Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

ΕφΑθ 3056/20 : ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΜΕ ΕΜΜΙΣΘΗ ΕΝΤΟΛΗ ΣΕ ΝΠΔΔ - ΟΤΑ. ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΙΣΟΤΗΤΑ. Βαθμολογική και μισθολογική μεταχείριση των υπηρετούντων στο Δημόσιο Τομέα, στους OTA και στα ΝΠΔΔ δικηγόρων

ΑΡΙΘΜΟΣ 3056/2020

 

Πρόεδρος: Μ. Βλάχου, Εφέτης

Δικηγόρος: Γ. Λουκάς

 

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 1321/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για παροχή εργασίας (άρθρα 677-681 ΚΠολΔ), όπως αυτή ίσχυε πριν το Ν 4335/2015, έκανε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη την από 29.6.2015 (αυξ. αριθ. καταθ. .../.../29.6.2015) αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 30.7.2019, ήτοι εντός διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης στις 4.8.2017, της οποίας δεν προκύπτει κοινοποίηση (άρθρα 495 επ., 511, 513, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ). Παραδεκτώς δε εισάγεται για να εκδικασθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν 3994/2011 και ισχύει για εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελούς Πρωτοδικείου, που ασκούνται από 25.7.2011). Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των αμοιβών, όπως αυτή ίσχυε πριν το Ν 4335/2015 εφαρμοζόμενη κατ’ άρθρο 591 παρ. 2 ΚΠολΔ, χωρίς να απαιτείται να καταβληθεί από τους εκκαλούντες παράβολο εφέσεως σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν 4055/2012, αφού πρόκειται για υπόθεση που εξαιρείται της υποχρέωσης αυτής κατά το τελευταίο εδάφιο της ως άνω παραγράφου.

Με την από 29.6.2015 αγωγή τους, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εξέθεσαν ότι είναι δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω και προσλήφθηκαν από τον Οργανισμό Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ) με σχέση έμμισθης εντολής νομικών υπηρεσιών ο πρώτος στις 14.5.1985 και η δεύτερη στις 22.3.2002 και μετά την κατάργηση με το Ν 4046/2012 του ανωτέρω οργανισμού μεταφέρθηκαν με την ίδια σχέση εργασίας στο εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ΝΠΔΔ δυνάμει της υπ’ αριθ. .../2012 Διαπιστωτικής Πράξης Μεταφοράς Προσωπικού του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, αμείβονται δε κατά την ΚΥΑ 2/17132/0022/2012. Ότι υφίστανται χωρίς αιτιολογία και χωρίς την επίκληση δημοσίου συμφέροντος, άνιση μεταχείριση, που παραβιάζει τις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, καθόσον για όμοια ή και λιγότερο χρονοβόρα ή περίπλοκη παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, άλλοι δικηγόροι με πάγια έμμισθη εντολή στις Ανεξάρτητες Διοικητικές Αρχές, αμείβονται κατά την ΚΥΑ 2/17127/0022/2012 και επιπλέον οι τελευταίοι λαμβάνουν και χρονοεπίδομα, το οποίο οι ίδιοι δεν λαμβάνουν, μετά την κατάργηση της σχετικής πρόβλεψης της ΚΥΑ 2/17132/0022/2012 με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. Γ΄, υποπαρ. Γ΄ του Ν 4093/2012. Εν όψει των ανωτέρω, ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν ΝΠΔΔ οφείλει να τους καταβάλει α) για το χρονικό διάστημα από 1.11.2011 έως 31.12.2012 τη διαφορά μεταξύ του ποσού του βασικού μισθού του Βαθμού Β΄ της κατηγορίας ΠΕ και του ποσού που έπρεπε να λαμβάνουν, ήτοι του βασικού μισθού του Βαθμού Α΄ της κατηγορίας ΠΕ με την προσθήκη χρονοεπιδόματος 2% για κάθε δύο (2) έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και β) για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 30.6.2015 τη διαφορά μεταξύ του βασικού μισθού του Βαθμού Β΄ της κατηγορίας ΠΕ που λάμβαναν από 1.1.2013 (χωρίς την προσθήκη χρονοεπιδόματος) και του ποσού που έπρεπε να λαμβάνουν, ήτοι του βασικού μισθού του Βαθμού Α΄ της κατηγορίας ΠΕ, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί με την προσθήκη χρονοεπιδόματος 2% για κάθε δύο (2) έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού, σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν 4024/2011 και τη σχετική ερμηνευτική του νόμου εγκύκλιο ΥΠ.ΟΙΚ.2/78400/0022/14.11.2011 και συγκεκριμένα στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 31.863 ευρώ και στη δεύτερη από αυτούς το ποσό των 21.860 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επί μέρους κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, καθώς και να επιβληθεί σε βάρος του αντιδίκου τους η δικαστική τους δαπάνη. Επίσης, ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος να εξακολουθεί και μετά την 1.7.2015 να τους καταβάλει το βασικό μισθό του Βαθμού Α΄ της κατηγορίας ΠΕ, όπως αυτός διαμορφώνεται με την προσθήκη χρονοεπιδόματος 2%, για κάθε δύο (2) έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και επί του εκάστοτε διαμορφούμενου την προηγούμενη διετία βασικού μισθού, σύμφωνα με όσα προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρο 13 του Ν 4024/2011 και τη σχετική ερμηνευτική εγκύκλιο ΥΠ.ΟΙΚ. 2/78400/0022/14.11.2011.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία κρίθηκε ότι οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι υφίστανται δυσμενή διάκριση κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και έγινε δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη στο σύνολό της. Κατά δε της αποφάσεως αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του και με τον προβαλλόμενο με αυτή λόγο, ο οποίος αφορά την παρά το νόμο κήρυξη αντισυνταγματικότητας, καθώς εάν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ορθά και σύμφωνα με το νόμο, θα έπρεπε να θεωρήσει σύμφωνη με το Σύνταγμα την διαφορετική αυτή μισθολογική αντιμετώπιση, επειδή αυτή αιτιολογείται επαρκώς από την απαιτούμενη λειτουργική ανεξαρτησία των Ανεξαρτήτων Αρχών, ζητεί δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης και την εν συνεχεία απόρριψη της κατ’ αυτού ασκηθείσης αγωγής στο σύνολό της.

Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και προβαίνοντας σε διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών που τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία, εκτός αν τούτο επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, που διαφοροποιούν την κατηγορία των προσώπων που αφορούν, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Άρα αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση άλλη κατηγορία- προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος που επιβάλλει την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή μεταχείριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και προς αποκατάσταση της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει να εφαρμοσθεί η νομοθετική ρύθμιση και για εκείνους εις βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση γιατί μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατά παράβαση της ως άνω διατάξεως του Συντάγματος δημιουργούμενη ανισότητα (ΑΠ Ολ 15/1999, ΕλλΔνη 40, 760, ΑΠ 228/2003, ΕΕργΔ 2004, 802). Όλα αυτά ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σύνταξη, χορηγία, παροχές για τις οποίες το άρθρο 80 του Συντάγματος ορίζει ότι δεν εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κράτους. Και τούτο γιατί και στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η αρχή της ισότητας, που προστατεύει θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα των Ελλήνων, γι’ αυτό και η διάταξη που τη θεσπίζει δεν υπόκειται σε αναθεώρηση κατ’ άρθρο 110 του Συντάγματος και χωρίς να παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η με τα άρθρα 1, 26, 73 επ., 81 επ. και 87 επ. του Συντάγματος θεσπιζόμενη αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αφού τα δικαστήρια υποχρεούνται στην περίπτωση αυτή να ασκήσουν έλεγχο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν την αρχή της ισότητας σε όλη την έκταση, όπως αυτή οριοθετήθηκε παραπάνω (ΟλομΑΠ 12/1997, ΝοΒ 1998, 40).