Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2016

(Ν. 4446/2016) ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΛΗ, ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΑΤΡΩΝ - AΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Πάτρα, 23/12/2016

(Ν. 4446/2016) ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΛΗ, ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ
Στο Φύλλο της 22ας Δεκεμβρίου 2016 της Εφημερίδας Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α’ 240/22-12-2016) δημοσιεύθηκε ο ν. 4446/2016, με τον οποίο επέρχονται τροποποιήσεις στον Πτωχευτικό Κώδικα, αλλά και σειρά μεταβολών που αφορά την καθημερινή άσκηση της δικηγορίας.
Από τις αλλαγές αυτές εφαρμόζονται άμεσα, ήτοι από 22-12-2016, δημοσίευση Νόμου, ΟΙ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΡΟΣΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΝΣΗΜΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΑΓΩΓΕΣ.
Οι λοιπές τροποποιήσεις ισχύουν ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του Νόμου ήτοι από 22-01-2017
Αύξηση Μεγαροσήμων
·     4 € (από 3 €) για κάθε παράσταση δικηγόρου στο Πρωτοδικείο ή οποιαδήποτε Πολιτική ή Δικαστική Αρχή ή Διοικητικό Δικαστήριο, για κάθε υπόθεση πολιτική ή ποινική ή δικαστική και σε κάθε αγωγή, παρέμβαση και σε όλα τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα, προτάσεις ή σημειώματα ή δικόγραφα ενδίκων μέσων, αιτήσεις ή προσφυγές στα ίδια Δικαστήρια και Αρχές
·     6 € (από 5 €) για κάθε παράσταση στο Εφετείο, Κακουργιοδικείο, Διοικητικά Δικαστήρια, όταν δικάζουν κατ' έφεση ή οποιασδήποτε δικαστικής παρ' εφέτες Αρχής
·     18 € (από 15 €) για κάθε παράσταση στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή τον Άρειο Πάγο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο
·     1 € (από 0,5 €) για τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης για την οποία καταβάλλονται πάγια τέλη, 4 € (από 3 €)σε κάθε φύσεως συμβολαιογραφικές πράξεις για τις οποίες καταβάλλονται αναλογικά τέλη και 2 € (από 0,5 €) για την έκδοση κάθε αντιγράφου ή αποσπάσματος αυτών,
·     3€ μεγαρόσημο για παράσταση στο Ειρηνοδικείο ή Πταισματοδικείο, για υποβολή μήνυσης και εν γένει αιτήσεων,
·     2€ για κάθε αντίγραφο ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από   οποιαδήποτε δικαστική αρχή, Ν.Π.Δ.Δ. του Υ.Δ., Δικηγορικούς Συλλόγους, Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους και Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου.
Κατάργηση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές:
·     Το πάγιο αίτημα των Δικηγορικών Συλλόγων μετά την τροποποίηση που είχε γίνει με τον ν. 3994/2011, έγινε δεκτό και πλέον δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου τόσο για τις αναγνωριστικές αγωγές, όσο και για τις καταψηφιστικές που τρέπονται σε αναγνωριστικές.
·     Ειδικά για τις καταψηφιστικές αγωγές στις εργατικές διαφορές το δικαστικό ένσημο μειώνεται στο 4 %ο (από 8%ο), όπου απαιτείται, ήτοι για τις αγωγικές αξιώσεις που υπερβαίνουν την καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου.

 Αλλαγή στα ποσά των παραβόλων για άσκηση ενδίκων μέσων:
α) Πολιτική Δικονομία:
·     για άσκηση εφέσεως 75 € κατά αποφάσεως Ειρηνοδικείου, 100 € κατά αποφάσεως Μονομελούς Πρωτοδικείου, 150 € κατά αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου (μέχρι σήμερα ίσχυε ανεξαρτήτως Δικαστηρίου παράβολο 200 €)
·     για άσκηση αναίρεσης  250 €  κατά αποφάσεως  Ειρηνοδικείου, 300 € κατά αποφάσεως Μονομελούς Πρωτοδικείου, 400 € κατά αποφάσεως Πολυμελούς Πρωτοδικείου, 450 € κατά αποφάσεως Εφετείου (μέχρι σήμερα ίσχυε ανεξαρτήτως Δικαστηρίου παράβολο 300 €)
·     για άσκηση αναψηλάφησης 400 € κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου, Μονομελούς Πρωτοδικείου, και Πολυμελούς Πρωτοδικείου και 500 € κατά αποφάσεων Εφετείου και Αρείου Πάγου (μέχρι σήμερα ίσχυε ανεξαρτήτως Δικαστηρίου παράβολο 400 €)

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

ΕιρΠατρών 94/2016 : Αμοιβή δικηγόρου - Δικηγόροι Ι.Κ.Α. - Ελάχιστα όρια αμοιβής δικηγόρων Δημοσίου

Όταν η καθοριζόμενη με βάση τον Κώδικα Δικηγόρων για κάθε κατά περίπτωση ενέργεια ελάχιστη αμοιβή είναι μεγαλύτερη από εκείνη, που καθορίζεται με βάση την ΚΥΑ 1146/1117864/2297/Α0012/2007 τότε οφείλεται η μεγαλύτερη αυτή αμοιβή. Όταν όμως είναι μικρότερη, τότε οφείλεται η καθοριζόμενη με βάση την ΚΥΑ μεγαλύτερη ελάχιστη αμοιβή, διότι θα ήσαν άνισο οι δικηγόροι να αμείβονται με τα ελάχιστα όρια του Κώδικα των Δικηγόρων και να φορολογούνται για μεγαλύτερο εισόδημα. Συνεπώς, σε περίπτωση αναθέσεως από μέρους του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ εντολής σε δικηγόρο να ενεργήσει για λογαριασμό του ενώπιον δικαστηρίου, υποχρεούνται αυτά, υπό την ισχύ της ως άνω ΚΥΑ, να καταβάλουν στον εν λόγω δικηγόρο την αντίστοιχη αμοιβή που προβλέπεται από τις διατάξεις αυτής, εφόσον αυτή υπερβαίνει το ελάχιστο όριο αμοιβής, που προβλέπεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων. Τα ανωτέρω, εξάλλου, ισχύουν και ως προς τους δικηγόρους, που ενεργούν ως εντολοδόχοι του ΙΚΑ σύμφωνα με την παρ. 6 της ΚΥΑ 94324/1996 και δεν αμείβονται με πάγια αντιμισθία, αφού ως προς αυτούς δεν γίνεται διάκριση ή εξαίρεση από το ν. 2753/1999, ενώ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που ρυθμίζουν την αμοιβή των δικηγόρων του Δημοσίου με βάση το πάγιο ελάχιστο όριο, που προβλέπεται στον Κώδικα των Δικηγόρων ακόμη και για δικαστικές ή εξώδικες εργασίες, για τις οποίες η αμοιβή ορίζεται απ' αυτόν σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της υπόθεσης. Τέλος, οποιαδήποτε συμφωνία περί λήψης από το Δικηγόρο μικρότερης αμοιβής είναι απολύτως άκυρη. Η ανωτέρω ΚΥΑ, εξάλλου, συνεχίζει να βρίσκεται σε ισχύ και μετά την πάροδο της διετίας ρητής ισχύος της (1.1.2008 έως 31.12.2009) εφαρμοζόμενη αναλόγως, ελλείψει εκδόσεως νέας ΚΥΑ με την οποία θα αναπροσαρμόζονταν οι σχετικές αμοιβές, ενώ μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3919/2011 οι αμοιβές αυτές μετονομάσθηκαν απλώς σε «νόμιμες αμοιβές» οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν όταν δεν υφίσταται διαφορετική έγκυρη συμφωνία μεταξύ εντολέως και δικηγόρου, κατ' άρθρο 5 παρ. 6 το ν 3919/2011, που τροποποίησε το άρθρο 92 παρ. 12 του Κώδικα περί Δικηγόρων.

ΕΙΔΙΚΗ
Αριθμός 94/2016
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από την Ειρηνοδίκη Ελένη Μπίθαρη και τη Γραμματέα Παναγιώτα Τζουβέκα, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του τις 15-12-2015 για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας: ………Δικηγόρου Πατρώνπου παραστάθηκε αυτοπροσώπως.
Του εναγομένου: Του εδρεύοντος στην Αθήνα Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών» (ΙΚΑ - ΕΤΑΜ) που εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου του δικηγόρου ΘΜ.
Η ενάγουσα με την υπό ημερομηνία 5-6-2012 αγωγή της που απηύθυνε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και για όσους λόγους εκθέτει στο σχετικό δικόγραφο, ζήτησε να γί-νουν δεκτά τα αιτήματα της.
Για τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 797/2015 πράξη της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου, δικάσιμος η 15η-12-2015 και μετά από αναβολή εκείνη που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Ακολούθησε συζήτησε όπως καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91 παρ. 1, 92 παρ. 1, 98 παρ. 1 και 99 του νδ/τος 3026/1954 «περί του Κωδικός των Δικηγόρων» όπως αυτός ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, του άρθρου 245 παρ. 5 του ν 3086/2002 «περί Οργανικού   Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατάστασης των Λειτουργών και των Υπαλλήλων του. (ΦΕΚ Α 324), του άρθρου 7 παρ. 2 του ν 2753/1999 (ΦΕΚ Α 249) και των Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής αποφάσεως, ειδικότερα δε της  1146/1117864/2297/Α0012/2007 αποφάσεως περί προσδιορισμού των ελαχίστων αμοιβών των Δικηγόρων (ΦΕΚ Β 2422), προκύπτει ότι με τις διατάξεις των ανωτέρων νόμων καθώς και εκείνες της προαναφερόμενης ΚΥΑ δεν καταργήθηκαν οι προαναφερόμενες διατάξεις του Κώδικα των Δικηγόρων, που αφορούν τον καθορισμό του κατωτάτου ορίου, αμοιβής όλων των δικηγόρων, δηλαδή και εκείνων του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ. Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού, των οποίων σκοπός είναι ότι μόνο η προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος του δικηγόρου ως εργαζομένου, αλλά και η κατοχύρωση του κύρους του δικηγορικού λειτουργήματος ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, κατισχύουν εκείνων των ως άνω νόμων και των κατ' εξουσιοδότηση αυτών εκδοθεισών ΚΥΑ στις σχέσεις των συμβαλλομένων αφού οι διατάξεις αυτών, όπως προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου τους και τις οικείες εισηγητικές εκθέσεις, έχουν φορολογικό χαρακτήρα και αποσκοπούν στη μεταρρύθμιση και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος με την καθιέρωση αντικειμενικής φορολογικής μεταχείρισης των δικηγόρων προς τον σκοπό της δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών, της μειώσεως των οικονομικών στρεβλώσεων, που προκαλεί η φορολογική διάρθρωση στην κατανομή των πόρων, της αυξήσεως της ανταγωνιστικότητας και της προσαρμογής της φορολογίας στο ενοποιούμενο διεθνές οικονομικό περιβάλλον. 

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

ΜΠρΑθ 1796/2016 Διάλυση σωματείου – Τριτανακοπή - Δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι - Δημόσια τάξη - Καταχρηστική άσκηση - Θρησκευτικά

Για την άσκηση τριτανακοπής από σωματείο απαιτείται απόφαση του διοικητικού συμβουλίου και αν την αίτηση υπέβαλε ο πρόεδρος, πάσχει η εκπροσώπηση, αλλά θεραπεύεται με έγκριση του διοικητικού συμβουλίου μέχρι τη συζήτηση. Για την άσκηση τριτανακοπής απαιτείται η επίκληση εννόμου συμφέροντος και βλάβης ή επικειμένου κινδύνου, όχι όμως δόλου ή συμπαιγνίας. Απόρροια του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι είναι η αρχή της πολλαπλότητας των σωματείων, δηλαδή της παράλληλης λειτουργίας στον ίδιο χρόνο και τόπο περισσότερων σωματείων, που απαρτίζονται από μέλη που ανήκουν στην ίδια επαγγελματική κατηγορία, η οποία ελέγχεται για κατάχρηση δικαιώματος μόνο όταν η λειτουργία του δεύτερου σωματείου παρεμποδίζει ή περιορίζει την τήρηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι του άλλου σωματείου, είτε η επωνυμία του νεότερου σωματείου είναι ίδια ή παρόμοια με εκείνη του πρώτου, έτσι ώστε να προκαλείται σύγχυση. Ο έλεγχος της νομιμότητας του σωματείου γίνεται με βάση το καταστατικό του και όχι με βάση υποτιθέμενες ή υποκρυπτόμενες προθέσεις των ιδρυτών του. Η διάταξη του άρθρου 105 περ. 3 ΑΚ δεν αντίκειται στο άρθρο 12 § 2 Σ. Αντίθεση στη δημόσια τάξη υπάρχει όταν προσβάλλονται θεμελιώδεις αρχές, που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις δικαιϊκές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις και διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό της. Θεωρείται κεκτημένο κατά το χρόνο έκδοσης της τριτανακοπτόμενης απόφασης το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος, παρότι είχε αποστείλει επιστολή, η οποία κρίνεται ως αναγνωριστική και επιφυλακτική κίνηση. Το τριτανακόπτον δεν νομιμοποιείται να ζητήσει τη διάλυση του καθ ου με βάση το άρθρο 105 περ.3 ΑΚ. Το άρθρο 281 ΑΚ δεν εφαρμόζεται σε αμιγώς διαδικαστικές πράξεις. Η ίδρυση του καθ ου σωματείου δεν αντίκειται στο άρθρο 281 ΑΚ. Οι επωνυμίες και οι σφραγίδες των δύο σωματείων δεν επιτρέπουν σύγχυση. Υπάρχουν διαφορές στις κατηγορίες μελών κάθε σωματείου, ενώ οι σκοποί του τριτανακόπτοντος είναι πολύ ευρείς σε σχέση με του καθ ου η τριτανακοπή, που επικεντρώνονται στην αναβάθμιση του μαθήματος των θρησκευτικών. Ο ανταγωνισμός ιδεών μεταξύ των δύο σωματείων δεν συνεπάγεται καταχρηστικότητα του ενός, αλλά η διαμόρφωση του προγράμματος του μαθήματος των θρησκευτικών είναι έργο διαλόγου μεταξύ των διαδίκων, για τούτου και ο Αρχιεπίσκοπος δεν τοποθετήθηκε υπέρ του ενός ή του άλλου σωματείου. Το καθ ου δεν ευαγγελίζεται τον εξοβελισμό της θρησκευτικής εκπαίδευσης, δεν στοχεύει στη μετάλλαξη του μαθήματος των θρησκευτικών, αλλά τα μέλη του προβληματίζονται από την αποστασιοποίηση των νέων από τις θρησκευτικές κοινότητες και επιδιώκουν τον εμπλουτισμό της ύλης του χωρίς στοιχεία κατηχητισμού.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 1796/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Εκουσίας Δικαιοδοσίας)

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή, Ευάγγελο-Αλέξανδρο Λίταινα, Πάρεδρο, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 27η-9-2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αναστασίας Καραγγελή, για να δικάσει την υπόθεση, με αντικείμενο την τριτανακοπή κατά Απόφασης αναγνώρισης σύστασης σωματείου:

ΤΟΥ ΤΡΙΤΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα, οδός …, με ΑΦΜ: …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου ΧΑ.

ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ: σωματείου με την επωνυμία «Πανελλήνιος .....», το οποίο εδρεύει στον Χολαργό Αττικής, οδός …, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Π Ν.

Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-5-2016 τριτανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία 98612016, η συζήτηση της αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς του και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.


ΑΦΟΎ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΎΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


I. Το άρθρο 64 παρ. 2 εδ. α' του ΚΠολΔ, ορίζει ότι τα νομικά πρόσωπα παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί. Το σωματείο παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου με το καταστατικό του όργανο που ασκεί τη διοίκηση.
Επομένως, αν δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη στο καταστατικό του σωματείου, για την τριτανακοπή κατά δικαστικής απόφασης που αναγνώρισε άλλο σωματείο, απαιτείται άδεια με απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου για την άσκηση της και την εκπροσώπησή του ενώπιον των δικαστηρίων, με συνέπεια ότι, αν την αίτηση υπέβαλε ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου χωρίς άδεια του διοικητικού συμβουλίου, η άσκηση της αίτησης και η εκπροσώπηση του σωματείου πάσχει από έλλειψη ικανότητας δικαστικής παράστασης (ΑΠ 334/02, ΕλλΔνη 44. 185). Η έλλειψη, όμως, αυτή θεραπεύεται αναδρομικώς από την έγκριση του διοικητικού συμβουλίου έως τη συζήτηση της τριτανακοπής με παροχή της άδειας προς διεξαγωγή της δίκης που μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή (ΑΠ 1082/1990, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΛαρ 78/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 


ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 583, 585, 586, 587, 588 και 590 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι το ένδικο βοήθημα της τριτανακοπής μπορεί να ασκηθεί από τους τρίτους που δεν συμμετείχαν στη δίκη ούτε είχαν προσκληθεί να παραστούν σ’ αυτήν (ΑΠ 128/1991, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 385/1989, ΕλλΔνη 31, 345), κατά την οποίαεκδόθηκε οριστική απόφαση, ήτοι απόφαση που επιλύει την υφιστάμενη διαφορά μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν στη δίκη, ανεξαρτήτως αν στη συνέχεια αυτή κατέστη τελεσίδικη ή και αμετάκλητη (ΑΠ 1250/1990, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Για την άσκησή της δεν ορίζεται από το νόμο συγκεκριμένη προθεσμία (ΑΠ 311/1997, ΕλλΔνη38, 1787, ΑΠ 681/1990, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ) και συνεπώς είναι απρόθεσμη σε κάθε περίπτωση, εκτός αν από ειδική διάταξη νόμου υποβάλλεται σε προθεσμία. Νέοι (ή πρόσθετοι) λόγοι τριτανακοπής μπορούν να ασκηθούν και με τις προτάσεις μέχρι την περάτωση της συζήτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 773 παρ. 2 ΚΠολΔ), όχι δε μεταγενέστερα με προσθήκη στις προτάσεις αυτές, που κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης (ΑΠ 1240/1991, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), και τούτο διότι η 773 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως ειδική, κατισχύει εκείνης του άρθρου 585 παρ. 2 ΚΠολΔ που απαιτεί ξεχωριστό δικόγραφο (ΒαθρακοκοίληςΕΡΝΟΜΚΠολΔ, άρθρο 773 αριθμ.3, σελ. 480).


ΙΙΙ. Επομένως, όλες οι οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται με την αμφισβητουμένη δικαιοδοσία είναι δεκτικές τριτανακοπής, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση, του ενεργού και υφισταμένου κατά το χρόνο εκδόσεως της τριτανακοπτομένης αποφάσεως (ΑΠ 126/1980, ΝοΒ 28, 1451), εννόμου συμφέροντος (άρθρ. 68 ΚΠολΔ) του τριτανακόπτοντος, ο οποίος υφίσταται βλάβη ή διακινδύνευση σε κάποιο δικαίωμά του, απορρέουσα από τις έννομες συνέπειες της αποφάσεως, που είναι δεσμευτικές γι' αυτόν (ΑΠ 128/1991, ΕλλΔνη33, 819, ΑΠ 681/1990, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Ειδικότερα, το έννομο συμφέρον του τρίτου προς άσκηση τριτανακοπής πρέπει να είναι ατομικό και άμεσο, να προκύπτει δε από την τριτανακοπτόμενη απόφαση ή από την εκτέλεσή της, οσάκις η τελευταία είναι δεκτική εκτελέσεως, ενώ η βλάβη ή η διακινδύνευση των συμφερόντων του μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση ή και ενδεχόμενη, αρκεί να προκύπτει, ως άνω, από την τριτανακοπτόμενη απόφαση ή από την εκτέλεσή της (ΑΠ 386/1989, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην τριτανακοπή αυτή, περί της οποίας ορίζει η διάταξη του άρθρου 773 ΚΠολΔ, δεν υπάρχει ανάγκη επίκλησης και απόδειξης δόλου ή συμπαιγνίας, όπως απαιτεί η 586 παρ. 2 ΚΠολΔ, και τούτο διότι οι αποφάσεις που εκδίδονται κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν παράγουν δεδικασμένο κατά την έννοια του άρθρo 321 ΚΠολΔ (ΑΠ 26/1987, ΕλλΔνη 29, 119) και συνεπώς για το παραδεκτό της τριτανακοπής ο τριτανακόπτων δεν απαιτείται να επικαλεσθεί δόλο ή συμπαιγνία των αρχικών διαδίκων, αλλ' αρκεί ο ισχυρισμός ότι υφίσταται βλάβη ή ότι επίκειται κίνδυνος των συμφερόντων του από την προσβαλλόμενη απόφαση (ΕφΑθ 9468/1992, ΕλλΔνη 36, 210' Κονδύλης, Το Δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, σελ. 45 επ.), και να ισχυρισθεί ότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση της απόφασης, ή ότι αν ακουόταν οι απόψεις του, θα ήταν διαφορετική η κρίση του δικαστηρίου (ΕφΑθ 2169/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 1471/1987, Δίκη 20, 306).


IV. Κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1, 12 παρ. 1, 23 και 25 του Συντάγματος, και 11 παρ.1 ΕΣΔΑ, με τις οποίες κατοχυρώνεται το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, η συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, μέσω της σωματειακής οργάνωσης και δράσης, συνάγεται ότι οι έλληνες πολίτες έχουν δικαίωμα να ιδρύουν μη κερδοσκοπικά σωματεία και να μετέχουν σ' αυτά χωρίς περιορισμό ως προς τον αριθμό τους, αρκεί μόνο να τηρούν τους όρους του νόμου και η άσκηση του δικαιώματος αυτού να μην είναι καταχρηστική. Απόρροια του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και της συνδικαλιστικής ελευθερίας είναι και η αρχή της πολλαπλότητας των σωματείων, η δημιουργία δηλαδή της ακώλυτης ίδρυσης και λειτουργίας, υπό την έννοια της παραλλήλου λειτουργίας στον ίδιο τόπο και κατά τον ίδιο χρόνο περισσότερων σωματείων, που απαρτίζονται από μέλη που ασκούν το ίδιο επάγγελμα ή ανήκουν στην ίδια επαγγελματική κατηγορία ή στην ίδια επιχείρηση και που επιδιώκουν τον ίδιο ή ανάλογο σκοπό. Η αρχή της πολλαπλότητας, υπάγει την άσκηση του δικαιώματος ίδρυσης σωματείου στον έλεγχο της κατάχρησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων. Ειδικότερα, η συνύπαρξη στον ίδιο τόπο δύο η περισσότερων σωματείων, με τους ίδιους σκοπούς, μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο, εν όψει των άρθρων 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος και 58,80 αριθ. 1 και 281 ΑΚ, μόνον όταν η λειτουργία του δεύτερου σωματείου παρεμποδίζει η περιορίζει την τήρηση του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι από τα μέλη του άλλου σωματείου, ώστε να ματαιώνεται ο συνταγματικά προστατευόμενος σκοπός του δικαιώματος αυτού και όταν η επωνυμία του νεότερου σωματείου είναι ίδια η παρόμοια με εκείνη του υφιστάμενου σωματείου, έτσι ώστε να προκαλείται σύγχυση ως προς την ταυτότητα τους, όπως και όταν η συνύπαρξη αυτή παρακωλύει την εύρυθμη λειτουργία τους και την επίτευξη των σκοπών τους, σε βάρος των συμφερόντων των μελών τους (ΕφΛαρ 78/2004,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Παρακώλυση δε της εύρυθμης λειτουργίας των σωματείων επέρχεται όταν η ίδρυση των σωματείων, που έχουν την ίδια έδρα, επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και αποτελούνται από μέλη τα οποία ασκούν το ίδιο επάγγελμα, προκαλεί σύγχυση στην εύρυθμη λειτουργία και στην εν γένει δραστηριότητα τους και ειδικότερα όταν δημιουργεί πλάνη ως προς την ταυτότητα τους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που δύο σωματεία έχουν την ίδια επωνυμία, με συνέπεια η ίδρυση του δεύτερου σωματείου να βλάπτει τα συμφέροντα των μελών τους (ΕφΑθ6307/02, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Δεν υπάρχει όμως σύγχυση στη λειτουργία και δραστηριότητα των δύο σωματείων, όταν επαρκώς διαφοροποιείται η επωνυμία τους δηλαδή υπάρχει ουσιώδης διαφορά η οποία καθίσταται ευχερώς αντιληπτή με τη συνηθισμένη επιμέλεια, ούτε παρεμποδίζεται η εύρυθμη λειτουργία κανενός από αυτά (ΑΠ 1269/01, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). 


V. Από το άρθρο 12 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τα άρθρα 78-81 και 105 ΑΚ προκύπτει ότι το δικαστήριο, εξετάζοντας την αίτηση για την εγγραφή οποιουδήποτε σωματείου στο ειδικό βιβλίο σωματείων, ελέγχει μόνο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, που απαιτεί ο νόμος για τη σύσταση του σωματείου και δεν μπορεί να ελέγξει τη σκοπιμότητα της ιδρύσεως του. Με άλλα λόγια, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται βασικά στη συνδρομή των όρων, που τάσσουν τα άρθρα 78-80 ΑΚ και της ουσιαστικής προϋποθέσεως που συνάγεται από το άρθρο 105 παρ. 3 ΑΚ δηλαδή της μη αντιθέσεως του σκοπού του σωματείου στο νόμο, την ηθική και τη δημόσια τάξη. Στο σημείο αυτό, πρέπει να τονισθεί, ότι ο έλεγχος της τελευταίας αυτής προϋποθέσεως θα γίνει με βάση τις διατάξεις του καταστατικού και όχι σύμφωνα με τις υποτιθέμενες, υποκρυπτόμενες ή εξυπακουόμενες προθέσεις των ιδρυτών του, οι οποίες, και όταν ακόμη υπάρχουν, δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, κατά το στάδιο αναγνωρίσεως του σωματείου, αφού ένας τέτοιος έλεγχος θα ήταν έλεγχος σκοπιμότητας και όχι νομιμότητας (ΕφΚρητ. 354/1987, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, Δίκαιο Σωματείων και Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, σελ. 64 & 101, 102 Καρακατσάνης στην ΕρμΑκΕισαγ. αρθρ. 78-107,αρ. 16 & 17).


VI. Τέλος, κατά τη προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος, οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια. Στη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται το δικαίωμα της συνένωσης, το οποίο περιλαμβάνει και την ελευθερία της διατήρησης αυτής, όπως αυτό συνάγεται και από την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 12 όπου ορίζεται, ότι το σωματείο δεν μπορεί να διαλυθεί για παράβαση του νόμου ή ουσιώδους διάταξης του καταστατικού του, παρά μόνο με δικαστική απόφαση. Τη γενικότερη αυτή διατύπωση της τελευταίας συνταγματικής επιταγής εξειδικεύει η διάταξη του άρθρου 105 αρ. 3 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι με απόφαση του Πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο και αν ο σκοπός ή η λειτουργία του έχουν καταστεί παράνομοι ή αντίθετοι προς τη δημόσια τάξη. Ως νόμος, του οποίου η παράβαση μπορεί να επιφέρει τη διάλυση του σωματείου, νοείται και το Σύνταγμα, καθώς και η διεθνής σύμβαση που έχει κυρωθεί από τη Βουλή. Η δημόσια δε τάξη, η προς την οποία αντίθεση του σκοπού ή της λειτουργίας του σωματείου δημιουργεί λόγο διάλυσης αυτού κατά την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 105αρ. 3 του ΑΚ, αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις δικαιίκές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό αυτής. Αντίθεση προς τη δημόσια τάξη υπάρχει, όταν προσβάλλονται οι αντιλήψεις αυτές και διαταράσσεται ο βιοτικός ρυθμός (ΟλΑΠ 6/1990, ΟλΑΠ 17/1999). Το έννομο αγαθό που προστατεύουν οι σχετικές διατάξεις είναι η κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας που επιτρέπει σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου να συμβιώνουν ειρηνικά. Στη δημόσια τάξη, με την έννοια του περιορισμού των δικαιωμάτων, αναφέρεται και το ίδιο το Σύνταγμα στις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 2, 13 παρ. 2 και 18 παρ. 3 (δικαίωμα συνάθροισης, ελευθερία λατρείας και δικαίωμα ιδιοκτησίας, αντίστοιχα). Συνακόλουθα, η ως άνω διάταξη του άρθρου 105αρ. 3 του ΑΚ δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά αντίθετα βρίσκεται εντός των πλαισίων αυτής, εφόσον ερμηνευθεί στενά, ώστε το επιβαλλόμενο στο σωματείο έσχατο μέτρο της διάλυσης αυτού να τελεί σε εύλογη σχέση με την παρανομία που έχει διαπραχθεί, με βάση την αρχή της αναλογικότητας που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφ. 4 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει να είναι το μέτρο της διάλυσης κατάλληλο αλλά και κυρίως αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί η προσβολή (ΟλΑΠ 4/2005, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Νομιμοποιούμενοι προς άσκηση αγωγής με αίτημα τη διάλυση σωματείου είναι αποκλειστικά τα πρόσωπα που αναφέρονται στην διάταξη αυτή, αποκλειομένου κάθε τρίτου, ακόμα και αν έχει έννομο συμφέρον, συμπεριλαμβανομένου και του Εισαγγελέως, οι οποίοι όμως (τρίτοι)μπορούν να προσφύγουν στην εποπτεύουσα αρχή ζητώντας την εκ μέρους της υποβολή της σχετικής αίτησης (ΕφΘεσ 816/2000, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ Σταθόπουλος Γεωργιάδης, Αστικός Κώδιξ 1978, άρθρο 105, Δέλλιος, σε ΣΕΑΚ, άρθρο 105, σελ. 238).


VII. Στην προκείμενη περίπτωση, η τριτανακόπουσα εκθέτει ότι τυγχάνει νόμιμο σωματείο, πανελλήνιας εμβέλειας, το οποίο λειτουργεί απρόσκοπτα από το έτος 1951, αριθμώντας πάνω από 3.000 μέλη, και με κύριο σκοπό μεταξύ άλλων την διαφύλαξη και ορθή διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών  στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ότι δυνάμει της υπ' αριθμόν 617/2011 Απόφασης του Δικαστηρίου, αναγνωρίστηκε το σωματείο με την επωνυμία «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΎΝΔΕΣΜΟΣ "ΚΑΙΡΟΣ για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης"». Ότι στην συζήτηση της σχετικής αίτησης δεν συμμετείχε το ίδιο, ούτε κλήθηκε προς τούτο. Ότι από το χρόνο ίδρυσής του, το καθ' ού σωματείο απέβλεπε σε σκοπό παράνομο, ήτοι την κατάργηση του μαθήματος των θρησκευτικών, η διδασκαλία του οποίου κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, το Νόμο και το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Ότι επιπλέον η δράση του καθ' ού σωματείου είναι παράνομη διότι επιδόθηκε σε αγώνα προκειμένου να εισαχθεί το νέο πρόγραμμα σπουδών του οποίου η συγγραφή και προώθηση στοιχειοθετεί το αδίκημα του αθέμιτου προσηλυτισμού, βάλλοντας ευθέως κατά της δημόσιας τάξης στο κατεξοχήν αντικείμενο του τριτανακόπτοντος. Ότι επιπροσθέτως η αναγνώριση της ίδρυσης του καθʼ ου τυγχάνει καταχρηστική, διότι ενώ στερείται αντιπροσωπευτικότητας, λόγω του πολύ μικρού αριθμού των μελών του, αντιθέτως εμφανίζεται ως αντιπροσωπεύον τους θεολόγους της χώρας, και μάλιστα διατυπώνοντας αντίθετες απόψεις με το τριτανακόπτον σωματείο το οποίο εκπροσωπεί την συντριπτική πλειοψηφία των θεολόγων, με αποτέλεσμα να επέρχεται σύγχυση για τις πραγματικές απόψεις της πλειοψηφίας των θεολόγων. Ότι η καταχρηστικότητα αυτή, ενισχύεται από την συκοφαντική ρητορική του καθ' ού, που εμφανίζει το τριτανακόπτον ως παρωχημένο, σκοταδιστικό και ανίκανο να συμμετάσχει στη διαμόρφωση θρησκευτικής παιδείας. Ότι η ίδρυση και λειτουργία του καθ' ού καθίσταται καταχρηστική, επιπλέον ενόψει του γεγονότος ότι χρησιμοποίησε την ιδιότητα των μελών του ως ορθοδόξων θεολόγων για την προώθηση πολιτικών θέσεων, με παράλληλη περιθωριοποίηση των μελών του τριτανακόπτοντος από τον διάλογο με κυβερνητικούς φορείς για τη διαμόρφωση του μαθήματος των θρησκευτικών. Ότι λόγω των ανωτέρω έχει επέλθει βλάβη στην εύρυθμη λειτουργία του και βλάβη στην επίτευξη του σκοπού του ως πανελλήνια ένωση θεολόγων. Για τους λόγους αυτούς ζητά, γενομένης δεκτής της παρούσας τριτανακοπής, την ακύρωση και εξαφάνιση της απόφασης με την οποία εγκρίθηκε η ίδρυση του καθ' ού και διατάχθηκε η εγγραφή του στα οικεία βιβλία. Επιπλέον ζητά να διαταχθεί η διάλυση του καθ' ού σωματείου, και τέλος καταδικασθεί το καθ' ού στη δικαστική του δαπάνη. Με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη τριτανακοπή με τους πρόσθετους λόγους αυτής, αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεδομένου ότι εγκρίθηκε η άσκηση της και δόθηκε άδεια εκπροσώπησης του τριτανακόπτοντος σωματείου ενώπιον του δικαστηρίου, δυνάμει των υπ' αριθμ. 58/20-9-2016 και 60/20-9-2016 πρακτικών συνεδρίασης του διοικητικού του συμβουλίου, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του καθ' ού, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στη πρώτη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επαρκώς δε προσδιορίζεται στο οικείο δικόγραφο το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος το οποίο δικαιολογεί κατά νόμο την άσκηση αυτής, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην τρίτη μείζονα σκέψη της παρούσας, καθώς σε περίπτωση που κριθεί ότι δε συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την αναγνώριση σύστασης και λειτουργίας του καθ' ού σωματείου, τότε από την αναγνώριση αυτή υφίσταται βλάβη, έστω έμμεση, των συμφερόντων του τριτανακόπτοντος, καθώς επικαλείται δυσμενείς συνέπειες που ανάγονται στη εύρυθμη λειτουργία του, την διακριτική του δύναμη, και παράνομες παρεμβάσεις του καθ' ού, στο κατεξοχήν αντικείμενο της δραστηριότητάς του. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί αποτελούν οιονεί παράπονα με τα οποία προβάλλονται νομικοί λόγοι και πραγματικά περιστατικά που καθιστούν την, με την τριτανακοπτόμενη απόφαση, εξενεχθείσα δικαστική κρίση, βλαπτική των εννόμων συμφερόντων του τριτανακόπτοντος και συνεπώς δικαιολογούν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του προς άσκηση τριτανακοπής (ΕφΑθ 1184/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτόμενου ως αβασίμου του ισχυρισμού του καθ' ου, ότι ελλείπει το έννομο συμφέρον του τριτανακόπτοντος προς άσκηση αυτής, άλλως ότι τούτο προσδιορίζεται κατά τρόπο αόριστο, ή ότι τα επικαλούμενα ως διακινδυνευόμενα συμφέροντα του τριτανακόπτοντος δεν ήταν κεκτημένα κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης. Τούτη δε η κρίση δεν δύναται να ανατραπεί από το γεγονός ότι αμέσως μετά την ίδρυση του καθʼ ού, το τριτανακόπτον, τουαπηύθυνε επιστολή με την προσφώνηση «αγαπητοί συνάδελφοι», καθώς προκύπτει ότι η επιστολή αυτή δεν συνεπάγεται αποδοχή της ίδρυσης και δράσης του καθ' ού, αλλά αναγνωριστική και επιφυλακτική κίνηση εκ μέρους του τριτανακόπτοντοςαφορώσα μάλιστα στο αντικείμενο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η έντονη διαμάχη τους, ήτοι τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη, πέραν των ανωτέρω αναφερόμενων και στις διατάξεις των άρθρων 741, 773 και 176 ΚΠολΔ, πλην των ακόλουθων διακρίσεων: Ο λόγος τριτανακοπής που συνίσταται στην επικαλούμενη άσκηση προσηλυτισμού εκ μέρους των μελών του σωματείου αλλά και το συνδεόμενο μ' αυτόν αίτημα περί διάλυσης του σωματείου, κρίνονται απορριπτέα ως νομικά αβάσιμα. Όπως αναφέρθηκε στη πέμπτη μείζονα σκέψη της παρούσας, ο έλεγχος της συμφωνίας του σκοπού του υπό σύσταση σωματείου με το νόμο, τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη γίνεται με βάση τις διατάξεις του υπό έγκριση καταστατικού και όχι με βάση τις υποκρυπτόμενες προθέσεις των ιδρυτών του, οι οποίες και αν ακόμα υπάρχουν δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου, τουλάχιστον κατά το στάδιο αναγνωρίσεως του σωματείου, δοθέντος ότι ένας τέτοιος έλεγχος θα ήταν ουσιαστικά απαγορευμένος έλεγχος σκοπιμότητας και όχι επιτρεπόμενης νομιμότητας και επιπλέον θα συνεπαγόταν την παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και του δικαιώματος σύστασης ενώσεων (συνεταιρίζεσθαι), που κατοχυρώνονται από τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Είναι βεβαίως άλλο το ζήτημα, αν από τη δράση ενός σωματείου προκύψει ότι η λειτουργία του έχει καταστεί \ μεταγενεστέρως παράνομη ή αντίθετη στη δημόσια τάξη, οπότε είναι δυνατή η διάλυση του κατά το άρθρο 105παρ. 3ΑΚ, με την άσκηση της σχετικής αγωγής, κατά τα εκτιθέμενα στην έκτη μείζονα σκέψη της παρούσας, και όχι μέσω τριτανακοπής κατά της απόφασης αναγνώρισης της σύστασης ενός σωματείου, με την οποία είναι δυνατός μόνο ο έλεγχος συμβατότητας του καταστατικού σκοπού του σωματείου με το νόμο και τα χρηστά ήθη. Συνεπώς, και αν ακόμα ήθελε υποτεθεί ότι το καταρτισθέν πρόγραμμα σπουδών αλλοιώνει σε τέτοιο βαθμό το δόγμα μιας θρησκείας ώστε να γίνεται όργανο κεκαλυμμένου προσηλυτισμού, και επιπλέον ότι το ενδεχόμενο αυτό αδίκημα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη δράση του καθ' ού, ο ισχυρισμός αυτός ως λόγος τριτανακοπής κατά της απόφασης αναγνώρισης ίδρυσης του σωματείου είναι μη νόμιμος, καθώς η μεταγενέστερη άσκηση προσηλυτισμού από τα μέλη ενός σωματείου  ήτοι ενός ειδικού αδικήματος, που μάλιστα δικαιολογεί κατά το Σύνταγμά μας και τον περιορισμό του δικαιώματος άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13 παρ.2), και δικαιολογεί την επιβολή όλων των νόμιμων κυρώσεων, αστικών και ποινικών- ενδεχομένως θα δικαιολογούσε τη διάλυση του σωματείου κατ' άρθρο 105 παρ.3 ΚΠολΔ, κατόπιν της άσκησης της σχετικής αγωγής από τα περιοριστικά νομιμοποιούμενα προς τούτο πρόσωπα. Η έγκριση όμως της-ίδρυσης ενός σωματείου, κατά της οποίας στρέφεται η υπό κρίση τριτανακοπή, αναφέρεται αποκλειστικά καί μόνο στο καταστατικό και όχι στη μεταγενέστερη δράση του. Για το λόγο άλλωστε αυτό, αίτημα και συνέπεια του ένδικου βοηθήματος της τριτανακοπής είναι η ακύρωση της τριτανακοπτόμενης απόφασης -εν προκειμένω, της αναγνώρισης και εγγραφής του σωματείου στα οικεία βιβλία- τα αποτελέσματά της δε ισχύουν για το μέλλον ,οπότε παύει να υπάρχει το σωματείο, αντιθέτως το αίτημα διάλυσης του σωματείου, προσήκει στην κατ' άρθρο 105 παρ. 3 ΑΚ αγωγή, σε άσκηση της οποίας δεν νομιμοποιείται το τριτανακόπτον σωματείο. Επομένως, η ένδικη τριτανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, μόνο κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη.


VIII. Το καθ' ού με τις νομίμως κατατεθειμένες προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης, αρνείται γενικά την τριτανακοπή, την οποία αποκρούει ως απαράδεκτη, αόριστη και αβάσιμη, καθώς επίσης και την ουσιαστική και νομική βασιμότητα των λόγων της, πέραν δε των αντιρρήσεων του που εξετάστηκαν ανωτέρω, προβάλλει και την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος για το λόγο ότι αμέσως μετά την ίδρυσή του, το τριτανακόπτον σωματείο με τη συμπεριφορά του το απεδέχθη ως συναδελφικό σωματείο, έκτοτε δε και έως σήμερα δεν αμφισβήτησε την παρουσία του, παρά μόνο με την κατάθεση της υπό κρίση τριτανακοπής και μετά τη πάροδο 5 ετών. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι η απαγορεύουσα την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής επί αμιγώς διαδικαστικών πράξεων (ΑΠ 1142/2006, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ), όπως είναι η άσκηση τριτανακοπής εκ μέρους του διαδίκου, που δεν μετείχε στην προηγούμενη δίκη και επικαλείται έννομο συμφέρον προς ανατροπή της εκδοθείσας αποφάσεως, η οποία επιφέρει βλάβη σε αυτόν ή θέτει σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντα του, διότι δεν αφορά ευθέως το ουσιαστικό δικαίωμα του τριτανακόπτοντος, αλλά αναφέρεται στις συνέπειες ως προς αυτόν της, διαλαμβανομένης στην τριτανακοπτομένη απόφαση, εξαχθείσας δικαστικής κρίσεως (ΑΠ 130011992, ΕλλΔνη 35, 389 ΕφΑθ2961/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). 


Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

MονΠρΑθ 2389/2016: "Γονική μέριμνα - Καν. 2201/2003- Σύμβ. Χάγης, ν. 4020/2011 - Παρέκταση αρμοδιότητας"

Απόφαση 2389/2016
Ασφαλιστικά μέτρα. Γονική μέριμνα. Διεθνής δικαιοδοσία. Καν. 2201/2003, Σύμβαση Χάγης, ν. 4020/2011. Έννοια «συνήθους διαμονής» τέκνου και κρισιμότητα του χρόνου προσφυγής στο δικαστήριο. Προϋποθέσεις παρέκτασης αρμοδιότητας. Απορρίπτει ως απαράδεκτη ελλείψει διεθνούς δικαιοδοσίας αίτηση μετοίκησης, προσωρινής επιμέλειας και διατροφής, αυτεπαγγέλτως αλλά και κατόπιν ένστασης αναρμοδιότητας από τον καθ’ ου, ο οποίος έχει ήδη προσφύγει σε Δικαστήριο της Βενετίας που αποφάνθηκε ότι έχει αρμοδιότητα ως εκ του γεγονότος ότι ο ανήλικος διαβίωνε στην Ιταλία και όρισε δικάσιμο για την ακρόαση της νυν αιτούσας.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων)
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

[…]Σύμφωνα με το άρθρο 8 υπό τον τίτλο «Γενική Δικαιοδοσία», του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμός 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας, με τον οποίο καταργήθηκε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1347/2000, «τα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν δικαιοδοσία επί θεμάτων που αφορούν τη γονική μέριμνα παιδιού, το οποίο έχει συνήθη διαμονή σε αυτό το κράτος μέλος κατά τη στιγμή της άσκησης της προσφυγής». Περαιτέρω σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ανωτέρω κανονισμού, όταν ένα παιδί μετοικεί νομίμως από ένα κράτος μέλος, σε άλλο, και αποκτά σε αυτό νέα συνήθη διαμονή, τα δικαστήρια του κράτους μέλους της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού διατηρούν την αρμοδιότητα τους, κατά παρέκκλιση του άρθρου 8, για περίοδο τριών μηνών μετά τη μετοικεσία, προκειμένου να τροποποιήσουν απόφαση η οποία αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας εκδοθείσα σε αυτό το κράτος μέλος πριν από τη μετοικεσία του παιδιού, εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος επικοινωνίας, δυνάμει της αποφάσεως που αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας, εξακολουθεί να διαμένει συνήθως στο κράτος μέλος της προηγούμενης συνήθους διαμονής του παιδιού. Το άρθρο αυτό, ενθαρρύνει τους δικαιούχους γονικής μέριμνας να συμφωνούν σχετικά με τις απαραίτητες προσαρμογές των δικαιωμάτων επικοινωνίας πριν από τη μετοικεσία και, εάν αυτό αποδειχθεί αδύνατο, να προσφεύγουν στο αρμόδιο δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς. Δεν εμποδίζει ουδόλως ένα πρόσωπο να μετακινείται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αλλά παρέχει εγγύηση ότι το πρόσωπο που δεν μπορεί πλέον να ασκήσει τα δικαιώματα της επικοινωνίας όπως πριν, δεν οφείλει να προσφύγει στα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους, αλλά μπορεί να ζητήσει την κατάλληλη προσαρμογή του δικαιώματος επικοινωνίας ενώπιον του δικαστηρίου που του χορήγησε το δικαίωμα αυτό εντός προθεσμίας τριών μηνών μετά τη μετοικεσία. Τα δικαστήρια του νέου κράτους μέλους δεν έχουν αρμοδιότητα όσον αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που ο δικαιούχος επικοινωνίας επιθυμεί να τροποποιήσει μία προηγούμενη απόφαση σχετικά με το δικαίωμα αυτό. Εάν δεν έχει εκδοθεί απόφαση για το δικαίωμα επικοινωνίας από τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης, το άρθρο 9 δεν εφαρμόζεται και ισχύουν οι άλλοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας. Όλα τούτα υπό την προϋπόθεση ότι, σύμφωνα με οποιαδήποτε δικαστική απόφαση ή νόμο ισχύοντα στο κράτος μέλος προέλευσης (συμπεριλαμβανομένων των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου), ο δικαιούχος γονικής μέριμνας έχει τη δυνατότητα να μετοικήσει με το παιδί σε άλλο κράτος μέλος χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου δικαιούχου γονικής μέριμνας. Εάν η μετοικεσία είναι παράνομη, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 9 αλλά το άρθρο 10 του ίδιου κανονισμού. Η αναφερόμενη στη διάταξη περίοδος των τριών μηνών υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία το παιδί μετοίκησε φυσικά από το κράτος μέλος προέλευσης. Εάν ένα δικαστήριο του κράτους μέλους προέλευσης επιληφθεί μετά την εκπνοή της τρίμηνης περιόδου από την ημερομηνία της μετοικεσίας, δεν έχει δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 9. Το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνον εάν το παιδί έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή στο νέο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της τρίμηνης περιόδου. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, το ζήτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζεται όπως και γενικότερα στο όλο πλαίσιο του Κανονισμού από το χρόνο προσφυγής στο δικαστήριο. Μετά την άσκηση «προσφυγής» (αγωγής ή αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων) σε αρμόδιο δικαστήριο, αυτό διατηρεί καταρχήν τη διεθνή του δικαιοδοσία ακόμα και αν το παιδί κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας αποκτήσει συνήθη διαμονή σε άλλο κράτος μέλος (αρχή της “perpetuatio fori”). Ως εκ τούτου η μεταβολή της συνήθους διαμονής του παιδιού ενώ εκκρεμεί η διαδικασία, δεν συνεπάγεται μεταβολή όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία. Εάν το παιδί δεν έχει αποκτήσει συνήθη διαμονή εντός αυτής της περιόδου, τα δικαστήρια του κράτους μέλους προέλευσης διατηρούν, καταρχήν, τη δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού. 

ΕΔΔΑ Shyti κατά Ελλάδας της 17.10.2013: Προσωρινή κράτηση και ταχεία έκδοση απόφασης

Καταδίκη της Ελλάδας για παράβαση του α. 5 παρ. 4 της ΕΣΔΑ λόγω βραδείας έκδοσης απόφασης αναφορικά με την αίτηση του προσφεύγοντος για αντικατάσταση της προσωρινής του κράτησης 
Shyti v. Greece (no. 65911/09)*
The applicant, Petrit Shyti, is an Albanian national who was born in 1983. Following Mr Shyti’s arrest in February 2009 for cocaine trafficking the public prosecutor at the Thessaloniki Criminal Court instituted criminal proceedings against him for drug trafficking and possession of forged transport papers. Relying in particular on Article 5 § 4 (right to a speedy review of the lawfulness of detention), Mr Shyti argued, notably, that the examination of his application for release had not complied with the speediness requirement.
Violation of Article 5 § 4
Just satisfaction: EUR 4,000 (non-pecuniary damage)

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

ΠΠολΘεσ 738/16 : Τράπεζες - Δάνειο σε ελβετικό φράγκο - Αλλαγή ισοτιμίας - Όροι σύμβασης. Σύναψη δανείου σε ελβετικό φράγκο. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας της πράξης τροποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγικής βάσης, θα πρέπει να προσβάλλονται με αυτήν συγκεκριμένα επιμέρους κονδύλια του τηρηθέντος λογαριασμού. Επίση, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η χορήγηση του δανείου αυτού ως επενδυτική υπηρεσία, αφού σκοπός της ένδικης σύμβασης, ήταν η λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα με ευνοϊκούς όρους, και όχι η βέλτιστη απόδοση ορισμένου κεφαλαίου. Κρίση περί νομιμότητας των όρων της συμβάσεως. Ο όρος ξένου νομίσματος δεν προσκρούει a priori στα χρηστά ήθη, όπως απαιτεί το άρθρο 178 ΑΚ, ενώ δε συντρέχει ούτε η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ περί δυσαναλογίας παροχής - αντιπαροχής, αφού η ρήτρα μετατροπής σε ξένο νόμισμα, στην ένδικη περίπτωση, δεν ήταν εξαρχής και per definitionem σε βάρος της ενάγουσας, αλλά η αύξηση της οφειλόμενης δόσης επήλθε μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου.

ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 738/2016

Πρόεδρος : Θεοκτή Νικολαίδου
Εισηγητής : Αντώνιος Βαθρακοκοίλης, Πρωτοδίκης
Δικηγόροι : Απ. Λούβρος, Δέσπ. Χαραλαμπίδου


Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει, ότι συνήψε στις 19 Σεπτεμβρίου 2005 με την εναγόμενη τράπεζα, στο υποκατάστημα αυτής στη Διαγώνιο Θεσσαλονίκης, τη με αριθμό ........... σύμβαση στεγα­στικού δανείου, για την αγορά και επισκευή κατοικίας, ποσού 321.540,00 ευρώ, διάρκειας 360 μηνών από την ημερομηνία της εφάπαξ εκταμίευσης του δανειακού προϊόντος, στις 20.9.2005, με όρους που είχαν προδιατυπωθεί από την εναγομένη, κατά τους οποίους το ποσό του δανείου θα εκτοκιζόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο, όπως αναλυτικά αναφέρεται σε αυτή. Ότι, περί τα τέλη του έτους 2006, οι υπάλληλοι της εναγομένης προέτρε­ψαν αυτή να μετατρέψει το ανωτέρω δάνειο σε δάνειο με ελβετικό φράγκο, παρουσιάζοντάς της την προο­πτική αυτή ως πολύ συμφέρουσα για την ίδια, λόγω του χαμηλού επιτοκίου και της μικρότερης μηνιαίας δόσης, που θα συνεπαγόταν, τονίζοντας μάλιστα, ότι αυτή αφορούσε μόνο τους συνεπείς και ενήμερους πελάτες, χωρίς όμως να γίνει ουδεμία άλλη επισήμανση σχετικά με τους κινδύνους της μετατροπής αυτής και ιδίως ως προς τον κίνδυνο ανατροπής των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιπτώσεων αυτής στο ύψος της μηνιαίας δόσης και στο υπόλοιπο του άληκτου κεφα­λαίου και χωρίς να της προταθεί πρόγραμμα αντιστάθ­μισης του συναλλαγματικού κινδύνου. 
Ότι η προσφορά αυτή διαφημιζόταν από την εναγόμενη, ακόμα και με σύντομα τηλεοπτικά διαφημιστικά φιλμ. Ότι με τον τρόπο αυτόν η εναγόμενη, εκμεταλλευόμενη την απει­ρία της ως προς τις αγορές συναλλάγματος, την έπεισε με παραπειστικό τρόπο, και με αθέμιτη παρασιώπηση των σχετικών κινδύνων, να συμφωνήσει στη μετατροπή του νομίσματος της δανειακής σύμβασης. Ότι στις 15 Δεκεμβρίου 2006, στο ίδιο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης, κατήρτισε με την τελευταία, η οποία εκπροσωπούνταν από τους υπαλλήλους της, ΑΘ.Χ. και Φ.Τ., οι οποίοι όμως δεν διέθεταν πιστοποιητικό τύπου Β1, τη με αριθμό ............ πράξη τρο­ποποίησης σύμβασης στεγαστικού δανείου, με την οποία συμφωνήθηκε, ότι το υπόλοιπο του ληφθέντος δανείου, ποσού 314.000,00 ευρώ, θα μετατρεπόταν, στις 23.1.2007, στο ποσό των 509.500,94 ελβετικών φράγκων, με διάρκεια 308 μηνών, από την ημερομηνία μετατροπής, το οποίο θα εκτοκιζόταν, κατά τη διάρκεια της πρώτης τριετίας, με σταθερό επιτόκιο LIBOR, και μετά τις 23.1.2010 με κυμαινόμενο επιτόκιο LIBOR 360 ημερών. 
Ότι με τη σύναψη της εν λόγω σύμβασης επι­θυμούσε να λάβει στεγαστικό δάνειο με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Ότι δεν γνώριζε ότι με τη σύμ­βαση αυτή σε συνάλλαγμα, ήτοι σε ελβετικό φράγκο, αναλάμβανε τον κίνδυνο της διακύμανσης συναλλάγ­ματος. Ότι, μετά τη μετατροπή αυτή, το δάνειο δεν ήταν απλό στεγαστικό, αλλά όπως αντιλήφθηκε τον Απρίλιο του έτους 2014, μετά τη χορήγηση σχετικών εγγράφων από την εναγόμενη, επενδυτικό προϊόν με συναλλαγμα­τικό κίνδυνο, το οποίο απαιτούσε εξειδικευμένη ενημέρωσή της από πιστοποιημένους προς τούτο υπαλλήλους, πλην όμως οι υπάλληλοι, οι οποίοι υπέγραψαν για λογαριασμό της εναγομένης την ένδικη σύμβαση, δεν ήταν εξειδικευμένοι και δεν είχαν λάβει τη σχετική πιστοποίηση. 
Ότι η χορήγηση σε αυτήν, άνευ οποιοσ­δήποτε ενημέρωσής της, στεγαστικού δανείου σε συνάλλαγμα και χωρίς την πρόβλεψη προστασίας της έναντι του συναλλαγματικού κινδύνου, έρχεται σε αντί­θεση με τη βασική υποχρέωση της εναγομένης για ενη­μέρωση και διαφώτιση αυτής της ίδιας ως πελάτη της και παροχή συμβουλών προς όφελος της. Ότι η μηνιαία δόση που έπρεπε να καταβάλει στην εναγομένη για την αποπληρωμή του δανείου δεν ήταν σταθερή, αλλά μεταβαλλόταν κάθε μήνα, χωρίς να είναι σε θέση αυτή να γνωρίζει εκ των προτέρων το ποσό της εκάστοτε μηνιαίας δόσης, που όφειλε να καταβάλει στην εναγο­μένη. 
Ότι αν και αυτή προβαίνει με συνέπεια στις μηνι­αίες καταβολές έναντι του δανείου, εντούτοις το αρχικό κεφάλαιο αυτού δεν ελαττώνεται, λόγω της ανατροπής της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ευρώ και ελβετι­κού φράγκου, η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί. Ότι, εάν γνώριζε όλους τους κινδύνους, που εγκυμο­νούσε η μετατροπή του νομίσματος της δανειακής της σύμβασης, και κυρίως τη μετακύλιση του συναλλαγμα­τικού κινδύνου σε αυτή, δεν θα προέβαινε σε αυτή, αφού η σύμβαση αυτή φέρει τα χαρακτηριστικά της παροχής επενδυτικού προϊόντος, ενόψει του ότι συνδέει την οφειλή της με τη διεθνή αγορά συναλλάγματος, χωρίς να υφίστανται βεβαιώσεις αγοράς συναλλάγμα­τος και χωρίς να δύναται αυτή να καταβάλει σε αυτού­σιο συνάλλαγμα τις οφειλόμενες δόσεις, οι οποίες, σύμ­φωνα με τους συμβατικούς όρους προσδιορίζονταν στο ισάξιο σε ευρώ ποσό με βάση την τρέχουσα συναλλαγ­ματική ισοτιμία αυτού προς το ελβετικό φράγκο.