στο αντικείμενο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η έντονη διαμάχη τους, ήτοι τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη, πέραν των ανωτέρω αναφερόμενων και στις διατάξεις των άρθρων 741, 773 και 176 ΚΠολΔ, πλην των ακόλουθων διακρίσεων: Ο λόγος τριτανακοπής που συνίσταται στην επικαλούμενη άσκηση προσηλυτισμού εκ μέρους των μελών του σωματείου αλλά και το συνδεόμενο μ' αυτόν αίτημα περί διάλυσης του σωματείου, κρίνονται απορριπτέα ως νομικά αβάσιμα. Όπως αναφέρθηκε στη πέμπτη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο έλεγχος της συμφωνίας του σκοπού του υπό σύσταση σωματείου με το νόμο, τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη γίνεται με βάση τις διατάξεις του υπό έγκριση καταστατικού και όχι με βάση τις υποκρυπτόμενες προθέσεις των ιδρυτών του, οι οποίες και αν ακόμα υπάρχουν δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, τουλάχιστον κατά το στάδιο αναγνωρίσεως του σωματείου, δοθέντος ότι ένας τέτοιος έλεγχος θα ήταν ουσιαστικά απαγορευμένος έλεγχος σκοπιμότητας και όχι επιτρεπόμενης νομιμότητας και επιπλέον θα συνεπαγόταν την παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος σύστασης ενώσεων (συνεταιρίζεσθαι), που κατοχυρώνονται από τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Είναι βεβαίως άλλο το ζήτημα, αν από τη δράση ενός σωματείου προκύψει ότι η λειτουργία του έχει καταστεί \ μεταγενεστέρως παράνομη ή αντίθετη στη δημόσια τάξη, οπότε είναι δυνατή η διάλυση του κατά το άρθρο 105παρ. 3ΑΚ, με την άσκηση της σχετικής αγωγής, κατά τα εκτιθέμενα στην έκτη μείζονα σκέψη της παρούσας, και όχι μέσω τριτανακοπής κατά της απόφασης αναγνώρισης της σύστασης ενός σωματείου, με την οποία είναι δυνατός μόνο ο έλεγχος συμβατότητας του καταστατικού σκοπού του σωματείου με το νόμο και τα χρηστά ήθη. Συνεπώς, και αν ακόμα ήθελε υποτεθεί ότι το καταρτισθέν πρόγραμμα σπουδών αλλοιώνει σε τέτοιο βαθμό το δόγμα μιας θρησκείας ώστε να γίνεται όργανο κεκαλυμμένου προσηλυτισμού, και επιπλέον ότι το ενδεχόμενο αυτό αδίκημα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη δράση του καθ' ού, ο ισχυρισμός αυτός ως λόγος τριτανακοπής κατά της απόφασης αναγνώρισης ίδρυσης του σωματείου είναι μη νόμιμος, καθώς η μεταγενέστερη άσκηση προσηλυτισμού από τα μέλη ενός σωματείου  ήτοι ενός ειδικού αδικήματος, που μάλιστα δικαιολογεί κατά το Σύνταγμά μας και τον περιορισμό του δικαιώματος άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 παρ.2), και δικαιολογεί την επιβολή όλων των νόμιμων κυρώσεων, αστικών και ποινικών- ενδεχομένως θα δικαιολογούσε τη διάλυση του σωματείου κατ' άρθρο 105 παρ.3 ΚΠολΔ, κατόπιν της άσκησης της σχετικής αγωγής από τα περιοριστικά νομιμοποιούμενα προς τούτο πρόσωπα. Η έγκριση όμως της-ίδρυσης ενός σωματείου, κατά της οποίας στρέφεται η υπό κρίση τριτανακοπή, αναφέρεται αποκλειστικά καί μόνο στο καταστατικό και όχι στη μεταγενέστερη δράση του. Για το λόγο άλλωστε αυτό, αίτημα και συνέπεια του ένδικου βοηθήματος της τριτανακοπής είναι η ακύρωση της τριτανακοπτόμενης απόφασης -εν προκειμένω, της αναγνώρισης και εγγραφής του σωματείου στα οικεία βιβλία- τα αποτελέσματά της δε ισχύουν για το μέλλον ,οπότε παύει να υπάρχει το σωματείο, αντιθέτως το αίτημα διάλυσης του σωματείου, προσήκει στην κατ' άρθρο 105 παρ. 3 ΑΚ αγωγή, σε άσκηση της οποίας δεν νομιμοποιείται το τριτανακόπτον σωματείο. Επομένως, η ένδικη τριτανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, μόνο κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη.


VIII. Το καθ' ού με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης, αρνείται γενικά την τριτανακοπή, την οποία αποκρούει ως απαράδεκτη, αόριστη και αβάσιμη, καθώς επίσης και την ουσιαστική και νομική βασιμότητα των λόγων της, πέραν δε των αντιρρήσεων του που εξετάστηκαν ανωτέρω, προβάλλει και την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος για το λόγο ότι αμέσως μετά την ίδρυσή του, το τριτανακόπτον σωματείο με τη συμπεριφορά του το απεδέχθη ως συναδελφικό σωματείο, έκτοτε δε και έως σήμερα δεν αμφισβήτησε την παρουσία του, παρά μόνο με την κατάθεση της υπό κρίση τριτανακοπής και μετά τη πάροδο 5 ετών. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η απαγορεύουσα την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής επί αμιγώς διαδικαστικών πράξεων (ΑΠ 1142/2006, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), όπως είναι η άσκηση τριτανακοπής εκ μέρους του διαδίκου, που δεν μετείχε στην προηγούμενη δίκη και επικαλείται έννομο συμφέρον προς ανατροπή της εκδοθείσας αποφάσεως, η οποία επιφέρει βλάβη σε αυτόν ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντα του, διότι δεν αφορά ευθέως το ουσιαστικό δικαίωμα του τριτανακόπτοντος, αλλά αναφέρεται στις συνέπειες ως προς αυτόν της, διαλαμβανομένης στην τριτανακοπτομένη απόφαση, εξαχθείσας δικαστικής κρίσεως (ΑΠ 130011992, ΕλλΔνη 35, 389 ΕφΑθ2961/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

MονΠρΑθ 2389/2016: "Γονική μέριμνα - Καν. 2201/2003- Σύμβ. Χάγης, ν. 4020/2011 - Παρέκταση αρμοδιότητας"

Απόφαση 2389/2016
Ασφαλιστικά μέτρα. Γονική μέριμνα. Διεθνής δικαιοδοσία. Καν. 2201/2003, Σύμβαση Χάγης, ν. 4020/2011. Έννοια «συνήθους διαμονής» τέκνου και κρισιμότητα του χρόνου προσφυγής στο δικαστήριο. Προϋποθέσεις παρέκτασης αρμοδιότητας. Απορρίπτει ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας αίτηση μετοίκησης, προσωρινής επιμέλειας και διατροφής, αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν ένστασης αναρμοδιότητας από τον καθ’ ου, ο οποίος έχει ήδη προσφύγει σε Δικαστήριο της Βενετίας που αποφάνθηκε ότι έχει αρμοδιότητα ως εκ του γεγονότος ότι ο ανήλικος διαβίωνε στην Ιταλία και όρισε δικάσιμο για την ακρόαση της νυν αιτούσας.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

[…]Σύμφωνα με το άρθρο 8 υπό τον τίτλο «Γενική Δικαιοδοσία», του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμός 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, με τον οποίο καταργήθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, «τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού, το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής». Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ανωτέρω κανονισμού, όταν ένα παιδί μετοικεί νομίμως από ένα κράτος μέλος, σε άλλο, και αποκτά σε αυτό νέα συνήθη διαμονή, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού διατηρούν την αρμοδιότητα τους, κατά παρέκκλιση του άρθρου 8, για περίοδο τριών μηνών μετά τη μετοικεσία, προκειμένου να τροποποιήσουν απόφαση η οποία αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας εκδοθείσα σε αυτό το κράτος μέλος πριν από τη μετοικεσία του παιδιού, εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος επικοινωνίας, δυνάμει της αποφάσεως που αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας, εξακολουθεί να διαμένει συνήθως στο κράτος μέλος της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού. Το άρθρο αυτό, ενθαρρύνει τους δικαιούχους γονικής μέριμνας να συμφωνούν σχετικά με τις απαραίτητες προσαρμογές των δικαιωμάτων επικοινωνίας πριν από τη μετοικεσία και, εάν αυτό αποδειχθεί αδύνατο, να προσφεύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς. Δεν εμποδίζει ουδόλως ένα πρόσωπο να μετακινείται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά παρέχει εγγύηση ότι το πρόσωπο που δεν μπορεί πλέον να ασκήσει τα δικαιώματα της επικοινωνίας όπως πριν, δεν οφείλει να προσφύγει στα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους, αλλά μπορεί να ζητήσει την κατάλληλη προσαρμογή του δικαιώματος επικοινωνίας ενώπιον του δικαστηρίου που του χορήγησε το δικαίωμα αυτό εντός προθεσμίας τριών μηνών μετά τη μετοικεσία. Τα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους δεν έχουν αρμοδιότητα όσον αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που ο δικαιούχος επικοινωνίας επιθυμεί να τροποποιήσει μία προηγούμενη απόφαση σχετικά με το δικαίωμα αυτό. Εάν δεν έχει εκδοθεί απόφαση για το δικαίωμα επικοινωνίας από τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης, το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται και ισχύουν οι άλλοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Όλα τούτα υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή νόμο ισχύοντα στο κράτος μέλος προέλευσης (συμπεριλαμβανομένων των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου), ο δικαιούχος γονικής μέριμνας έχει τη δυνατότητα να μετοικήσει με το παιδί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου δικαιούχου γονικής μέριμνας. Εάν η μετοικεσία είναι παράνομη, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 9 αλλά το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού. Η αναφερόμενη στη διάταξη περίοδος των τριών μηνών υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία το παιδί μετοίκησε φυσικά από το κράτος μέλος προέλευσης. Εάν ένα δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης επιληφθεί μετά την εκπνοή της τρίμηνης περιόδου από την ημερομηνία της μετοικεσίας, δεν έχει δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 9. Το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνον εάν το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή στο νέο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζεται όπως και γενικότερα στο όλο πλαίσιο του Κανονισμού από το χρόνο προσφυγής στο δικαστήριο. Μετά την άσκηση «προσφυγής» (αγωγής ή αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων) σε αρμόδιο δικαστήριο, αυτό διατηρεί καταρχήν τη διεθνή του δικαιοδοσία ακόμα και αν το παιδί κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας αποκτήσει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος (αρχή της “perpetuatio fori”). Ως εκ τούτου η μεταβολή της συνήθους διαμονής του παιδιού ενώ εκκρεμεί η διαδικασία, δεν συνεπάγεται μεταβολή όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία. Εάν το παιδί δεν έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή εντός αυτής της περιόδου, τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης διατηρούν, καταρχήν, τη δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού. 

ΕΔΔΑ Shyti κατά Ελλάδας της 17.10.2013: Προσωρινή κράτηση και ταχεία έκδοση απόφασης

Καταδίκη της Ελλάδας για παράβαση του α. 5 παρ. 4 της ΕΣΔΑ λόγω βραδείας έκδοσης απόφασης αναφορικά με την αίτηση του προσφεύγοντος για αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης 
Shyti v. Greece (no. 65911/09)*
The applicant, Petrit Shyti, is an Albanian national who was born in 1983. Following Mr Shyti’s arrest in February 2009 for cocaine trafficking the public prosecutor at the Thessaloniki Criminal Court instituted criminal proceedings against him for drug trafficking and possession of forged transport papers. Relying in particular on Article 5 § 4 (right to a speedy review of the lawfulness of detention), Mr Shyti argued, notably, that the examination of his application for release had not complied with the speediness requirement.
Violation of Article 5 § 4
Just satisfaction: EUR 4,000 (non-pecuniary damage)

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

ΠΠολΘεσ 738/16 : Τράπεζες - Δάνειο σε ελβετικό φράγκο - Αλλαγή ισοτιμίας - Όροι σύμβασης. Σύναψη δανείου σε ελβετικό φράγκο. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας της πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγικής βάσης, θα πρέπει να προσβάλλονται με αυτήν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού. Επίση, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου. Κρίση περί νομιμότητας των όρων της συμβάσεως. Ο όρος ξένου νομίσματος δεν προσκρούει a priori στα χρηστά ήθη, όπως απαιτεί το άρθρο 178 ΑΚ, ενώ δε συντρέχει ούτε η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ περί δυσαναλογίας παροχής - αντιπαροχής, αφού η ρήτρα μετατροπής σε ξένο νόμισμα, στην ένδικη περίπτωση, δεν ήταν εξαρχής και per definitionem σε βάρος της ενάγουσας, αλλά η αύξηση της οφειλόμενης δόσης επήλθε μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου.

ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 738/2016

Πρόεδρος : Θεοκτή Νικολαίδου
Εισηγητής : Αντώνιος Βαθρακοκοίλης, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι : Απ. Λούβρος, Δέσπ. Χαραλαμπίδου


Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει, ότι συνήψε στις 19 Σεπτεμβρίου 2005 με την εναγόμενη τράπεζα, στο υποκατάστημα αυτής στη Διαγώνιο Θεσσαλονίκης, τη με αριθμό ........... σύμβαση στεγα­στικού δανείου, για την αγορά και επισκευή κατοικίας, ποσού 321.540,00 ευρώ, διάρκειας 360 μηνών από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης του δανειακού προϊόντος, στις 20.9.2005, με όρους που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγομένη, κατά τους οποίους το ποσό του δανείου θα εκτοκιζόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως αναλυτικά αναφέρεται σε αυτή. Ότι, περί τα τέλη του έτους 2006, οι υπάλληλοι της εναγομένης προέτρε­ψαν αυτή να μετατρέψει το ανωτέρω δάνειο σε δάνειο με ελβετικό φράγκο, παρουσιάζοντάς της την προο­πτική αυτή ως πολύ συμφέρουσα για την ίδια, λόγω του χαμηλού επιτοκίου και της μικρότερης μηνιαίας δόσης, που θα συνεπαγόταν, τονίζοντας μάλιστα, ότι αυτή αφορούσε μόνο τους συνεπείς και ενήμερους πελάτες, χωρίς όμως να γίνει ουδεμία άλλη επισήμανση σχετικά με τους κινδύνους της μετατροπής αυτής και ιδίως ως προς τον κίνδυνο ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιπτώσεων αυτής στο ύψος της μηνιαίας δόσης και στο υπόλοιπο του άληκτου κεφα­λαίου και χωρίς να της προταθεί πρόγραμμα αντιστάθ­μισης του συναλλαγματικού κινδύνου. 
Ότι η προσφορά αυτή διαφημιζόταν από την εναγόμενη, ακόμα και με σύντομα τηλεοπτικά διαφημιστικά φιλμ. Ότι με τον τρόπο αυτόν η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη την απει­ρία της ως προς τις αγορές συναλλάγματος, την έπεισε με παραπειστικό τρόπο, και με αθέμιτη παρασιώπηση των σχετικών κινδύνων, να συμφωνήσει στη μετατροπή του νομίσματος της δανειακής σύμβασης. Ότι στις 15 Δεκεμβρίου 2006, στο ίδιο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης, κατήρτισε με την τελευταία, η οποία εκπροσωπούνταν από τους υπαλλήλους της, ΑΘ.Χ. και Φ.Τ., οι οποίοι όμως δεν διέθεταν πιστοποιητικό τύπου Β1, τη με αριθμό ............ πράξη τρο­ποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου, με την οποία συμφωνήθηκε, ότι το υπόλοιπο του ληφθέντος δανείου, ποσού 314.000,00 ευρώ, θα μετατρεπόταν, στις 23.1.2007, στο ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων, με διάρκεια 308 μηνών, από την ημερομηνία μετατροπής, το οποίο θα εκτοκιζόταν, κατά τη διάρκεια της πρώτης τριετίας, με σταθερό επιτόκιο LIBOR, και μετά τις 23.1.2010 με κυμαινόμενο επιτόκιο LIBOR 360 ημερών. 
Ότι με τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης επι­θυμούσε να λάβει στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Ότι δεν γνώριζε ότι με τη σύμ­βαση αυτή σε συνάλλαγμα, ήτοι σε ελβετικό φράγκο, αναλάμβανε τον κίνδυνο της διακύμανσης συναλλάγ­ματος. Ότι, μετά τη μετατροπή αυτή, το δάνειο δεν ήταν απλό στεγαστικό, αλλά όπως αντιλήφθηκε τον Απρίλιο του έτους 2014, μετά τη χορήγηση σχετικών εγγράφων από την εναγόμενη, επενδυτικό προϊόν με συναλλαγμα­τικό κίνδυνο, το οποίο απαιτούσε εξειδικευμένη ενημέρωσή της από πιστοποιημένους προς τούτο υπαλλήλους, πλην όμως οι υπάλληλοι, οι οποίοι υπέγραψαν για λογαριασμό της εναγομένης την ένδικη σύμβαση, δεν ήταν εξειδικευμένοι και δεν είχαν λάβει τη σχετική πιστοποίηση. 
Ότι η χορήγηση σε αυτήν, άνευ οποιοσ­δήποτε ενημέρωσής της, στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα και χωρίς την πρόβλεψη προστασίας της έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου, έρχεται σε αντί­θεση με τη βασική υποχρέωση της εναγομένης για ενη­μέρωση και διαφώτιση αυτής της ίδιας ως πελάτη της και παροχή συμβουλών προς όφελος της. Ότι η μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει στην εναγομένη για την αποπληρωμή του δανείου δεν ήταν σταθερή, αλλά μεταβαλλόταν κάθε μήνα, χωρίς να είναι σε θέση αυτή να γνωρίζει εκ των προτέρων το ποσό της εκάστοτε μηνιαίας δόσης, που όφειλε να καταβάλει στην εναγο­μένη. 
Ότι αν και αυτή προβαίνει με συνέπεια στις μηνι­αίες καταβολές έναντι του δανείου, εντούτοις το αρχικό κεφάλαιο αυτού δεν ελαττώνεται, λόγω της ανατροπής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετι­κού φράγκου, η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Ότι, εάν γνώριζε όλους τους κινδύνους, που εγκυμο­νούσε η μετατροπή του νομίσματος της δανειακής της σύμβασης, και κυρίως τη μετακύλιση του συναλλαγμα­τικού κινδύνου σε αυτή, δεν θα προέβαινε σε αυτή, αφού η σύμβαση αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά της παροχής επενδυτικού προϊόντος, ενόψει του ότι συνδέει την οφειλή της με τη διεθνή αγορά συναλλάγματος, χωρίς να υφίστανται βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγμα­τος και χωρίς να δύναται αυτή να καταβάλει σε αυτού­σιο συνάλλαγμα τις οφειλόμενες δόσεις, οι οποίες, σύμ­φωνα με τους συμβατικούς όρους προσδιορίζονταν στο ισάξιο σε ευρώ ποσό με βάση την τρέχουσα συναλλαγ­ματική ισοτιμία αυτού προς το ελβετικό φράγκο. 

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2016

ΣτΕ (Β') 1898/16 :ΕΝΦΙΑ - Αντικειμενικές αξίες - Αναπροσαρμογή - Παραλείψεις Διοικήσεως. Έννομο συμφέρον αιτουσών

ΣτΕ (Β') 1898/16 :ΕΝΦΙΑ - Αντικειμενικές αξίες - Αναπροσαρμογή - Παραλείψεις Διοικήσεως. Έννομο συμφέρον αιτουσών. Ζητείται η ακύρωση κανονιστικών πράξεων της Γεν. Γραμ. Δημοσίων Εσόδων, οι οποίες εξειδικεύουν τους ορισμούς του ν. 4223/2013 και ρυθμίζουν ειδικότερα ζητήματα επιβολής του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του 2015, ο οποίος παρανόμως , κατά τους ισχυρισμούς των αιτουσών, υπολογίζεται βάσει των αντικειμενικών αξιών που καθορίστηκαν με την πλέον ανεπίκαιρη 1020564/487/OOΤΥ/Δ/2007 υπουργική απόφαση. Κρίθηκε ως προς την α' αιτούσα ότι το στοιχείο που προσκόμισε (αντίγραφο της πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014) είναι όλως απρόσφορο και ανεπαρκές για να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον της, με την ιδιότητα της κυρίας των ακινήτων. Επίσης, η β' αιτούσα, δεν επικαλείται αυτοτελή βλάβη,αλλά η προβαλλόμενη βλάβη της, προέρχεται κατ' ουσίαν από την εφαρμογή της προαναφερόμενης υπουργικής απόφασης του 2007, συνεπεία της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί σε αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας. Η εν λόγω παράλειψη ακυρώθηκε με την απόφαση 4446/2015 της Ολ του ΣτΕ, όχι όμως αναδρομικά από το χρόνο της συντέλεσης της, που είναι οπωσδήποτε προγενέστερος της 1.1.2015. Κρίθηκε ότι απαραδέκτως, δίχως να έχει έννομο συμφέρον, ασκήθηκε η υπό κρίση αίτηση και από τη δεύτερη αιτούσα. Απορρίπτει την αίτηση.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
ΑΡΙΘΜΟΣ 1898/2016

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22 Ιουνίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 14 Οκτωβρίου 2015 αίτηση:
των : 1) Α. κατοίκου Αθηνών (οδός ……….) και 2) Σ., συζ. Κ., κατοίκου Αθηνών (………), οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (A.M. …….), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πολύχρονη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθούν : 1) η υπ' αριθμ. ΠΟΛ1163/23.7.2015, 2) η υπ' αριθμ. ΠΟΛ1212/24.9.2015, 3) η υπ' αριθμ. ΠΟΛ1216/1.10.2015, 4) η υπ' αριθμ. ΠΟΛ1114/2015 αποφάσεις της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και 5) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτουσών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο, ζητείται η ακύρωση των ακόλουθων αποφάσεων της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών: (α) ПОΛ. 1163/23.07.2015, με θέμα «Διαδικασία διορθώσεων και χορήγηση απαλλαγών από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθορισμός του αρμόδιου οργάνου» (Β' 1711), (β) ΠΟΛ.1212/24.09.2015, με θέμα «Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.I.A.): Διαδικασία χορήγησης εκπτώσεων, μειώσεων και αναστολής πληρωμής» (Β' 2120), (γ) ПОΛ. 1216/01.10.2015, με θέμα «Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης - πράξης διοικητικού προσδιορι­σμού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.I.A.) έτους 2015 και επομένων» (Β' 2143) και (δ) ΠΟΛ.1114/05.06.2015, με θέμα «Τροποποίηση της απόφασης ПОΛ 1004/2015 περί του πιστοποιητικού του άρθρου 54Α του Ν. 4174/2013» (Β' 1093). Η υπόθεση έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας (από 21.4.2016 πράξη της Προέδρου του Β' Τμήματος), μετά τη διαγραφή της από το πινάκιο της Ολομέλειας.
2. Επειδή, ο νόμος 4223/2013 Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων και άλλες διατάξεις" (Α' 287), ορίζει ότι από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.I.A.), στα εμπράγματα δικαιώματα (πλήρους ή ψιλής) κυριότητας, επικαρπίας κ.λπ. ακινήτων που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους (άρθρο 1 παρ. 1 και 2), ότι τα δικαιώματα επί των οποίων επιβάλλεται ο ΕΝ.Φ.I.A. ετησίως είναι αυτά που υπάρχουν την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, ανεξάρτητα από μεταβολές που τυχόν επέρχονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και ανεξάρτητα από τη μεταγραφή του τίτλου κτήσης (άρθρο 1 παρ. 4), ότι ορισμένες περιπτώσεις δικαιωμάτων επί ακινήτων απαλλάσσονται του ΕΝ.Φ.Ι.Α. (άρθρο 3), ότι ο κύριος φόρος που αναλογεί στα δικαιώματα επί κτισμάτων υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, με βάση τη γεωγραφική θέση του κτίσματος, που προσδιορίζει την τιμή ζώνης στην οποία υπάγεται αυτό, - σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του v. 1249/1982 (Α'43) και των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του και ότι ανάλογα με την τιμή ζώνης που ισχύει την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, γίνεται κατάταξη του κτίσματος σε αντίστοιχη φορολογική-ζώνη (άρθρο 4, περ. Α παρ. 1), ότι για τον υπολογισμό του κύριου φόρου που αναλογεί στα δικαιώματα επί των γηπέδων εντός σχεδίου πόλης ή οικισμού (οικόπεδα), το οικόπεδο εντάσσεται σε φορολογική ζώνη και προσδιορίζεται συντελεστής φόρου με βάση τη μοναδιαία αξία του οικοπέδου, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνεται υπόψη η φορολογητέα αξία του και ότι για τον υπολογισμό της αξίας αυτής ο συντελεστής οικοπέδου, η τιμή εκκίνησης του οικοπέδου, καθώς και ο συντελεστής αξιοποίησης οικοπέδου λαμβάνονται όπως ορίζονται κάθε φορά στις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται και εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (άρθρο 4 περ. Β’ παρ. 1). Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος, όπως ισχύει, (і) προβλέπει ότι ο ΕΝ.Φ.I.A. επιβάλλεται με πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου που εκδίδεται από τη Φορολογική Διοίκηση, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α' 170), ότι για τον προσδιορισμό του ΕΝ.Φ.I.A. του έτους 2014 λαμβάνονται υπόψη οι δηλώσεις στοιχείων ακινήτων που προβλέπονται στο άρθρο 23 του ν. 3427/2005 (Α 312), ότι για τον προσδιορισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. κάθε επόμενου του 2014 έτους λαμβάνεται υπόψη η δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. με τα στοιχεία των ακινήτων του προηγούμενου έτους με τις μεταβολές που επήλθαν και ότι με απόφαση του Γενικού Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται η μηχανογραφική σύνθεση των δηλώσεων ΕΝ.Φ.Ι.Α., η διαδικασία και ο τρόπος αποκατάστασης λαθών και ελλείψεων σε στοιχεία ακινήτων των σχετικών δηλώσεων και σε δηλώσεις στοιχείων ακινήτων, τα έντυπα με τα οποία πραγματοποιούνται διορθώσεις, τα οποία επέχουν θέση τροποποιητικής δήλωσης, τα υποδείγματα χορήγησης απαλλαγών και ο τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία διαδικασία και λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων περί προσδιορισμού του φόρου (άρθρο 6), (ii) προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης έκπτωσης και αναστολής πληρωμής του ΕΝ.Φ.I.A. και εξουσιοδοτεί το Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων να ορίσει τις σχετικές διαδικασίες και λεπτομέρειες (άρθρο 7), (iii) προβλέπει ότι με απόφαση του ίδιου οργάνου ορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο του εκκαθαριστικού ΕΝ.Φ.I.A., η διαδικασία και τα δικαιολογητικά χορήγησης των απαλλαγών, η διαδικασία σύνθεσης και διόρθωσης της δήλωσης ΕΝ.Φ.Ι.Α. καθώς και κάθε άλλη αναγκαία σχετική λεπτομέρεια (άρθρο 9 παρ. 1, με την οποία προστέθηκε περίπτωση ε' στο άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 4174/2013) και : (iv) προβλέπει την έκδοση από τη φορολογική Διοίκηση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., που πρέπει να επισυνάπτεται σε συμβόλαιο υποσχετικής ή εκποιητικής δικαιοπραξίας για το ακίνητο, επί ποινή ακυρότητας αυτής, και αναθέτει στο Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων να καθορίσει τον τύπο και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., τη διαδικασία χορήγησης του και κάθε άλλη αναγκαία σχετική λεπτομέρεια (παράγραφος 2 του άρθρου 9 του ν. 4223/2013, με την οποία προστέθηκε νέο άρθρο 54Α στον ν. 4174/2013). Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση διατάξεων του ν. 4223/2013, ειδικότερα, δε, του άρθρου 6 παρ. 3 περίπτωση β' (όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθρο 52 παρ. 13 του ν. 4276/2014), του άρθρου 7 παρ. 4, του άρθρου 3 παρ. 5, καθώς και του άρθρου 9 παρ. 1 και 2.
3. Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α' 43), όπως η παράγραφος 1 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 14 παρ. 1 του ν. 1473/1984 (Α' 127) και 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990 (Α' 43 και διορθ. σφαλμ. Α' 51) και η παράγραφος 2 με τα άρθρα 24 παρ. 8 του ν. 1828/1989 (Α' 2) και 14 παρ. 11 του ν. 1882/1990, ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας, λαβαίνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά τετράγωνα και κατ' είδος ακινήτου, όπως αστικό ακίνητο, μονοκατοικία, διαμέρισμα, κατάστημα,
αγρόκτημα και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης αυξάνονται ή μειώνονται ποσοστιαία ανάλογα με τους παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά ή μειωτικά την αξία των ακινήτων, όπως για τα διαμερίσματα η παλαιότητα, η θέση στο οικοδομικό τετράγωνο ή στον όροφο της πολυκατοικίας, για τα καταστήματα η εμπορικότητα δρόμου, το πατάρι, το υπόγειο, για τα αγροκτήματα η καλλιεργητική αξία, η τουριστική ή παραθεριστική σημασία και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης τους θα καθορίζονται με αποφάσεις -του Υπουργού των Οικονομικών, μετά από εισήγηση Επιτροπών που θα αποτελούνται από οικονομικούς υπαλλήλους, μηχανικούς του Υπουργείου Δημοσίων Έργων/εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εκπροσώπους τού Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και άλλα πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις ή ιδιάζουσα εμπειρία και θα συγκροτούνται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο τιμές αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο, ανά διετία, με τις κατά την παράγραφο 2 του παρόντος αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών. 2. Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται: α) η καταχώρηση των τιμών εκκίνησης και των συντελεστών αυξομείωσης τους σε πίνακες και η συσχέτιση τους με διαγράμματα που καταρτίζονται με βάση χάρτες, β) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ολόκληρη τη χώρα ή ορισμένες περιοχές αυτής, ή πόλεις και για όλα τα ακίνητα ή για ορισμένη κατηγορία τούτων. [...]». Κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 41 παρ. 2 του ν. 1249/1982 εκδόθηκε σειρά προεδρικών διαταγμάτων και, ακολούθως, μετά την τροποποίηση της διάταξης αυτής με το άρθρο 24 παρ. 8 του ν. 1828/1989, υπουργικών αποφάσεων, βάσει των οποίων ορίστηκε η έναρξη ισχύος του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων σε διάφορες περιοχές της χώρας και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης κατά ζώνες, καθώς και οι συντελεστές αυξομείωσης των τιμών. Από το έτος 1993 και εφεξής εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ν. 1249/1982, όπως το .εδάφιο τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990, υπουργικές αποφάσεις αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών στις περιοχές όπου ίσχυε το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού. Μετά την αναπροσαρμογή του έτους 2005 που έγινε με την 1122435/363.4/00ΤΥ/Δ/2005 -απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (Β' 1982), οι αντικειμενικές αξίες αναπροσαρμόστηκαν (για τελευταία φορά, έως την έκδοση της υπ' αριθ. ПОΛ. 1009/18.1.2016 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, Β' 48) με την 1020564/487/ΟΟΤΥ/Δ/2007 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε - αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλων των περιφερειών της χώρας» (Β' 269), με ισχύ από 13.2007, εκτός από τις τιμές εκκίνησης για τις ζώνες της δημοτικής κοινότητας Ψυχικού του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού, οι οποίες, κατόπιν και σχετικών ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθορίστηκαν με μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και (τελευταία όσον αφορά το χρόνο έκδοσης της) η ΠΟΑ. 1093/29.4.2013 (Β' 1068), περί ανακαθορισμού της τιμής της Β ζώνης της εν λόγω δημοτικής κοινότητας. Εξάλλου, με την 1175023/3752/00ΤΥ/Δ/ΠΟΛ. 1200/28.12.2010 (Β' 2038) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών εντάχθηκαν το πρώτον στο αντικειμενικό σύστημα ορισμένες περιοχές, εντός 4.489 οικισμών της χώρας, και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης με ισχύ από 1.1.2011. Τέλος, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, για τον υπολογισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α., το άρθρο 4 του ν. 4223/2014 παραπέμπει στις τιμές ζώνης/εκκίνησης ακινήτων και στους συντελεστές οικοπέδου και αξιοποίησης οικοπέδου που έχουν οριστεί με τις εκδιδόμενες βάσει του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 υπουργικές αποφάσεις και ισχύουν την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας.
4. Επειδή, με την 4003/2014 (εν μέρει οριστική και εν μέρει προδικαστική) απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η Διοίκηση είχε παραλείψει- παρανόμως να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση πράξης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, έκρινε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3α και 3β του π.δ. 18/1989, ότι έπρεπε, αντί να ακυρώσει την εν λόγω παράλειψη της Διοίκησης αναδρομικά από τη συντέλεση της, να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να χορηγήσει στη Διοίκηση προθεσμία έξι μηνών, προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να προβεί στην άνω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Ακολούθως και δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε από τη Διοίκηση, εντός της ταχθείσας (και λήξασας την 215.2015) προθεσμίας, απόφαση περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, η Ολομέλεια, με την 4446/2015 απόφαση της, ακύρωσε την ως άνω παράλειψη της Διοίκησης και, κατ' εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, εκτιμώντας τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίζοντας τα συμφέροντα των διαδίκων, ιδίως δε την ύπαρξη έντονου δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην, κατά το δυνατόν, αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του Κράτους υπό τις παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες, όρισε την 21.5.2015 ως χρονικό σημείο έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος και της ουσιαστικής ισχύος της πράξης που έπρεπε να εκδώσει η Διοίκηση. Ακολούθησε η έκδοση της υπ' αριθ. ΠΟΛ. 1009/18.1.2016 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, περί αναπροσαρμογής, από 21.5.2015, των τιμών ζώνης και των συντελεστών των ακινήτων που είχαν καθοριστεί με τις προαναφερόμενες υπ' αριθμ.1020564/487/ΟΟΤΥ/Δ/2007, 1175023/3752/00ΤΎ/Δ/ΠΟΛ.1200/28.12.201 και ΠΟΛ. 1093/29.4.2013 υπουργικές αποφάσεις.
5. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) ορίζεται: «1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη σύννομη άσκηση της. διοικητικής λειτουργίας. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι' αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, από το σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (ΣτΕ Ολομ. 2855-56/1985, Ολομ. 3337/2014, 4041/2013, 1039/2014, 2077/2014 κ.ά.), με σκοπό την προστασία των σχετικών ελευθεριών ή δικαιωμάτων του, μέσω της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 1256/2006 επταμ.).
6. Επειδή, το π.δ. 18/1989 ορίζει, επιπλέον, στο εδάφιο β' του άρθρου 33, ότι «Η συζήτηση γίνεται αποκλειστικά βάσει των δικογράφων και των εγγράφων που έχουν προσαχθεί προαποδεικτικώς», στο εδάφιο α' της παραγράφου 2 του άρθρου 25, ότι «Υπομνήματα των διαδίκων κατατίθενται στη Γραμματεία έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση» και, στο άρθρο 40, ότι «Κατά τα λοιπά [...] εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [...]», σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 εδαφ. β' του οποίου «Μαζί με τις προτάσεις, οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν και [...] όλα τα αποδεικτικά [...] έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους.» Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο ασκών αίτηση ακυρώσεως οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησης του, να επικαλεσθεί και να προσκομίσει με δικόγραφο, συγκεκριμένα δε, με το εισαγωγικό δικόγραφο, με δικόγραφο πρόσθετων λόγων ή με υπόμνημα που κατατίθεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση (ώστε, με βάση την αρχή της αντιμωλίας, να χορηγείται και στον αντίδικο επαρκής δυνατότητα ελέγχου και αντίκρουσης), τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιότητα (λ.χ. του κυρίου ακινήτου) στην οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον του (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 4312/2015, 4731/2012, 1393/2003, 3802/2000 επταμ., Ολομ. 3452/1998, καθώς και ΑΠ 1404/1996, 1229/2002 κ.ά.), εφόσον βέβαια η ιδιότητα αυτή δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Συναφώς, δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό από το άρθρο 20 του εσωτερικού Κανονισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 19/2013 της Ολομέλειας σε συμβούλιο, Β' 2462/2013), περί της πρωτοκόλλησης των δικογράφων και άλλων εγγράφων, όπως αιτήσεων, που κατατίθενται στο Δικαστήριο, αφενός διότι πρόκειται για διάταξη αφορώσα σε ενέργεια του Δικαστηρίου (πρωτοκόλληση εγγράφων που του υποβάλλονται) και όχι στις δικονομικές υποχρεώσεις των διαδίκων και, αφετέρου, διότι η κατά τα ανωτέρω τεκμηρίωση από τον αιτούντα της ιδιότητας στην οποία θεμελιώνει το έννομο συμφέρον του, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης που έχει ασκήσει, διέπεται από τη δικονομία περί του Συμβουλίου της Επικρατείας (π.δ. 18/1989) και δεν αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης του εν λόγω Κανονισμού, σύμφωνα με τις σχετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 71 (παρ. 1) του π.δ. 18/1989 και 82 (παρ. Α περ. 9) του ν. 1756/1988. Εξάλλου, ο διάδικος πρέπει να επικαλείται τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο (πρβλ. ΑΠ Ολομ. 9/2000, 1808/2005, 658/2011 κ,α), η δε επίκληση και προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων με υπόμνημα είναι απαράδεκτη, αν το υπόμνημα υπογράφεται όχι από δικηγόρο αλλά από τον διάδικο (βλ. λ.χ. ΣτΕ 1222/2016, 3063/2013) ή αν δεν κατατεθεί σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61 (παρ. 1, 2 και 4) του ν. 4194/2013 (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1858/2015).
7. Επειδή, εν προκειμένω, καθεμία από τις δύο αιτούσες ασκεί την υπό κρίση αίτηση κατ' επίκληση της ιδιότητας της ως κυρίας ακινήτων σε διάφορες περιοχές της χώρας (συμπεριλαμβανομένης της Αττικής), στις οποίες ισχύει το κατ' αρθρ. 41 του ν. 1249/1982 σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, και, περαιτέρω, ως βαρυνόμενης με ΕΝ.Φ.I.A. για το έτος 2015. Προκειμένου να αποδείξουν το έννομο συμφέρον τους, οι αιτούσες προσκόμισαν στο Δικαστήριο ορισμένα στοιχεία, με απλή αίτηση που υπέβαλε η δεύτερη εξ αυτών στη Γραμματεία, την 21.6.2016. Σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, τα εν λόγω στοιχεία προσκομίσθηκαν απαραδέκτως, δίχως σχετικό υπόμνημα και, δη, υποβληθέν έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, αλλά με απλή αίτηση. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, για τον παραπάνω λόγο. Ωστόσο, ενόψει του ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματος των αιτουσών για παροχή ένδικης προστασίας, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος τους, δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις παραπάνω διατάξεις του π.δ. 18/1989, όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, το οποίο, αφενός, έχει ανεχθεί στην πράξη την κατάθεση τέτοιων στοιχείων από το διάδικο, χωρίς δικόγραφο (αλλά με απλή αίτηση ή εγχείριση τους στον εισηγητή δικαστή, πριν από την ημέρα της συζήτησης) και, αφετέρου, έχει δεχθεί ότι μπορούν να υποβληθούν τέτοια στοιχεία το αργότερο μέχρι την προτεραία της συζήτησης (βλ. ΣτΕ 3335/2015, 3051/2015,- 3833/2014 επταμ., 1878/2014, 1039/2014, 4961/2012), η μη λήψη υπόψη των ανωτέρω στοιχείων (και, περαιτέρω, η απόρριψη, για το λόγο αυτό, της παρούσας αίτησης ως απαράδεκτης) δεν θα ήταν συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3705/2015, 2131/2015, Ολομ. 1619/2012, 2436/2012 επταμ., ΕΑ 737/2012 πενταμ.). Εξάλλου, τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν σε σχέση με τη δεύτερη αιτούσα (εκτύπωση της ηλεκτρονικής δήλωσης και της από 20.10.2015 πράξης διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.I.A., έτους 2015) είναι πρόσφορα και επαρκή για την τεκμηρίωση της ως άνω ιδιότητας της, την οποία επικαλείται προς στήριξη του εννόμου συμφέροντος της. Αντίθετα, το στοιχείο που προσκομίσθηκε σε σχέση με την πρώτη αιτούσα (εκτύπωση/αντίγραφο της από 5.8.2015 πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014) είναι όλως απρόσφορο και ανεπαρκές για την απόδειξη της ως άνω προβαλλόμενης ιδιότητας της, στην οποία επιχειρεί να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον της. Κατά συνέπεια, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από την πρώτη αιτούσα (πρβλ. ΣτΕ 2017/2012 επταμ., 3833/2014 επταμ. κ.ά.), προεχόντως για τον τελευταίο αυτό λόγο.
8. Επειδή, η δεύτερη αιτούσα ισχυρίζεται ότι, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα της, έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση των προσβαλλόμενων κανονιστικών πράξεων της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων, διότι αυτές εξειδικεύουν τους ορισμούς του ν. 4223/2013 και ρυθμίζουν ειδικότερα ζητήματα επιβολής του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του 2015, ο οποίος, παρανόμως, υπολογίζεται βάσει των αντικειμενικών αξιών που καθορίστηκαν με την πλέον ανεπίκαιρη 1020564/487/OOΤΥ/Δ/2007 απόφαση του Υπουργού οικονομίας και Οικονομικών, με αποτέλεσμα να της επιβάλλεται φόρος πολύ μεγαλύτερος από εκείνον που αναλογεί στην πραγματική αξία των ακινήτων της κατά το 2015. Ωστόσο, η δεύτερη αιτούσα δεν επικαλείται αυτοτελή βλάβη από ορισμένη ρύθμιση των προσβαλλόμενων κανονιστικών αποφάσεων (ή των εξουσιοδοτικών διατάξεων στις- οποίες αυτές ερείδονται), αλλά η ως άνω προβαλλόμενη βλάβη της, προέρχεται κατ' ουσίαν από την εφαρμογή της προαναφερόμενης υπουργικής απόφασης του 2007, συνεπεία της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην προβλεπόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση πράξης αναπροσαρμογής/επικαιροποίησης των αντικειμε­νικών αξιών των ακινήτων της χώρας. Η εν λόγω παράλειψη ακυρώθηκε με την απόφαση 4446/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όχι όμως αναδρομικά από το χρόνο της συντέλεσης της, που είναι οπωσδήποτε προγενέστερος της 1.1.2015, αλλά, για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (αναγόμενους στην αποτροπή του κινδύνου αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του Κράτους), από την 21.5.2015, ημερομηνία την οποία η Ολομέλεια όρισε και ως χρόνο έναρξης της ουσιαστικής ισχύος της απόφασης περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών που η Διοίκηση είχε την υποχρέωση να εκδώσει. Το ως άνω ακυρωτικό διατακτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της ακύρωσης της επίμαχης παράλειψης, ισχύει έναντι όλων (ήτοι, και όσων δεν ήταν διάδικοι στη σχετική δίκη), επομένως και της δεύτερης αιτούσας. Τούτων έπεται ότι την 1η Ιανουαρίου 2015, δηλαδή κατά τον κρίσιμο χρόνο για την επιβολή και τον υπολογισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του φορολογικού έτους 2015 (βλ. άρθρα 1 και 4 του ν. 4223/2013), είχε ισχύ και εφαρμογή η 1020564/487/ΟΟΤΥ/Δ/2007 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, παρά τον ανεπίκαιρο χαρακτήρα τον οποίο η δεύτερη αιτούσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς για να, δικαιολογήσει την προσβολή επί ακυρώσει των επίδικων κανονιστικών πράξεων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν προκύπτει η ύπαρξη επαρκούς αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των προσβαλλόμενων πράξεων (ή έστω, κάποιας από αυτές) και της προβαλλόμενης βλάβης των δικαιωμάτων της δεύτερης αιτούσας. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ασκούμενη απαραδέκτως, δίχως έννομο συμφέρον, και από τη δεύτερη αιτούσα. 9. Επειδή, κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί. ως απαράδεκτη στο σύνολο της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στις αιτούσες, συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 2016

Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ε. Σάρπ                                          Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Οκτωβρίου 2016.

Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος     Ο Γραμματέας του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ                                          Α. Μητροτάσιος