Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου και δικαίωμα στην ασφάλεια. Συνταγματικά ζητήματα. (Συγχρόνως μία σύντομη προσέγγιση των θεωριών της έννοιας του εννόμου αγαθού) [του Χρήστου Α. Βασματζίδη, Δικηγόρου, Μετ. Διπλ. Δημοσίου Δικαίου ]

****** (Το  άρθρο δημοσιεύθηκε στο νομικό περιοδικό «Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 59, Τεύχος 1, Ιανουάριος Μάρτιος 2015).

1. Ρατσισμός, εννοιολογικές διακρίσεις -Νομοθετικό πλαίσιο
       Με τον όρο «ρατσισμός» (φυλετισμός), (ετυμολογικά από τη «ράτσα», ιταλική razza, που στα ελληνικά σημαίνει φυλή), εννοούμε τις θεωρίες εκείνες που υποστηρίζουν την «ιδιαιτερότητα» και ιδίως την «ανωτερότητα» βιολογική ή  και πνευματική μιας φυλής και αποσκοπούν στη διατήρηση της καθαρότητάς της και στην επιβολή της υπεροχής επί των άλλων φυλών, καθώς επίσης και τις «πρακτικές», ακόμη και θεσμοποιημένες, με τις οποίες μεθοδεύεται η εφαρμογή των εν λόγω θεωριών.

       Η Γενική Διάσκεψη της UNESCO σε διακήρυξή της, την 27η.11.1978 «περί φυλής και φυλετικής προκατάληψης», τονίζει (άρθρο 2) ότι : «κάθε θεωρία που είτε ενέχει τον ισχυρισμό ότι φυλετικές ή εθνικές ομάδες είναι ανώτερες ή κατώτερες, αφήνοντας έτσι να νοηθεί ότι ορισμένες θα είχαν δικαίωμα να εξουσιάσουν ή να παραμερίσουν κάποιες άλλες που θεωρούνται κατώτερες, είτε βασίζει αξιολογικές κρίσεις σε φυλετικές διαφορές, δεν έχει επιστημονική θεμελίωση και αντίκειται στις ηθικές και δεοντολογικές αρχές της ανθρωπότητας»[1]
       Αυτός λοιπόν ο κλασικός βιολογικός ή ψευδο-επιστημονικός ρατσισμός, στη σημερινή συγκυρία δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά ως μηχανισμός ιδεολογικής υποστήριξης  των ρατσιστικών στάσεων και συμπεριφορών. Ο σύγχρονος όμως ευρωπαϊκός ρατσισμός δεν έχει ως κύρια αναφορά την φυλετική ανωτερότητα ή κατωτερότητα. Ο νέος αυτός ρατσισμός στρέφεται κατά των ξένων μεταναστών, οι μετακινήσεις των οποίων παρουσιάζουν μία διαφορετική φυσιογνωμία από εκείνη των πρώτων δεκαετιών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
       Κατά τον Χ. Ανθόπουλο, σύμφωνα με μία ευρέως διαδεδομένη άποψη στην επιστημονική κοινότητα, η κυριαρχούσα μορφή του νέου ευρωπαϊκού ρατσισμού είναι ο «πολιτισμικός» ρατσισμός, που βασίζεται στη διεκδίκηση της ανωτερότητας- διαφορετικότητας του συστήματος των αξιών, του πολιτισμού, του τρόπου ζωής μιας εθνικής ομάδας απέναντι στις αξίες, τον πολιτισμό, τον τρόπο ζωής άλλων ομάδων. 
       Εκτός από αυτή τη βασική μορφή ρατσισμού, διακρίνεται επίσης και ο «ανταγωνιστικός ρατσισμός», που στρέφεται κυρίως κατά των ξένων μεταναστών και γεννιέται από την προάσπιση του θεωρούμενου ως αποκλειστικού ή προνομιακού δικαιώματος των αυτόχθονων πολιτών στην πρόσβαση στους κοινωνικούς πόρους. Στην προσέγγιση αυτή οι ξένοι μετανάστες αντιμετωπίζονται ως ανεπιθύμητοι ανταγωνιστές στην αγορά εργασίας που ευθύνονται για την αύξηση της ανεργίας μεταξύ των αυτοχθόνων ή για την επιδείνωση των όρων εργασίας του εγχώριου εργατικού δυναμικού.
       Τέλος  η πιο διαδεδομένη μορφή του σύγχρονου ευρωπαϊκού ρατσισμού είναι ο «φοβικός» ρατσισμός, ένας ρατσισμός που τροφοδοτείται από συναισθήματα συλλογικής αγωνίας συνδεδεμένα με κοινωνικές απειλές, όπως η αύξηση της εγκληματικότητας, η διακίνηση και το εμπόριο ναρκωτικών, ο φόβος σεξουαλικών επιθέσεων, που επίσης στον «κοινό νου» συνδέονται με τους ξένους μετανάστες.
       Αυτοί οι τρεις τύποι ρατσισμού συνθέτουν το φαινόμενο του «νέου» ρατσισμού ή νεορατσισμού που ορθά χαρακτηρίζεται ως ένας «ρατσισμός χωρίς φυλές», για να επισημανθεί η διαφορά του από τον κλασικό βιολογικό ρατσισμό[2].
       Για την αντιμετώπιση του ρατσισμού στις διάφορες μορφές του το ισχύον Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι κατ’ αρχήν ξεκάθαρο στην προσήλωσή του σε αρχές ριζικά ασυμβίβαστες με τον ρατσισμό.
       Κατά πρώτο λόγο με το άρθρο 2 παρ. 1 αναγορεύει σε πρωταρχικό καθήκον των οργάνων του κράτους την  προστασία και τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, της οποίας φορέας είναι εξ’ ορισμού κάθε άνθρωπος,  ενώ με το άρθρο 5 παρ. 1 αναγνωρίζει πανηγυρικά στον καθένα ένα θεμελιώδες δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα τη προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, στο πλαίσιο που ορίζουν το Σύνταγμα, τα δικαιώματα των άλλων και τα χρηστά ήθη. Σχετικές φυσικά είναι και οι διατάξεις,  της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, που  εγγυάται στον καθένα απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας, χωρίς διάκριση, εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων, η διάταξη του άρ. 13, που προστατεύει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, του άρ. 14 που εγγυάται την ελευθερία της έκφρασης και διάδοσης της γνώμης αλλά και του άρ. 4 παρ. 1, 2 που καθιερώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου. Επίσης η διάταξη του άρ. 25 παρ. 1 ορίζει ότι «τα δικαιώματα του ανθρώπου, ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκησή τους».
       Οι συγκεκριμένες διατάξεις, αποτελούν ένα γενικότατο μεν, αλλά πλήρες και συνεκτικό κανονιστικό βάθρο πάνω στο οποίο η Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε να είχε οικοδομήσει ένα αποτελεσματικό νομοθετικό πλαίσιο προστασίας και σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και καταπολέμησης των φαινομένων ρατσιστικής προσβολής της.[3]
       Η Ελλάδα έχει υπογράψει και κυρώσει, καθιστώντας  έτσι νόμο του κράτους, μια σειρά από διεθνή συμβατικά κείμενα, που στοχεύοντας κατ’ αρχήν στη προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, περιλαμβάνουν ρυθμίσεις κατά της εκδήλωσης ρατσιστικών συμπεριφορών. Ιδιαίτερης σημασίας φυσικά είναι η Σύμβαση της Ρώμης του 1950 «για τη προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΝΔ 53/74), στην οποία η χώρα μας επαναπροσχώρησε μετά την αποβολή της κατά τη διάρκεια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας. Στο άρθρο 14 αυτής προβλέπεται ότι τα δικαιώματα και ελευθερίες που η σύμβαση κατοχυρώνει «πρέπει να διασφαλίζονται για όλα τα πρόσωπα ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως».
       Βαρύνουσας σημασίας επίσης αποτελεί και η παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2462/1997 ο οποίος κύρωσε το «Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα» σύμφωνα με την οποία κάθε επίκληση εθνικού, φυλετικού ή θρησκευτικού μίσους, που αποτελεί υποκίνηση διακρίσεων, εχθρότητας ή βίας απαγορεύεται από το νόμο.
       Οι κυριότερες δεσμεύσεις της χώρας στο πεδίο της καταπολέμησης του ρατσισμού αποτυπώνονται στο Ν. 494/1970 με το οποίο κυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ στο εσωτερικό δίκαιο της χώρας η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών της 21ης.12.1965 «για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων. Με βάση το άρθρο 4 της Σύμβασης αυτής τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να καταστήσουν ποινικά κολάσιμη κάθε διάδοση ιδεών που βασίζεται σε φυλετική ανωτερότητα και μίσος και κάθε παρότρυνση προς φυλετική διάκριση ή πράξεις βίας εναντίον οποιασδήποτε φυλής ή ομάδας προσώπων άλλου χρώματος ή άλλης εθνολογικής προέλευσης[4].
       Πρέπει δε να επισημανθεί ότι η παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή αλλά και το εν γένει συμβατικό κανονιστικό πλαίσιο του ΟΗΕ, όσον αφορά τη καταπολέμηση του ρατσισμού και των διακρίσεων έχει ανατεθεί σε ένα ειδικό όργανο που λειτουργεί στο εσωτερικό του οργανισμού, την Επιτροπή για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων (CERD)[5].
       Επίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή  κατά του ρατσισµού και της µισαλλοδοξίας (ECRI), στην  τελευταία έκθεση για την Ελλάδα (2009), αφιερώνει ειδική θεµατική ενότητα στο ζήτηµα της  ρατσιστικής βίας. Η ECRI σηµειώνει την έλλειψη επίσηµων δεδοµένων για εγκλήµατα µε κίνητρο το ρατσισµό στην Ελλάδα και τη δυσκολία ανάλυσης της κατάστασης.
       Τέλος ζητήµατα συναφή µε την            ποινική αντιµετώπιση της ρατσιστικής βίας ρυθµίζει η  απόφαση-πλαίσιο 2008/913/∆ΕΥ του Συµβουλίου ΕΚ, της 28ης Νοεµβρίου 2008 για την  καταπολέµηση ορισµένων µορφών και εκδηλώσεων ρατσισµού και ξενοφοβίας µέσω του ποινικού  δικαίου. Το 2005, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των Φαινοµένων Ρατσισµού και Μισαλλοδοξίας εξέδωσε συγκριτικά αποτελέσµατα για όλα τα τότε κράτη-µέλη σε σχέση µε την αντιµετώπιση της ρατσιστικής βίας. Η µελέτη κατέληξε, ότι τουλάχιστον τη δεδοµένη εκείνη περίοδο, η ελληνική νοµοθεσία και οι µηχανισµοί παρακολούθησης των περιστατικών ρατσιστικής βίας, καθώς και η       ποινική αντιµετώπισή τους ήταν αναποτελεσµατικοί ή ανύπαρκτοι[6].

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2016

Εγκύκλιος Ο.Α.Ε.Ε. αρ. 3/5.2.2016 Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων)


Αθήνα, 05/02/2015
Αρ. Πρωτ.:ΔΙΕΣ/Φ120/7/189831 
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ και ΚΟΙΝ. ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝΓΕΝΙΚΗ Δ/ΝΣΗ ΑΣΦΑΛ/ΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΣΟΔΩΝΤΜHMA ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
Ταχ. Δ/νση : ΣΑΤΩΒΡΙΑΝΔΟΥ 18
Τηλέφωνο : 210-5285667
Fax : 210-5228857 
e-mail : anagastika_metra@oaee.gr
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ : ΘΕΜΑ: « Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων »

ΣΧΕΤ: - N.3869/2010 ( ΦΕΚ 130 / τ Α' / 3-8-2010 ) - Ν.4336/2015 ( ΦΕΚ 94 / τ Α'/ 14-8-2015 )

Με τις διατάξεις του Ν.4336/2015 (Μέρος Β' Άρθρο 2 Παρ. Α'Υποπ.Α4 Κεφ. Α' άρθρα 1-4) τροποποιείται και διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν.3869/2010 σχετικά με τη "Ρύθμιση οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων" και παρέχεται η δυνατότητα ρύθμισης, εκτός των άλλων, των βεβαιωμένων οφειλών προς το Δημόσιο,την Φορολογική Διοίκηση, τους ΟΤΑ Α' και Β' βαθμού και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης.
Με τη παρούσα παρέχονται διευκρινήσεις επί των αλλαγών που επέρχονται στο θεσμικό πλαίσιο, προσδιορίζονται οι υποχρεώσεις των αρμοδίων Υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων-οφειλετών που επιθυμούν να ενταχθούν στο πλαίσιο της ρύθμισης και καθορίζονται οι ενέργειες που θα ακολουθούνται για την ενιαία αντιμετώπιση των περιπτώσεων αυτών.

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Παρατίθενται, κατ άρθρο και συνδυαστικά, οι παλαιές και νέες διατάξεις για πληρέστερη κατανόηση του αρχικού πλαισίου και των τροποποιήσεων που επέρχονται.
Ειδικότερα:
Με την παρ.1 του άρθρου 1 αντικαθίσταται το άρθρο 1 του Ν.3869/2010 . Στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων υπάγονται όλα τα φυσικά πρόσωπα (μισθωτοί,άνεργοι,ελεύθεροι επαγγελματίες, πρώην έμποροι) που δε διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα, υπό την έννοια του άρθρου 2 Ν.3588/2007, δεν τελούν υπό πτώχευση και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών. Τον δόλο αποδεικνύει ο πιστωτής .(Υπό την έννοια του Ν.3588/2007 πτωχευτική ικανότητα διαθέτουν οι ενεργοί έμποροι και οι Ενώσεις Προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό).
Τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής μπορούν να υποβάλλουν στο αρμόδιο Δικαστήριο αίτηση ρύθμισης των οφειλών τους.Στη ρύθμιση, όπως ήδη αναφέρθηκε, μπορούν να υπαχθούν ληξιπρόθεσμες βεβαιωμένες οφειλές προς το Δημόσιο, την Φορολογική Διοίκηση , τους ΟΤΑ Α' και Β' βαθμού και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης Ο.Κ.Α.). 
Οι οφειλές αυτές δεν επιτρέπεται:- να αποτελούν το σύνολο των οφειλών του φυσικού προσώπου αλλά πρέπει να συντρέχουν με οφειλές προς ιδιώτες πιστωτές.- να προέρχονται από αδίκημα που οφείλεται σε δόλο, βαριά αμέλεια, χρηματικές ποινές ή διοικητικά πρόστιμα, υποχρεώσεις διατροφής συζύγου ή ανηλίκου τέκνου- να έχουν δημιουργηθεί ή βεβαιωθεί κατά το τελευταίο έτος πριν την υποβολή αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του Ν.3869/2010.
Οφειλή που δεν έχει περιληφθεί στην αίτηση δεν επηρεάζεται από τη διαδικασία διευθέτησης οφειλών.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

ΣτΕ 4154/2015 Μη νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων - Δήμος -. Παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τις υπηρεσίες πολεοδομίας Δήμου που συνίσταται στη χορήγηση αντιγράφου αίτησης χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου και χωρίς να συντρέχει περίπτωση χορήγησής του κατά νόμο χωρίς τη συναίνεση αυτή. Επιβολή προστίμου από την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων στον Δήμο.

ΑΡΙΘΜΟΣ 4154/2015
TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ'

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 10 Δεκεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Γ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, ΗλΜάζος, Β. Κίντζιου, Σύμβουλοι, Ο. Νικολαράκου, Χ. Ευαγγελίου, Πάρεδροι. Γραμματέας η I.Παπαχαραλάμπους.

Για να δικάσει την από 12ης Δεκεμβρίου 2003 αίτηση:
του Δήμου Αθηναίων, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ΣΜ (A.M. ..........), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, που εδρεύει στην Αθήνα (Ομήρου 8), η οποία παρέστη με τον ΣΜ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

και κατά του παρεμβαίνοντος ..., κατοίκου Αθηνών (...), ο οποίος δεν παρέστη.

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δήμος επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ' αριθμ. 43/2003 (Α.Π. 2220/2.10.2003) απόφαση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων που παρέστησαν δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χ. Ευαγγελίου.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού  μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε  κατά τον Νόμο

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθμ. 43/2003 (Α.Π. 2220/2.10.2003) πράξεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, με την οποία επιβλήθηκε στον Δήμο Αθηναίων πρόστιμο, ύψους 10.000 ευρώ, για παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997.

2. Επειδή, υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης αποφάσεως παρεμβαίνει ο ..., κατόπιν καταγγελίας του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η παρέμβαση, όμως, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι ο παρεμβαίνων δεν παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως με πληρεξούσιο δικηγόρο, ούτε νομιμοποίησε τον υπογράφοντα το δικόγραφο της παρέμβασης δικηγόρο με κάποιον από τους αναφερόμενους στο άρθρο 27 του π.δ/τος 18/1989 (Α' 18) τρόπους.

3. Επειδή, ο ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (Α' 50), ο οποίος εκδόθηκε ενόψει και της Οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (EE L 281), έχει, όπως ρητώς αναφέρεται στο άρθρο 1, αντικείμενο τη «θέσπιση προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής». Σύμφωνα με το άρθρο 3, με υπότιτλο «πεδίο εφαρμογής», οι διατάξεις του νόμου εφαρμόζονται, κατά τους ειδικότερους ορισμούς της παρ. 3, «στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο» (παρ. 1). Κατά το άρθρο 2 του ν. 2472/1997 «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» είναι «κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων» (περ. α'), «υποκείμενο των δεδομένων» είναι το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική (περ. γ'), «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία») είναι «κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση» (περ. δ'). Το ανωτέρω άρθρο 2 του ν. 2472/1997 ορίζει επίσης ότι ως «υπεύθυνος επεξεργασίας» νοείται «οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός» (περ. ε'), ότι ως «συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων νοείται «κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, και με την οποία, το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν» και ότι «Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. ...» (περ. ια'). Ο ίδιος νόμος προβλέπει στο μεν άρθρο 4 ότι: «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας^ ψ πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται εν όψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) ...», στο δε άρθρο 5 ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. 2. Κατ1 εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων ή για τη λήψη μέτρων κατόπιν αιτήσεως του υποκειμένου κατά το προσυμβατικό στάδιο, β) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο. γ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου, εάν αυτό τελεί σε φυσική ή νομική αδυναμία να δώσει τη συγκατάθεση του. δ) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημόσιου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή ή έχει ανατεθεί από αυτή είτε στον υπεύθυνο επεξεργασίας είτε σε τρίτο, στον οποίο γνωστοποιούνται τα δεδομένα, ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών». Εξάλλου, στο άρθρο 11 του  ίδιου νόμου  ορίζεται ότι  «1.  ...  2