Με την απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 και C‑578/13, Fahnenbroc κ.λπ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αγωγές κατά του Ελληνικού Δημοσίου τις οποίες άσκησαν στη Γερμανία ιδιώτες κατόπιν της αναγκαστικής ανταλλαγής των κρατικών ομολόγων τους που προέβλεψε ο Νόμος 4050/2012, «Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των Ομολογιούχων», είναι δυνατόν να επιδοθούν στο Ελληνικό Δημόσιο κατά τον κανονισμό ΕΕ 1393/2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, δεδομένου ότι δεν είναι προφανές ότι τέτοιες αγωγές δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.
Ειδικότερα, το Landgericht Wiesbaden (Πρωτοδικείο Wiesbaden, Γερμανία) και το Landgericht Kiel (Πρωτοδικείο Kiel, Γερμανία) έχουν επιληφθεί αγωγών που ασκήθηκαν κατά του Ελληνικού Δημοσίου από δικαιούχους ελληνικών κρατικών ομολόγων οι οποίοι είναι κάτοικοι Γερμανίας. Οι ως άνω δικαιούχοι θεωρούν ότι εθίγησαν εκ του ότι η Ελλάδα, κατά τη γνώμη τους, τους εξανάγκασε, τον Μάρτιο του 2012, να ανταλλάξουν τους τίτλους τους με νέα κρατικά ομόλογα σημαντικά μειωμένης ονομαστικής αξίας. Πράγματι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη σοβαρή χρηματοοικονομική κρίση, η Ελλάδα είχε εκδώσει, τον Φεβρουάριο του 2012, τον Ν. 4050/2012 ο οποίος προέβλεπε την υποβολή προσφοράς αναδιάρθρωσης στους κατόχους ορισμένων ελληνικών κρατικών ομολόγων. Προέβλεπε επίσης την προσθήκη ρήτρας αναδιάρθρωσης στις οικείες συμβάσεις έκδοσης, έτσι ώστε οι αρχικοί όροι έκδοσης των τίτλων να μπορούν να τροποποιηθούν με αποφάσεις που λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία του ανεξόφλητου κεφαλαίου (οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν κατ’ αυτόν τον τρόπο και τη μειοψηφία) [βλ., αντί πολλών, Δ. Γ. Τσιμπανούλη, Οι ρήτρες συλλογικής δράσης του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων ελληνικού δημοσίου κατά το Ν 4050/2012 υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, Τιμητικός Τόμος Ι. Δρυλλεράκη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σσ. 303-362]. Κανείς από τους ενδιαφερόμενους εν προκειμένω ιδιώτες δεν δέχθηκε την προσφορά ανταλλαγής την οποία υπέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο βάσει του νόμου αυτού. Οι αγωγές είχαν ως αίτημα είτε την ανόρθωση της ζημίας των εναγόντων λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας είτε την εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων αρχικών συμβατικών υποχρεώσεων είτε την καταβολή αποζημίωσης. Στο πλαίσιο της διαδικασίας επίδοσης των αγωγών στο Ελληνικό Δημόσιο (εναγόμενο), ανέκυψε το ζήτημα αν οι αγωγές αυτές αφορούν τις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού 1393/2007 (οπότε η επίδοση μπορεί να πραγματοποιηθεί επί τη βάσει του κανονισμού) ή αν έχουν ως αντικείμενο πράξη ή παράλειψη κράτους κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (στην περίπτωση αυτή, ο κανονισμός δεν έχει εφαρμογή). Ο ως άνω κανονισμός της Ένωσης, με τον οποίον επιδιώκεται η καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, προβλέπει τη χρήση τυποποιημένων εντύπων και τη διαβίβαση, απευθείας και το ταχύτερο δυνατόν, μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται προς τούτο από τα κράτη μέλη, ορίζει δε ρητώς ότι δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Τα γερμανικά δικαστήρια ζήτησαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν αγωγές με τις οποίες ζητείται αποκατάσταση ζημίας, εκπλήρωση της σύμβασης και αποζημίωση, ασκηθείσες από ιδιώτες κατόχους ομολόγων κατά του κράτους το οποίο τα εξέδωσε, εμπίπτουν στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του κανονισμού, οπότε αυτός έχει εφαρμογή.
Η απόφαση αυτή θα πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με τις πρόσφατες πολυσχολιασμένες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ για το PSI [ΣτΕ Ολ 1116/2014, 1117/2014, 1506/2014, 1507/2014, 1508/2014, 2400/2014, 2401/2014, 2402/2014, 3006/2014, 3008/2014, 3009/2014, 3010/2014, 3724/2014, 4746/2014, 4747/2014, 4748/2014, 4749/2014]1116, 1117, 3724/2014], στο πλαίσιο των οποίων οι υπουργικές πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή του Νόμου [α) Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 5/24.2.2012 «Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους» (Α΄ 37/24.2.2012, β) από 24.2.2012 πρόσκληση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) προς τους ομολογιούχους για συμμετοχή στην ορισθείσα με την ως άνω Π.Υ.Σ. διαδικασία, γ) από 9.3.2012 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή τερματίσθηκε με την επίτευξη της προβλεπόμενης απαρτίας και πλειοψηφίας (ανεξόφλητου κεφαλαίου) για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, δ) Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 «Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της ….. ως Διαχειριστή της Διαδικασίας» (Α΄ 50/9.3.2012) και ε) πράξη 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου» (Β΄ 682/9.3.2012)] κρίθηκαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις προς θεμελίωση της δικαιοδοσίας του ακυρωτικού διοικητικού δικαστή. Επιβάλλεται στο σημείο αυτό να αναφερθεί η σκέψη 5 της απόφασης ΣτΕ Ολ 1116/2014: «5. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Η αντικατάσταση αυτή, με την οποία μειώθηκε το δημόσιο χρέος της Ελληνικής Δημοκρατίας, εχώρησε βάσει των διατάξεων αυτών κατόπιν της αποδοχής από τους ιδιώτες πιστωτές, ως πλειοψηφούν κεφάλαιο, σχετικής πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου, η αποδοχή δε αυτή δέσμευσε και τους πιστωτές που δεν έλαβαν μέρος στη σχετική διαδικασία ή μειοψήφησαν. Η δυνατότητα αντικατάστασης δεν είχε θεσπισθεί ή συμφωνηθεί κατά την έκδοση των τίτλων, αλλά προβλέφθηκε το πρώτον κυριαρχικώς με τις εν λόγω διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Υπό τα δεδομένα αυτά, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων δεν γεννά ιδιωτική διαφορά, αλλά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος και 45 επ. του π.δ. 18/1989». Δηλαδή η σχέση μεταξύ ομολογιούχων και Ελληνικού Δημοσίου προφανώς ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο, τη διοικητική διαφορά όμως προκαλεί η έκδοση των ανωτέρω εκτελεστών διοικητικών πράξεων που στηρίζονται στον Ν. 4050/2012 και επεμβαίνουν στην εξέλιξη συνεστημένης συμβατικής σχέσης ιδιωτικού δικαίου. Άλλωστε, στη σκέψη 24 της ΣτΕ Ολ 1116/2014, το ΣτΕ αναγνώρισε ότι «είναι διαφορετικό το ζήτημα αν γι’ αυτή τη συναλλακτική συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου [την προσέλκυση επενδυτών], η οποία δεν ανάγεται στον κρίσιμο χρόνο αλλά στον χρόνο της έκδοσης των τίτλων που τελικά αντικαταστάθηκαν, το Ελληνικό Δημόσιο θα ηδύνατο να εναχθεί από τους αιτούντες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων».
Παρά την εκ πρώτης όψεως αντίθετη λύση που υιοθέτησαν το Συμβούλιο της Επικρατείας και το ΔΕΕ, θα πρέπει να τονισθεί ότι η προσέγγιση του ΔΕΕ ήταν πολύ προσεκτική και μετρημένη, αφορά δε ένα προκαταρκτικό ζήτημα, που δεν προδικάζει την ουσία της υπόθεσης, αλλά ούτε και την ίδια τη δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου. Το ΔΕΕ ερμηνεύει την έννοια των αστικών και εμπορικών υποθέσεων αποκλειστικά υπό το πρίσμα των σκοπών του κανονισμού 1393/2007 -που διασφαλίζει την ταχεία επίδοση των δικαστικών και εξώδικων πράξεων- και ενόψει της εφαρμογής του κανονισμού αυτού, δηλαδή του προσδιορισμού της διαδικασίας επίδοσης των αγωγών. Το ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι τα πορίσματα του ελέγχου που ασκείται στο στάδιο αυτό πριν οι διάδικοι εκφράσουν τις απόψεις τους δεν μπορούν βεβαίως να προκαταλάβουν τις αποφάσεις που θα λάβει το επιληφθέν δικαστήριο στη συνέχεια όσον αφορά ιδίως την αρμοδιότητά του και την ουσία της οικείας υπόθεσης. Περαιτέρω, για την εφαρμογή του κανονισμού, αρκεί μειωμένος βαθμός δικανικής πεποίθησης, αφού το ΔΕΕ καταλήγει ότι οι επίμαχες αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στο μέτρο που δεν προκύπτει ότι οι αγωγές αυτές προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.