Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

"Το ενιαίον της Εισαγγελίας και το αυτό πρόσωπο του εισαγγελέως" [ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ Θ. ΚΟΝΤΑΞΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΝ]

1. Σε ένα μικρό επαρχιακό σιδηροδρομικό σταθμό πλησιάζει ο επιβάτης στο γραφείο έκδοσης εισιτηρίων και ζητά ένα εισιτήριο. Ο αρμόδιος υπάλληλος φορά ένα μαύρο καπέλο και, αναλαμβάνοντας ανάλογο ρόλο, του το εκδίδει. Στη συνέχεια ο επιβάτης προσεγγίζει την επόμενη θυρίδα και ζητά να παραδώσει την αποσκευή του. Ο ίδιος, προηγούμενος, υπάλληλος, μετακινούμενος, δρομαίως, όπισθεν των «γκισέ», φορά ένα πράσινο καπέλο και παραλαμβάνει την αποσκευή του επιβάτη, ως καθ΄ ύλην αρμόδιος του εκεί χώρου. Ο επιβάτης, μετά ταύτα, κατευθύνεται στο μικρό, υποτυπώδες καφενείο του σταθμού αναμένοντας το τρένο. Ο ίδιος υπάλληλος, εμφανίζεται, ασθμαίνων, έμπροσθεν του, με μπλέ καπέλο αυτή τη φορά, και καταγράφει την παραγγελία του επιβάτη. Σε λίγο αναγγέλλεται από τα μεγάφωνα η επικείμενη άφιξη του τρένου. Ο ίδιος, ένας και ο αυτός υπάλληλος, (πρώην εκδότης εισιτηρίων, υπεύθυνος σκευοφόρου, ολίγον καφετζής), φορά ένα κόκκινο καπέλο και κάθιδρος πλησιάζει στην αποβάθρα να υποδεχθεί το τρένο, με την ιδιότητα του σταθμάρχη αυτή τη φορά, (ήδη δε προηγουμένως είχε αναλάβει και εσωτερικό ρόλο εκφωνητή αναγγέλλοντος την άφιξη του τρένου). Ανώδυνη εναλλαγή ρόλων. Είναι η, (πραγματική), ιστορία ενός καρτούν.
2. Υποβάλλεται έγκληση και χρεώνεται στην εισαγγελέα Α. Η τελευταία τη μελετά, και παραγγέλλει προκαταρκτική εξέταση. Μετά   ταύτα η Α ασκεί ποινική δίωξη και, συμπληρωματικά, παραγγέλλει προανάκριση. Εισάγεται ενώπιον του Συμβουλίου η υπόθεση με πρόταση της Α. Παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/δικείου προς εκδίκαση η υπόθεση. Εισαγγελεύς της έδρας η  Α. Το Δικαστήριο, μετά από την εξέλιξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αναβάλλει για κρείσσονες. Την επόμενη φορά εισαγγελεύς της έδρας είναι και πάλι η Α, (τείνει να γίνει πλέον η «δικονομική μας φίλη»). Εκδίδεται καταδικαστική απόφαση κατόπιν σύμφωνης πρότασης της Α. Ασκείται έφεση υπό του κατηγορουμένου. Προαχθείσα η Α κατέχει την έδρα της εισαγγελέως του Εφετείου και ζητά και πάλι την καταδίκη του κατηγορουμένου, (η σχέση μας με την Α εξελίχθηκε σε «δικονομική κοινωνία γάμου»). Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας η απόφαση και επανεισάγεται στο Εφετείο. Εισαγγελεύς της έδρας και πάλι η γνωστή μας Α, (κάθε φορά, φυσικά, με διαφορετικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά/θεσμικά, ένδυμα).
3. Ο ΚΠΔ ουδέν προβλέπει σε ανάλογες περιπτώσεις και η νομολογία απλά αγνοεί, (γιατί άραγε;), τη ζώσα «πραγματική»[1]  πραγματικότητα, (ως εάν υφίσταται παράλληλη αυτής «δικαστική πραγματικότητα»). Η Α θα μπορούσε να έχει χρεωθεί και χειρισθεί πλείστες όσες ακόμη ενδιάμεσες δικονομικές στάσεις της όλης υπόθεσης.   
4. Παγίως δε νομολογείται ότι δεν συντρέχει λόγος απόλυτης ακυρότητας λόγω κακής σύνθεσης του δικαστηρίου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες :
α. ο εισαγγελεύς του οποίου η πρόταση ενσωματώθηκε σε αναιρεθέν βούλευμα, συμμετάσχει στη μετ΄ αναίρεση δίκη (ή στο δικαστικό Συμβούλιο που επελήφθη της υποθέσεως μετ΄ αναίρεση),
β. ο εισαγγελεύς της δευτεροβάθμιας δίκης είχε ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέως και στο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, καθώς και ότι στις ως άνω περιπτώσεις δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.[2]
5. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 3 ΚΠΔ «Ο δικαστής που έχει συμπράξει στην έκδοση απόφασης, κατά της οποίας ασκήθηκε έφεση ή αναίρεση, αποκλείεται να δικάσει στις δύο τελευταίες περιπτώσεις».
6. Απόλυτη, επίσης, ακυρότητα, λαμβανομένη αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ΄ ΚΠΔ, η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την «εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, από τον νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα».
7. Εκ του συνδυασμού των ως άνω παρατιθέμενων άρθρων του ΚΠΔ, και στα πλαίσια της τελολογικής ερμηνείας, προκειμένου να υπάρχει ταυτότητα νομικού λόγου και ενότητα δικαίου, (και φυσικά τήρηση των κανόνων της απλής λογικής, διαδικασία υπαγόμενη στα όρια του Ακυρωτικού ελέγχου), σε ανάλογες περιπτώσεις, συνάγεται ότι αποκλείεται η παράσταση στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και του εισαγγελέως που άσκησε τα καθήκοντά του, για την αυτή υπόθεση, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.
8. Το ως άνω συμπέρασμα επιρρωνύεται και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. ενδεικτικά ΕΔΔΑ  Delcourt κατά Βελγίου), σύμφωνα με το οποίο έχει παγίως νομολογηθεί ότι ο  εισαγγελεύς είναι, εν όψει του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), δικαστικό πρόσωπο.
9. Άλλωστε και στα άρθρα 88-91[3] του Συντάγματος ο εισαγγελεύς εξομοιώνεται πλήρως με τους τακτικούς δικαστές, ως δικαστικός λειτουργός, απολαμβάνων των αυτών εγγυήσεων, («διασφάλισης  της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του»[4]). Σύμφωνος με τη θέση της πλήρους εξομοίωσης είναι και ο Μ. Μαργαρίτης[5], ο οποίος σημειώνει ότι : «δικαστικά πρόσωπα υπαγόμενα στην παρούσα  ρύθμιση του άρθρου 14 είναι οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι γραμματείς». Σύμφωνος με τη θέση ότι ο εισαγγελεύς είναι δικαστικός λειτουργός είναι και ο εισαγγελεύς Γ. Κτιστάκης.[6]
10. Αξίζει η παράθεση περικοπής πρακτικού της Ολομελείας του ΣτΕ[7] 1/1979 : «πλην των δικαστών δια ρητών διατάξεων το Σ. καταλέγει μεταξύ των δικαστικών αυτού οργάνων και έτερα όργανα … μετέχοντα και επικυρούντα κατά τους οικείους νόμους, εις το έργον της απονομής της δικαιοσύνης … τοιαύτα όργανα είναι οι εισαγγελικοί λειτουργοί».
11. Ως εκ περισσού σημειώνεται ότι για να έχει το απαιτούμενο κύρος κάθε δικαστική απόφαση προϋποθέτει προηγούμενη ακρόαση του εισαγγελέως, (άρθρο 32 ΚΠΔ), ο οποίος υποχρεούται να αιτιολογεί, ειδικά και εμπεριστατωμένα κάθε πρόταση του, (άρθρο 139 ΚΠΔ). Σε περίπτωση δε αντικατάστασης του εισαγγελέως κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της υπόθεσης, (λόγω π.χ. αιφνιδίου κωλύματος ένεκα ασθενείας), η κρατούσα νομολογιακή άποψη θεωρεί ότι προκαλείται απόλυτη ακυρότητα[8], όπως και σε περίπτωση κατά την οποία, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας  δεν δοθεί ο λόγος στον εισαγγελέα, ιδρυομένου αναιρετικού λόγου, (βλ. άρθρο 510 παρ. 1α  ΚΠΔ). Κατά πάσα περίπτωση η εξέλιξη της ποινικής δίκης πάσχει αν σε κάθε στάδιο αυτής και για κάθε ανακύπτον ζήτημα ή υποβαλλόμενο αίτημα, πρόταση, ένσταση, δεν τοποθετηθεί-προτείνει, προ των διαδίκων, ο εισαγγελεύς.   
12. Συνεπώς, η συμμετοχή του εισαγγελέως στην ποινική δίκη ούτε τυπική είναι ούτε συμπληρωματική. Η συμμετοχή του είναι ουσιώδης, καθοριστική και αποφασιστική στη διαμόρφωση δικανικής πεποίθησης.

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

ΑΠ 153/2017: "Περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση, τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό."

Αριθμός 153/2017 
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Σακκά, Σοφία Ντάντου, Αλεξάνδρα Κακκαβά και Μαρία Τζανακάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του, στις 7 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ... ΑΕ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέργιο Σπυρόπουλο.
Της αναιρεσίβλητης: Ε. Θ. του Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΜΜ, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 6-10-2016 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται.
Κοινοποιουμένη η αναίρεση προς: 1) Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, που δεν παραστάθηκε, 2) Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου, που δεν παραστάθηκε, 3) Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "Τράπεζα ... ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο "Τράπεζα ...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΓΚ, 4) Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και το διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 5) Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "... ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΙΧ, 6) Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 7) Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "...", που εδρεύει στο ..., είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα (Αθήνα) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 8) Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, 9) Σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Α Δ και 10) ..., με διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-5-2011 αίτηση της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκε με την κύρια παρέμβαση της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ", μη διαδίκου στην παρούσα δίκη. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 375/2013 μη οριστική και 95/2014 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. 
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2-5-2014 αίτηση της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. 
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Τζανακάκη διάβασε την από 12- 10-2015 έκθεση της κωλυόμενης να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτου Ειρήνης Καλού, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του λόγου της αίτησης αναίρεσης, καθώς και την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 95/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου.
Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας και των παραστάντων (3ης και 5ης) προς κοινοποίηση τραπεζικών εταιριών ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης και του παραστάντος (9ου) προς κοινοποίηση Σωματείου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Η κρινόμενη από 2-5-2014 (αρ. κατ. 2/2014) αίτηση αναίρεσης απευθύνεται κατά της αναιρεσίβλητης - αιτούσας τη δικαστική ρύθμιση των οφειλών της σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3869/2010 και προσβάλλει την υπ’ αρ. 95/2014 απόφαση του, ως εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, η οποία εκδόθηκε με την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Η αίτηση αναίρεσης κοινοποιήθηκε επίσης 1) στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, 2) στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου, 3) στην Τράπεζα ..., 4) στην Τράπεζα ..., 5) στην Τράπεζα ... ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ, 6) στην Τράπεζα ... ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ, 7) στην Τράπεζα ..., 8) στην Τράπεζα ..., 9) στο Σωματείο ... και 10) στην ..., με το διακριτικό τίτλο .... Αναφορικά δε με το ζήτημα της παραδεκτής άσκησης της αίτησης αναίρεσης και την παθητική νομιμοποίηση αυτής, λεκτέα τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 762 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την παθητική νομιμοποίηση της έφεσης κατά των αποφάσεων οι οποίες εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ορίζεται ότι "αν περισσότεροι έλαβαν μέρος στην πρωτόδικη δίκη, η έφεση που ασκεί ένας από αυτούς απευθύνεται κατά των άλλων ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους". Κατά το άρθρο 769 εδ. γ’ ΚΠολΔ, η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται και για την παθητική νομιμοποίηση της αναίρεσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 εδ. α’ ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα (άρθρο 760 εδ. α’ ΚΠολΔ), το Δικαστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει το ένδικο μέσο, επομένως και την αναίρεση, κατ’ αποφάσεως που εκδίδεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων που είχαν έννομο συμφέρον από τη δίκη. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι το ένδικο μέσο, επομένως και η αναίρεση κατ’ αποφάσεως που εκδίδεται κατά την εκούσια δικαιοδοσία, πρέπει μεν να απευθύνεται καθ’ όλων εκείνων που έλαβαν μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, πλην όμως το δικαστήριο, που είναι αρμόδιο να δικάσει το ένδικο μέσο, μπορεί, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, να επιβάλει την κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη, επομένως και του διαδίκου, που είχε λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, κατά του οποίου δεν απευθύνεται το ένδικο μέσο. (ΑΠ Ολ. 6/1999, ΑΠ 589/2001, ΑΠ 491/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι στη δίκη ενώπιον του, ως εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου υπήρξαν διάδικοι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ρόδου και οι τραπεζικές εταιρείες προς τις οποίες έχει κοινοποιηθεί ως άνω η αίτηση αναίρεσης, ενώ επίσης είχαν ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της ήδη αναιρεσείουσας και τότε εφεσίβλητης το σωματείο ... και η .... Κατά των ανωτέρω δεν στρέφεται η αίτηση αναίρεσης. Σύμφωνα, όμως, με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη νομική σκέψη στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απευθύνεται εναντίον όλων εκείνων, που έλαβαν μέρος στη δίκη του Εφετείου, όχι όμως με κύρωση το απαράδεκτο της αναίρεσης, αλλά ο Άρειος Πάγος, που δικάζει την αναίρεση μπορεί να διατάξει την κλήτευση τρίτων, που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη και επομένως και του διαδίκου που είχε λάβει μέρος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά του οποίου δεν απευθύνεται το ένδικο μέσο. Και τούτο, διότι το άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 760 δεν καταλαμβάνει μόνο τους τρίτους, που δεν κατέστησαν διάδικοι στη δευτεροβάθμια δίκη, αλλά και τους κατ’ αυτήν διαδίκους, κατά των οποίων δεν στρέφεται η αναίρεση. Επομένως, το Δικαστήριο, αν κρίνει αναγκαίο, θα διατάξει την κλήτευσή τους κατ’ άρθρ. 748 παρ. 3 ΚΠολΔ. Επομένως, κατόπιν αυτών, η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται παραδεκτά κατά της αναιρεσίβλητης, η οποία νομιμοποιείται παθητικά (άρθρ. 558 ΚΠολΔ), ενώ η μη απεύθυνση της αναίρεσης και κατά των λοιπών διαδίκων στο εφετείο - πιστωτριών Τραπεζών, δεν δημιουργεί το απαράδεκτο της συζήτησης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσίβλητη. Εξάλλου, οι προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβάντες δεν κατέστησαν διάδικοι, εφόσον δεν ανέλαβαν το δικαστικό αγώνα, ούτε η αναίρεση αφορά τις πρόσθετες παρεμβάσεις (ΑΠ 711/2015, ΑΠ 741/2013, ΑΠ 1236/2006). Επομένως η αναίρεση παραδεκτά δεν απευθύνεται κατ’ αυτών και όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσίβλητη, παραδεκτά, κατ’ άρθρ. 570 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, με τις από 21-10-2015 προτάσεις της, που είχε καταθέσει κατά την αρχική δικάσιμο της αναίρεσης, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Περαιτέρω και ως προς το ζήτημα της τελεσιδικίας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς τις πιστώτριες τραπεζικές εταιρείες ... ΑΕ και ..., που ερημοδικάσθηκαν από την προσβαλλόμενη απόφαση και την παραδεκτή άσκηση της αίτησης αναίρεσης κατ’ αυτής πρέπει να λεχθούν τα εξής:

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

ΤρΔΕφΠατρών 957/2017 : Φορολογία κληρονομιών - Χρόνος γένεσης φορολογικής ενοχής -Προσδιορισμός φορολογητέας αξίας ακινήτων -. Η φορολογική υποχρέωση γεννάται κατ’ αρχήν κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Εξαιρέσεις στις οποίες ο νόμος μεταθέτει το χρόνο γένεσης της φορολογικής ενοχής σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του θανάτου του κληρονομουμένου. Μετάθεση του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρέωσης σε περίπτωση που τα αντικείμενα της κτήσεως κατέστησαν επίδικα μετά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και εφόσον ο κληρονομούμενος δεν ευρίσκεται στη νομή αυτών. Αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων. Εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό της υποκείμενης σε φόρο κληρονομιών αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται αιτία θανάτου, ως προς τα οποία η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 41 του ν. 1249/1982.

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Α957/2017
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ Β' - ΤΡΙΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του (αίθουσα Κακουργιοδικείου του Δικαστικού Μεγάρου Πατρών) στις 29 Σεπτεμβρίου 2017, με δικαστές τους: Αγγελική Συντελή - Πιστοφίδου, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Ευγενία Καράκου - Εισηγήτρια, Αικατερίνη Σολδάτου Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα την Αναστασία Βλαχοπούλου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την από 17.5.2015 (υπ'αριθ. καταχ. ΑΒΕΜ 23/21-5-2015 έφεση
του ..., κατοίκου ......... Κεφαλληνίας, ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του ΛΘ και ΚΧ,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Αργοστολίου, ο οποίος δεν παραστάθηκε και κατά της Α2413/2014 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών
Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Aφού μελέτησε τη δικογραφία
Σκέφθηκε κατά το νόμο
Η κρίση του είναι η εξής:
1.   Επειδή με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 407,81 ευρώ (3665/15.5.2015 και 278/22.1.2016 διπλότυπα είσπραξης τύπου Α' της Δ.Ο.Υ Αργοστολίου) και το 50% του καταλογισθέντος φόρου, ποσό 17.032,92 ευρώ (2344/26.9.2017 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α' της Δ.Ο.Υ Αργοστολίου), παραδεκτώς, ζητείται η εξαφάνιση της Α2413/2014 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών. Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε η με χρονολογία κατάθεσης 29.11.2011 προσφυγή του εκκαλούντος κατά της 35/8.12.2011 πράξης προσδιορισμού φόρου κληρονομιάς του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Αργοστολίου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος του διαφορά κύριου φόρου κληρονομιάς ύψους 6.948.061 δρχ. και ήδη 20.390,50 ευρώ καθώς και πρόσθετος φόρος 120% ύψους 8.337.673 δρχ. και ήδη 24.468,59 ευρώ, συνολικά δε το ποσό των 44.859,09 ευρώ.
2.   Επειδή, το ν.δ 118/1973 «περί Κωδικός Φορολογίας Κληρονομιών), όπως ίσχυε πριν το ν. 2961/2001 ΦΕΚ 266 Α), ορίζει στο άρθρο 6 παρότι «Η   φορολογική υποχρέωσις γεννάται κατά τον χρόνον θανάτου τουκληρονομουμένου» και στο άρθρο 7 ότι : «Κατεξαίρεσινη φορολογική υποχρέωσις γεννάται : α)..., β)..., γ) Κατά τον χρόνον της καθ' οιονδήποτε τρόπον λήξεως πις επιδικίας, όταν το δικαίωμα του κληρονόμου ή του κληροδόχου κατέστη συνεπεία αμφισβητήσεως του παρ' οιουδήποτε ενδιαφερομένου επίδικον, ο δε κληρονόμος ή κληροδόχος δεν ευρίσκεται εν τη νομή των αντικειμένων της κτήσεως. Εάν τα αντικείμενα περιέλθωσιν εις την νομή ν του αξιούντος δικαίωμα κληρονόμου ή κληροδόχου, η φορολογική υποχρέωσις γεννάται κατά τον χρόνον τούτον, δ)... κ.λ.π.». Περαιτέρω, στο άρθρο 8 του ίδιου ν.δ. ορίζεται ότι: «1. Η φορολογική υποχρέωσις δι' άπαντα ή τινά των περιουσιακών στοιχείων δύναται να μετστίθηται ας μεταγενέστερον χρόνον του οριζομένου εν άρθροις 6 και 7, δι' αποφάσεως του οικονομικού εφόρου εις τας ακολούθους περιπτώσεις: α) Εάν τα αντικείμενα της κτήσεως κατέστησαν επίδικα ή .... και εφ' όσον εις τας περιπτώσεις ταύτας ο εις φόρον υπόχρεως δεν ευρίσκεται εις την νομήν ή εάν τα αντικείμενα της κτήσεως κατέστησαν επίδικα προ ή μετά τον θάνατον του κληρονομουμένου ή ... και εφ' όσον εις τας περιπτώσεις ταύτας ο εις φόρον υπόχρεως ευρίσκεται μεν εις την νομήν των αντικειμένων, αλλά λόγω του απροσόδου ή της μικράς προσόδου τούτων αδυνατεί να καταβάλη τον φόρον.... β) ... γ) ... 2. Η κατά τας διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου μετάθεσις του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως χωρεί αιτήσει του εις φόρον υπόχρεου, υποβαλλομένη προ της λήξεως του συνιστώντος την μετάθεσιν λόγου και εντός πενταετίας αρχομένης από της λήξεως της προς δήλωσιν προθεσμίας, εν πάση δε περιπτώσει προ της κοινοποιήσεως πράξεως επιβολής του φόρου. 3. Η κατά την παράγραφον 2 μετάθεσις του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως δεν δύναται να χωρήση εις χρόνον καθ’ ον δεν υφίσταται ο δικαιολογών την μετάθεσιν λόγος. 4. Κατά της αποφάσεως του αρμοδίου οικονομικού εφόρου περί μεταθέσεως ή μη του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως, επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον των Φορολογικών Δικαστηρίων».
3.   Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η φορολογική υποχρέωση γεννάται κατ' αρχήν κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Κατ' εξαίρεση της γενικής αυτής αρχής σε ορισμένες περιπτώσεις από λόγους φορολογικής σκοπιμότητας ο νόμος μεταθέτει το χρόνο γένεσης της φορολογικής ενοχής σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του θανάτου του κληρονομούμενου. Τις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις τις διακρίνει σε δύο κατηγορίες α) σε εκείνες που η μετάθεση επέρχεται αυτοδικαίως από το νόμο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 του ν.δ 118/1973 ήτοι μεταξύ άλλων και σε περίπτωση επιδικίας περί το κληρονομικό δικαίωμα, ήτοι επιδικίας περί το υποκείμενο του κληρονομικού δικαιώματος (παρ. γ') συντρέχει δε η περίπτωση αυτή, οσάκις αμφισβητείται είτε η ιδιότητα ορισμένου προσώπου ως κληρονόμου (ή ως κληροδόχου) είτε η έκταση του κληρονομικού δικαιώματος και β) σε εκείνες που λόγω συνδρομής ορισμένων πραγματικών και νομικών δεδομένων, που ορίζονται στο άρθρο 8 του νδ 118/1973, είναι δυνατή η μετάθεση του χρόνου αυτού με απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας ΔΟΥ, ο οποίος θα εκτιμήσει τα πραγματικά και νομικά δεδομένα και αιτιολογημένα θα αποφασίσει τη μετάθεση του χρόνου τούτου, μετά πάντοτε οπό αίτηση του υπόχρεου κληρονόμου. Μεταξύ άλλων περιπτώσεων το άρθρο 8 προβλέπει την κατ' εξαίρεση μετάθεση του χρόνου γενέσεως της φορολογικής υποχρεώσεως, σε περίπτωση που τα αντικείμενα της κτήσεως κατέστησαν επίδικα μετά το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και εφόσον ο κληρονομούμενος δεν ευρίσκεται στη νομή αυτών
4.    Επειδή στο άρθρο 61 του ν δ 118/1973, ορίζεται ότι «1. Ο κατά το άρθρον 5, υπόχρεως εις φόρον υποχρεούται εις δήλωσιν δια την παρ. αυτού κτωμένην αιτία θανάτου περιουσίαν και στο άρθρο 63 ότι «1. Αι υπό των διατάξεων του παρόντος προβλεπόμενοι προθεσμίαι υπολογίζονται κατά τας διατάξεις των άρθρων 241 έως και 246 του Αστικού Κωδικός 2. Η προς δήλωσιν προθεσμία άρχεται: α)... β) Από της δημοσιεύσειυς της διαθήκης δια τους εκ διαθήκης κληρονόμους ή κληροδόχους. γ) Από του εκάστοτε εν άρθροις 7 και 8 οριζομένου χρόνου, δ) ...», Τέλος, στο άρθρο 102 του ν 118/1973 και στο ταυτόσημο άρθρο 102 του ν. 2961/2001 "Φορολογία κληρονομιών, δωρεών κ.λπ." ορίζεται ότι: «... Παραγραφή δικαιώματος επιβολής φόρου και προστίμου. 1 Το Δημόσιο εκπίπτει του δικαιώματος του για την κοινοποίηση πράξης επιβολής φόρου και προστίμου προκειμένου: α) ..... β) για παράλειψη δήλωσης ολόκληρης ή μέρους της περιουσίας που αποκτήθηκε ή εικονικότητας του συμβολαίου, μετά δεκαπενταετία από το τέλος του έτους, μέσα στο οποίο έληξε η προθεσμία για υποβολή της δήλωσης ....5. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή και είσπραξη των φόρων, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, σε υποθέσεις για τις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1989 έχει παραγραφεί...." (όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 20 του ν. 3427/2005, ΦΕΚ Α 312/27.12.2005).».