Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

ΜονΠρωτΠειρ 780/20 : ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΠΛΟΙΟΥ - ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ - ΠΡΟΝΟΜΙΑ - ΤΕΛΗ - ΟΛΠ. Πλειστηριασμός πλοίου

ΜονΠρωτΠειρ 780/20 : ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΠΛΟΙΟΥ - ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ - ΠΡΟΝΟΜΙΑ - ΤΕΛΗ - ΟΛΠ. Πλειστηριασμός πλοίου - Προνομιούχοι επί του πλοίου κατά τον ΚΙΝΔ - Ανεπάρκεια πλειστηριάσματος. Στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων κατατάσσονται -μεταξύ άλλων- τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο. Απαιτήσεις ανακόπτουσας ΟΛΠ ΑΕ από οφειλόμενα τέλη που κατά τους ισχυρισμούς της θα έπρεπε να καταταγούν στην πρώτη τάξη - Κρίση ότι οι απαιτήσεις της ανακόπτουσας, που δεν αποτελεί πλέον ΝΠΙΔ «διφυούς χαρακτήρα», αλλά ιδιωτική κερδοσκοπική ΑΕ με αμιγή χαρακτήρα επιχειρηματικής εκμετάλλευσης, από την παροχή λιμενικών υπηρεσιών, όπως είναι και οι αναγγελλόμενες απαιτήσεις, δεν απολαμβάνουν πλέον του προβλεπομένου στη διάταξη του άρθρου 205 περ. α’ ΚΙΝΔ προνομίου κατάταξης. Απορρίπτει την ανακοπή.


ΜΟΝΟΜΕΛEΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 780/2020

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 29η Οκτωβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …, που εδρεύει στον …… …… (… και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κίμωνα Γκιουλιστάνη (ΑΜΔΣΠ ...), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΩΝ ΚΑΘ’ ΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Δ. Ο. Υ. (Δ.Ο.Υ.) Π. Π., που εδρεύει στον ….Αττικής (… και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τη δικαστική πληρεξούσια του Ν.Σ.Κ. ΠΦ (ΑΜΝΣΚ ...), 2) Α. Δ.  Γ., που έχει διορίσει ως αντίκλητο τον Γ. Τ., κάτοικο ….. (…), ο οποίος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, 3) Εταιρίας  περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία … που εδρεύει στα …), που έχει διορίσει αντίκλητο τον ..., κάτοικο ….. …), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 4) Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία …, που εδρεύει στο ……….. (… και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της ΈΑ– Κ (ΑΜΔΣΑ ...), η οποία κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ανακόπτουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.07.2019 με Γ.Α.Κ. .../2019 και με Ε.Α.Κ. .../2019 ανακοπή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, Ν. Ν., τις οποίες προσάγει με επίκληση η ανακόπτουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ανακοπής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη ορισμού συζήτησης, παραγγελία προς επίδοση και κλήση προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με επιμέλειά της στους δεύτερο και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 127 παρ. 1, 129, 591 παρ. 1 περ. α’, 972 παρ. 1 περ. α’ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, ο δεύτερος και η τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει, επομένως, αυτοί να δικασθούν ερήμην (άρθρα 271 παρ. 1 και 2 εδ. α’, 585 παρ. 1, 591 παρ. 1 εδ. α’, 614 επ., 937 παρ. 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ).
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 62 εδ. α’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι ικανότητα διαδίκου έχει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ικανότητα διαδίκου αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, η συνδρομή της οποίας εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 73 ΚΠολΔ. Κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, ικανότητα διαδίκου δεν έχει οποιαδήποτε υπηρεσία του Ελληνικού Δημοσίου, διότι σε αυτήν δεν απονέμεται από κάποια διάταξη νόμου ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ανεξάρτητη από το Ελληνικό Δημόσιο (Βλ. ΑΠ 1083/2013, ΕΠατρ 88/2011, ΜονΕΘ 1607/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από το άρθρο 126 παρ. 1 περ. δ΄ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η επίδοση για το δημόσιο γίνεται σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο. Επίσης, από το άρθρο 5 παρ. 1 και 2 του Διατάγματος της 26ης.6/10ης.7.1944 «περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» συνάγεται ότι μόνο οι κοινοποιήσεις προς τον Υπουργό Οικονομικών οποιουδήποτε δικογράφου επί δικών του Δημοσίου παράγουν νόμιμες συνέπειες, καθώς και ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και όταν το Δημόσιο εκπροσωπείται δικαστικώς από άλλον, εκτός του Υπουργού των Οικονομικών, είτε από τους διευθυντές των ταμείων ή τους οικονομικούς εφόρους ή τελώνες ή οποιοδήποτε άλλο κρατικό όργανο, οπότε η επίδοση προς τον Υπουργό των Οικονομικών απαιτείται προσθέτως, με συνέπεια, σε περίπτωση παράλειψής της, ακυρότητα που ερευνάται αυτεπαγγέλτως. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση δικογράφου προς το Δημόσιο, πρέπει να γίνει, με ποινή ακυρότητας (ή απαραδέκτου για τις δίκες του ΚΕΔΕ), επίδοση στον Υπουργό Οικονομικών και στο αρμόδιο όργανο και τούτο για την εξασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Υπουργό Οικονομικών, η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Δημοσίου, να επέρχεται ακυρότητα (ή απαράδεκτο), που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο (Βλ. ΟλΑΠ 34/1988 ΝοΒ 1989.1200, ΑΠ 786/2014, ΑΠ 1570/2013, ΕΔωδ 172/2017, ΜονΕΠ 577/2015, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ήδη, όμως, με το Ν. 4389/2016 συστήθηκε Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή χωρίς νομική προσωπικότητα με την επωνυμία «Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων» («Α.Α.Δ.Ε.»), με σκοπό τον προσδιορισμό, τη βεβαίωση και την είσπραξη των φορολογικών, τελωνειακών και λοιπών δημοσίων εσόδων που άπτονται του πεδίου των αρμοδιοτήτων της (άρθρο 1 παρ. 1). Με το άρθρο 36 παρ. 1 του παραπάνω νομοθετήματος ορίζεται ότι «1. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Διοικητή της και παρίσταται αυτοτελώς, εκπροσωπώντας το Δημόσιο, σε κάθε είδους δίκες που έχουν ως αντικείμενο πράξεις ή παραλείψεις της ή τις έννομες σχέσεις που την αφορούν. Οι επιδόσεις των δικογράφων στις δίκες αυτές γίνονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις προς τον Διοικητή, αντί του Υπουργού των Οικονομικών…», ενώ από τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 43 προκύπτει ότι οι διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του νομοθετήματος -μεταξύ των οποίωνκαι η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 ισχύουν από την 01.01.2017. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση προς το Ελληνικό Δημόσιο από την 01.01.2017, πρέπει αυτή να γίνεται με ποινή ακυρότητας στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και στο αρμόδιο όργανο, ενώ καταργήθηκε η υποχρέωση κοινοποίησης στον Υπουργό Οικονομικών. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν δεν επιδοθεί το δικόγραφο και στον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., η επίδοση δεν έχει ολοκληρωθεί και δεν παράγει έννομες συνέπειες, με αποτέλεσμα, ανεξαρτήτως βλάβης του Ελληνικού Δημοσίου ή της παράστασής του ενώπιον του Δικαστηρίου, να επέρχεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (Βλ. ΠΠΗ 31/2019 ΤΝΠ NOMOS, πρβλ. ΟλΑΠ 34/1988, ΑΠ 1274/2014, ΑΠ 126/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 1012 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23.7.2015), συνάγεται ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κατασχεμένου πλοίου η σειρά των δανειστών στον πίνακα κατάταξης γίνεται κατά πρώτο λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 205 ΚΙΝΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 214 Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86), «Είναι προνομιούχοι επί του πλοίου και του ναύλου κατά την κατωτέρω τάξιν μόνον αι ακόλουθαι απαιτήσεις: α) οι συναφείς προς την ναυσιπλοΐαν φόροι, τα δικαστικά έξοδα τα γενόμενα προς το κοινόν συμφέρον των δανειστών, τα βαρύνοντα το πλοίον τέλη και δικαιώματα ως και τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν.), β) αι εκ της συμβάσεως εργασίας πηγάζουσαι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος ως και από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως, γ) τα έξοδα και αι αμοιβαί λόγω επιθαλασσίου αρωγής διασώσεως και ναυαγιαιρέσεως, δ) αι λόγω συγκρούσεως ή προσκρούσεως πλοίων οφειλόμενοι αποζημιώσεις εις τα πλοία, τους επιβάτας και τα φορτία. Τα προνόμια προηγούνται της υποθήκης». Με τις παραπάνω διατάξεις καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης σε περίπτωση πλειστηριασμού πλοίου και προσδιορίζεται κατ’ αποκλειστικότητα και προτεραιότητα η κατάταξη των ναυτικών προνομίων, τα οποία εκτοπίζουν κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικονομικού δικαίου. Τα γενικά και ειδικά προνόμια των διατάξεων του ΚΠολΔ δεν στερούνται σημασίας στην κατάταξη επί πλειστηριασμού πλοίου, αλλά ακολουθούν μετά την κατάταξη των ναυτικών προνομίων και της ναυτικής υποθήκης επί του απομένοντος υπολοίπου, κατά την έκταση που οι απαιτήσεις αυτές δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 ΚΙΝΔ (Βλ. ΜονΕΠ 577/2015 ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την ανακοπή εκτίθεται ότι με επίσπευση της τέταρτης των καθ’ ων στον αναφερόμενο με το δικόγραφο χρόνο πλειστηριάσθηκε αναγκαστικά το υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ – Τ/Χ πλοίο … πλοιοκτησίας της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία …». Ότι λόγω ανεπάρκειας του πλειστηριάσματος, ποσού 1.500.000 ευρώ, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού συνέταξε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης, με τον οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των εξόδων εκτέλεσης, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος δεν κατέταξε την ανακόπτουσα, ενώ κατέταξε τους καθ’ ων η ανακοπή ως εξής: Α) Την πρώτη καθ’ ης προνομιακά και οριστικά στην πρώτη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ. α’ ΚΙΝΔ, για το ποσό των 2.258,54 ευρώ, Β) Τον δεύτερο καθ’ ου τυχαία και προνομιακά στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ. α’ ΚΙΝΔ για το ποσό των 11.600 ευρώ, Γ) Την τρίτη καθ’ ης τυχαία και προνομιακά στη δεύτερη τάξη ναυτικών προνομίων του άρθρου 205 περ. β’ ΚΙΝΔ για το ποσό των 70.900,25 ευρώ, και Δ) Την τέταρτη καθ’ ης οριστικά για το ποσό του 1.411.636,77 ευρώ, το οποίο αποτελεί μέρος των ασφαλισμένων με προτιμώμενη ναυτική υποθήκη απαιτήσεών της. Ότι οι απαιτήσεις, συνολικού ποσού 88.252,42 ευρώ, για τις οποίες αναγγέλθηκε εμπρόθεσμα η ανακόπτουσα με την από 04.09.2018 αναγγελία της, το περιεχόμενο της οποίας ενσωματώνεται στο δικόγραφο της ανακοπής, αφορούν σε δικαιώματα παραβολής του πλειστηριασθέντος πλοίου σε ιδιωτικά ναυπηγεία κατά το χρονικό διάστημα από 01.12.2013 έως 17.08.2018, και τυγχάνουν προνομιακές, με βάση το άρθρο 205 περ. α’ ΚΙΝΔ, διότι αποτελούν τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλειστηριασθέν πλοίο. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, για τον αναφερόμενο στο δικόγραφο της ανακοπής λόγο, ζητείται η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, ώστε να καταταγεί σε αυτόν προνομιακά η ανακόπτουσα για το ποσό των 88.252,42 ευρώ, με αντίστοιχη αποβολή των αντιδίκων της. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η ανακοπή αρμόδια εισάγεται προς συζήτηση κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών στο Δικαστήριο τούτο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο (άρθρα 979 παρ. 2 εδ. α’, 933 παρ. 1 εδ. α’ και 3, 937 παρ. 3, 614 επ. ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’ και 3 Α Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η πρόσκληση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού προς γνώση του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 10.07.2019 (Βλ. την με ίδια ημερομηνία επισημείωση του δικαστικού επιμελητή Σ. Γ. επί της υπ’ αριθ. … πρόσκλησης δανειστών), η δε ανακοπή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 24.07.2019 (Βλ. τη συνημμένη στο δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου), και επιδόθηκε στους καθ’ ων η ανακοπή την 25.07.2019 (Βλ. τις υπ’ αριθ. … …, … και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ν. Ν.). Κατά το σκέλος που η ανακοπή στρέφεται σε βάρος της πρώτης καθ’ ης η ανακοπή, Δ. Ο. Υ. (Δ.Ο.Υ.) Π. Π., η οποία αποτελεί δημόσια υπηρεσία χωρίς νομική αυτοτέλεια και ως εκ τούτου δεν έχει ικανότητα διαδίκου, κατά την έννοια του άρθρου 62 εδ. α’ ΚΠολΔ, ο Προϊστάμενος της ως άνω υπηρεσίας εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο και είναι διάδικος με την ιδιότητα του καθ’ ου στην παρούσα δίκη, κατ’ επιτρεπτή εκτίμηση του δικογράφου της ανακοπής (Βλ. ΑΠ 1083/2013, ό.π.). Όμως, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος του παραπάνω διαδίκου η ανακοπή είναι απαράδεκτη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας για την άσκησή της η ανακόπτουσα επέδωσε αντίγραφο της ανακοπής μόνο στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά (Βλ. την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης), χωρίς να προκύπτει, ούτε άλλωστε η ίδια επικαλείται, ότι επέδωσε το δικόγραφο της ανακοπής και στο Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., όπως όφειλε, με αποτέλεσμα η επίδοση της ανακοπής να μην έχει ολοκληρωθεί και να μην παράγει έννομες συνέπειες, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην πρώτη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Κατά τα λοιπά, αναφορικά δηλαδή με τους λοιπούς καθ’ ων, η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ. 1 και 3, 979 παρ. 2 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίγραφο της ανακοπής επιδόθηκε την 03.12.2018 και στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ν. Ν.). Ωστόσο, αναφορικά με τους δεύτερο και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή, Α. Δ. και εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία … αντίστοιχα, η ανακοπή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου (άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ), και, επομένως, είναι για τον λόγο αυτόν απορριπτέα ως προς τους παραπάνω διαδίκους. Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη αφενός το ποσό του πλειστηριάσματος (1.500.000 ευρώ), αφετέρου το ύψος των απαιτήσεων της ανακόπτουσας (88.252,42 ευρώ), καθώς και το ύψος των απαιτήσεων των ως άνω διαδίκων (11.600 ευρώ και 70.900,25 ευρώ, αντίστοιχα), οι οποίοι κατατάχθηκαν προνομιακά στη δεύτερη τάξη προνομίων του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με το ότι με την ανακοπή δεν αμφισβητούνται οι καταταχθείσες απαιτήσεις του δεύτερου και της τρίτης των καθ’ ων, ούτε ο προνομιακός τους χαρακτήρας, ακόμη και εάν γινόταν δεκτός ο μοναδικός λόγος της ανακοπής, ο οποίος αφορά την ύπαρξη προνομίου της ανακόπτουσας στην πρώτη τάξη του άρθρου 205 ΚΙΝΔ, η μεταρρύθμιση του προσβαλλόμενου πίνακα δεν θα έβλαπτε τους δεύτερο και τρίτη των καθ’ ων η ανακοπή, αλλά θα έβλαπτε μόνο την τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή – ενυπόθηκη δανείστρια, η οποία κατατάχθηκε για το ποσό του 1.411.636,77 ευρώ, στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων που εξοπλίζονται με ναυτικό προνόμιο. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, πρέπει η ανακοπή, στην οποία ενσωματώνονται η από 04.09.2018 αναγγελία της ανακόπτουσας, καθώς και τα εκδοθέντα για τις απαιτήσεις της τιμολόγια, επομένως, περιέχει ακριβή περιγραφή των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η κατάταξη, απορριπτομένων των ενάντια υποστηριζόμενων από την τέταρτη καθ’ ης η ανακοπή, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, καθώς και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλόμενου λόγου της, κατά το σκέλος που στρέφεται σε βάρος της τέταρτης καθ’ ης η ανακοπή.