Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΣτΕ 1471/2008 (Α' Τμήμα) : "Πρόκληση Συνδρόμου Ανοσοποιητικής Ανεπάρκειας (AIDS) λόγω ιατρικής αμέλειας"

Αριθμός 1471/2008 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ 
ΤΜΗΜΑ Α΄ 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2007, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ευθ. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Σύμβουλοι, Β. Ανδρουλάκης, Στ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Βλασερού. 

Για να δικάσει την από 13 Ιουλίου 2005 αίτηση: 
του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία Γενικό Νοσοκομείο Παίδων Αθηνών «Η Αγία Σ.», που εδρεύει στην Αθήνα (Θ. και Π. – Γουδί), το οποίο παρέστη με τη δικηγόρο ΑΟ (Α.Μ. ), που τη διόρισε με πληρεξούσιο, 

κατά των : 1. Ε Δ., κατοίκου Α. Α. (οδός Σ. αριθ. ***), ο οποίος παρέστη με τους δικηγόρους: α. ΠΓ και β. Κ. Α  που τους διόρισε στο ακροατήριο, 2. Μ. Κ, κατοίκου Κ. Α. (οδός Κ. αριθ. *) και 3. Θεοδώρου Δ., κατοίκου Α. Α. (οδός Σ. αριθ. ***), οι οποίοι παρέστησαν με τους ίδιους ως άνω δικηγόρους που τους διόρισαν με πληρεξούσιο. 

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Νοσοκομείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 523/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Ευθ.. 
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του 
δικαστηρίου και 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τα ά τα ο Ν ό μ ο 


1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται, κατά νόμο, η καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 Ν. 2579/1998 Α΄ 31). 


2. Επειδή, με την ως άνω αίτηση ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ’ αριθ. 523/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αναιρεσείοντος νοσοκομείου κατά της υπ’ αριθ. 14386/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή των Ε Δ., Ε. Δ., Μ. Κ και Θ Δ. και υποχρεώθηκε το αναιρεσείον Νοσοκομείο να καταβάλει στους μεν Εο Δ. και Ε. Δ. ποσό 73.367,5 
ευρώ στον καθένα, στην Μ. Κ. ποσό 29.347 ευρώ και στο Θ Δ. ποσό 58.964 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, που προεκλήθη από το θάνατο του Π. Δ., υιού των δύο πρώτων και αδελφού των άλλων δύο, ο οποίος μολύνθηκε από τον ιό του AIDS κατά τις μεταγγίσεις αίματος, στις οποίες υποβαλλόταν στο αναιρεσείον νοσοκομείο και απεβίωσε συνεπεία της μολύνσεως αυτής. Επιπλέον αναγνωρίσθηκε ότι ο Ε. Δ. και Ε. Δ. δικαιούνται να λάβουν από το Νοσοκομείο ποσό 14.673,51 ευρώ ο καθένας με νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η Ε. Δ. απεβίωσε αδιάθετη στις 9-7-2003, δηλαδή μετά από την τελευταία συζήτηση της αγωγής (14-4-2003), στη δίκη δε ενώπιον του Εφετείου οι αναιρεσίβλητοι, που παραστάθηκαν, ενήργησαν ατομικώς αλλά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της ανωτέρω αποβιωσάσης, συζύγου του πρώτου και μητέρας των λοιπών, Ε. Δ., και, συνεπώς, η κατ’ αναίρεση δίκη συνεχίζεται ως προς αυτούς. 


3. Επειδή, στο άρθρο 105 Εισ. Ν.Α.Κ. ορίζεται ότι : "Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών" και στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι : "Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία του". 


4. Επειδή, μεταξύ των διοικητικών διαφορών ουσίας, οι οποίες ήδη ανήκουν στα διοικητικά δικαστήρια, κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 του Συντάγματος, περιλαμβάνονται, και οι διαφορές που αναφύονται εκ της ευθύνης του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, συμφώνως προς τις κείμενες σχετικές διατάξεις, τέτοιες δε διαφορές είναι, κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου του Συντάγματος όχι μόνον οι γεννώμενες από την έκδοση μη νομίμου εκτελεστής διοικητικής πράξεως η από την μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξεως, αλλά και αυτές που προκύπτουν από υλικές ενέργειες ή παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις προέρχονται εκ της οργανώσεως και λειτουργίας των υπηρεσιών τούτων, όχι δε και οσάκις συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου κλπ. ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου ενεργήσαντος εκτός του κύκλου των υπηρεσιακών καθηκόντων του. (πρβλ. Ολ. Σ.Ε. 3045/1992, ΑΕΔ 5/1995). Περαιτέρω κατά την έννοια των αυτών διατάξεων (άρθρ. 105, 106) το Δημόσιο, οι Ο.Τ.Α. και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου υποχρεούνται, εφ' όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, σε αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας, τα Δικαστήρια δε της ουσίας, δύνανται, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος των ανωτέρω εύλογο χρηματική ικανοποίηση σε εκείνον που υπέστη προσβολή, μεταξύ άλλων, της υγείας, κατ' ανάλογο εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Α.Κ. (άρθρ. 932, 933 κλπ.), του ύψους της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως, ως κρίσεως ουσιαστικής, μη υποκειμένης στον αναιρετικό έλεγχο (ΣΕ 2463/1998, 3457/2003). 

Κυριακή 28 Μαΐου 2017

ΔΕφΑθ 567/17 : Διαγωνισμοί - Δημόσια έργα - Κατακύρωση - Ματαίωση. Αδικοπραξία Δημοσίου - Αποζημίωση. Διαδικασία διενέργειας διαγωνισμού για τη σύναψη διοικητικής σύμβασης

ΔΕφΑθ 567/17 : Διαγωνισμοί - Δημόσια έργα - Κατακύρωση - Ματαίωση. Αδικοπραξία Δημοσίου - Αποζημίωση. Διαδικασία διενέργειας διαγωνισμού για τη σύναψη διοικητικής σύμβασης - Ανακήρυξη της εφεσιβλήτου ως τελικού μειοδότη και κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού υπέρ της - Απόρριψη από το ΕΣΡ του αιτήματος για χορήγηση πιστοποιητικού περί μη συνδρομής των ασυμβίβαστων των άρθρων 3 και 4 του Ν.3021/02, με συνέπεια τη ματαίωση του διαγωνισμού και την επανακήρυξή του, κι εν τέλει την εκτέλεση του έργου από άλλη κατασκευαστική εταιρία. Αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου βάσει των άρθρων 105-106ΕΝ. Το Δικαστήριο κρίνει ότι υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της μη χορηγήσεως του ένδικου πιστοποιητικού και της ζημίας της εφεσίβλητης και, συνεπώς, το εκκαλούν υπέχει ευθύνη προς αποκατάσταση της, απορριπτόμενων των αντιθέτων λόγων της εφέσεως. Επιδίκαση αποζημίωσης που περιλαμβάνει το διαφυγόν κέρδος της εφεσίβλητης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς εθίγη η επαγγελματική φήμη της εφεσίβλητης.Απορρίπτει την έφεση.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ 12Ο – ΤΡΙΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 567/2017

Αποτελούμενο από τους: Ευαγγελία Ανδρέου, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Κωνσταντίνη Αραχωβίτη - Εισηγήτρια και Ευγενία Τζούμα, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα το Δημήτριο Μενιάδη, δικαστικό υπάλληλο, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 26 Σεπτεμβρίου 2016, για να δικάσει την από 5 Ιανουαρίου 2016 (αριθμ. καταχ. …………..) έφεση
του Ελληνικού Δημοσίου: ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ και ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ, που εδρεύει στην Αθήνα (…….), για τον οποίο παραστάθηκε ο δικαστικός πληρεξούσιος του Ν.Σ.Κ. …., καταθέτοντας την από 22-6-2016 την προβλεπόμενη δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.
κατά της Κ., για την οποία παραστάθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΑΠ, καταθέτοντας την από 23-9-2016 την προβλεπόμενη δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. την οποία ανακάλεσε στη συνέχεια στο ακροατήριο.
Το Δικαστήριο,
μελέτησε τη δικογραφία και
σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.
1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, που ασκήθηκε παραδεκτώς μη απαιτουμένης και της καταβολής παραβόλου ζητείται η εξαφάνιση της 17094/2015 οριστικής αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με ημερομηνία καταθέσεως 30-12-2008 αγωγή της ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει σ' αυτήν νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση το ποσόν των 255.312,00 ευρώ ως αποζημίωση κατά τα άρθρα 105-106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και το ποσόν των 2.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση κατ' άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης, αντιστοίχως, που η εφεσίβλητη υπέστη από παράνομες πράξεις των οργάνων του εκκαλούντος και, συγκεκριμένα, από την μη νόμιμη άρνηση του Αντιπροέδρου του ΕΣΡ να της χορηγήσει το απαιτούμενο πιστοποιητικό περί μη συνδρομής ασυμβίβαστων ιδιοτήτων στα πρόσωπα των μετόχων της, με συνέπεια να μην κατακυρωθεί υπέρ της, ενώ είχε ανακηρυχθεί ομόφωνα μειοδότης, η δημόσια σύμβαση για την εκτέλεση του έργου "Βελτίωση Επαρχιακής Οδού ………" που είχε προκηρύξει η τότε Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κέρκυρας με την ……….. Διακήρυξη Δημοπρασίας.
2. Επειδή, από τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, ΑΊ64) προκύπτει ότι, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων τους κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει τη ζημία. Εξάλλου, σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου υποχρεούται να αποκαταστήσει, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, κάθε θετική ζημία, καθώς και το διαφυγόν κέρδος, εκείνο δηλαδή, το οποίο προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κατ' εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, χρηματική δε ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δικαιούνται να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, αν υπέστησαν ζημία από τον αντίκτυπο που είχε στην πίστη, το κύρος και την φήμη τους η παράνομη πράξη ή παράλειψη, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται η βλάβη αυτή, όταν από τη φύση της παράνομης πράξης ή παράλειψης είναι δυνατόν να επέλθει τέτοια βλάβη (ΣτΕ 451/2013 επτ.).
3. Επειδή, την ίδια κατά τα ανωτέρω ευθύνη υπέχει το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και στην περίπτωση έκδοσης από τη Διοίκηση παράνομων πράξεων κατά τη διαδικασία της διενέργειας διαγωνισμού για τη σύναψη διοικητικής σύμβασης. Και στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή η ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου προς αποζημίωση είναι αδικοπρακτική και εκτείνεται μέχρι την αποκατάσταση και διαφυγόντος κέρδους, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα. Επομένως, ο παρανόμως αποκλεισθείς σε διαγωνισμό για σύναψη διοικητικής σύμβασης μπορεί να ζητήσει ως αποζημίωση ό,τι θα αποκέρδαινε από την κατακύρωση υπέρ αυτού του αποτελέσματος του διαγωνισμού, εφόσον αποδείξει τον, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ του παράνομου αποκλεισμού του και της ζημίας του εκ της μη υπέρ αυτού κατακύρωσης του αποτελέσματος του διαγωνισμού, δηλαδή εφόσον αποδείξει ότι θα του ανετίθετο η σύμβαση, αν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η παράβαση. Η αναζήτηση δε διαφυγόντος κέρδους υπό την ανωτέρω έννοια ουδόλως αποκλείεται έκτου ότι η αδικοπρακτική ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ανακύπτει σε διοικητικό στάδιο που προηγείται της σύναψης της σύμβασης. Και ναι μεν στο στάδιο αυτό ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου μπορεί να θεμελιωθεί και στις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 του Αστικού Κώδικα, αναλόγως εφαρμοζόμενες (ΣτΕ 1482/2014, 2091/2007), με τις οποίες ρυθμίζεται η ευθύνη των συμβαλλομένων μερών κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων και κατά τις οποίες η αποζημίωση του ζημιωθέντος κατά το στάδιο αυτό συνίσταται μόνο στο αρνητικό διαφέρον, (διαφέρον διάψευσης εμπιστοσύνης), δεν νοείται δε ως ζημία που μπορεί να αποκατασταθεί το απολεσθέν διαφέρον από τη μη εκπλήρωση σύμβασης που δεν συνάφθηκε (ΑΠ 1175, 197/2007, 1242/2005, 1678/2001, 1565, 1346/2000 κ.ά.), η ευθύνη όμως του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά τις διατάξεις αυτές, οι οποίες στοιχούν προς την κατά το ιδιωτικό δίκαιο ελευθερία των συμβάσεων και τη συναφή με αυτήν, κατ' αρχήν, έλλειψη νομικής υποχρέωσης για την σύναψη σύμβασης (ΑΠ 197/2007), δεν αποκλείει ευθύνη του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ (πρβ ΑΠ 1132/1977, ΑΠ 1941/1988). Προς τα ανωτέρω, άλλωστε, συμβαδίζει και η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του ν. 3886/2010 (Α 173), με την οποία, σε αντίθεση με τη μη έχουσα, πάντως, εφαρμογή εν προκειμένω αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 του ν. 2522/1997 (Α 178), ρητά ορίζεται ότι ο ενδιαφερόμενος, ο οποίος αποκλείστηκε από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό ή την ανάθεση σύμβασης του νόμου αυτού κατά παράβαση κανόνα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του εσωτερικού δικαίου, δικαιούται να αξιώσει από την αναθέτουσα αρχή αποζημίωση, κατ' ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 197 και 198 Α.Κ., αν δε αποδείξει ότι θα του ανετίθετο η σύμβαση, εάν δεν είχε εμφιλοχωρήσει η παράβαση, τότε δικαιούται αποζημίωση κατά τις γενικές διατάξεις (ΣτΕ 451/2013, επτ. 1943/2013 επτ., 1482/2014, 3766/2013, 3692/2015).

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Αναστολή ποινικής δίωξης – Προδικαστικά ζητήματα – Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος (ΣυμβΑΠ 706/2013)

Διατάξεις: άρθρα 59 [παρ. 1-2], 321, 322 [παρ. 3], 510 [παρ. 1 στοιχ. Θ΄] ΚΠΔ
Περίληψη: Η εξουσία αναστολής της ποινικής δίωξης κατ’ άρθρο 59 ΚΠΔ υφίσταται όχι μόνο για το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, αλλά και για το δικαστικό συμβούλιο και όταν ακόμα αυτό επιλαμβάνεται της δικαιοδοτικής έρευνας της υπόθεσης κατόπιν προσφυγής του κατηγορουμένου στο πλαίσιο της δικονομικής ρύθμισης του άρθρου 322 παρ. 3 ΚΠΔ. Η εξουσία αυτή του συμβουλίου παρέχεται σε κάθε περίπτωση που αναφύεται προδικαστικό ζήτημα σε μια ποινική δίκη και όχι μόνο επί των εγκλημάτων της παρ. 2 του άρθρου 59 ΚΠΔ, επί των οποίων την προαναφερόμενη δυνατότητα έχει και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών. Και ναι μεν στη διάταξη του άρθρου 322 παρ. 3 οι παρεχόμενες στο δικαστικό συμβούλιο δικαιοδοτικές εξουσίες αναγράφονται περιοριστικώς, πλην όμως δεν απαγορεύεται το δικαστικό συμβούλιο να αναστείλει την ποινική δίωξη σε περίπτωση προσφυγής, αφού τούτο έχει τη δυνατότητα να πράξει το μείζον, δηλ. να απαλλάξει τον κατηγορούμενο από κάθε κατηγορία εκτιμώντας το συνολικό αποδεικτικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί από την προανάκριση. Περαιτέρω, οι ακυρότητες της προδικασίας δεν αποτελούν λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού δεν ορίζεται τούτο υπό του νόμου. Οι λόγοι ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος αναφέρονται περιοριστικώς και η δικαιοδοσία αυτή ανήκει αποκλειστικά στο δικαστήριο το οποίο θα επιληφθεί της εκδίκασης της κατηγορίας.
[...] Νόμιμα εισάγεται στο Δικαστήριο τούτο η με αριθμό 41/2012 αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για αναίρεση του υπ’ αριθμό 211/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πατρών με το οποίο αφού έγιναν δεκτές οι προσφυγές των κατηγορουμένων 1) Χ.Α., 2) Χ.Π., 3) Ι.Π., 4) Κ.Σ., 5) Κ.Σ. και 6) Λ.Κ., κατά του υπ’ αριθμό …/2012 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέως Εφετών Πατρών με το οποίο παραπέμπονταν για να δικασθούν ως υπαίτιοι, η μεν πρώτη για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως, τελεσθείσα κατ’ εξακολούθηση, οι δε λοιποί για την αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρος τελεσθείσας κατ’ εξακολούθηση, ακύρωσε το ως άνω κλητήριο θέσπισμα και μετά ταύτα ανέστειλε την ποινική δίωξη των προσφευγόντων έως ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δίκη της μηνύτριας Α.Θ.Α. για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του Ν 1608/1950 για την οποία διενεργείται κυρία ανάκριση από την Ανακρίτρια Πλημμελειοδικών Ζακύνθου. Η αναίρεση ζητείται για εσφαλμένη ερμηνεία των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 322 και 59 ΚΠΔ και θετική υπέρβαση εξουσίας. Η αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα, άρα είναι παραδεκτή, νόμιμη (άρθρα 505 παρ. 2, 510 παρ. 1 στοιχ. Η΄, 479 εδ. β΄ και 483 παρ. 3 ΚΠΔ), και πρέπει να ερευνηθεί στην ουσία της ερήμην των προσφευγόντων. Κατά το άρθρο 59 ΚΠΔ «1. Όταν η απόφαση σε ποινική δίκη εξαρτάται από άλλη υπόθεση, για την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, η πρώτη αναβάλλεται, ωσότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση στη δεύτερη δίκη. 2. Στις περιπτώσεις των άρθρων 224, 229, 362, 363 του ΠΚ, αν για το γεγονός, για το οποίο δόθηκε όρκος ή έγινε καταμήνυση ή ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος, ασκήθηκε ποινική δίωξη, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών μετά την προκαταρκτική εξέταση (άρθρα 31, 43 παρ. 1 εδ. β΄) αναβάλλει με πράξη του κάθε περαιτέρω ενέργεια έως το τέλος της ποινικής δίωξης, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Εισαγγελέως Εφετών».
Περαιτέρω στο άρθρο 322 παρ. 3 ΚΠΔ ορίζονται τα εξής: «Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε με κλητήριο θέσπισμα απευθείας στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου σύμφωνα με τη διάταξη της περ. 6 του άρθρου 111, έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στο αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην παρ. 1. Η προσφυγή υποβάλλεται στα όργανα που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο ή στο γραμματέα της Εισαγγελίας Εφετών. Το Συμβούλιο Εφετών έχει υποχρέωση να αποφασίσει μέσα σε δέκα ημέρες από τότε που υποβλήθηκε η έκθεση προσφυγής μαζί με τη σχετική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, απορρίπτοντας την προσφυγή ή διατάσσοντας προανάκριση ή συμπλήρωση της προανάκρισης που προηγήθηκε ή την ενέργεια κύριας ανάκρισης μετά την ολοκλήρωση των οποίων το ίδιο Συμβούλιο, αφού επανεισαχθεί σ’ αυτό η υπόθεση από τον Εισαγγελέα Εφετών, ή απορρίπτει την προσφυγή ή αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη. Το Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει την προσφυγή επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155 κ.ε. στον κατηγορούμενο· αν από την επίδοση του βουλεύματος έως τη δικάσιμο που ορίστηκε αρχικά μεσολαβεί τουλάχιστον το μισό της προθεσμίας που ορίστηκε για την κλήτευση, ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο αυτή για να δικασθεί χωρίς άλλη κλήτευση». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. γ΄ του ιδίου Κώδικος, ακυρότητα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την αναστολή της ποινικής δίωξης σε όσες περιπτώσεις την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος.

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Συνέδριο με θέμα: "ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ" [Συνεδριακό & Πολιτιστικό Kέντρο Πανεπιστημίου Πατρών, 26 & 27 Μαϊου 2017]


Ο Δικηγορικός Σύλλογος Πατρών & το Πανεπιστήμιο Πατρών σάς προσκαλούν σε Συνέδριο με θέμα: "ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ" που θα πραγματοποιηθεί στο Συνεδριακό & Πολιτιστικό Kέντρο Πανεπιστημίου Πατρών, την 26 & 27 Μαϊου 2017

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Παρασκευή, 26 Μαΐου 2017

18.00 Προσέλευση Συνέδρων - Χαιρετισμοί
Βενετσάνα Κυριαζοπούλου, Πρύτανις του Πανεπιστημίου Πατρών
Νικόλαος Παπάκος, Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών
Σταύρος Κοντονής, Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Έναρξη Συνεδρίου - Απογευματινή Συνεδρία

18.20 – 20.30

Προεδρεύων: Αθανάσιος Ράντος, Αντιπρόεδρος ΣτΕ

Ομιλητές

18.20 – 18.40 Δημήτρης Εμμανουηλίδης, Σύμβουλος Επικρατείας, Καθηγητής της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών

«Η αστική ευθύνη των δημοσίων νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Η ευθύνη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Γενική θεωρητική και νομολογιακή προσέγγιση»

18.40 – 19.00 Σοφία Παπακωνσταντίνου, Πάρεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας

«Νομικές προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης του δημόσιου νοσοκομείου. Επεξεργασία ορισμένων κεντρικών εννοιών και πτυχών της σχετικής προβληματικής από τη νομολογία»

19.00 -19.20 Ελένη Παπαευαγγέλου, Δικηγόρος, Νομική Σύμβουλος Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών

«Ζητήματα Ιατρικής Ευθύνης. Η άμυνα του ιατρού»

19.20 – 19.40 Σπύρος Τσαντίνης , Αναπληρωτής Καθηγητής Αστικού Δικονομικού Δικαίου Δ.Π.Θ.,

«Ζητήματα από την ασφάλιση επαγγελματικής αστικής ευθύνης των ιατρών»


Συζήτηση

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

ΑρΠάγος (Ολ) 1/17 : Απόρρητο επικοινωνίας - Αρχεία ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αποδεικτικά στοιχεία. Πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Αίτηση αναίρεσης

ΑρΠάγος (Ολ) 1/17 : Απόρρητο επικοινωνίας - Αρχεία ηλεκτρονικών υπολογιστών. Αποδεικτικά στοιχεία. Πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού. Αίτηση αναίρεσης. Η αναιρεσείουσα είχε ασκήσει αγωγές κατά των αναιρεσιβλήτων πρώην εργαζομένων της για αποζημίωση από πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού, στις οποίες είχαν προβεί οι τελευταίοι σε βάρος της, επικαλούμενη (η αναιρεσείουσα) στοιχεία που είχε ανασύρει από τα προσωπικά αρχεία των εταιρικών ηλεκτρονικών υπολογιστών των αναιρεσιβλήτων. Στο πρωτοβάθμιο, αλλά και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κρίθηκε ότι τα ως άνω στοιχεία - έγγραφα, αποκτήθηκαν κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών και συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα. Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλονται ως λόγοι αναίρεσης, η εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19 παρ. 1 του Σ. και η παρά το νόμο μη λήψη υπόψη των ανωτέρω στοιχείων. Κρίση ότι η αποκάλυψη των κρίσιμων δεδομένων, προκειμένου η αναιρεσείουσα να διασφαλισθεί το δικαίωμα της επιχειρηματικής ελευθερίας της είναι καθ’ όλα θεμιτή, η δε, κατά τα άρθρα 9 και 9 Α του Σ. και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, επίκληση των πρώην υπαλλήλων της αναιρεσείουσας των δικαιωμάτων στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των προσωπικών δεδομένων, είναι αθέμιτη, αφού η άσκησή τους προσβάλλει δικαιώματα της αναιρεσείουσας που υπερέχουν προφανώς. Ειδικότερα, τα δικαιώματα της αναιρεσείουσας, που απορρέουν από το άρθρο 5 παρ.1 Σ. και η διασφάλιση της εμπορικής πίστης και του ελεύθερου ανταγωνισμού, που η αποτελεσματική υπεράσπισή τους ενώπιον δικαστηρίου, επέβαλε την απόδειξη της αθέμιτης και επιζήμιας για την αναιρεσείουσα συμπεριφοράς των αναιρεσιβλήτων πρώην υπαλλήλων της. Άρα η ανάσυρση των κρισίμων αρχείων από τους εταιρικούς υπολογιστές που αυτοί χρησιμοποιούσαν και η χρήση τους ενώπιον του δικαστηρίου ήταν νόμιμη. Αντίθετη μειοψηφία. Δεκτή η αίτηση αναιρέσεως.


Αριθμός 1/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομέλειας: Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Πρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ευφημία Λαμπροπούλου, Ασπασία Καρέλλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Δήμητρα Μπουρνάκα, Αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Σακκά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Ελένη Διονυσοπούλου, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Ευγενία Προγάκη, Αριστείδη Πελεκάνο, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Γεώργιο Λέκκα, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Αλτάνα Κοκκοβού, Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Γεώργιο Αναστασάκο, Ιωάννη Μαγγίνα, Δήμητρα Κοκοτίνη, Διονυσία Μπιτζούνη, Γεώργιο Χοϊμέ, Ιωάννη Φιοράκη, Ιωάννη Μπαλιτσάρη, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Γεώργιο Μιχολιά, Αλεξάνδρα Κακκαβά, Αγγελική Τζαβάρα, Παρασκευή Καλαϊτζή, Νικόλαο Τσάκο, Ναυσικά Φράγκου, Θωμά Γκατζογιάννη, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Μαρία Γκανιάτσου, Μαρία Τζανακάκη, Μαρία Παπασωτηρίου και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες. (κωλυομένων των λοιπών δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας - καλούσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕ ..." που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ν Φ, που κατέθεσε προτάσεις και δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης ως προς τους δεύτερο, τέταρτη και πέμπτη των αναιρεσιβλήτων.
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Α. Κ. του Ε., κατοίκου ..., 2)Γ. Π. του Χ., 3)Α. Γ. του Μ., κατοίκου ..., 4) εταιρείας με την επωνυμία "...", που έδρευε στη ... και εκπροσωπείτο νόμιμα, και 5)ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που έδρευε στην … και εκπροσωπείται νόμιμα.
Ο πρώτος παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους του ΒΜ και ΦΣ, που κατέθεσαν προτάσεις.
Ο δεύτερος έχει αποβιώσει, όπως προκύπτει από το πρακτικό 42/2016 του Δικαστηρίου τούτου, ο τρίτος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Αγγελάκο, που κατέθεσε προτάσεις και οι τέταρτη και πέμπτη εταιρείες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 11-5-2007 δύο αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας και την από 5-2-2008 αγωγή των 1ου, 2ου, 4ης και 5ης των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5284/2009 μη οριστική που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, 4370/2011 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 3963/2012 μη οριστική και 5901/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 25-2-2014 αίτησή της (με αριθμό κατάθεσης ...28-2-2014), επί της οποίας εκδόθηκε η 1155/2015 απόφαση του Α2’ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτο και δεύτερο από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 11 γ’ Κ.Πολ.Δ. λόγους της από 25 Φεβρουαρίου 2014 αίτησης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΕ ..." περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Με την από 16 Οκτωβρίου 2015 κλήση της αναιρεσείουσας η υπόθεση φέρεται στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 22 Aπριλίου 2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των παραπεμφθέντων στην Πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου πρώτου και δευτέρου λόγων, από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 11 γ’ Κ.Πολ.Δ., της από 28-2-2014 αίτησης της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΕ ..." για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων διαδίκων, αφού έλαβαν, κατά σειρά, το λόγο από την Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, οι δε των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική τους δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας ακολούθως, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να γίνουν δεκτοί οι λόγοι της από 28-2-2014 αίτησης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΕ ..." για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5901/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών γιατί είναι βάσιμοι.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
Κατά την 12η Ιανουαρίου 2017, ημέρα που συγκροτήθηκε το Δικαστήριο αυτό προκειμένου να διασκεφθεί για την ανωτέρω υπόθεση, ήταν απόντες ο Αντιπρόεδρος Γεράσιμος Φουρλάνος και οι Αρεοπαγίτες Ελένη Διονυσοπούλου, Ευγενία Προγάκη, Ειρήνη Καλού, Παναγιώτης Κατσιρούμπας, Διονυσία Μπιτζούνη και Θωμάς Γκατζογιάννης, οι οποίοι είχαν δηλώσει κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, πλέον των είκοσι εννέα (29) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ’ άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει με την τροποποίηση με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το Δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295 παρ.1, 297 και 299 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 294 και 297 αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει, ότι η παραίτηση του αναιρεσείοντος ολική ή μερική, από το δικόγραφο της αναίρεσης μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωσή του, χωρίς τη συναίνεση του αναιρεσιβλήτου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, που καταχωρίζεται στα πρακτικά και επιφέρει αντίστοιχη (αναλόγως του περιεχομένου και της έκτασής της) κατάργηση της δίκης, για το κύρος δε της εν λόγω παραίτησης δεν είναι αναγκαία η κλήτευση του αναιρεσιβλήτου, αφού αυτός, και αν τυχόν είχε κληθεί και παρίστατο, δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σ` αυτή, εφόσον γίνεται προτού το δικαστήριο προχωρήσει στην έρευνα των λόγων της αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 744/1982, ΑΠ 50/2014, ΑΠ 2249/2014, ΑΠ 1697/2008). Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 286 παρ. 1α, 287, 288 και 290 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 286 και 287 αντικαταστάθηκαν με την παράγραφο 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν.4335/2015, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 § 1 του ίδιου κώδικα, και στην αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, εάν μέχρι πέρατος της προφορικής συζήτησης, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση αποβιώσει κάποιος από τους διαδίκους. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου της διακοπής και με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο δικαιούμενο να επαναλάβει τη δίκη ή από τον πληρεξούσιο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του αποβιώσαντος. Επί απλής ομοδικίας η διακοπή επέρχεται μόνο ως προς τον αποβιώσαντα ομόδικο και δεν επηρεάζει τη δίκη ως προς τους λοιπούς, όπως τούτο συνάγεται εξ αντιδιαστολής του άρθρου 288 ΚΠολΔ ( ΑΠ 379/2015). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, παραιτήθηκε νόμιμα από το δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης ως προς τον δεύτερο (Γ. Π.), τέταρτη ανώνυμη εταιρεία (...) και πέμπτη ανώνυμη εταιρεία (...) των αναιρεσιβλήτων, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (καίτοι ούτοι δεν κλήθηκαν κατά την συζήτηση της υποθέσεως). Πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί πως η εν λόγω αίτηση αναίρεσης δεν ασκήθηκε ως προς αυτούς και να απορριφθεί ως μη νόμιμο το περί του αντιθέτου αίτημα των πρώτου και τρίτου των αναιρεσιβλήτων. II . Με την υπ’ αριθ. 1155/2015 ομόφωνη απόφαση του Α2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκαν στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ.2 εδ. γ’ του Ν.1756/1988 και 563 παρ.2 εδ. β’ του ΚΠολΔ, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, τα ζητήματα, α) της εκτάσεως της συνταγματικής προστασίας της επικοινωνίας, αν δηλαδή η προστασία αυτή περιορίζεται στο χρόνο της καθ εαυτής διεξαγωγής της επικοινωνίας ή εκτείνεται και στο μεταγενέστερο στάδιο αυτής και β) αν η συνταγματική προστασία της επικοινωνίας έχει εφαρμογή και στην περίπτωση που ο εργαζόμενος, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικό υπολογιστή του εργοδότη του, δημιουργεί και χρησιμοποιεί, πέραν της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που έθεσε στη διάθεση του η επιχείρηση, προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση, λαμβάνοντας μέτρα που αποκλείουν την πρόσβαση σ’ αυτήν οιουδήποτε τρίτου, και δ’ αυτής αποστέλλει και δέχεται ηλεκτρονικά μηνύματα που δεν αφορούν την υπό στενή έννοια ιδιωτική του ζωή, αλλά αφορούν αθέμιτες και επιζήμιες για τα συμφέροντα της επιχείρησης στην οποία εργάζεται πράξεις. III. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ) προκύπτουν τα ακόλουθα : Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία, από το 1979 δραστηριοποιείται στην Ελλάδα στον τομέα εμπορίου ξυλείας, αντιπροσωπεύουσα μεγάλο αριθμό οίκων του εξωτερικού και εισάγει στην Ελληνική αγορά πολύ μεγάλο μερίδιο της εισαγόμενης στην Ελλάδα ξυλείας. Τον Σεπτέμβριο και Νοέμβριο του 2006 παραιτήθηκαν από την αναιρεσείουσα οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και ήδη πρώτοι αναιρεσίβλητοι, από τους οποίους, ο μεν πρώτος από το έτος 1987 μέχρι την 29-9-2006 ήταν Γενικός Διευθυντής της και από το Μάιο του 1996 μέχρι την 29-9-2006 ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της και Διευθύνων Σύμβουλος, ο δε δεύτερος, που προσλήφθηκε το έτος 1993, ως υπάλληλός της, ανέλαβε από το έτος 1996 τη διεύθυνση πωλήσεων και από τον Ιούνιο του 2005 εξελέγη και διετέλεσε, μέχρι την 15-11-2006, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της. Οι δύο αυτοί αναιρεσίβλητοι προσχώρησαν στη συνέχεια ως υψηλόβαθμα στελέχη σε άλλη εταιρεία εμπορίας ξυλείας, ανταγωνιστική της αναιρεσείουσας, και έγιναν ο πρώτος πρόεδρος και ο δεύτερος αντιπρόεδρος αυτής. Ο δεύτερος αναιρεσίβλητος, όταν κλήθηκε κατά την αποχώρησή του, να ενημερώσει και να παραδώσει στον επόμενο γενικό διευθυντή της αναιρεσείουσας το αρχείο των συμβάσεων πελατών, τη σχετική αλληλογραφία με τους αντιπροσωπευομένους οίκους και τους πελάτες, τις παραγγελίες και όλα τα σχετικά στοιχεία, όπως αυτά είχαν μηχανογραφηθεί και τύχει επεξεργασίας στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, που του είχε διαθέσει η αναιρεσείουσα και ήταν ιδιοκτησίας της, αρνήθηκε κάθε συνεργασία, υποστηρίζοντας ότι τα σχετικά αρχεία δεν υπήρχαν πλέον, διότι είχαν διαγραφεί και καταστραφεί από αυτόν. Τον Νοέμβριο του 2006, τρεις από τους σημαντικότερους οίκους, που η αναιρεσείουσα αντιπροσώπευε αποκλειστικά στην Ελλάδα, κατήγγειλαν την συνεργασία τους μαζί της. Ταυτόχρονα, αποφάσισαν να συνεργασθούν με την εταιρεία στην οποία είχαν προσχωρήσει οι άνω αναιρεσίβλητοι. Η αναιρεσείουσα ζήτησε στις 17-1-2007 από τρεις ειδικούς πραγματογνώμονες, διαπιστευμένους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης για θέματα ηλεκτρονικού εγκλήματος, να επιχειρήσουν να αναζητήσουν και να επαναφέρουν από τους σκληρούς δίσκους των εταιρικών υπολογιστών των άνω αναιρεσιβλήτων τα διαγραμμένα αρχεία και να ταξινομήσουν τα αποτελέσματα στους αντίστοιχους φακέλους. Μετά από τη σχετική έρευνα οι πραγματογνώμονες παρέδωσαν στην αναιρεσείουσα το πόρισμά τους. Από το πόρισμα προέκυψε, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, ότι οι άνω αναιρεσίβλητοι, ήδη από το 2004, προέβησαν σε σωρεία αθέμιτων ανταγωνιστικών πράξεων σε βάρος της αναιρεσείουσας δια μέσου εταιρειών δικών τους συμφερόντων -μιας κυπριακής και μιας ελληνικής- και είχαν από έτους και πλέον μεθοδεύσει την μεταπήδησή τους στην ελληνική ανταγωνίστρια εταιρεία, παρασύροντες σε αυτήν ξένους οίκους, τους οποίους αντιπροσώπευε αποκλειστικά η αναιρεσείουσα. Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα άσκησε τις από 11-5-2007 δύο αγωγές κατά των παραιτηθέντων πρώην υπαλλήλων της, κατά της κυπριακής εταιρείας, κατά της ελληνικής ανταγωνιστικής εταιρείας στην οποία αυτοί προσχώρησαν, και κατά των ξένων οίκων που η αναιρεσείουσα προηγουμένως αντιπροσώπευε, διεκδικώντας αποζημίωση λόγω αθεμίτου ανταγωνισμού και λόγω ακυρότητας των γενομένων καταγγελιών των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας. Οι δύο αγωγές απορρίφθηκαν με την 4370/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο αρνήθηκε να λάβει υπ’ όψη τα ανασυρθέντα έγγραφα από τους υπολογιστές των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, ως αποτελούντα παρανόμως συλλεγέντα αποδεικτικά στοιχεία. Ακολούθως, ασκήθηκε έφεση από την αναιρεσείουσα και το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε, ότι τα ως άνω έγγραφα, ως αποκτηθέντα κατά παράβαση του απορρήτου των επικοινωνιών, συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν τα έλαβε υπόψη του. Ειδικότερα σε σχέση με τους παραπεμφθέντες στην Ολομέλεια λόγους, το Εφετείο δέχθηκε, ότι η αναιρεσείουσα, για την απόδειξη των ισχυρισμών της, προσκομίζει και επικαλείται, εκτός των άλλων, αντίγραφα εκτυπώσεων ηλεκτρονικών αρχείων διαφόρων κειμένων και μηνυμάτων, τα οποία ,όπως αποδεικνύονται, από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την από την ίδια, έκθεση ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, αποτέλεσαν αντικείμενο ηλεκτρονικής αλληλογραφίας του δεύτερου αναιρεσίβλητου, με τρίτα, πλην της αναιρεσείουσας, πρόσωπα, που έλαβε χώρα διαμέσου προσωπικού λογαριασμού του τελευταίου, ενώ στη συνέχεια αποθηκεύθηκαν στους σκληρούς δίσκους υπολογιστών ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας αποκλειστικής χρήσης των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, από όπου και διαγράφηκαν πριν την παράδοση των υπολογιστών στην αναιρεσείουσα, ότι τα αρχεία αυτά περιήλθαν στη γνώση και την κατοχή της αναιρεσείουσας, χωρίς τη συναίνεση του δεύτερου αναιρεσίβλητου και χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και ότι κατ’ ακολουθία, τα έγγραφα αυτά συνιστούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και δεν λαμβάνονται υπόψη. Η τελευταία αυτή απόφαση πλήττεται από την αναιρεσείουσα, με την υπό κρίση αίτηση, δύο εκ των λόγων της οποίας και δη οι από το άρθρο 559 αρ. 1 και 11 γ’ ΚΠολΔ ( ήτοι για εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 19 παρ.1 του Συντάγματος και για παρά το νόμο μη λήψη υπόψη των άνω εγγράφων), ως αναφερόμενοι σε ζήτημα γενικοτέρου ενδιαφέροντος παραπέμφθηκαν στην πλήρη Ολομέλεια.