Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

ΜονΠρΑθ 1685/18: Ομαδική ασφάλιση - Όροι. Περίπτωση όρου σε ομαδικό ασφαλιστήριο περί πρόσθετου ασφαλίστρου εξισορρόπησης. Με τον εξεταζόμενο συμβατικό όρο περί πρόσθετου «ασφαλίστρου εξισορρόπησης», η ενάγουσα δεν αναλαμβάνει να καλύψει τον ένδικο κίνδυνο από τα κεφάλαιά της, τα οποία σχηματίζει από το μεγάλο αριθμό των μελών της κοινωνίας των κινδύνων, αλλά ζητεί από το λήπτη της ασφάλισης να καλύψει τη διαφορά, που θα προκύπτει κάθε φορά, μεταξύ του τακτικού ασφαλίστρου και των αποζημιώσεων, που εκείνη θα έχει ήδη καταβάλει.

ΜονΠρΑθ 1685/18: Ομαδική ασφάλιση - Όροι. Περίπτωση όρου σε ομαδικό ασφαλιστήριο περί πρόσθετου ασφαλίστρου εξισορρόπησης. Με τον εξεταζόμενο συμβατικό όρο περί πρόσθετου «ασφαλίστρου εξισορρόπησης», η ενάγουσα δεν αναλαμβάνει να καλύψει τον ένδικο κίνδυνο από τα κεφάλαιά της, τα οποία σχηματίζει από το μεγάλο αριθμό των μελών της κοινωνίας των κινδύνων, αλλά ζητεί από το λήπτη της ασφάλισης να καλύψει τη διαφορά, που θα προκύπτει κάθε φορά, μεταξύ του τακτικού ασφαλίστρου και των αποζημιώσεων, που εκείνη θα έχει ήδη καταβάλει.Τα χαρακτηριστικά του εν λόγω συμβατικού όρου δεν συνάδουν με τα βασικά χαρακτηριστικά της σύμβασης ασφάλισης. Μοιάζουν περισσότερο με «διαχειριστική ασφάλιση», η οποία μόνο, κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να ασκείται από ασφαλιστική εταιρία στην περίπτωση της διαχείρισης των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων προσωπικού επιχείρησης. Όμως, εν προκειμένω δεν είναι αυτή η πραγματική και νομική βάση της κρινόμενης αγωγής. Η εξεταζόμενη λοιπόν, συμβατική πρόβλεψη δεν λαμβάνει υπ’ όψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου και έρχεται σε αντίθεση με το αρ. 2 παρ. 8 ν. 2496/1997 και, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη αναφορικά με την κύρια νομική βάση της.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1685/2018

Πρόεδρος: Γ. Τζιώτης

Από τις διατάξεις των αρ. 1 παρ. 1, 2, 9 παρ. 1 και 27 παρ. 1 ν. 2496/1997 προκύπτει ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, που αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον αντισυμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση της (ασφαλιστική περίπτωση), ότι ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου (τρίτου) προσώπου, που κατονομάζεται ή δεν κατονομάζεται στη σύμβαση, το οποίο είναι ο ασφαλισμένος και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού) είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. Τα χαρακτηριστικά κάθε ασφάλισης είναι τα εξής: α) Ο κίνδυνος, δηλαδή η δυνατότητα επέλευσης ενός περιστατικού, που είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα οικονομικό βάρος (οικονομική ανάγκη) είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό της ασφάλισης. Χωρίς κίνδυνο δεν υπάρχει ασφάλιση. Από τη φύση της η ασφαλιστική σύμβαση εμπεριέχει την αβεβαιότητα ως προς το αν ή πότε θα καταβληθεί το ασφάλισμα. Κίνδυνος, λοιπόν, είναι η επέλευση ενός περιστατικού, που είτε είναι αβέβαιο αν θα επέλθει, είτε είναι αβέβαιο το πότε θα επέλθει και το οποίο, πιθανόν, να επιφέρει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες. β) Η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς, κατά κανόνα κινδύνους (κοινωνία των κινδύνων), την οποία προϋποθέτει το αξίωμα του «μεγάλου αριθμού». Κάθε ασφάλιση βασίζεται στο αξίωμα του «μεγάλου αριθμού» (των μελών της κοινωνίας των κινδύνων), δηλαδή στον κατακερματισμό του κινδύνου, που, σύμφωνα με το νόμο των πιθανοτήτων, πραγματοποιείται σε βάρος ενός πολύ μικρότερου αριθμού προσώπων από όσα απειλεί. Βασίζεται, λοιπόν, η ασφάλιση στο «νόμο των πιθανοτήτων», που επιτρέπει να υπολογίζεται με μαθηματική ακρίβεια το ύφος του ασφαλίστρου. γ) Η μετάθεση των κινδύνων στο φορέα της ασφάλισης. δ) Η δυνατότητα δημιουργίας οικονομικού βάρους (οικονομικής ανάγκης) από την επέλευση του κινδύνου (στενή ή χαλαρή αναφορά της ασφάλισης προς οικονομική ανάγκη. ε) Το αντάλλαγμα για την κάλυψη της οικονομικής ανάγκης (ασφάλιστρο ή εισφορά). Κύρια ενοχική υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης, που βρίσκεται σε σχέση παροχής - αντιπαροχής με την ανάληψη του κινδύνου από τον ασφαλιστή, είναι η καταβολή ασφαλίστρου. Το ύψος του ασφαλίστρου κάθε ασφάλισης δεν αρκεί να έχει υπολογισθεί απλώς από τον ασφαλιστή αλλά πρέπει και να έχει συμπεριληφθεί στο περιεχόμενο των ασφαλιστικών συμβάσεων, ήτοι να έχει συμφωνηθεί μεταξύ του ασφαλιστή και του λήπτη της ασφάλισης. Η συμφωνία για το ασφάλιστρο μπορεί να αναφέρεται τόσο στο καθαρό ασφάλιστρο όσο και στις υπόλοιπες επιβαρύνσεις, το άθροισμα των οποίων αποτελεί το μεικτό ασφάλιστρο. Αν δεν έχει προβλεφθεί ασφάλιστρο στη σύμβαση θα πρέπει κατά περίπτωση είτε να κριθεί άκυρη η σύμβαση, καθόσον λείπει ένα συστατικό στοιχείο αυτής είτε, ανάλογα με το είδος της ασφάλισης να υπολογισθεί το σύνηθες ασφάλιστρο. Χαρακτηριστικό της ασφάλισης με ασφάλιστρο είναι η σταθερότητα του ύψους του ασφαλίστρου κατά κανόνα σε όλη τη διάρκεια της ασφάλισης (βλ. Κ. Νούσια σε I. Ρόκα «Ασφαλιστική Σύμβαση, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του ν. 2496/1997», 2014, αρ. 6 αριθ. 11 σελ. 124) στ) Η νομική αξίωση κατά του φορέα ασφάλισης προς ασφαλιστική παροχή. Κεφαλαιώδους σημασίας είναι η διάταξη του αρ. 33 παρ. 1 ν. 2496/1997 (ΑσφΝ), που καθιστά «ημιαναγκαστικού» δικαίου το σύνολο των διατάξεων του νόμου αυτού, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον ΑσφΝ, δεν επιτρέπεται με την ασφαλιστική σύμβαση να περιοριστούν τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, παρά μόνο να διευρυνθούν. Μεταξύ, λοιπόν, των «ημιαναγκαστικού» δικαίου διατάξεων του ΑσφΝ είναι και το αρ. 2 παρ. 8, το οποίο ορίζει ότι όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου και να γράφονται με σαφήνεια και με ευδιάκριτα στοιχεία. Εξάλλου, ασφαλιστική επιχείρηση είναι η επιχείρηση, που έχει αποκλειστικό αντικείμενο τις ασφαλιστικές εργασίες (βλ. αρ. 2 παρ. 1 εδ. α΄ ν.δ. 400/1970, πριν την κατάργηση και αντικατάστασή του από τα αρ. 1-3 ν. 4364/2016). Η κύρια δε ασφαλιστική εργασία της ασφαλιστικής επιχείρησης είναι η σύναψη ασφαλιστικών (πρωτασφαλιστικών) συμβάσεων με σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων (άσκηση ιδιωτικής ασφάλισης για δικό της λογαριασμό), των οποίων τα ουσιώδη χαρακτηριστικά εκτέθηκαν ανωτέρω. Μεταξύ των συμβάσεων, που επιτρέπεται να συνάπτει μια ασφαλιστική επιχείρηση, είναι και η «ομαδική ασφάλιση», για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο αρ. 29 παρ. 3 ν. 2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης. Πρόκειται, λοιπόν, για μορφή ασφάλισης με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Η ομαδική ασφάλιση, μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο του ασφαλίσματος (τρίτο). Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, το δικαίωμα του οποίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των όρων της σύμβασης (αρ. 201 επ. ΑΚ), έχει άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή (και όχι από τον αντισυμβαλλόμενο - δέκτη της υπόσχεσης), το συμφωνηθέν ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) και πλήρωσης των όρων της σύμβασης. Πρόκειται περί γνήσιας ομαδικής ασφάλισης, η οποία λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (αρ. 411 ΑΚ), κατά την οποία, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση, ο δικαιούχος τρίτος αποκτά το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και δικαιούται να ασκήσει απευθείας αγωγή κατά του υποσχεθέντος (ασφαλιστή) και να απαιτήσει την προς αυτόν καταβολή της υποσχεθείσας παροχής (βλ. ΑΠ 162/2017, ΑΠ 11/2006, ΑΠ 1895/2008 ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ εξαίρεση, πάντως, βάσει ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης, επιτρέπεται σε ασφαλιστική επιχείρηση να ασκεί «διαχειριστική ασφάλιση» δηλαδή μια επενδυτικής φύσης εργασία, η οποία δεν έχει σχέση με την κλασική μορφή ομαδικής ασφάλισης με την έννοια της ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το αρ. 13 κεφ. VII παρ. 2 α΄ ν.δ. 400/ 1970 «Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως» επιτρέπεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να συμβάλλονται με άλλη επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού της. 

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

MονΠρΑθ 49/18: Καταγγελία συμβάσεως εργασίας συνδικαλιστή - Άγνοια εργοδότη για την ιδιότητα του εργαζομένου.

MονΠρΑθ 49/18: Καταγγελία συμβάσεως εργασίας συνδικαλιστή - Άγνοια εργοδότη για την ιδιότητα του εργαζομένου. Η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών προϋποθέτει ότι ο εργοδότης γνωρίζει τη συνδικαλιστική ιδιότητα του προστατευόμενου γι' αυτό το λόγο εργαζομένου - Εν προκειμένω, ο ενάγων, μολονότι αδιαμφισβήτητα τυγχάνει συνδικαλιστικό στέλεχος, προστατευόμενο από τις διατάξεις του Ν. 1264/82, ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι σε κάποια στιγμή πριν από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας γνωστοποίησε στη νόμιμη εκπρόσωπο της εργοδότριας εναγόμενης εταιρίας την ιδιότητά του αυτή. Επίσης, οι αναρτήσεις του εργαζόμενου συνδικαλιστή σε ιστότοπους ή και γενικότερα η αναγνωρισιμότητά του στους τοπικούς συνδικαλιστικούς κύκλους δεν αρκεί για να προσδώσει στην εναγόμενη την απαιτούμενη γνώση περί αυτής του της ιδιότητας.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 49/2018

Πρόεδρος Πρωτοδικών: ΚΩΝ/ΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

(...) Λόγω των προσόντων που διέθετε ο ενάγων έγινε αμέσως αποδεκτός ―άλλωστε ήταν και ο μόνος - ως υποψήφιος, τόσο από τον Η.Μ., όσο και από την υπεύθυνη του προσωπικού και μάρτυρα ανταπόδειξης, οι οποίοι μάλλον υπεραισιοδοξούσαν για τα αποτελέσματα της πρόσληψης αυτής. Η τελευταία έλαβε χώρα στις 11-4-2016 και ο ενάγων αμέσως ανέλαβε, κατόπιν σχετικής βραχυχρόνιας εκπαιδεύσεως από τον Η.Μ. καθήκοντα ιατρικού επισκέπτη στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, με ιδιαίτερο (και κύριο) βάρος την Καβάλα και τη Δράμα. Παράλληλα ο ενάγων τυγχάνει και συνδικαλιστής, κατέχων τη θέση του Γενικού Γραμματέα στο πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο ―1ο προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνον, και ως αντιπρόσωπος στη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση- 2η προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνουσα. Ωστόσο ο ενάγων, μολονότι αδιαμφισβήτητα τυγχάνει συνδικαλιστικό στέλεχος, προστατευόμενο από τις διατάξεις του Ν. 1264/82, ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι σε κάποια στιγμή πριν από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας γνωστοποίησε στη νόμιμη εκπρόσωπο της εργοδότριας εναγόμενης εταιρίας την ιδιότητά του αυτή. Την κρίση του αυτή αντλεί το Δικαστήριο κυρίως από την παντελή έλλειψη οιουδήποτε εγγράφου σε ύποπτο ή και ανύποπτο χρόνο από τις 11-4-2016 έως και τις 16-2-2017 που να καταδεικνύει τη γνωστοποίηση της ιδιότητας αυτής προς τη νόμιμη εκπρόσωπο της εργαζόμενης, είτε κατά τη στιγμή της πρόσληψής του είτε μεταγενέστερα μέχρι και την 17η-2-2017 οπότε και απολύθηκε, οι δε μάρτυρες απόδειξης καταθέτοντας περί του θέματος αυτού απλώς αναμεταδίδουν πληροφορίες που τους γνωστοποιήθηκαν από τον ενάγοντα, μείζον δε βάρος προσδίδουν στην δημόσια συνδικαλιστική δράση του συναδέλφου τους, παρορώντας ότι για την εφαρμογή των ιδιαίτερα εξαιρετικών, και αμφιβόλου αντικειμενικότητας έναντι των λοιπών εργαζομένων - μη συνδικαλιστών, προστατευτικών διατάξεων της διάταξης του άρθρου 14 Ν. 1264/82, απαιτείται κατά την κρατούσα θέση της Νομολογίας που υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο ως την ορθή, σαφής και πλήρη γνώση του εργοδότη περί της συνδικαλιστικής ιδιότητας του απολυτέου, που στην προκείμενη περίπτωση ουδόλως αποδείχθηκε ούτε τυπικά, ούτε ατύπως, οι δε αναρτήσεις του ενάγοντος σε ιστότοπους ή τα μηνύματα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από προσωπικούς του λογαριασμούς, στους οποίους δεν είχε πρόσβαση η εναγόμενη εργοδότης ή και γενικότερα η αναγνωρισιμότητά του στους τοπικούς συνδικαλιστικούς κύκλους δεν αρκεί για να προσδώσει στην εναγόμενη την απαιτούμενη γνώση περί αυτής του της ιδιότητας. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε ούτε προφορική ενημέρωση του άμεσου ιεραρχικά ανωτέρου του, Η.Μ. περί αυτής του της ιδιότητας, παρά μόνο στις 17-2-2017 που ο ίδιος μαζί με τον έτερο ενόρκως βεβαιούντα «Κ» του εγχείρισε το έγγραφο της απόλυσής του, την οποία (απόλυση) ο ενάγων, απέκρουσε επικαλούμενος τότε για πρώτη φορά την συνδικαλιστική του ιδιότητα. Ούτε επιχείρημα περί υπάρξεως γνώσης θα μπορούσε επιτυχώς να αντληθεί από το γεγονός της ειδοποίησης μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προθέσεως του ενάγοντος να συμμετέχει στην πανελλαδική απεργία της 8ης-12-2016 της ΓΣΕΕ, καθόσον μόνο η συμμετοχή σε μία ευρείας κλίμακας πανελλαδική απεργία δεν αρκεί για να εγείρει υποψίες στον εργοδότη ότι ο απεργών τυγχάνει και συνδικαλιστής, ούτε η δήλωση βούλησής του αυτή συνοδευόταν από σχετική γνωστοποίηση της ιδιότητας που τυχόν επέτασσε την ενεργό συμμετοχή του, σε κάθε δε, περίπτωση επρόκειτο για μία καθολική και ευρείας κλίμακας απεργία με υψηλό ποσοστό συμμετοχής. Η άγνοια της εναγόμενης σαφώς καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο ενάγων καθόλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του επί δέκα μήνες, ουδέποτε έκανε χρήση των ευεργετικών διατάξεων για λήψη συνδικαλιστικών αδειών, στοιχείο που θα οδηγούσε στη γνώση της εναγόμενης περί της ιδιότητάς του αυτής, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρακίνησε επικαλούμενος τη συνδικαλιστική του ιδιότητα έτερους υπαλλήλους της εναγόμενης για το δικαίωμα λήψης πρόσθετης αποζημίωσης για εργασία τα Σαββατοκύριακα ή τις αργίες των εορτών, ή ότι έθεσε στην εναγόμενη το θέμα αυτό υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του, ώστε να αντληθεί τυχόν επιχείρημα περί γνώσεως της εναγόμενης. Τέλος δεν αντέχει στην κοινή λογική η σκέψη του να αναθέσει η εναγόμενη ένα εγχείρημα με αμφίβολο αποτέλεσμα, όπως οι αριθμοί αποτύπωναν ήδη, σε έναν εργαζόμενο συνδικαλιστή, ανεξαρτήτως των γνώσεων και της εμπειρίας που διέθετε, τον οποίο δεν θα μπορούσε να απολύσει άμα τη αποτυχία του εγχειρήματος, πράγμα που σαφώς γνώριζε καθόσον τυγχάνει εταιρία με πολλούς εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων και συνδικαλιστές. Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή κατά το μέρος της που αφορά στην ακυρότητά της λόγω της συνδικαλιστικής ιδιότητας του ενάγοντος κατ’ αμφότερα τα σκέλη αυτής τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκε η γνώση της ιδιότητας αυτής στο πρόσωπο της εναγόμενης μέχρι τη στιγμή της καταγγελίας (...).

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Αίτηση ανήλικης για άδεια γάμου - ΕιρΚαλαβρύτων 4/2015

[Διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας - Αίτηση ανήλικης στο Ειρηνοδικείο Καλαβρύτων για άδεια γάμου - Κύρια παρέμβαση γονέων. Λαμβάνοντας υπόψη την ωριμότητα της αιτούσας, την ψυχική επαφή και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των μελλονύμφων, κρίνεται ότι δεν είναι προς το συμφέρον της ανήλικης η τέλεση γάμου πριν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας της. Συνεκδικάζει αίτηση και κύρια παρέμβαση. Απορρίπτει αίτηση. Δέχεται κύρια παρέμβαση].

(...) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1350 παρ. 2 εδ. α' ΑΚ, οι μελλόνυμφοι πρέπει να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο νόμος συγχωρεί το γάμο σε πρόσωπα μικρότερης ηλικίας από το 18° έτος. Η εξαίρεση αυτή, που μπορεί να αφορά τον ένα ή και τους δύο μελλονύμφους, προβλέπεται στο άρθρο 1350 παρ. 2 εδ. β' ΑΚ. Μία από τις προϋποθέσεις της είναι η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την τέλεση του γόμου σε μικρότερη ηλικία. Ο σπουδαίος λόγος θα κριθεί βασικά από το συμφέρον του ανήλικου μελλονύμφου, π.χ. εγκυμοσύνη, κίνδυνος από αναβολή γάμου, μακρά ολοκληρωμένη σχέση των μελλονύμφων κ.λπ. Με τον πρόωρο γάμο δεν αρκεί να μη βλάπτεται το συμφέρον του ανηλίκου (π.χ. να μην υπάρχουν σοβαρές αντενδείξεις για την τέλεση του γάμου), αλλά πρέπει και να εξυπηρετείται το συμφέρον αυτό (κοινωνικό ή οικονομικό ή ηθικό κ.λπ.) (βλ. Α. Γεωργιάδης - Μ. Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, Κατ' άρθρο ερμηνεία, Τόμος VII, άρθρα 1350-1352, αρ. 26). Το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρώς υπόψη την ωριμότητα, τη σταθερότητα των απόψεων, την όλη προσωπικότητα, την ψυχική επαφή και την ηλικία των μελλονύμφων, εφόσον, από την λεκτική διατύπωση του άρθρου 1350 ΑΚ (όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του ΑΚ με τις διατάξεις του ν. 1329/83) προκύπτει ότι ο γάμος μεταξύ ατόμων, εκ των οποίων το ένα τουλάχιστον είναι ανήλικο, επιτρέπεται μόνο μετά από άδεια του Δικαστηρίου (ασχέτως συναινέσεως ή μη των ασκούντων τη γονική μέριμνα στον ανήλικο) και μόνον εφόσον επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο, τον οποίο καλείται να κρισιολογήσει και αποδεχθεί ή απορρίψει το Δικαστήριο αυτό, η απόφαση του οποίου πρέπει να έχει, ως αποκλειστικό γνώμονα, το αληθές συμφέρον του ανηλίκου και μάλιστα μακροπροθέσμως (βλ. ΜΠρΚατερ 644/1988 ΑρχΝ 1998. 687).
Με την κρινόμενη αίτηση της, η αιτούσα εκθέτει ότι άγει το 17ο έτος της ζωής της, ότι τον μήνα Αύγουστο του έτους 2011 αναπτύχθηκε ερωτικό αίσθημα μετά του Ι.Λ., κάτοικο Καλαβρύτων, ότι ήδη η σχέση τους διανύει τον τέταρτο χρόνο και επικαλούμενη την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, αφού ήδη βρίσκονται μαζί με τη θέληση της και αποχώρησε εκουσίως από το σπίτι της, εξαιτίας του ότι οι σχέσεις της με τον πατέρα και τη μητέρα της είναι ιδιαίτερα τεταμένες και οι συγκρούσεις τους καθημερινές, ενώ συνεπεία της άρνησης τους, μετά βεβαιότητας θα βιώσει σε ένα μικρό κοινωνικό περίγυρο τα ιδιαίτερα δυσμενή σχόλια, ούσα ανύπαντρη, με όλες τις άσχημες συνέπειες και τις αρνητικές κοινωνικές προεκτάσεις, ήτοι υφίσταται ανάγκη προστασίας της από τέτοιου είδους κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης και συνάδει προς το συμφέρον της η ένδικη αίτηση της, ότι με την τέλεση του γάμου της θα αποκατασταθούν και οι σχέσεις της με την οικογένεια της, αφού θα πάψει να υπάρχει ο καθημερινός φόβος της βίας και απειλής από μέρους τους στο άτομο της, προκειμένου να αναγκασθεί να διακόψει οποιαδήποτε επαφή και σχέση με τον άντρα που αγαπά, ότι το συμφέρον της επιβάλλει την τέλεση του γάμου όσο το δυνατόν γρηγορότερα με τον Ι. Λ. και την επιστροφή της στο σχολείο, ώστε να καταστεί δυνατή η αποφοίτηση της και ότι ο πατέρας της αρνείται αδικαιολόγητα να συναινέσει στο γάμο της, παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις του με το συγκεκριμένο άνθρωπο ήταν άριστες και τον γνωρίζει από μικρό παιδί, απασχολούμενοι και οι δύο με κτηνοτροφικές εργασίες, ζητά, κατ' ορθή εκτίμηση του αιτήματος της, να δοθεί σε αυτήν η άδεια να τελέσει γάμο πριν από την ενηλικίωσή της με τον ανωτέρω ενήλικο, Ι. Λ. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 παρ. 1, 742, 797 ΚΠολΔ και 121 ΕισΝΑΚ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1350 παρ. 2 εδ. β' ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί κατ' ουσίαν, αφού για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει τηρηθεί η προδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 748 παρ. 2 και 4 ΚΠολΔ (βλ. την υπ' αριθμ. 5109/10-11-2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καλαβρύτων ..., που νομίμως προσκομίζει μετ' επικλήσεως η αιτούσα, προς την αρμόδια Εισαγγελέα Πρωτοδικών Καλαβρύτων) και του άρθρου 742 εδ. β' ΚΠολΔ [βλ. τις υπ' αριθμ. 5103/6-11-2014 και 5104/6-11-2014 εκθέσεις επιδόσεως της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, που νομίμως προσκομίζει μετ' επικλήσεως η αιτούσα, προς τον Α. Σ. (πατέρα της ανήλικης) και τη Σ.Σ. (μητέρα της ανήλικης)].
Αν ο νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου εκφράζει αντιρρήσεις για την πρωτοβουλία του, μπορεί να ασκήσει παρέμβαση, η οποία τότε χαρακτηρίζεται ως κύρια (Αρβανιτάκη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμ. ΚΠολΔ, αρθρ. 742 αρ. 3- ΕφΑΘ 2891/1972 ΕΕΝ 1972.498- Δεληγιάννης, ΟικΔ Ι [1986] 99• αντίθ. ΜΠΘηβ 227/1986 ΕΕΝ 1987.221). Επομένως, η παρέμβαση την οποία οι διαφωνούντες με τον γάμο γονείς του ανηλίκου μελλονύμφου ασκούν στην εκκρεμή δίκη για παροχή στον αιτούντα ανήλικο αδείας γάμου (αρθρ. 742 του ΚΠολΔ) είναι κύρια παρέμβαση και κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 752 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο όπως και η αίτηση (αρθρ. 747 επ. ΚΠολΔ), αλλιώς είναι απαράδεκτη και απορριπτέα (βλ. όμως, ΜΠρΑγρ 226/2001 ΑρχΝ 2003.685, καθώς και Β. Μπρακατσούλα, Εκούσια Δικαιοδοσία, Θεωρία - Νομολογία - Πράξη, Έβδομη Έκδοση, 2002, σελ.62).