Ο παθών παράνομη βλάβη της υγείας ή του σώματος μπορεί να επιδιώξει τη δαπάνη εκτέλεσης μίας επιβαλλόμενης κοσμητικής ή πλαστικής εγχείρησης. Δεν απαιτείται οπωσδήποτε εκτέλεση της εγχείρησης, αλλά αρκεί η πρόθεσή του να υποβληθεί σε μία τέτοια επέμβαση. Για την πληρότητα όμως της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της μελλοντικής ζημίας πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής κατά τρόπο σαφή η ασκούμενη επί μέρους αξίωση κατά ποσό και είδος. Προκειμένου περί αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δαπάνης μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης πρέπει να εκτίθεται η αμοιβή του χειρουργού ιατρού, του αναισθησιολόγου, τα έξοδα του χειρουργείου, η δαπάνη παραμονής στην κλινική και η διάρκεια αυτής. Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνο κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια. Επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δίκαιο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κ.λπ., αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα.
Αριθμός 279/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαϊωάννου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Μαΐου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΗΣ: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΓΑ» που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ..., η οποία εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΚΚ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ... και 2) ..., κατοίκων Τ/Κ Κάρδαμα Δ/Ε Αμαλιάδας Δήμου Ήλιδας, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΑΤ, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας την από 24.11.2014 και με αριθ. εκθ. καταθ. 957/ΕΜ/281/14 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 63/2016 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δίκασε αντιμωλία και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την από 28.11.2016 και με αριθ. εκθ.καταθ. 49/2016 και προσδ. 412/2016 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόρος των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσης κατά της υπ'αριθμ. 63/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητιστικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και εμπροθέσμως, εφόσον προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται ότι το πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτόδικου δικαστηρίου στις 8.12.2016 και η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε στις 22.11.2016 (βλ. επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ..., επί του επιδοθέντος επισήμου αντιγράφου της ως άνω εκκαλουμένης αποφάσεως, που προσκομίζει με επίκληση η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα), (άρθρ. 511, 513 παρ. 1, 518 παρ.1 και 614.6Κ.Πολ.Δ). Επομένως, η έφεση η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/6-7-2012, με έναρξη ισχύος από 2.4.2012 (βλ. υπ' αριθμ. 0686176 παράβολο Δημοσίου).
Κατά το άρθρο 216.1 Κ.Πολ.Δ η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 177, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα παραπάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται ασαφώς ή ελλιπώς, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο αυτού. Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907, ΑΠ 252/2006 Δ 2006.1066). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την ύπαρξη της αδικοπραξίας και την απ' αυτή υποχρέωση του δράστη σε αποζημίωση του παθόντος απαιτείται: α) επέλευση ζημίας και τα στοιχεία που την προσδιορίζουν ως θετική ή αποθετική, β) η ζημία αυτή να επήλθε από το δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (330ΑΚ), γ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και δ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1067/2009 δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις των άρθρων 928 και 298 Α.Κ. προκύπτει ότι η αποζημίωση εκείνου που έπαθε παράνομη βλάβη της υγείας του ή του σώματος του περιλαμβάνει και τη μελλοντική ζημία αυτού. Η μελλοντική περιουσιακή ζημία, την οποία υφίσταται ο παθών, δεν είναι μόνο αποθετική ή διαφυγόν κέρδος λόγω της ανικανότητας του για εργασία με συνέπεια τον μερικό ή πλήρη περιορισμό των εισοδημάτων του αλλά μπορεί να είναι και μελλοντική θετική ζημία, όπως στην περίπτωση που ο παθών πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση προς ολοκλήρωση της αποθεραπείας του (ιδιαίτερα στα κατάγματα και στην πλαστική χειρουργική αποκατάσταση του σώματός του). Αποκαθίσταται δε η εν λόγω ζημία, εφόσον η επέλευση της είναι βέβαιη και η έκταση της μπορεί από τώρα να προσδιορισθεί, όχι όμως όταν είναι ενδεχομένη και υποθετική (ΕφΘεσ 949/2000 Αρμ. 2001.324, ΕφΔωδ107/1997 ΕπΣυγκΔ 1997.558, ΕφΑθ 331/1991 ΕΣυγκΔ 1994.387). Την επιδίκαση της σχετικής δαπάνης μπορεί να ζητήσει ο παθών και πριν από την πραγματοποίηση της, ήδη αμέσως μετά την προσβολή του σώματος ή της υγείας του (ΕφΑΘ 4754/1995 ΕΣυγκΔ. 1996.547). Κατά συνέπεια μπορεί να επιδιώξει ο παθών τη δαπάνη εκτέλεσης μίας επιβαλλόμενης κοσμητικής ή πλαστικής εγχείρησης, όπως είναι η διόρθωση ουλών στο πρόσωπο. Δεν απαιτείται η οπωσδήποτε εκτέλεση της εγχείρησης, αλλά αρκεί η πρόθεση του να υποβληθεί σε μία τέτοια επέμβαση. Για την πληρότητα όμως της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της μελλοντικής ζημίας πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής κατά τρόπο σαφή η ασκούμενη επί μέρους αξίωση κατά ποσό και είδος. Ειδικότερα προκειμένου περί αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δαπάνης μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης πρέπει να εκτίθεται η αμοιβή του χειρουργού ιατρού, του αναισθησιολόγου, τα έξοδα του χειρουργείου, η δαπάνη παραμονής στην κλινική και η διάρκεια αυτής. Αν η αναφορά αυτή δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη κατά νόμο επάρκεια δημιουργείται αοριστία, η οποία δεν θεραπεύεται ούτε με παραπομπή σε έγγραφα (ΕφΛαρ. 305/2007 δημ. στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ).