1.
Σε ένα μικρό επαρχιακό σιδηροδρομικό σταθμό πλησιάζει ο επιβάτης στο γραφείο
έκδοσης εισιτηρίων και ζητά ένα εισιτήριο. Ο αρμόδιος υπάλληλος φορά ένα μαύρο
καπέλο και, αναλαμβάνοντας ανάλογο ρόλο, του το εκδίδει. Στη συνέχεια ο
επιβάτης προσεγγίζει την επόμενη θυρίδα και ζητά να παραδώσει την αποσκευή του.
Ο ίδιος, προηγούμενος, υπάλληλος, μετακινούμενος, δρομαίως, όπισθεν των «γκισέ»,
φορά ένα πράσινο καπέλο και παραλαμβάνει την αποσκευή του επιβάτη, ως καθ΄ ύλην
αρμόδιος του εκεί χώρου. Ο επιβάτης, μετά ταύτα, κατευθύνεται στο μικρό,
υποτυπώδες καφενείο του σταθμού αναμένοντας το τρένο. Ο ίδιος υπάλληλος,
εμφανίζεται, ασθμαίνων, έμπροσθεν του, με μπλέ καπέλο αυτή τη φορά, και
καταγράφει την παραγγελία του επιβάτη. Σε λίγο αναγγέλλεται από τα μεγάφωνα η
επικείμενη άφιξη του τρένου. Ο ίδιος, ένας και ο αυτός υπάλληλος, (πρώην
εκδότης εισιτηρίων, υπεύθυνος σκευοφόρου, ολίγον καφετζής), φορά ένα κόκκινο
καπέλο και κάθιδρος πλησιάζει στην αποβάθρα να υποδεχθεί το τρένο, με την
ιδιότητα του σταθμάρχη αυτή τη φορά, (ήδη δε προηγουμένως είχε αναλάβει και
εσωτερικό ρόλο εκφωνητή αναγγέλλοντος την άφιξη του τρένου). Ανώδυνη εναλλαγή
ρόλων. Είναι η, (πραγματική), ιστορία ενός καρτούν.
2.
Υποβάλλεται έγκληση και χρεώνεται στην εισαγγελέα Α. Η τελευταία τη μελετά, και
παραγγέλλει προκαταρκτική εξέταση. Μετά
ταύτα η Α ασκεί ποινική δίωξη και, συμπληρωματικά, παραγγέλλει
προανάκριση. Εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου η υπόθεση με πρόταση της Α.
Παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/δικείου προς εκδίκαση η υπόθεση.
Εισαγγελεύς της έδρας η Α. Το
Δικαστήριο, μετά από την εξέλιξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αναβάλλει για
κρείσσονες. Την επόμενη φορά εισαγγελεύς της έδρας είναι και πάλι η Α, (τείνει
να γίνει πλέον η «δικονομική μας φίλη»). Εκδίδεται καταδικαστική απόφαση κατόπιν
σύμφωνης πρότασης της Α. Ασκείται έφεση υπό του κατηγορουμένου. Προαχθείσα η Α
κατέχει την έδρα της εισαγγελέως του Εφετείου και ζητά και πάλι την καταδίκη
του κατηγορουμένου, (η σχέση μας με την Α εξελίχθηκε σε «δικονομική κοινωνία
γάμου»). Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας η απόφαση και επανεισάγεται στο
Εφετείο. Εισαγγελεύς της έδρας και πάλι η γνωστή μας Α, (κάθε φορά, φυσικά, με
διαφορετικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά/θεσμικά, ένδυμα).
3. Ο
ΚΠΔ ουδέν προβλέπει σε ανάλογες περιπτώσεις και η νομολογία απλά αγνοεί, (γιατί
άραγε;), τη ζώσα «πραγματική»[1] πραγματικότητα, (ως εάν υφίσταται παράλληλη
αυτής «δικαστική πραγματικότητα»). Η Α θα μπορούσε να έχει χρεωθεί και
χειρισθεί πλείστες όσες ακόμη ενδιάμεσες δικονομικές στάσεις της όλης υπόθεσης.
4. Παγίως δε νομολογείται ότι δεν συντρέχει λόγος απόλυτης ακυρότητας λόγω
κακής σύνθεσης του δικαστηρίου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες :
α. ο εισαγγελεύς του οποίου η πρόταση ενσωματώθηκε
σε αναιρεθέν βούλευμα, συμμετάσχει στη μετ΄ αναίρεση δίκη (ή στο δικαστικό Συμβούλιο
που επελήφθη της υποθέσεως μετ΄ αναίρεση),
β. ο εισαγγελεύς της δευτεροβάθμιας δίκης είχε ασκήσει
καθήκοντα εισαγγελέως και στο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση,
καθώς και ότι στις ως άνω περιπτώσεις δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.[2]
5.
Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 3 ΚΠΔ «Ο
δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε
έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις».
6.
Απόλυτη, επίσης, ακυρότητα, λαμβανομένη αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο
σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει, σύμφωνα με
το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ, η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την «εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση
του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, από τον
νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και
των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά
Δικαιώματα».
7.
Εκ του συνδυασμού των ως άνω παρατιθέμενων άρθρων του ΚΠΔ, και στα πλαίσια της τελολογικής
ερμηνείας, προκειμένου να υπάρχει ταυτότητα νομικού λόγου και ενότητα δικαίου,
(και φυσικά τήρηση των κανόνων της απλής λογικής, διαδικασία υπαγόμενη στα όρια
του Ακυρωτικού ελέγχου), σε ανάλογες περιπτώσεις, συνάγεται ότι αποκλείεται η
παράσταση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και του εισαγγελέως που άσκησε τα
καθήκοντά του, για την αυτή υπόθεση, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
8.
Το ως άνω συμπέρασμα επιρρωνύεται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου (βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ Delcourt κατά Βελγίου),
σύμφωνα με το οποίο έχει παγίως νομολογηθεί ότι ο εισαγγελεύς είναι, εν όψει του άρθρου 6 παρ.
1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), δικαστικό πρόσωπο.
9.
Άλλωστε και στα άρθρα 88-91[3]
του Συντάγματος ο εισαγγελεύς εξομοιώνεται πλήρως με τους τακτικούς δικαστές,
ως δικαστικός λειτουργός, απολαμβάνων των αυτών εγγυήσεων, («διασφάλισης της προσωπικής και
λειτουργικής ανεξαρτησίας του»[4]). Σύμφωνος με τη
θέση της πλήρους εξομοίωσης είναι και ο Μ. Μαργαρίτης[5], ο
οποίος σημειώνει ότι : «δικαστικά πρόσωπα υπαγόμενα στην παρούσα ρύθμιση του άρθρου 14 είναι οι δικαστές, οι
εισαγγελείς και οι γραμματείς». Σύμφωνος
με τη θέση ότι ο εισαγγελεύς είναι δικαστικός λειτουργός είναι και ο
εισαγγελεύς Γ. Κτιστάκης.[6]
10.
Αξίζει η παράθεση περικοπής πρακτικού της Ολομελείας του ΣτΕ[7]
1/1979 : «πλην των δικαστών δια ρητών διατάξεων το Σ. καταλέγει μεταξύ των
δικαστικών αυτού οργάνων και έτερα όργανα … μετέχοντα και επικυρούντα κατά τους
οικείους νόμους, εις το έργον της απονομής της δικαιοσύνης … τοιαύτα όργανα είναι οι εισαγγελικοί
λειτουργοί».
11.
Ως εκ περισσού σημειώνεται ότι για να έχει το απαιτούμενο κύρος κάθε δικαστική
απόφαση προϋποθέτει προηγούμενη ακρόαση του εισαγγελέως, (άρθρο 32 ΚΠΔ), ο
οποίος υποχρεούται να αιτιολογεί, ειδικά και εμπεριστατωμένα κάθε πρόταση του,
(άρθρο 139 ΚΠΔ). Σε περίπτωση δε αντικατάστασης του εισαγγελέως κατά τη διάρκεια
της εκδίκασης της υπόθεσης, (λόγω π.χ. αιφνιδίου κωλύματος ένεκα ασθενείας), η
κρατούσα νομολογιακή άποψη θεωρεί ότι προκαλείται απόλυτη ακυρότητα[8],
όπως και σε περίπτωση κατά την οποία, μετά το πέρας της αποδεικτικής
διαδικασίας δεν δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα,
ιδρυομένου αναιρετικού λόγου, (βλ. άρθρο 510 παρ. 1α ΚΠΔ). Κατά πάσα περίπτωση η εξέλιξη της
ποινικής δίκης πάσχει αν σε κάθε στάδιο αυτής και για κάθε ανακύπτον ζήτημα ή
υποβαλλόμενο αίτημα, πρόταση, ένσταση, δεν τοποθετηθεί-προτείνει, προ των διαδίκων,
ο εισαγγελεύς.
12.
Συνεπώς, η συμμετοχή του εισαγγελέως στην ποινική δίκη ούτε τυπική είναι ούτε
συμπληρωματική. Η συμμετοχή του είναι ουσιώδης, καθοριστική και αποφασιστική
στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης.