Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

ΕφΑθ 3056/20 : ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΜΕ ΕΜΜΙΣΘΗ ΕΝΤΟΛΗ ΣΕ ΝΠΔΔ - ΟΤΑ. ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΙΣΟΤΗΤΑ. Βαθμολογική και μισθολογική μεταχείριση των υπηρετούντων στο Δημόσιο Τομέα, στους OTA και στα ΝΠΔΔ δικηγόρων

ΑΡΙΘΜΟΣ 3056/2020

 

Πρόεδρος: Μ. Βλάχου, Εφέτης

Δικηγόρος: Γ. Λουκάς

 

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1321/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας (άρθρα 677-681 ΚΠολΔ), όπως αυτή ίσχυε πριν το Ν 4335/2015, έκανε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 29.6.2015 (αυξ. αριθ. καταθ. .../.../29.6.2015) αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 30.7.2019, ήτοι εντός διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 4.8.2017, της οποίας δεν προκύπτει κοινοποίηση (άρθρα 495 επ., 511, 513, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Παραδεκτώς δε εισάγεται για να εκδικασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν 3994/2011 και ισχύει για εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου, που ασκούνται από 25.7.2011). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των αμοιβών, όπως αυτή ίσχυε πριν το Ν 4335/2015 εφαρμοζόμενη κατ’ άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται να καταβληθεί από τους εκκαλούντες παράβολο εφέσεως σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν 4055/2012, αφού πρόκειται για υπόθεση που εξαιρείται της υποχρέωσης αυτής κατά το τελευταίο εδάφιο της ως άνω παραγράφου.

Με την από 29.6.2015 αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εξέθεσαν ότι είναι δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω και προσλήφθηκαν από τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ) με σχέση έμμισθης εντολής νομικών υπηρεσιών ο πρώτος στις 14.5.1985 και η δεύτερη στις 22.3.2002 και μετά την κατάργηση με το Ν 4046/2012 του ανωτέρω οργανισμού μεταφέρθηκαν με την ίδια σχέση εργασίας στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ΝΠΔΔ δυνάμει της υπ’ αριθ. .../2012 Διαπιστωτικής Πράξης Μεταφοράς Προσωπικού του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αμείβονται δε κατά την ΚΥΑ 2/17132/0022/2012. Ότι υφίστανται χωρίς αιτιολογία και χωρίς την επίκληση δημοσίου συμφέροντος, άνιση μεταχείριση, που παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, καθόσον για όμοια ή και λιγότερο χρονοβόρα ή περίπλοκη παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, άλλοι δικηγόροι με πάγια έμμισθη εντολή στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, αμείβονται κατά την ΚΥΑ 2/17127/0022/2012 και επιπλέον οι τελευταίοι λαμβάνουν και χρονοεπίδομα, το οποίο οι ίδιοι δεν λαμβάνουν, μετά την κατάργηση της σχετικής πρόβλεψης της ΚΥΑ 2/17132/0022/2012 με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. Γ΄, υποπαρ. Γ΄ του Ν 4093/2012. Εν όψει των ανωτέρω, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ΝΠΔΔ οφείλει να τους καταβάλει α) για το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 31.12.2012 τη διαφορά μεταξύ του ποσού του βασικού μισθού του Βαθμού Β΄ της κατηγορίας ΠΕ και του ποσού που έπρεπε να λαμβάνουν, ήτοι του βασικού μισθού του Βαθμού Α΄ της κατηγορίας ΠΕ με την προσθήκη χρονοεπιδόματος 2% για κάθε δύο (2) έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και β) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 30.6.2015 τη διαφορά μεταξύ του βασικού μισθού του Βαθμού Β΄ της κατηγορίας ΠΕ που λάμβαναν από 1.1.2013 (χωρίς την προσθήκη χρονοεπιδόματος) και του ποσού που έπρεπε να λαμβάνουν, ήτοι του βασικού μισθού του Βαθμού Α΄ της κατηγορίας ΠΕ, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί με την προσθήκη χρονοεπιδόματος 2% για κάθε δύο (2) έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού, σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν 4024/2011 και τη σχετική ερμηνευτική του νόμου εγκύκλιο ΥΠ.ΟΙΚ.2/78400/0022/14.11.2011 και συγκεκριμένα στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 31.863 ευρώ και στη δεύτερη από αυτούς το ποσό των 21.860 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, καθώς και να επιβληθεί σε βάρος του αντιδίκου τους η δικαστική τους δαπάνη. Επίσης, ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος να εξακολουθεί και μετά την 1.7.2015 να τους καταβάλει το βασικό μισθό του Βαθμού Α΄ της κατηγορίας ΠΕ, όπως αυτός διαμορφώνεται με την προσθήκη χρονοεπιδόματος 2%, για κάθε δύο (2) έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού, σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρο 13 του Ν 4024/2011 και τη σχετική ερμηνευτική εγκύκλιο ΥΠ.ΟΙΚ. 2/78400/0022/14.11.2011.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι υφίστανται δυσμενή διάκριση κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη στο σύνολό της. Κατά δε της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του και με τον προβαλλόμενο με αυτή λόγο, ο οποίος αφορά την παρά το νόμο κήρυξη αντισυνταγματικότητας, καθώς εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ορθά και σύμφωνα με το νόμο, θα έπρεπε να θεωρήσει σύμφωνη με το Σύνταγμα την διαφορετική αυτή μισθολογική αντιμετώπιση, επειδή αυτή αιτιολογείται επαρκώς από την απαιτούμενη λειτουργική ανεξαρτησία των Ανεξαρτήτων Αρχών, ζητεί δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την εν συνεχεία απόρριψη της κατ’ αυτού ασκηθείσης αγωγής στο σύνολό της.

Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και προβαίνοντας σε διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία, εκτός αν τούτο επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, που διαφοροποιούν την κατηγορία των προσώπων που αφορούν, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Άρα αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση άλλη κατηγορία- προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει να εφαρμοσθεί η νομοθετική ρύθμιση και για εκείνους εις βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατά παράβαση της ως άνω διατάξεως του Συντάγματος δημιουργούμενη ανισότητα (ΑΠ Ολ 15/1999, ΕλλΔνη 40, 760, ΑΠ 228/2003, ΕΕργΔ 2004, 802). Όλα αυτά ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σύνταξη, χορηγία, παροχές για τις οποίες το άρθρο 80 του Συντάγματος ορίζει ότι δεν εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κράτους. Και τούτο γιατί και στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η αρχή της ισότητας, που προστατεύει θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα των Ελλήνων, γι’ αυτό και η διάταξη που τη θεσπίζει δεν υπόκειται σε αναθεώρηση κατ’ άρθρο 110 του Συντάγματος και χωρίς να παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η με τα άρθρα 1, 26, 73 επ., 81 επ. και 87 επ. του Συντάγματος θεσπιζόμενη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αφού τα δικαστήρια υποχρεούνται στην περίπτωση αυτή να ασκήσουν έλεγχο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν την αρχή της ισότητας σε όλη την έκταση, όπως αυτή οριοθετήθηκε παραπάνω (ΟλομΑΠ 12/1997, ΝοΒ 1998, 40).

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

ΜονΠρωτΠειρ 780/20 : ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΠΛΟΙΟΥ - ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ - ΠΡΟΝΟΜΙΑ - ΤΕΛΗ - ΟΛΠ. Πλειστηριασμός πλοίου

ΜονΠρωτΠειρ 780/20 : ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΠΛΟΙΟΥ - ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ - ΠΡΟΝΟΜΙΑ - ΤΕΛΗ - ΟΛΠ. Πλειστηριασμός πλοίου - Προνομιούχοι επί του πλοίου κατά τον ΚΙΝΔ - Ανεπάρκεια πλειστηριάσματος. Στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων κατατάσσονται -μεταξύ άλλων- τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο. Απαιτήσεις ανακόπτουσας ΟΛΠ ΑΕ από οφειλόμενα τέλη που κατά τους ισχυρισμούς της θα έπρεπε να καταταγούν στην πρώτη τάξη - Κρίση ότι οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας, που δεν αποτελεί πλέον ΝΠΙΔ «διφυούς χαρακτήρα», αλλά ιδιωτική κερδοσκοπική ΑΕ με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, από την παροχή λιμενικών υπηρεσιών, όπως είναι και οι αναγγελλόμενες απαιτήσεις, δεν απολαμβάνουν πλέον του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 205 περ. α’ ΚΙΝΔ προνομίου κατάταξης. Απορρίπτει την ανακοπή.


ΜΟΝΟΜΕΛEΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 780/2020

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 29η Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …, που εδρεύει στον …… …… (… και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (ΑΜΔΣΠ ...), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Δ. Ο. Υ. (Δ.Ο.Υ.) Π. Π., που εδρεύει στον ….Αττικής (… και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. ΠΦ (ΑΜΝΣΚ ...), 2) Α. Δ.  Γ., που έχει διορίσει ως αντίκλητο τον Γ. Τ., κάτοικο ….. (…), ο οποίος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) Εταιρίας  περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία … που εδρεύει στα …), που έχει διορίσει αντίκλητο τον ..., κάτοικο ….. …), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 4) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο ……….. (… και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της ΈΑ– Κ (ΑΜΔΣΑ ...), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.07.2019 με Γ.Α.Κ. .../2019 και με Ε.Α.Κ. .../2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, Ν. Ν., τις οποίες προσάγει με επίκληση η ανακόπτουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση και κλήση προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλειά της στους δεύτερο και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 129, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ο δεύτερος και η τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, αυτοί να δικασθούν ερήμην (άρθρα 271 παρ. 1 και 2 εδ. α’, 585 παρ. 1, 591 παρ. 1 εδ. α’, 614 επ., 937 παρ. 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ).
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. α’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι ικανότητα διαδίκου έχει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα διαδίκου αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, η συνδρομή της οποίας εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 73 ΚΠολΔ. Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, ικανότητα διαδίκου δεν έχει οποιαδήποτε υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου, διότι σε αυτήν δεν απονέμεται από κάποια διάταξη νόμου ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ανεξάρτητη από το Ελληνικό Δημόσιο (Βλ. ΑΠ 1083/2013, ΕΠατρ 88/2011, ΜονΕΘ 1607/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από το άρθρο 126 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίδοση για το δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Επίσης, από το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του Διατάγματος της 26ης.6/10ης.7.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» συνάγεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες, καθώς και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή τους οικονομικούς εφόρους ή τελώνες ή οποιοδήποτε άλλο κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, σε περίπτωση παράλειψής της, ακυρότητα που ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση δικογράφου προς το Δημόσιο, πρέπει να γίνει, με ποινή ακυρότητας (ή απαραδέκτου για τις δίκες του ΚΕΔΕ), επίδοση στον Υπουργό Οικονομικών και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για την εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται ακυρότητα (ή απαράδεκτο), που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (Βλ. ΟλΑΠ 34/1988 ΝοΒ 1989.1200, ΑΠ 786/2014, ΑΠ 1570/2013, ΕΔωδ 172/2017, ΜονΕΠ 577/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ήδη, όμως, με το Ν. 4389/2016 συστήθηκε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» («Α.Α.Δ.Ε.»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της (άρθρο 1 παρ. 1). Με το άρθρο 36 παρ. 1 του παραπάνω νομοθετήματος ορίζεται ότι «1. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών…», ενώ από τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 43 προκύπτει ότι οι διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του νομοθετήματος -μεταξύ των οποίωνκαι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 ισχύουν από την 01.01.2017. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Ελληνικό Δημόσιο από την 01.01.2017, πρέπει αυτή να γίνεται με ποινή ακυρότητας στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και στο αρμόδιο όργανο, ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Ελληνικού Δημοσίου ή της παράστασής του ενώπιον του Δικαστηρίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Βλ. ΠΠΗ 31/2019 ΤΝΠ NOMOS, πρβλ. ΟλΑΠ 34/1988, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 126/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), συνάγεται ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 214 Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86), «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον αι ακόλουθαι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Με τις παραπάνω διατάξεις καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου και προσδιορίζεται κατ’ αποκλειστικότητα και προτεραιότητα η κατάταξη των ναυτικών προνομίων, τα οποία εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικονομικού δικαίου. Τα γενικά και ειδικά προνόμια των διατάξεων του ΚΠολΔ δεν στερούνται σημασίας στην κατάταξη επί πλειστηριασμού πλοίου, αλλά ακολουθούν μετά την κατάταξη των ναυτικών προνομίων και της ναυτικής υποθήκης επί του απομένοντος υπολοίπου, κατά την έκταση που οι απαιτήσεις αυτές δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 ΚΙΝΔ (Βλ. ΜονΕΠ 577/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της τέταρτης των καθ’ ων στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο πλειστηριάσθηκε αναγκαστικά το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ – Τ/Χ πλοίο … πλοιοκτησίας της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία …». Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 1.500.000 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος δεν κατέταξε την ανακόπτουσα, ενώ κατέταξε τους καθ’ ων η ανακοπή ως εξής: Α) Την πρώτη καθ’ ης προνομιακά και οριστικά στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ. α’ ΚΙΝΔ, για το ποσό των 2.258,54 ευρώ, Β) Τον δεύτερο καθ’ ου τυχαία και προνομιακά στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ. α’ ΚΙΝΔ για το ποσό των 11.600 ευρώ, Γ) Την τρίτη καθ’ ης τυχαία και προνομιακά στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ. β’ ΚΙΝΔ για το ποσό των 70.900,25 ευρώ, και Δ) Την τέταρτη καθ’ ης οριστικά για το ποσό του 1.411.636,77 ευρώ, το οποίο αποτελεί μέρος των ασφαλισμένων με προτιμώμενη ναυτική υποθήκη απαιτήσεών της. Ότι οι απαιτήσεις, συνολικού ποσού 88.252,42 ευρώ, για τις οποίες αναγγέλθηκε εμπρόθεσμα η ανακόπτουσα με την από 04.09.2018 αναγγελία της, το περιεχόμενο της οποίας ενσωματώνεται στο δικόγραφο της ανακοπής, αφορούν σε δικαιώματα παραβολής του πλειστηριασθέντος πλοίου σε ιδιωτικά ναυπηγεία κατά το χρονικό διάστημα από 01.12.2013 έως 17.08.2018, και τυγχάνουν προνομιακές, με βάση το άρθρο 205 περ. α’ ΚΙΝΔ, διότι αποτελούν τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλειστηριασθέν πλοίο. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, για τον αναφερόμενο στο δικόγραφο της ανακοπής λόγο, ζητείται η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ώστε να καταταγεί σε αυτόν προνομιακά η ανακόπτουσα για το ποσό των 88.252,42 ευρώ, με αντίστοιχη αποβολή των αντιδίκων της. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η ανακοπή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 10.07.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Σ. Γ. επί της υπ’ αριθ. … πρόσκλησης δανειστών), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 24.07.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή την 25.07.2019 (Βλ. τις υπ’ αριθ. … …, … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ν. Ν.). Κατά το σκέλος που η ανακοπή στρέφεται σε βάρος της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, Δ. Ο. Υ. (Δ.Ο.Υ.) Π. Π., η οποία αποτελεί δημόσια υπηρεσία χωρίς νομική αυτοτέλεια και ως εκ τούτου δεν έχει ικανότητα διαδίκου, κατά την έννοια του άρθρου 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, ο Προϊστάμενος της ως άνω υπηρεσίας εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο και είναι διάδικος με την ιδιότητα του καθ’ ου στην παρούσα δίκη, κατ’ επιτρεπτή εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής (Βλ. ΑΠ 1083/2013, ό.π.). Όμως, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος του παραπάνω διαδίκου η ανακοπή είναι απαράδεκτη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας για την άσκησή της η ανακόπτουσα επέδωσε αντίγραφο της ανακοπής μόνο στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά (Βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης), χωρίς να προκύπτει, ούτε άλλωστε η ίδια επικαλείται, ότι επέδωσε το δικόγραφο της ανακοπής και στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., όπως όφειλε, με αποτέλεσμα η επίδοση της ανακοπής να μην έχει ολοκληρωθεί και να μην παράγει έννομες συνέπειες, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Κατά τα λοιπά, αναφορικά δηλαδή με τους λοιπούς καθ’ ων, η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 03.12.2018 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ν. Ν.). Ωστόσο, αναφορικά με τους δεύτερο και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή, Α. Δ. και εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία … αντίστοιχα, η ανακοπή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου (άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ), και, επομένως, είναι για τον λόγο αυτόν απορριπτέα ως προς τους παραπάνω διαδίκους. Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη αφενός το ποσό του πλειστηριάσματος (1.500.000 ευρώ), αφετέρου το ύψος των απαιτήσεων της ανακόπτουσας (88.252,42 ευρώ), καθώς και το ύψος των απαιτήσεων των ως άνω διαδίκων (11.600 ευρώ και 70.900,25 ευρώ, αντίστοιχα), οι οποίοι κατατάχθηκαν προνομιακά στη δεύτερη τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με το ότι με την ανακοπή δεν αμφισβητούνται οι καταταχθείσες απαιτήσεις του δεύτερου και της τρίτης των καθ’ ων, ούτε ο προνομιακός τους χαρακτήρας, ακόμη και εάν γινόταν δεκτός ο μοναδικός λόγος της ανακοπής, ο οποίος αφορά την ύπαρξη προνομίου της ανακόπτουσας στην πρώτη τάξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα δεν θα έβλαπτε τους δεύτερο και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή, αλλά θα έβλαπτε μόνο την τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή – ενυπόθηκη δανείστρια, η οποία κατατάχθηκε για το ποσό του 1.411.636,77 ευρώ, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων που εξοπλίζονται με ναυτικό προνόμιο. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, πρέπει η ανακοπή, στην οποία ενσωματώνονται η από 04.09.2018 αναγγελία της ανακόπτουσας, καθώς και τα εκδοθέντα για τις απαιτήσεις της τιμολόγια, επομένως, περιέχει ακριβή περιγραφή των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η κατάταξη, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από την τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, καθώς και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου της, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος της τέταρτης καθ’ ης η ανακοπή.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Άρειος Πάγος 368/2019 Δάνεια - Τραπεζικές χρεώσεις - Πληροφόρηση του καταναλωτή για το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο - Είσπραξη προμηθειών στις χορηγήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων


Αριθμός 368/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο - Εισηγητή και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 22 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Τ. του Α., 2) Π. Τ. του Α. και 3) Δ. Μ. του Θ., κατοίκων .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ........, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "... Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρία", που εδρεύει στην …, διατηρεί νομίμως υποκατάστημα στην …, εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Της προσθέτως υπέρ της αναιρεσίβλητης παρεμβαίνουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." και το διακριτικό τίτλο "...", η οποία εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως νόμιμης διαχειρίστριας εταιρίας της ειδικής διαδόχου της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ......, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-8-2015 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2092/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 1115/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2-10-2017 αίτησή τους. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 9-7-2018 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ζήτησε όσα αναφέρονται σε αυτήν.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν οι αναιρεσείοντες και η προσθέτως παρεμβαίνουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της αναίρεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση που ασκείται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι της ασκήσεώς της διαδίκους, τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο, αν όλοι οι διάδικοι που καλούνται διαμένουν στην Ελλάδα (ΑΠ 1736/2017). Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υποθέσεως (ΑΠ 1329/2017, ΑΠ 611/2013, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1485/2006, ΑΠ 91/2005). Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 1731/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 περ. γ του ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων....", "Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις". Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, "Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α' 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης". Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας στη δίκη επί της αιτήσεως αναιρέσεως, αν κάποιος από τους αναγκαίους ομοδίκους δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, πλην, όμως, έχει κλητευτεί νομίμως είτε από τον αντίδικό του, είτε από αναγκαίο ομόδικο, τότε η συζήτηση χωρεί νομίμως και ως προς τον απολειπόμενο αυτόν αναγκαίο ομόδικο (ΑΠ 756/2017, ΑΠ 681/2016), αφού, αν και δεν παραστάθηκε, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από τον αναγκαίο ομόδικό του. Στην προκείμενη περίπτωση, η εδρεύουσα στην … ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "..." και το διακριτικό τίτλο "...", με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 20-8-2018 και επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, κατά σύντμηση της προθεσμίας, στους αναιρεσείοντες και την αναιρεσίβλητη (βλ. τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την παρεμβαίνουσα υπ' αριθμ. ...6Β', ...8Β', ...3Β'και ...9Β'/28-8-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης Δ. Π.), άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον της το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "... S.A.", ειδικής διαδόχου της αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία, η οποία έχει νόμιμα αδειοδοτηθεί και ελέγχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, όπως αυτός ισχύει (απόφαση 225/12-4-2017 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων, ΦΕΚ B'/1391/24-4-2017), είναι διαχειρίστρια απαιτήσεων της αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας από χορηγήσεις δανείων και πιστώσεων προς οφειλέτες, που οι οφειλές τους έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και έχουν καταγγελθεί από την αναιρεσίβλητη, η οποία, στο πλαίσιο τιτλοποίησης αξιώσεων, δυνάμει της από 30-6-2017 συμβάσεως πώλησης και εκχώρησης απαιτήσεων και της με ίδια ημερομηνία διορθωτικής πράξης αυτής, αντίγραφα των οποίων έχουν νομίμως καταχωρηθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο … υπ' αριθ. Πρωτοκόλλου …4/2017 και ….9/2017, αντιστοίχως, έχει μεταβιβάσει τις απαιτήσεις αυτές στην αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "... S.A", ανώνυμη εταιρεία ειδικού σκοπού [που έχει νομίμως συσταθεί και λειτουργεί συμφώνως προς τους Νόμους του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου και τον Λουξεμβουργιανό Νόμο της 22ας Μαρτίου 2004 περί τιτλοποιήσεων (Λουξεμβουργιανός Νόμος περί τιτλοποιήσεων) και έχει καταχωρισθεί στο Λουξεμβουργιανό Εμπορικό και Εταιρικό Μητρώο υπ' αριθμό Β214339], η οποία, ακολούθως, ανέθεσε την διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην παρεμβαίνουσα ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 30-7-2017 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρισθεί στο Δημόσιο Βιβλίο του Ν. 2844/2000 κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003 και ειδικότερα στο Ενεχυροφυλακείο … υπ' αριθ. Πρωτοκόλλου ….15/2017. Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και οι απαιτήσεις της αναιρεσίβλητης - υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση Τράπεζας, που απορρέουν από την υπ' αριθμ. …..5/2-2-2006 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, την οποία αυτή κατήρτισε με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "...", που έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, δυνάμει της υπ' αριθμ. 3619/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και της οποίας την τήρηση των όρων εγγυήθηκαν οι αναιρεσείοντες - καθών η πρόσθετη παρέμβαση, κατά των οποίων, δυνάμει της ανωτέρω σύμβασης, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. …946/2015 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που προσβλήθηκε με την ένδικη ανακοπή των αναιρεσειόντων. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ' άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα μεταξύ της κυρίας διαδίκου αναιρεσίβλητης και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας να δημιουργηθεί σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας, και πρέπει, ως εκ τούτου, αυτή να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναίρεσης (άρθρα 246 και 573 Κ.Πολ.Δ). Όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τους αναιρεσείοντες υπ' αριθμ. …..2Δ/27-2-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών Κ. Κ., αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης με την κάτω από αυτή πράξη προσδιορισμού της παρούσας δικασίμου (22-10-2018) και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή έχει επιδοθεί, με επιμέλεια των αναιρεσειόντων που επισπεύδουν την συζήτηση, νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη εταιρεία (άρθρο 568 παρ. 2, 3 και 4 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, κατ' εφαρμογή των όσων εκτέθηκαν παραπάνω, εφόσον η τελευταία, αναιρεσίβλητη - υπερής η πρόσθετη παρέμβαση, δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την αναγκαία ομόδικό της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα και η συζήτηση θα χωρήσει ως εάν ήταν και αυτή παρούσα.

Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119 παρ.1 του κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 παρ.1 περ.α ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, σύμφωνα με την οποία μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται να παρατίθεται, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως, ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση υπό την έποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσης της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 330/2012, ΑΠ 15/2007) και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Εξάλλου, διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση ανοίγματος του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστώτριας τράπεζας και του καθού η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται, ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε, ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της σύμβασης πίστωσης μέχρι το κλείσιμό της (ΑΠ 1071/2017), χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα επιμέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, και ειδικότερα να προσδιορίζεται το επιτόκιο που εφαρμόστηκε για τον υπολογισμό των τόκων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο επισυναπτόμενο απόσπασμα, από το οποίο, κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της τράπεζας (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 1391/2011, ΑΠ 1094/2006), η απαίτηση δε είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1094/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο, δεύτερο και έκτο λόγους της ανακοπής προβάλλεται αοριστία της αίτησης για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, και, συνακόλουθα, ακυρότητα της ένδικης διαταγής πληρωμής, λόγω μη αναφοράς στην αίτηση αυτή του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων που ήταν κυμαινόμενο. Το Εφετείο απέρριψε τους ανωτέρω λόγους ως μη νόμιμους, με την αιτιολογία ότι "για το, κατ άρθρο 626 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραδεκτό της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής επί οφειλής που προέκυψε από λογαριασμό που τηρήθηκε στα πλαίσια σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, ο οποίος έκλεισε, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, αναγκαίο περιεχόμενο αυτής της αίτησης συνιστά η αναφορά της απαίτησης και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, και δεν απαιτείται να αναφέρεται και το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε από την τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων. Έτσι που έκρινε το Εφετείο και δεν ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας της σχετικής αίτησης (τα αναγκαία στοιχεία της οποίας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, δεν ταυτίζονται με αυτά της αντίστοιχης αγωγής) όχι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συνεπώς δεν υπέπεσε στην από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, όπως κατά την αληθή νοηματική του έννοια με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλουν οι αναιρεσείοντες, και, επομένως, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

4000/1/111-δ/2019 Έξοδος και επανείσοδος αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών κατόχων αδειών διαμονής, η ισχύς των οποίων έχει λήξει και αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών που έχουν αιτηθεί τη λήψη αρχικής άδειας διαμονής

Αριθμ. 4000/1/111-δ/2019

(ΦΕΚ Β' 4740/20-12-2019)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις της παρ. ιζ’του άρθρου 1, των άρθρων 89 και 25 του ν. 4251/2014 «Κώδικας Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης και λοιπές διατάξεις.» (Α΄ 80).

2. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄98).

3. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του τακτικού προϋπολογισμού, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. 8000/1/2019/104-β΄από 9-12-2019 Εισήγηση του άρθρου 24 του ν. 4270/2014, του Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Επιτελικού Σχεδιασμού, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

1. Κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2020 έως και 31-12-2020, επιτρέπεται, μία ή περισσότερες φορές, η έξοδος και επανείσοδος, αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών, νόμιμα διαμενόντων στην Ελλάδα, οι οποίοι υπάγονται στις ρυθμίσεις της παρ. 7 του άρθρου 8, και της παρ. 4 του άρθρου 9, του ν. 4251/2014, με σκοπό να επισκεφθούν τη χώρα καταγωγής τους, εφόσον αφενός, έχουν αναχωρήσει από τη χώρα μας εντός του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος και αφετέρου, φέρουν ισχύον διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο, αναγνωρισμένο από την χώρα μας συνοδευόμενο από: α) ισχύουσα βεβαίωση κατάθεσης όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών για αρχική χορήγηση ή ανανέωση άδειας διαμονής, βάσει των διατάξεων της παρ. 7 του άρθρου 8 και της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 4251/2014 ή β) ισχύουσα ειδική βεβαίωση βάσει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 4251/2014.
 
2. Ομοίως, επιτρέπεται η επανείσοδος των ανωτέρω κατηγοριών αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών, εφόσον έχουν αναχωρήσει από τη χώρα μας κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2019 έως και 31-12-2019, κατ’ εφαρμογή της διαδικασίας της παραγράφου 1 και δεν έχει εκδοθεί εν τω μεταξύ απορριπτική ή ανακλητική απόφαση επί των αιτήσεων χορήγησης ή ανανέωσης άδειας και ισχύουσας ειδικής βεβαίωσης αντίστοιχα.

3. Από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας εξαιρούνται οι κάτοχοι ειδικής βεβαίωσης νόμιμης διαμονής η οποία τους χορηγήθηκε σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 4251/2014

Άρθρο 2

Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως .

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 17 Δεκεμβρίου 2019

Ο Υπουργός

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ