ΠΠρΗρακλείου 10/19 : ΑΛΛΗΛΟΧΡΕΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ - ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ. ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ - ΑΝΑΚΟΠΗ. Kαταγγελία σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό. Ανακοπή διαταγής πληρωμής. Κατ' αρχάς η από πλευράς τραπεζικού ιδρύματος παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης, αναφορικά με προηγούμενη γνωστοποίηση προς την πιστούχο και τον εγγυητή του χαρακτηρισμού τους ως μη συνεργάσιμων δανειοληπτών, δεν συνιστά άνευ ετέρου άκυρη, ως αντίθετη κατά το άρθρο 174 ΑΚ, την καταγγελία της σύμβασης. Σκοπός της προβλεπόμενης στον Κώδικα Δεοντολογίας διαδικασίας διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων είναι η εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ιδρύματος και η διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης. Στην προκείμενη περίπτωση, η καθ’ ης η ανακοπή δεν υποχρεούνταν να τηρήσει την εν λόγω διαδικασία, διότι είχε προηγηθεί η επιβολή σε βάρος της οφειλέτριας αναγκαστική κατάσχεση, με επισπεύδον το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι είχαν σε προγενέστερο χρόνο καταρτιστεί η συμφωνία εξυγίανσης και η σύμβαση αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής, στις οποίες συμβλήθηκε και ο ανακόπτων, βάσει των οποίων καθορίστηκε αναδιάρθρωση της συνολικής οφειλής, χωρίς ωστόσο να υπάρξει ουσιαστική εκδήλωση, από πλευράς της πιστούχου και του τελευταίου, πρόθεσης να τηρηθεί η εν λόγω διευθέτηση, κρίνει ότι η καταγγελία της ένδικης σύμβασης πίστωσης δεν έλαβε χώρα καταχρηστικά. Επιπρόσθετα, δεν αποδεικνύεται ότι υπήρξε από πλευράς της πιστούχου και των εγγυητών τυχόν εκδήλωση πρόθεσης τους προς νέα ρύθμιση της οφειλής τους. Τέλος, νομίμως η καθ’ ης η ανακοπή προέβαινε σε μετακύλιση σε βάρος της πιστούχου της εισφοράς του Ν. 128/1975, ενσωματώνοντας αυτή στο επιτόκιο της ένδικης πίστωσης. Απορρίπτει
ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Πρόεδρος: Ανδ. Αθανασιάδη (Πρόεδρος Πρωτοδικών)
Εισηγήτρια: Αν. Βοϊτσίδου (Πρωτοδίκης)
[…Με τους έβδομο, όγδοο και δέκατο έκτο λόγους της κρινόμενης ανακοπής, οι οποίοι πρέπει να εκληφθούν ως ένας ενιαίος, λόγω του περιεχομένου τους, ο ανακόπτων υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ακυρωθεί διότι η καθ’ ης καταχρηστικά ενήργησε αιτούμενη την έκδοση αυτής, καθ’ όσον κατά τον τελευταίο χρόνο (αυτή) βρισκόταν σε διαπραγματεύσεις με την πρωτοφειλέτιδα εταιρεία με την επωνυμία «… Α.Ε.», προκειμένου να υπάρξει οικειοθελής παράδοση ακινήτων της δεύτερης έναντι ολικής διαγραφής του ένδικου χρέους, καθώς και καταγγέλλοντας τη σύμβαση παροχής πίστωσης άκαιρα, χωρίς προηγούμενη ενημέρωσή του, ως εγγυητή, για την υπερημερία της πιστούχου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπ’ αριθμ. […]/31.10.2002 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Ότι επιπροσθέτως η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης από πλευράς της καθ’ ης έλαβε χώρα καταχρηστικά για το λόγο ότι δεν τηρήθηκε προηγουμένως ο Κώδικας Δεοντολογίας (Ν. 4224/2013), αναφορικά με προηγούμενη γνωστοποίηση προς την πιστούχο και τον εγγυητή του χαρακτηρισμού τους ως μη συνεργάσιμων δανειοληπτών και την κοινοποίηση προς αυτούς γραπτής ενημερωτικής επιστολής με αντικείμενο την καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση των δανειακών συμβάσεων. Με αυτό το περιεχόμενο ο εξεταζόμενος ενιαίος λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις του άρ. 281 ΑΚ, και των διατάξεων των ΠΔ/ΤΕ .../31.10.2012 και Ν. 4224/2013, με τη σημείωση ότι η από πλευράς τραπεζικού ιδρύματος παραβίαση της υποχρέωσης ενημέρωσης, που προβλέπεται στην υπό στοιχείο Γ παρ. 4 περ. α΄ της ΠΔ/ΤΕ ..../2002, καθώς και η μη τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 Ν. 4224/2013, δεν συνιστά άνευ ετέρου άκυρη, ως αντίθετη κατά το άρθρο 174 ΑΚ σε απαγορευτική διάταξη νόμου, την εκ μέρους του τελευταίου καταγγελία συναφθείσας σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό (βλ. ΜΕφΘεσ 2277/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά γεννά κατ’ αρχάς εποπτικής μόνο φύσεως συνέπειες και περαιτέρω δύναται, σε συνδυασμό προς άλλες περιστάσεις, να οδηγήσει στην αξιολόγηση της καταγγελίας της σύμβασης από την πλευρά του ως καταχρηστικής. Θα πρέπει, ωστόσο, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος διότι κατά πρώτον από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα και τα όσα οι διάδικοι ρητά ή σιωπηρά συνομολογούν (οι τελευταίοι δεν πρότειναν την εξέταση μαρτύρων κατά τη συζήτηση της υποθέσεως) δεν αποδεικνύεται ο θεμελιωτικός αυτού ισχυρισμός αναφορικά με το ότι κατά τον χρόνο της από 29.6.2016 καταγγελίας της ένδικης σύμβασης πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό η καθ’ ης η ανακοπή βρισκόταν με την πιστούχο εταιρεία, με επωνυμία «… Α.Ε.», σε στάδιο διαπραγματεύσεων, και δη προκειμένου να λάβει χώρα ολική διαγραφή της ένδικης απαίτησης βάσει παραχώρησης ακίνητων περιουσιακών στοιχείων της δεύτερης, λόγω των οποίων είχε τυχόν δημιουργηθεί σε αυτήν και στον ανακόπτοντα εγγυητή η εύλογη πεποίθηση ότι δεν επρόκειτο να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, καθώς ουδέν σχετικό εισφέρθηκε αποδεικτικά από τον τελευταίο. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται αληθής ο ισχυρισμός περί της αδυναμίας είσπραξης της ένδικης οφειλής βάσει της εκδόσεως του προσβαλλόμενου εκτελεστού τίτλου, και κατ’ επέκταση η μη ύπαρξη δικαιολογημένου συμφέροντος της καθ’ ης να προχωρήσει αρχικά στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης πίστωσης και ακολούθως να αιτηθεί την έκδοση της εν λόγω διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, καθ’ όσον δεν αρκεί, για να κριθεί ότι ασκήθηκε καταχρηστικά το δικαίωμα της καταγγελίας, μόνη η πρόκληση βλάβης, έστω και μεγάλης, στον οφειλέτη, παρά μόνον αν τούτο δύναται να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως η έλλειψη δικαιολογημένου συμφέροντος του δανειστή. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή, της ως άνω πιστούχου ανώνυμης εταιρείας και του ανακόπτοντος, ως εγγυητή, είχε, κατά τα προεκτεθέντα, καταρτιστεί η από 10.10.2013 συμφωνία εξυγίανσης, με αντικείμενο τη ρύθμιση της ένδικης συνολικής οφειλής, και την παροχή περιόδου χάριτος προκειμένου, όπως ρητά εκτίθεται στο τρίτο άρθρο αυτής, να εξευρεθεί λύση που να διασφαλίζει την εξυγίανση της λειτουργίας της πιστούχου και την προοπτική μελλοντικής κερδοφόρου συνεργασίας των προμηθευτών με αυτήν μετά την εξυγίανσή της, καθώς και στη συνέχεια, μετά την επικύρωση της δυνάμει της υπ’ αριθ. 16/3521/101/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, η από 9.1.2015 σύμβαση αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής, μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, με την οποία ειδικώς ο ανακόπτων αναγνώρισε ως ορθό το κατά την 30.6.2013 υπάρχον εκ της υπ’ αριθ. .../11.9.2000 σύμβασης πιστώσεως και των πρόσθετων αυτής πράξεων κατάλοιπο ύψους 568.559,91 ευρώ πλέον τόκων, ήτοι το ποσό στο οποίο αφορά η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ως προς αυτόν. Εντούτοις, έναντι της συνολικής οφειλής της πιστούχου, ύψους 6.949.135,82 ευρώ (καθώς προέρχεται από δύο συμβάσεις παροχής πίστωσης), καταβλήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από τις 21.3.2014 (ημερομηνία επικύρωσης της παραπάνω συμφωνίας εξυγίανσης) έως τις 29.6.2016 (ημερομηνία κλεισίματος του τηρούμενου λογαριασμού) μόνον το ποσό των 8.066,08 ευρώ. Περαιτέρω, επί του προβαλλόμενου ισχυρισμού περί της μη προηγούμενης καταγγελίας και του κλεισίματος του τηρούμενου προς εξυπηρέτηση της σύμβασης λογαριασμού ενημέρωσης του ανακόπτοντος, υπό την εκτεθείσα ιδιότητά του, για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμης οφειλής, δέον όπως αναφερθεί κατά πρώτον ότι η καθ’ ης η ανακοπή είχε αποστείλει στην πιστούχο εταιρεία την από 20.5.2016 εξώδικη δήλωση-πρόσκλησή της (βλ. την υπ’ αριθ. ..../26.5.2016 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας Ανατολικής Κρήτης Χ.Κ.), με την οποία την καλούσε όπως εντός προθεσμίας ενός μηνός προέβαινε στην καταβολή του οφειλόμενου, λόγω καθυστέρησης καταβολής ληξιπρόθεσμων τόκων και εξόδων για το χρονικό διάστημα από τις 22.6.2015 έως την επίδοση αυτής, ποσού των 184.630,76 ευρώ, διότι διαφορετικά θα θεωρούσε την από 10.10.2013 συμφωνία εξυγίανσης ως ανατραπείσα. Επιπλέον, ο ανακόπτων υποστηρίζει ότι η επίδοση της παραπάνω εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησης σε αυτόν πάσχει ακυρότητας διότι ο παραλαβών αυτήν δεν είχε την εκτιθέμενη στην υπ’ αριθ. .../26.5.2016 έκθεση επιδόσεως του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή ιδιότητα του συνεργάτη του, εντούτοις δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη της επικαλούμενης δικονομικής του βλάβης, καθώς δεν εισφέρθηκε αποδεικτικώς κάτι σχετικό, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατ’ άρθρον 159 παρ. 3 ΚΠολΔ η ακυρότητα της επίδοσης του άρθρου 129 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τη διαδικασία διαδικαστικής πράξης, δεν ερευνάται αυτεπαγγέλτως, αλλά μετά από πρόταση του διαδίκου και υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, που πρέπει ο προβάλλων την ακυρότητα να επικαλεστεί και να αποδείξει (βλ. ΑΠ 808/2004, Δ/νη 2006, 1391, ΕφΚρ 134/2003, ΤΝΠ ΔΣΑ). Σε κάθε, εξάλλου, περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι, ακόμα και αν υποτεθεί αληθής η επικαλούμενη δικονομική βλάβη του ανακόπτοντος και η μη λήψη γνώσης της ως άνω εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησης, ο τελευταίος θα προέβαινε, εντός μηνός από αυτήν, σε εξόφληση της τρέχουσας κατά τον χρόνο εκείνο ληξιπρόθεσμης οφειλής, συνολικού ύψους αυτής 184.630,76 ευρώ, προκειμένου να αποτρέψει την ανατροπή της από 10.10.2013 καταρτισθείσας συμφωνίας εξυγίανσης και κατ’ επέκταση την κήρυξη της όλης οφειλής ως απαιτητής και ληξιπρόθεσμης (βλ. ΠΠΘ 3909/2012, ΤΝΠ ΔΣΑ). Περαιτέρω, σκοπός της προβλεπόμενης στον Κώδικα Δεοντολογίας (άρθ. 1 παρ. 2 Ν. 4224/2013) διαδικασίας διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων είναι η εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και η διερεύνηση εναλλακτικής πρότασης αναδιάρθρωσης, μετά από αξιολόγηση των οικονομικών καταστάσεων του πρώτου και της τρέχουσας ικανότητας του για αποπληρωμή των οφειλών. Στην προκείμενη περίπτωση, η καθ’ ης η ανακοπή δεν υποχρεούνταν κατά πρώτον να τηρήσει την εν λόγω διαδικασία, προ της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης παροχής πίστωσης, ως προς την πιστούχο εταιρεία, διότι στις 28.12.2015 επιβλήθηκε σε βάρος της αναγκαστική κατάσχεση για ποσό 588.326,10 ευρώ, με επισπεύδον το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου «ΙΚΑ-ΕΤΑΜ» (Οργανική Μονάδα Ηρακλείου) και, συνεπώς, υπαγόταν στην - εισάγουσα εξαίρεση - περίπτωση του Κεφαλαίου Πρώτου Α.2 περ. γ΄ της ΠΔ 195/2016. Επιπλέον, αποδεικνύεται, καθώς τούτο δεν αμφισβητείται ειδικώς από την καθ’ ης η ανακοπή, ότι η εν λόγω διαδικασία δεν τηρήθηκε και ως προς τον ανακόπτοντα εγγυητή. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, κατά τα προεκτιθέμενα, είχαν σε προγενέστερο χρόνο καταρτιστεί οι από 10.10.2013 συμφωνία εξυγίανσης, επικυρωθείσα στη συνέχεια δικαστικώς, και από 9.1.2015 σύμβαση αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής, στις οποίες συμβλήθηκε και ο ανακόπτων, βάσει των οποίων καθορίστηκε αναδιάρθρωση της συνολικής οφειλής και ορίστηκαν συγκεκριμένα οι υποχρεώσεις των μερών, χωρίς ωστόσο να υπάρξει ουσιαστική εκδήλωση, από πλευράς της πιστούχου και του τελευταίου, πρόθεσης να τηρηθεί η εν λόγω διευθέτηση της πολυετούς και υψηλής εις ολόκληρον οφειλής τους, δεδομένης της καταβολής ενός ελάχιστου, σε σχέση με αυτήν, ποσού, ήτοι αυτό των 8.066,08 ευρώ για διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, έως το κλείσιμο του λογαριασμού, προκύπτει, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι η καταγγελία της ένδικης σύμβασης πίστωσης δεν έλαβε χώρα καταχρηστικά.