****** (Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο νομικό περιοδικό «Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 59, Τεύχος 1, Ιανουάριος Μάρτιος 2015).
1. Ρατσισμός, εννοιολογικές διακρίσεις -Νομοθετικό πλαίσιο
Με τον όρο «ρατσισμός» (φυλετισμός), (ετυμολογικά από τη «ράτσα», ιταλική razza, που στα ελληνικά σημαίνει φυλή), εννοούμε τις θεωρίες εκείνες που υποστηρίζουν την «ιδιαιτερότητα» και ιδίως την «ανωτερότητα» βιολογική ή και πνευματική μιας φυλής και αποσκοπούν στη διατήρηση της καθαρότητάς της και στην επιβολή της υπεροχής επί των άλλων φυλών, καθώς επίσης και τις «πρακτικές», ακόμη και θεσμοποιημένες, με τις οποίες μεθοδεύεται η εφαρμογή των εν λόγω θεωριών.
Η Γενική Διάσκεψη της UNESCO σε διακήρυξή της, την 27η.11.1978 «περί φυλής και φυλετικής προκατάληψης», τονίζει (άρθρο 2) ότι : «κάθε θεωρία που είτε ενέχει τον ισχυρισμό ότι φυλετικές ή εθνικές ομάδες είναι ανώτερες ή κατώτερες, αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι ορισμένες θα είχαν δικαίωμα να εξουσιάσουν ή να παραμερίσουν κάποιες άλλες που θεωρούνται κατώτερες, είτε βασίζει αξιολογικές κρίσεις σε φυλετικές διαφορές, δεν έχει επιστημονική θεμελίωση και αντίκειται στις ηθικές και δεοντολογικές αρχές της ανθρωπότητας»[1]
Αυτός λοιπόν ο κλασικός βιολογικός ή ψευδο-επιστημονικός ρατσισμός, στη σημερινή συγκυρία δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως μηχανισμός ιδεολογικής υποστήριξης των ρατσιστικών στάσεων και συμπεριφορών. Ο σύγχρονος όμως ευρωπαϊκός ρατσισμός δεν έχει ως κύρια αναφορά την φυλετική ανωτερότητα ή κατωτερότητα. Ο νέος αυτός ρατσισμός στρέφεται κατά των ξένων μεταναστών, οι μετακινήσεις των οποίων παρουσιάζουν μία διαφορετική φυσιογνωμία από εκείνη των πρώτων δεκαετιών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Κατά τον Χ. Ανθόπουλο, σύμφωνα με μία ευρέως διαδεδομένη άποψη στην επιστημονική κοινότητα, η κυριαρχούσα μορφή του νέου ευρωπαϊκού ρατσισμού είναι ο «πολιτισμικός» ρατσισμός, που βασίζεται στη διεκδίκηση της ανωτερότητας- διαφορετικότητας του συστήματος των αξιών, του πολιτισμού, του τρόπου ζωής μιας εθνικής ομάδας απέναντι στις αξίες, τον πολιτισμό, τον τρόπο ζωής άλλων ομάδων.
Εκτός από αυτή τη βασική μορφή ρατσισμού, διακρίνεται επίσης και ο «ανταγωνιστικός ρατσισμός», που στρέφεται κυρίως κατά των ξένων μεταναστών και γεννιέται από την προάσπιση του θεωρούμενου ως αποκλειστικού ή προνομιακού δικαιώματος των αυτόχθονων πολιτών στην πρόσβαση στους κοινωνικούς πόρους. Στην προσέγγιση αυτή οι ξένοι μετανάστες αντιμετωπίζονται ως ανεπιθύμητοι ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας που ευθύνονται για την αύξηση της ανεργίας μεταξύ των αυτοχθόνων ή για την επιδείνωση των όρων εργασίας του εγχώριου εργατικού δυναμικού.
Τέλος η πιο διαδεδομένη μορφή του σύγχρονου ευρωπαϊκού ρατσισμού είναι ο «φοβικός» ρατσισμός, ένας ρατσισμός που τροφοδοτείται από συναισθήματα συλλογικής αγωνίας συνδεδεμένα με κοινωνικές απειλές, όπως η αύξηση της εγκληματικότητας, η διακίνηση και το εμπόριο ναρκωτικών, ο φόβος σεξουαλικών επιθέσεων, που επίσης στον «κοινό νου» συνδέονται με τους ξένους μετανάστες.
Αυτοί οι τρεις τύποι ρατσισμού συνθέτουν το φαινόμενο του «νέου» ρατσισμού ή νεορατσισμού που ορθά χαρακτηρίζεται ως ένας «ρατσισμός χωρίς φυλές», για να επισημανθεί η διαφορά του από τον κλασικό βιολογικό ρατσισμό[2].
Για την αντιμετώπιση του ρατσισμού στις διάφορες μορφές του το ισχύον Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι κατ’ αρχήν ξεκάθαρο στην προσήλωσή του σε αρχές ριζικά ασυμβίβαστες με τον ρατσισμό.
Κατά πρώτο λόγο με το άρθρο 2 παρ. 1 αναγορεύει σε πρωταρχικό καθήκον των οργάνων του κράτους την προστασία και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, της οποίας φορέας είναι εξ’ ορισμού κάθε άνθρωπος, ενώ με το άρθρο 5 παρ. 1 αναγνωρίζει πανηγυρικά στον καθένα ένα θεμελιώδες δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα τη προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, στο πλαίσιο που ορίζουν το Σύνταγμα, τα δικαιώματα των άλλων και τα χρηστά ήθη. Σχετικές φυσικά είναι και οι διατάξεις, της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, που εγγυάται στον καθένα απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, χωρίς διάκριση, εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, η διάταξη του άρ. 13, που προστατεύει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, του άρ. 14 που εγγυάται την ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης της γνώμης αλλά και του άρ. 4 παρ. 1, 2 που καθιερώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου. Επίσης η διάταξη του άρ. 25 παρ. 1 ορίζει ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκησή τους».
Οι συγκεκριμένες διατάξεις, αποτελούν ένα γενικότατο μεν, αλλά πλήρες και συνεκτικό κανονιστικό βάθρο πάνω στο οποίο η Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε να είχε οικοδομήσει ένα αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας και σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και καταπολέμησης των φαινομένων ρατσιστικής προσβολής της.[3]
Η Ελλάδα έχει υπογράψει και κυρώσει, καθιστώντας έτσι νόμο του κράτους, μια σειρά από διεθνή συμβατικά κείμενα, που στοχεύοντας κατ’ αρχήν στη προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, περιλαμβάνουν ρυθμίσεις κατά της εκδήλωσης ρατσιστικών συμπεριφορών. Ιδιαίτερης σημασίας φυσικά είναι η Σύμβαση της Ρώμης του 1950 «για τη προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΝΔ 53/74), στην οποία η χώρα μας επαναπροσχώρησε μετά την αποβολή της κατά τη διάρκεια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας. Στο άρθρο 14 αυτής προβλέπεται ότι τα δικαιώματα και ελευθερίες που η σύμβαση κατοχυρώνει «πρέπει να διασφαλίζονται για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
Βαρύνουσας σημασίας επίσης αποτελεί και η παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2462/1997 ο οποίος κύρωσε το «Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα» σύμφωνα με την οποία κάθε επίκληση εθνικού, φυλετικού ή θρησκευτικού μίσους, που αποτελεί υποκίνηση διακρίσεων, εχθρότητας ή βίας απαγορεύεται από το νόμο.
Οι κυριότερες δεσμεύσεις της χώρας στο πεδίο της καταπολέμησης του ρατσισμού αποτυπώνονται στο Ν. 494/1970 με το οποίο κυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών της 21ης.12.1965 «για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων. Με βάση το άρθρο 4 της Σύμβασης αυτής τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταστήσουν ποινικά κολάσιμη κάθε διάδοση ιδεών που βασίζεται σε φυλετική ανωτερότητα και μίσος και κάθε παρότρυνση προς φυλετική διάκριση ή πράξεις βίας εναντίον οποιασδήποτε φυλής ή ομάδας προσώπων άλλου χρώματος ή άλλης εθνολογικής προέλευσης[4].
Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή αλλά και το εν γένει συμβατικό κανονιστικό πλαίσιο του ΟΗΕ, όσον αφορά τη καταπολέμηση του ρατσισμού και των διακρίσεων έχει ανατεθεί σε ένα ειδικό όργανο που λειτουργεί στο εσωτερικό του οργανισμού, την Επιτροπή για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων (CERD)[5].
Επίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά του ρατσισµού και της µισαλλοδοξίας (ECRI), στην τελευταία έκθεση για την Ελλάδα (2009), αφιερώνει ειδική θεµατική ενότητα στο ζήτηµα της ρατσιστικής βίας. Η ECRI σηµειώνει την έλλειψη επίσηµων δεδοµένων για εγκλήµατα µε κίνητρο το ρατσισµό στην Ελλάδα και τη δυσκολία ανάλυσης της κατάστασης.
Τέλος ζητήµατα συναφή µε την ποινική αντιµετώπιση της ρατσιστικής βίας ρυθµίζει η απόφαση-πλαίσιο 2008/913/∆ΕΥ του Συµβουλίου ΕΚ, της 28ης Νοεµβρίου 2008 για την καταπολέµηση ορισµένων µορφών και εκδηλώσεων ρατσισµού και ξενοφοβίας µέσω του ποινικού δικαίου. Το 2005, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των Φαινοµένων Ρατσισµού και Μισαλλοδοξίας εξέδωσε συγκριτικά αποτελέσµατα για όλα τα τότε κράτη-µέλη σε σχέση µε την αντιµετώπιση της ρατσιστικής βίας. Η µελέτη κατέληξε, ότι τουλάχιστον τη δεδοµένη εκείνη περίοδο, η ελληνική νοµοθεσία και οι µηχανισµοί παρακολούθησης των περιστατικών ρατσιστικής βίας, καθώς και η ποινική αντιµετώπισή τους ήταν αναποτελεσµατικοί ή ανύπαρκτοι[6].