Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018

ΣτΕ 325/2018 Δικηγόροι - Πειθαρχικά συμβούλια - Ανάρμοστη συμπεριφορά σε συνάδελφο και σε γραμματέα

Παραπομπή δικηγόρου σε πειθαρχικό συμβούλιο με την κατηγορία της ανάρμοστης συμπεριφοράς προς συνάδελφο και αντίδικό της καθώς και για ανάρμοστη συμπεριφορά σε γραμματέα. Σύσταση πειθαρχικού συμβουλίου. Τα πειθαρχικά συμβούλια των δικηγόρων αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοικήσεως, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Οιαδήποτε πλημμέλεια της συνθέσεως του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου καλύπτεται με την έκδοση της αποφάσεως του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Τα ζητήματα τα σχετικά με τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των οικείων δικηγορικών συλλόγων και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων καθώς και τη δημοσίευση των πειθαρχικών αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται από αυτά, διέπονται αποκλειστικώς από τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και δεν είναι στις περιπτώσεις αυτές εφαρμοστέες οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας. Επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Ελευθερία της έκφρασης. Οι δικηγόροι εκτός της αίθουσας συνεδριάσεων του δικαστηρίου - εντός της οποίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαύουν μεγαλύτερης ελευθερίας - δεν μπορούν να κάνουν παρατηρήσεις τόσο σοβαρές που υπερβαίνουν την επιτρεπτή έκφραση σχολίων χωρίς στέρεη πραγματική βάση ούτε μπορούν να διατυπώνουν προσβολές.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Οκτωβρίου 2017 με την εξής σύνθεση: Δ. Σκαλτσούνης, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και της αναπληρώτριας Προέδρου, που είχαν κώλυμα, Γ. Ποταμιάς, Δ. Εμμανουηλίδης, Σύμβουλοι, Ι. Παπαγιάννης, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Αντ. Γεωργακόπουλος.
Για να δικάσει την από 1η Μαΐου 2011 αίτηση:
της ..., η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ΚΠ (Α.Μ. ,,,,,), που τον διόρισε στο ακροατήριο,
κατά των: 1) Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με τον ΣΜ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ' αριθμ. .../2010 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, β) η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση και πρακτικά του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, γ) η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση και πρακτικά του ίδιου ως άνω Δικηγορικού Συλλόγου, δ) η υπ' αριθμ. .../2007 απόφαση και πρακτικά του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Εμμανουηλίδη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε      κ α τ ά     τ ο ν   Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1157630, 2931383/2011 έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το από 3.3.2016 δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η ακύρωση: α) της .../24.2.2010 αποφάσεως του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, με την οποία, κατόπιν μερικής αποδοχής εφέσεως της αιτούσας, δικηγόρου Θεσσαλονίκης, κατά της .../5.12.2007 αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (Δ.Σ.Θ.), επιβλήθηκε σε αυτήν η πειθαρχική ποινή της επιπλήξεως για ένα πειθαρχικό παράπτωμα, β) της .../5.12.2007 αποφάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ., με την οποία είχαν επιβληθεί στην αιτούσα σε πρώτο βαθμό πειθαρχικής δικαιοδοσίας, οι πειθαρχικές ποινές της επιπλήξεως και του προστίμου ύψους πεντακοσίων ευρώ για δύο πειθαρχικά παραπτώματα αντιστοίχως και γ) των .../30.5.2007 και .../11.7.2007 αναβλητικών αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ

3. Επειδή, μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη είναι η ../24.2.2010 απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων, διότι οι επίσης προσβαλλόμενες ../30.5.2007, ../11.7.2007 αναβλητικές αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Δ.Σ.Θ. ενσωματώθηκαν στην ../5.12.2007 απόφαση του ίδιου οργάνου, η δε τελευταία απόφαση απώλεσε την εκτελεστότητά της μετά την έκδοση της 13/24.2.2010 δευτεροβάθμιας αποφάσεως (ΣτΕ364/2017, 1912/2016 κ.ά.).
4. Επειδή, διάδικοι στην παρούσα δίκη είναι τόσο ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεδομένου ότι το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων είναι όργανο της κρατικής διοικήσεως, όσο και ο Δ.Σ.Θ., διότι με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλονται ρητά, έστω και απαραδέκτως, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, πράξεις οργάνου του – οι .../30.5.2007, .../11.7.2007 και .../5.12.2007 αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του (ΣτΕ 364/2017, 1912/2016 κ.ά.).

5. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων επιδόθηκε στην αιτούσα στις 2.3.2011, η οποία κατέθεσε εμπροθέσμως την κρινόμενη αίτηση στις 2.5.2011, ήτοι την 61η ημέρα, δεδομένου ότι η 60ή ημέρα ήταν 1η Μαΐου και ημέρα Κυριακή

6. Επειδή, στον ισχύοντα κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, Α΄ 235), πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 166 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208), ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος, ... υπαγόμενος εις πειθαρχικήν εξουσίαν ασκούμενην κατά τας διατάξεις του παρόντος. ...» (άρθρο 1), «Ο Δικηγόρος ... οφείλει ν' ασκή το λειτούργημα αυτού ευόρκως, να διάγη και να φαίνηται διάγων αξιοπρεπώς, να συμπεριφέρηται συμφώνως προς τας παραδόσεις του Δικηγορικού Σώματος και ν' απονέμη τον προσήκοντα σεβασμόν προς τας δικαστικάς Αρχάς, ...» (άρθρο 45 παρ. 1), «Η παράβασις των καθηκόντων και των υποχρεώσεων των επιβαλλομένων τω Δικηγόρω εκ τε των διατάξεων του Κώδικος, του εσωτερικού κανονισμού του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ως και εξ αποφάσεως τινος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού αποτελεί πειθαρχικόν παράπτωμα κρινόμενον και κολαζόμενον υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Συλλόγου κατά τας σχετικάς διάταξεις διά πειθαρχικής ποινής, ...» (άρθρο 64 παρ. 1), «Αρμόδιονπρος εκδίκασιν των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι το Πειθαρχικόν Συμβούλιον του Δικηγορικού Συλλόγου, εις όν ανήκεν ο εγκαλούμενος Δικηγόρος καθ΄ ον χρόνον υπέπεσεν εις το δι΄ ο εγκαλείται παράπτωμα, ...» (άρθρο 66 παρ. 1), «1. Η πειθαρχική εξουσία ασκείται υπό του οικείου Συμβουλίου αυτεπαγγέλτως ή επί εγγράφω ή προφορική αναφορά ... 2. Εντός εξ το βραδύτερον μηνών από της αυτεπαγγέλτου ενάρξεως της πειθαρχικής διώξεως ή της αναφοράς, το Πειθαρχικόν Συμβούλιον οφείλει να περατώση την ανάκρισιν και να εκδώση την οριστικήν αυτού απόφασιν, ...» (άρθρο 68 παρ. 1 και 2), «1. Άμα τη υποβολή προς τον Δικηγορικόν Σύλλογον αναφοράς κατά Δικηγόρου ή άμα τη ανακαλύψει οιουδήποτε παραπτώματος, ο Πρόεδρος ή ο νόμιμος αυτού αναπληρωτής, υποχρεούται δίδων τον προσήκοντα χαρακτηρισμόν του παραπτώματος να ορίση εν εκ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ως Εισηγητήν διά πράξεως καταχωριζομένης εις ειδικόν βιβλίον. 2. Το Διοικητικόν Συμβούλιον του Συλλόγου προβαίνει εις την συγκρότησιν του Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά το άρθρον 239. 3. Ο Εισηγητής ενεργεί πάσαν αναγκαίαν εξέτασιν, δικαιούται να καλή και εξετάζη μάρτυρας ενόρκως ή ανωμοτί, να ζητή έγγραφα παρά πάσης αρχής και Δικαστηρίου, ...» (άρθρο 72 παρ. 1, 2 και 3), «1. ... 2. Ο Εισηγητής υποχρεούται να συντάσσηκατηγορητήριον και να καλή τον διωκόμενον Δικηγόρον διά κλήσεως επιδιδομένης προς αυτόν διά δικαστικού κλητήρος ίνα λάβη γνώσιν του κατηγορητηρίου και της δικογραφίας και απολογηθή εγγράφως. ... 3. Μετά την υποβολήν της απολογίας ή την πάροδον της τεταγμένης προθεσμίας εφ' όσον επερατώθη η ανάκρισις ο Εισηγητής ανακοινοί τούτο εις τον Πρόεδρον του Πειθαρχικού Συμβουλίου όστις ορίζει ημέραν και ώραν συνεδριάσεως αυτού. Ο διωκόμενος καλείται διά πράξεως του Προέδρου κοινοποιουμένης αυτώ πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της εκδικάσεως, δικαιούται δε να παραστή ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου και μετά πληρεξουσίου Δικηγόρου. 4. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον κατά την προσδιορισθείσαν ημέραν δύναται να εξετάζη μάρτυρας κατά την κρίσιν του, μετά την απολογίαν του διωκομένου ή, εν περιπτώσει μη εμφανίσεώς του, μετά την διαπίστωσιν της νομίμου κλητεύσεως αυτού, εκδίδει την απόφασίν του, ...» (άρθρο 73 παρ. 2, 3 και 4), «Η απόφασις συντάσσεται εγγράφως εντός οκτώ ημερών από της εκδικάσεως και δέον να είναι ητιολογημένη. Επίσης εγγράφως συντάσσονται τα πρακτικά εντός της αυτής προθεσμίας. ...» (άρθρο 74), «Αι υπό του Πειθαρχικού Συμβουλίου επιβαλλόμεναι πειθαρχικαί ποιναί είναι: α) επίπληξις, β) πρόστιμον, γ) προσωρινή παύσις από του Δικηγορικού Λειτουργήματος 8 ημερών μέχρις 6 μηνών και δ) οριστική παύσις» (άρθρο 76 παρ. 1), «Ο τιμωρηθείς Δικηγόρος δικαιούται εντός 10 ημερών από της επιδόσεως της αποφάσεως να εκκαλέση ταύτην ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου» (άρθρο 77 παρ. 1), «1. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον, δικάζον κατά δεύτερον βαθμόν δικαιούται να διατάξη νέαν ανάκρισιν, ενεργουμένην κατά τα εν άρθρ. 67 επόμ., να καλή τον τιμωρηθέντα Δικηγόρον, αν ζητηθή παρά τούτου, πάντοτε δε αν δεν έχη απολογηθή πρωτοβαθμίως, να μεταρρυθμίζη ή και να εξαφανίση την εκκαλουμένην απόφασιν. 2. ... 3. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποφασίζει αμετακλήτως εκδίδον την απόφασίν του εντός τριμήνου το βραδύτερον από της εις αυτό εισαγωγής της σχετικής δικογραφίας, ...» (άρθρο 78 παρ. 1 και 3), «1. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον αποτελείται υπό του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Συλλόγου και τεσσάρων μελών. 2. ... 3. Παρ' οις Συλλόγοις το Διοικητικόν Συμβούλιον αποτελείται εξ εξ και πλέον μελών, μέλη του Πειθαρχικού συμβουλίου είναι τέσσαρες εκ των Συμβούλων οριζόμενοι δι' εκάστην υπόθεσιν υπό του Διοικητικού Συμβουλίου. 4. Προκειμένου περί δεκαπενταμελών Διοικητικών Συμβουλίων δύνανται δι’ αποφάσεων αυτών να ιδρύωνται πλείονα του ενός Πειθαρχικά Συμβούλια, οπότε του μεν εξ αυτού πρώτου προεδρεύει ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, του δευτέρου ο Αντιπρόεδρος και του τυχόν τρίτου ο αρχαιότερος των μετεχόντων αυτού μελών. 5. ...» (άρθρο 239 παρ. 1, 3 και 4), «Τον Πρόεδρον του Δικηγορικού Συλλόγου κωλυόμενον αναπληροί ο Αντιπρόεδρος και τούτον ο εν τη Δικηγορική υπηρεσία εκ των μελών του Πειθαρχικού Συμβουλίου αρχαιότερος» (άρθρο 240 παρ. 1), «1. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συγκαλείται υπό του Προέδρου, η συμπλήρωσις δε των μελών αυτού γίνεται επιμελεία αυτού. 2. Το Πειθαρχικόν Συμβούλιον συνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία αποφασίζει δε δι' απολύτου πλειοψηφίας. 3. Η παρουσία του Εισηγητού εκάστης υποθέσεως είναι απαραίτητος προς λήψιν αποφάσεων, ... 4. Περί της συνεδριάσεως τηρούνται πρακτικά, συντασσόμενα και υπογραφόμενα υπό του Προέδρου και του Γραμματέως Συμβούλου ή του υπαλλήλου Γραμματέως, εφ' όσον υπάρχει τοιούτος, άτινα παραμένουσι μυστικά ...» (άρθρο 241 παρ. 1, 2, 3 και 4), «1. Η θητεία του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ενιαύσιος από της 1ης Ιανουαρίου μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου. ... 2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο εδρεύει στην Αθήνα, στον Άρειο Πάγο. Το αποτελούν ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου ως Πρόεδρος, ένας Αρεοπαγίτης ως μέλος και τρεις δικηγόροι με συνολική υπηρεσία το λιγότερο 15 χρόνων ως τακτικά μέλη. Αναπληρωματικά μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζονται ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, δύο Αρεοπαγίτες και έξι δικηγόροι. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου ασκεί ο Γραμματέας του Αρείου Πάγου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. 3. Τα εκ των μελών του Αρείου Πάγου μέλη του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά, διορίζονται εντός του μηνός Δεκεμβρίου διά το επόμενον έτος δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Δικαιοσύνης. 4. ... 5. Το Ανώτατον Πειθαρχικόν Συμβούλιονσυνεδριάζει πάντοτε εν ολομελεία των συγκροτούντων αυτό μελών, ... Τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου, κωλυόμενον, αναπληροί ο ως αναπληρωματικόν μέλος διωρισμένος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, και τούτον ο έτερος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, ...» (άρθρο 242 παρ. 1, 2 [όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 1366/1983, Α΄ 81], 3 και 5).

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

ΣτΕ 88/2018: η μη τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης – παραδεκτή και βάσιμη αίτηση αναίρεσης-Ευγενία Πρεβεδούρου

ΣτΕ 88/2018: η μη τήρηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης – παραδεκτή και βάσιμη αίτηση αναίρεσης Ερμηνεία του άρθρου 53 παρ. 3 του πδ 18/1989
  1. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α΄, ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]». Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναίρεσης, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφοτέρων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 1873/2012επταμ., 435/2017κ.ά.). Ειδικότερα, κατά την έννοια της πρώτης των ανωτέρω παραγράφων, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθένα από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο, κρίσιμο για την επίλυση της διαφοράς, νομικό ζήτημα, ήτοι ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του ΣτΕ είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση με μη ανατραπείσα νομολογία του ΣτΕ ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτών, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 167/2017 επταμ., 1365/2017 επταμ. κ.ά.). Εξάλλου, ως νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε σχέση με την οποία μπορεί να προβληθεί αντίθεση προς θεμελίωση του παραδεκτού λόγου αναίρεσης, νοείται ερμηνευτική κρίση του Δικαστηρίου τόσο ρητή όσο και συναγόμενη εμμέσως πλην σαφώς(πρβλ. ΣτΕ 167/2017 επταμ., 2599/2015 επταμ.), η οποία μπορεί να εντοπίζεται είτε στη μείζονα είτε και στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού απόφασής του (βλ. λ.χ. ΣτΕ 4183/2015).
… Περιεχόμενο του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης
  1. Επειδή, το δικαίωμα ακρόασης του ενδιαφερόμενου πριν από την έκδοση δυσμενούς διοικητικής πράξης, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στον διοικούμενο, τον οποίο αφορά η δυσμενής διοικητική πράξη, να προβάλλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ούτως ώστε να επηρεάσει τη λήψη από το όργανο αυτό της σχετικής απόφασης, ύστερα από διαφορετική εμφάνιση ή εκτίμηση του πραγματικού υλικού (βλ. ΣτΕ 4447/2012Ολομ., 1620-1625/2017επταμ.). Ειδικότερα, όταν η φορολογική Διοίκηση άγεται στην έκδοση πράξης, με την οποία αποδίδεται στον επιτηδευματία παράβαση του Κ.Β.Σ., που συνίσταται στην έκδοση ή στη λήψη εικονικών φορολογικών στοιχείων (λόγω ανυπαρξίας των σχετικών συναλλαγών), και του επιβάλλεται το προβλεπόμενο στο νόμο πρόστιμο, ο επιτηδευματίας δικαιούται να εκθέσει στη Διοίκηση τις απόψεις του για την τέλεση της παράβασης (βλ. ΣτΕ 1620-1625/2017 επταμ., 3717/2015, πρβλ. ΣτΕ 2370/2007 Ολομ., 4587/2013689/2016κ.ά.). Για την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματός του, απαιτείται, κατ’ αρχήν, να του επιδίδεται σημείωμα με τις διαπιστώσεις του φορολογικού ελέγχου, σύμφωνα με το εδάφιο α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 36 του Κ.Β.Σ. (πρβλ. ΣτΕ 2370/2007 Ολομ., 1620-1625/2017 επταμ.).

Το λυσιτελές της προβολής λόγου προσφυγής περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης
  1. Επειδή, για το λυσιτελές της προβολής λόγου προσφυγής περί μη τήρησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης απαιτείται και αναφορά των ισχυρισμών που ο διοικούμενος θα προέβαλλε ενώπιον της Διοίκησης, αν είχε κληθεί (βλ. ΣτΕ Ολομ. 4447/2012), και οι οποίοι είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από την Διοίκηση (βλ. ΣτΕ 3578/20131369/20142301/2015689/20161098/201637/2017157/2017). Ειδικότερα, για το λυσιτελές τέτοιου λόγου προσφυγής δεν απαιτείται (πανηγυρική) διατύπωση από τον προσφεύγοντα ειδικού και συγκεκριμένου ισχυρισμού αναφορικά με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς (συμπεριλαμβανομένων, αναλόγως του περιεχομένου τους, και ισχυρισμών περί των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων) που αποστερήθηκε της δυνατότητας να θέσει υπόψη της Διοίκησης, πριν από την έκδοση της επίδικης πράξης της, αλλά αρκεί αυτός να αναφέρει τους εν λόγω ισχυρισμούς του με την προσφυγή του (όπως τυχόν συμπληρώνεται παραδεκτώς με δικόγραφο πρόσθετων λόγων)Τούτο συνάγεται εμμέσως, πλην σαφώς, από την υπαγωγή στις αποφάσεις 948/2012 και 2383/2012 του Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίθηκε (στη σκέψη 9 και 5, αντίστοιχα) ότι ο λόγος της προσφυγής και, στη συνέχεια, της έφεσης της αναιρεσείουσας περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης δεν προέκυπτε ότι είχε προβληθεί αλυσιτελώς, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναιρεσείουσα είχε διατυπώσει με την προσφυγή της ουσιώδεις ισχυρισμούς για το πραγματικό της υπόθεσης. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τις υποθέσεις, όπως η παρούσα, στις οποίες εφαρμόζεται κατά χρόνον η (προστεθείσα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010) διάταξη του άρθρου 79 παρ. 5 περιπτ. β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση προσφυγής κατά πράξης φορολογικής αρχής, «Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο ή τη διαδικασία έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την ακύρωση της πράξης».