Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015

"Το τέλος του τραπεζικού απορρήτου;" [της Νένα Π. Διονυσοπούλου, Δικηγόρου]

Η έννοια του «παγκόσμιου εισοδήματος», όπως επίσης και η υποχρέωση δήλωσης αυτού στις αρμόδιες φορολογικές αρχές, για την πλειοψηφία των Ελλήνων είναι έννοιες καινούργιες και συνυφασμένες με τις μνημονιακές υποχρεώσεις της Χώρας μας απέναντι στους δανειστές της .  Στην πραγματικότητα όμως η υιοθέτηση της έννοιας αυτής όπως και πολλών άλλων συναφών έχει διαφορετικές ρίζες. Η παγκοσμιοποίηση των οικονομικών συναλλαγών διευκόλυνε τους φορολογούμενους – φυσικά πρόσωπα, εταιρίες και funds – να διατηρούν επενδύσεις και ρευστό σε εξωχώριους τραπεζικούς παραδείσους αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την δυσβάσταχτη φορολόγηση στη χώρα της φορολογικής τους κατοικίας.
 
Η οργανωμένη φορολογική απάτη, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και η παράνομη χρηματοπιστωτική διαμεσολάβηση, έχουν αναχθεί σε μείζον πρόβλημα παγκόσμιας εμβέλειας. Σε συνέχεια ποινικών και αστικών διώξεων εις βάρος τραπεζικών κολοσσών (UBS, Credit Suisse , HSBC) στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, οι τραπεζίτες στην Ελβετία υποχρεωτικά πλέον αφενός ζητούν αναλυτική δήλωση πόθεν έσχες συνοδευόμενη από τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία κι αφετέρου – σε εκτέλεση της σύμβασης μεταξύ Ελβετίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη φορολόγηση των τόκων από τις καταθέσεις – θέτουν ως προϋπόθεση την έγγραφη συναίνεση του υποψηφίου πελάτη για την κοινοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του στις φορολογικές αρχές της χώρας κατοικίας του (σύμφωνα με το παλαιότερο καθεστώς οι πελάτες των ελβετικών τραπεζών είχαν την επιλογή της αυτόματης καταβολής φόρων 35% στους τόκους με αντάλλαγμα τη φορολογική ανωνυμία τους).
 
Η λίστα  Φαλσιανί προκάλεσε πολιτικούς τριγμούς και σφοδρές αντιπαραθέσεις κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία, στάθηκε ωστόσο αφορμή για ουσιαστικούς φορολογικούς ελέγχους  (στη χώρα μας η λίστα αυτή μεταβαπτίστηκε «λίστα Λαγκάρντ»). Η βασική ένσταση των φορολογουμένων στους οποίους έχουν καταλογιστεί πρόστιμα και φόροι δεν είναι άλλο από την μη αποδοχή στοιχείων που έχουν αποσπαστεί παράνομα από τράπεζες στην Ελβετία. Το επιχείρημα αυτό από νομική σκοπιά κρίνεται παραπάνω από νόμω και ουσία βάσιμο καίτοι μέσω των κινήσεων των επίμαχων λογαριασμών περιγράφονται αναλυτικά δαιδαλώδεις διαδρομές εισοδημάτων που παρανόμως αρχικώς αποκτήθηκαν και στη συνέχεια αποκρύφτηκαν από τους ελεγκτικούς  φορολογικούς μηχανισμούς. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο το γεγονός ότι σε χώρες όπως η Γερμανία το μέτρο της «αυτοκαταγγελίας» απέφερε έσοδα υπερπολλαπλάσια του αναμενόμενου.
 
Στη χώρα μας το ΚΕΦΟΜΕΠ αργά αλλά σταθερά προχωρά στην επεξεργασία και σε διαστραυρωτικούς ελέγχους αναφορικά με το νόμιμο ή παράνομο τρόπο επαύξησης της περιουσίας φυσικών και νομικών προσώπων μέσω των επίσημων πλέον στοιχείων (εμβάσματα μεταφοράς χρημάτων) που έχει στη διάθεσή του. Αγκάθια στη διαδικασία η προέκταση του ελέγχου σε παρελθοντικά και δη παραγεγραμμένα οικονομικά έτη και μάλιστα με αναδρομική εφαρμογή μεταγενέστερων και κυρίως δυσμενέστερων διατάξεων Φορολογίας Εισοδήματος μέσω  της επίκλησης παραγγελιών του κ. Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος στις οποίες ωστόσο δεν κατονομάζονται πρόσωπα. Ο Ν 4174 διακόπτει την παραγραφή για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την αποστολή αιτήματος πληροφοριών σε ξένη χώρα μέχρι την παραλαβή της σχετικής απάντησης.  Ήδη το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έχει αποφανθεί αρνητικά για τις εν λόγω πρακτικές. Τον δρόμο βέβαια στην κατακεραύνωση τοιαύτων πρακτικών έχει ανοίξει το Διοικητικό Εφετείο Χανίων (σε υπόθεση επιβολής προστίμου ΚΒΣ) επικαλούμενο νομολογία του ΔΕΕ όπως και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους σε παλαιότερη γνωμοδότηση του (αναφορικά με την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να διενεργεί ελέγχους φορολογίας εισοδήματος σε παραγεγραμμένα οικονομικά έτη). Σε αναμονή της κρίσης του ΣτΕ επί θεμάτων παραγραφής οι έλεγχοι συνεχίζουν να διενεργούνται ακολουθώντας την αυτή πρακτική. Ταυτόχρονα, η υλοποίηση της σκέψης περί “αυτοκαταγγελίας” των αδήλωτων εισοδημάτων φαίνεται να έχει ωριμάσει.

Τρίτη 25 Αυγούστου 2015

«Απαγόρευση μαρτυρίας δικηγόρων – κατασχέσεις και έρευνες σε γραφεία δικηγόρων» του Δικηγόρου Αθηνών κ. Ζήση Κωνσταντίνου

[Εισήγηση στην ΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Δ.Σ. ΛΑΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ ΕΠΙΤΙΜΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΔΙΑΜΑΝΤΗ - ΜΕ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΘΕΜΑ «Ο ΘΕΣΜΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ»]

A.- Βρίσκομαι απόψε εδώ ως Λαρισαίος, αλλά και ως συνεργάτης του τιμωμένου Γιάννη Διαμαντή.-
         Τα θέματα με τα οποία θα σας απασχολήσω προβλέπονται στο νόμο. Αρκεί, για αυτά να διαβάσει κανείς τα άρθρα 371 ΠΚ και 212, 261 και 262 ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό και με το άρθρο 39 παρ. 1 και 5 του νέου Δικηγορικού Κώδικος. Πιστέψτε με, λοιπόν, ότι η προφορική ανάπτυξη του κυρίου θέματος της εισηγήσεώς μου, θα είναι σύντομη, προκειμένου να δώσουμε τη δυνατότητα στον τιμώμενο, τον οποίο εξακολουθούμε να θεωρούμε Συνάδελφό μας, την ευκαιρία να αναπτύξει το θέμα του με όλη τη χρονική άνεσή του.-
Θα σας απασχολήσω, λοιπόν, κυρίως, με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και σοβαρό ζήτημα, που συνδέεται με το δεύτερο (υπό ΙΙ!) θέμα της εισηγήσεώς μου και απασχολεί εντονώτατα την επικαιρότητα (βλ. κεφ. Γ!).-
Την εισήγησή μου, άλλωστε, θα βρείτε, σε λίγες μέρες, αναρτημένη, στην ιστοσελίδα του Δ.Σ. Λαρίσης, αλλά και του Δ.Σ. Αθηνών, όπως ανήγγειλαν, προ ολίγου, αμφότεροι οι Πρόεδροι των εν λόγω Δ.Σ., ο κ. Δημήτρης Κατσαρός, στην εισαγωγική του ομιλία και ο κ. Βασίλης Αλεξανδρής, στον χαιρετισμό του.-
Είναι αυτονόητον ότι η γραπτή εισήγησή μου, που θα διαβάσετε στις παραπάνω ιστοσελίδες, αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της εισηγήσεώς μου στη σημερινή εκδήλωση.-

Β.- Ι.-) Απαγόρευση μαρτυρίας

α.-Η προστασία του καθήκοντος σιωπής (άρθρο 371 ΠΚ) συμπληρώνεται με την απαγόρευση εξέτασης του συνηγόρου ως μάρτυρoς, τόσο στην προδικασία, όσον και στην κυρία διαδικασία (άρθρο 212 ΚΠοινΔ).

Πράγματι με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας απαγορεύεται η εξέταση του συνηγόρου ως μάρτυρος σχετικά με όσα του εμπιστεύθηκε ο πελάτης του. Επίσης ο συνήγορος κρίνει σύμφωνα με την συνείδησή του, αν και σε ποιο μέτρο πρέπει να καταθέσει όσα άλλα έμαθε με αφορμή την άσκηση του Λειτουργήματός του. Όμως είναι ευνόητον ότι, για γεγονότα που αφορούν τρίτους, μη πελάτες του δικηγόρου, αυτός, όπως όλα τα άλλα πρόσωπα, έχει τη γενική υποχρέωση προς μαρτυρία κατά τη διάταξη του άρθρου 209 ΚΠοινΔ.-

Ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 212 παρ. 1 ΚΠοινΔ, η οποία απαγορεύει να εξετασθεί ως μάρτυρας, ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα, και ο δικηγόρος, ακόμη και αν υπάρχει η συναίνεση του πελάτη του, τέθηκε για κοινωνικούς λόγους, οι οποίοι είναι υπέρτεροι από την ιδιωτική βούληση του πελάτη του. Δηλαδή η απαγόρευση εξέτασης, ως μάρτυρος, του συνηγόρου εισάγεται χάριν του «κύρους» του Δικηγορικού Λειτουργήματος.-

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι στην ποινική δίκη, η οποία αφορά στην προστασία του δημοσίου συμφέροντος, προστατεύεται πρωταρχικά η «εμπιστοσύνη του κοινού σε συγκεκριμένα επαγγέλματα» και ακολουθεί η «προστασία της σφαίρας των ιδιωτικών απορρήτων».-

Εκείνο, πάντως, που πρέπει ιδιαίτερα να τονισθεί, είναι το ακόλουθο: Η σφαίρα των ιδιωτικών απορρήτων των ατόμων, που προστατεύεται από το άρθρο 212 ΚΠοινΔ, δεν είναι παρά το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα του ανθρώπου, να έχει και να διατηρεί μυστικά γεγονότα ή καταστάσεις της ιδιωτικής ζωής του, ως μια ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος της προσωπικότητας.-

β.- Έτσι από το συνδυασμό των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντ. προκύπτει ότι καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και αξιώνει τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του.-

Η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ του συνηγόρου και του πελάτη του στηρίζεται στην πεποίθηση του πελάτη ότι ο συνήγορος παρέχει την εγγύηση ότι θα διατηρήσει μυστικά τα γεγονότα, που εμπιστεύθηκε σ” αυτόν.-

Τούτο σημαίνει ότι η διάταξη του άρθρου 212 ΚΠοινΔ συγκεκριμενοποιεί το περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9α και 19 του Συντ., αφού επιβάλλει περιορισμούς στην απόδειξη, προκειμένου να διατηρηθεί μυστικός ένας κύκλος γεγονότων της ιδιωτικής ζωής κάθε ανθρώπου.-

Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

"Διαβάζοντας τα ιταλικά δικονομικά περιοδικά, γνωρίζεις ένα νομικό πολιτισμό" [Γιάννης Βαλμαντώνης, Πρωτοδίκης]

Διάγραμμα:
1. Εισαγωγή
2. Η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ δικαστή και διαδίκων στη διεύθυνση της δίκης
3. Το σχέδιο Πολιτικής Δικονομίας των Ιταλών δικαστών και οι παρατηρήσεις των Ιταλών πανεπιστημιακών
4. Τα προτεινόμενα θεσμικά και οργανωτικά μέτρα
5. Η νέα μεταρρύθμιση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (L 18-6-2009, n. 69)
6. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης 
1. Το Σπουδαστήριο Πολιτικής Δικονομίας (Ιπποκράτους αρ. 33, 3ος όροφος), διαθέτει δυο Ιταλικά δικονομικά περιοδικά: Rivista di diritto processuale (Riv. dir. proc.)[1] και Rivista trimestrale di diritto e procedura civile (Riv. trim. dir. proc. civ.)[2]. Έχουν το μέγεθος περίπου της «Δίκης» με μικρή γραμματοσειρά, ελάχιστες δικαστικές αποφάσεις (σχεδόν όλες σχολιασμένες) και πολλές συγκριτικές μελέτες. Βέβαια δεν εντυπωσιάζουν τον εφαρμοστή του δικαίου. Τα περιοδικά αυτά, με την παρότρυνση των καθηγητών μου της Νομικής Σχολής Αθηνών, αποτέλεσαν το έναυσμα και για αναζητήσεις σε άλλα Ιταλικά περιοδικά και βιβλία αστικού δικονομικού δικαίου. Σκοπός μου είναι να προχωρήσω στην συγκριτική έρευνα της αποτελεσματικότητας της Ιταλικής δικαιοσύνης και σε κάποια απόπειρα εντοπισμού των τεράστιων ομοιοτήτων με τη χώρα μας. Δεν θα περιοριστώ τόσο σε δικονομικές ρυθμίσεις (άλλωστε είναι ανώφελο, καθόσον κάθε χρόνο παρουσιάζεται και ένα νέο νομοσχέδιο από τον εκάστοτε Υπουργό Δικαιοσύνης) αλλά θα επεκταθώ ιδίως σε άλλα θεσμικά και οργανωτικά μέτρα καθώς και σε μερικές επισημάνσεις όσον αφορά το σύστημα αυτοδιοίκησης της δικαιοσύνης. Δικαστές και νομοθέτες ασχολούνται με το αλλοδαπό δίκαιο, γιατί έχουν την πεποίθηση ότι θα έχει πρακτική εφαρμογή γι’ αυτούς και ότι μπορεί να τους υποδείξει την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν για την άρση των αδιεξόδων[3].
2. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η πολιτική δίκη στην Ιταλία υπήρξε πεδίο πολλαπλών επεμβάσεων του νομοθέτη με σκοπό την ταχεία επίλυση των διαφορών, με συνέπεια να έχει τροποποιηθεί κατά ένα μεγάλο μέρος ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1940[4]. Ωστόσο η Ιταλία εξακολουθεί να κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις των διεθνών στατιστικών δεδομένων όσον αφορά τη μέση χρονική διάρκεια της αστικής δίκης[5].
Η θεωρητική ανάλυση και η διεθνής εμπειρία υποδεικνύουν ότι η ορθότητα και η ταχύτητα στην απονομή του δικαίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την  κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ δικαστή και διαδίκων στη διεύθυνση της δίκης. Θα εξεταστούν συνοπτικά δυο διαφορετικά δικονομικά συστήματα: α) αυτό που παρέχει εκτεταμένες εξουσίες διαχείρισης της διαδικασίας στους διαδίκους (adversarial system) και β) εκείνο που αντιθέτως ενισχύει το δυναμικό και καθοδηγητικό ρόλο του δικαστή (inquisitorial system).
Συγκεκριμένα η θεωρία[6] έχει υποστηρίξει ότι πίσω από τη δομή adversarial της δίκης που ήταν τυπική του αγγλοαμερικανικού δικαίου (common law) εμπεριέχονται επιταγές ιδεολογικού χαρακτήρα. Πράγματι το πρότυπο του οικονομικού φιλελευθερισμού που στηρίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην αρχή του laissez faire, καθορίζει και επηρεάζει την ίδια τη δίκη, που εμφαίνεται ως ο ιδανικός τόπος για την ελεύθερη διαμάχη των μερών. Σκοπός της δίκης είναι η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων  των διαδίκων. Η διαχείριση της δίκης ανήκει αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των διαδίκων, οι οποίοι έχουν πλήρη αυτονομία. Αυτοί έχουν τον πλήρη έλεγχο τόσο στο αντικείμενο της δίκης, όσο και στη διεύθυνση της διαδικασίας καθώς και το μονοπώλιο στις αποδεικτικές εξουσίες. Για το λόγο αυτό ο Αμερικανός καθηγητής Roscoe Pound έκανε αναφορά για μια «sporting theory of justice»: όπως συμβαίνει σε μια αθλητική αναμέτρηση, ο αγώνας μεταξύ των αντιπάλων είναι πράγματι ο καθοριστικός παράγοντας για να προσδιορίσει το τελικό αποτέλεσμα και να ορίσει το νικητή. Ο δικαστής παίζει το ρόλο του διαιτητή, έχοντας ως καθήκον να εγγυηθεί τη κανονική διεξαγωγή του αγώνα (σφυρίζοντας τα φάουλ και τιμωρώντας τις παράνομες και αντιδικονομικές συμπεριφορές των διαδίκων), ωστόσο δεν μπορεί να επηρεάσει με κανένα τρόπο το τελικό αποτέλεσμα[7].
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του συστήματος αυτού της αντιδικίας (adversarial system), είναι ο τρόπος με τον οποίο διεξάγονται οι μαρτυρικές καταθέσεις. Κάθε διάδικος εξετάζει απευθείας τους δικούς του μάρτυρες, εξασφαλίζοντας έτσι ευνοϊκές γι’ αυτόν καταθέσεις  (direct-examination) και αντεξετάζει τους μάρτυρες του αντιδίκου του, με σκοπό κυρίως να αμφισβητήσει την αξιοπιστία τους (cross-examination). Οι καταθέσεις αυτές διεξάγονται ενώπιον ενός δικαστή παθητικού, με μοναδικό καθήκον να εξασφαλίσει την ορθή εφαρμογή των λίγων κανόνων που διέπουν την εξέταση των μαρτύρων. Στην δίκη adversarial, οι μαρτυρικές καταθέσεις είναι αποκλειστικά στα χέρια των διαδίκων, καθόσον  οι μάρτυρες επιλέγονται, προετοιμάζονται και εξετάζονται από τους διαδίκους, κατά τρόπο που ο καθένας από αυτούς δίνει μια κατάθεση ευνοϊκή υπέρ του διαδίκου που τον έχει καλέσει. Όσο ο δικηγόρος είναι πιο επιδέξιος και έμπειρος και ο μάρτυρας ψυχολογικά αδύναμος, τόσο περισσότερο έχει επιτυχία η cross-examination, καθόσον σκοπό έχει να εξαντλήσει και να εξοντώσει το μάρτυρα του αντιδίκου[8]. Κατά συνέπεια, μπορεί να είναι αποτελεσματική για την αποκάλυψη των ψεμάτων, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι βοηθά στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Η «αλήθεια» θεωρείται μάλλον δευτερεύουσα αξία[9]. 
Η δίκη adversarial εξασφαλίζει στους διαδίκους μια απόλυτη τυπική δικονομική ισότητα. Ωστόσο επειδή η δίκη διεξάγεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα, απαιτείται και οι διάδικοι να βρίσκονται σε θέση ουσιαστικής ισότητας. Η ύπαρξη αυτής της προϋπόθεσης αποτελεί και το ανυπέρβλητο όριό της. Το πρότυπο adversarial είναι αποτελεσματικό μόνο όταν οι διάδικοι βρίσκονται σε κατάσταση ουσιαστικής ισότητας. Ωστόσο μια σειρά από κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες μπορεί να προκαλέσουν  σημαντικές διακρίσεις ανάμεσα στους διαδίκους. Το πρότυπο αυτό δεν διαθέτει διατάξεις για το μετριασμό της ανισότητας των διαδίκων, δεν προστατεύει τους (οικονομικά) αδύνατους. Αντίθετα πολλαπλασιάζει αυτή την ανισότητα. Συγκεκριμένα, ένα δικονομικό σύστημα πολύπλοκο και δαπανηρό, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των διαδίκων, ζημιώνει το πιο αδύναμο μέρος, το οποίο δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει τα έξοδα και την υπερβολική καθυστέρηση. Έπειτα όλοι οι δικηγόροι δεν είναι όμοιοι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά όσον αφορά την οργάνωσή τους, την εξειδίκευσή τους καθώς και το επίπεδο των παροχών που προσφέρουν. Επειδή δε η σχέση μεταξύ πελάτη και δικηγόρου εξαρτάται από τους κανόνες της αγοράς, είναι προφανές ότι ο διάδικος που είναι οικονομικά πιο εύρωστος θα εξασφαλίσει τον πιο επιδέξιο και έμπειρο δικηγόρο, ενώ η πιο αδύναμη πλευρά πρέπει να αρκεστεί σε επαγγελματικές παροχές χαμηλού επιπέδου. Η παρουσία λοιπόν των δικηγόρων όχι μόνο εξισορροπεί την ανισότητα ανάμεσα στους διαδίκους αλλά αντίθετα καταλήγει στην ουσία να την επιτείνει. Έτσι οι διάδικοι που είναι κοινωνικά και οικονομικά πιο αδύνατοι έχουν ελάχιστες πιθανότητες νίκης, ανεξάρτητα από το βάσιμο των αξιώσεων τους. Αυτά τα φαινόμενα μπορούν επίσης να επεκταθούν ακόμη περισσότερο λαμβάνοντας υπόψη και τα οικονομικά κίνητρα στα οποία υπόκεινται οι δικηγόροι. Η αμερικανική και αγγλική εμπειρία αποκαλύπτει ότι μια δίκη που τη διαχειρίζονται δικηγόροι οι οποίοι αμείβονται με ωριαία βάση, μηχανισμοί όπως για παράδειγμα η διαδικασία discovery[10], που επιτρέπουν σε όποιον έχει την οικονομική δυνατότητα να ανεβάσει το κόστος της δίκης, μπορεί από τη μια να οδηγήσει σε επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας της δίκης και από την άλλη να αποκλείσει τον αντίδικο από τη δικαστική προστασία, υποχρεώνοντάς τον να αποδεχθεί προφανώς άδικους συμβιβασμούς.
Τα δικονομικά συστήματα inquisitorial (που κυριαρχούν στις χώρες της ηπειρωτικής ευρώπης) ανταποκρίνονται περισσότερο στα κριτήρια της ουσιαστικής δικαιοσύνης και κοινωνικής πρόνοιας. Ο δικαστής, ο οποίος διευθύνει όλα τα στάδια της δίκης, έχει καθοριστικό ρόλο στη διεξαγωγή της και διαθέτει ακόμη και αποδεικτικές εξουσίες. Έχει τη δυνατότητα να διεξάγει τη δίκη με διαφορετικές διαδικασίες, ανάλογα με την αξία και την πολυπλοκότητα της διαφοράς και να προβεί και σε κάποιο εκ των προτέρων προγραμματισμό της διεξαγωγής της. Το σύστημα αυτό έχει το προτέρημα ότι εξασφαλίζει, μέσω της επέμβασης του δικαστή, όταν αυτή είναι απαραίτητη, μια εξισορρόπηση της θέσης των διαδίκων. Η ισότητα αυτή δεν είναι πια μόνο τυπική αλλά και ουσιαστική. Όπου για παράδειγμα υπάρχουν κενά στην υπεράσπιση ενός διαδίκου ή παρελκυστικές συμπεριφορές, η επέμβαση και ο καθοδηγητικός ρόλος του δικαστή επιτρέπει την εξασφάλιση μιας πιο αποτελεσματικής προστασίας, παρέχοντας συμβουλές στον πιο αδύναμο από τους διαδίκους και καταστέλλοντας τις καταχρηστικές συμπεριφορές των διαδίκων. 
Όμως και το πρότυπο αυτό παρουσιάζει περιορισμούς και όρια και δέχεται επικρίσεις, όταν ειδικότερα ο δικαστής δεν ασκεί, σύμφωνα με τους προαναφερόμενους σκοπούς, τις εξουσίες που ο νόμος του παρέχει. Για παράδειγμα, από τη μια πλευρά ο υπερβολικός φόρτος εργασίας και ένα σύστημα της επαγγελματικής καριέρας των δικαστών που είναι ανεξάρτητο από την παραγωγή του έργου τους, σε συνδυασμό από την άλλη με προφανώς αβάσιμες αγωγές που ασκούν οι δικηγόροι με σκοπό καθαρά παρελκυστικό[11] και συστήματα αμοιβής των τελευταίων που στηρίζονται σε ωριαία βάση ή σε σχέση με τον αριθμό των δικογράφων που συντάσσουν, αποτελούν κίνητρα για τους παράγοντες της δίκης, ήτοι τους δικαστές, δικηγόρους και διαδίκους, να παρατείνουν τη χρονική διάρκεια της δίκης, αντί να προβούν σε μια σύντομη περάτωσή της. Για μια σωστή λοιπόν λειτουργία του συστήματος αυτού είναι απαραίτητη η υποστήριξη από περαιτέρω μέτρα.
Η συγκριτική έρευνα αποκαλύπτει μια στροφή προς το δεύτερο σύστημα, όπου ο δικαστής διαθέτει διευρυμένες εξουσίες τόσο στη διεύθυνση της δίκης όσο και στη συλλογή των αποδείξεων. Η πολιτική δίκη θεωρείται ένα σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, και  η δικαστική προστασία πρέπει να προσφέρεται σε όλους τους διαδίκους, εξασφαλίζοντας συνθήκες  όχι μόνο τυπικής αλλά και ουσιαστικής ισότητας[12]. Είναι κυρίαρχη στην Ιταλία[13] η τάση να θεωρείται η πολιτική δίκη  ως ένα σύστημα επίλυσης κοινωνικών και οικονομικών διαφορών που έχουν ευρείες διαστάσεις, οι οποίες δεν επιτρέπουν τη συρρίκνωσή τους σε ένα μεμονωμένο συμβάν που αφορά αποκλειστικά τους διαδίκους.
Βέβαια εξακολουθεί να υποστηρίζεται (με τρόπο δυναμικό) από μια μειοψηφία και ειδικότερα τους καθηγητές Cipriani και Monteleone η άποψη ότι οι διάδικοι είναι οι καλύτεροι υποστηρικτές των εννόμων συμφερόντων τους[14]. Η επιχειρηματολογία τους εστιάζεται κυρίως σε τρεις λόγους: α) ότι η απονομή διευρυμένων εξουσιών στο δικαστή αποτελούσε γνώρισμα ολοκληρωτικών καθεστώτων του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα[15], β) ότι ο ενεργητικός ρόλος του δικαστή θέτει σε κίνδυνο την αμεροληψία και αντικειμενικότητα του και γ) ότι ο δικαστής πρέπει να παραμένει αμέτοχος στη πολιτική δίκη, που έχει ως σκοπό την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων, αφήνοντας τους διαδίκους να υπερασπίσουν οι ίδιοι με όποιον τρόπο κρίνουν ορθότερο τα έννομα συμφέροντά τους[16]. 

Τρίτη 18 Αυγούστου 2015

"Η απώλεια της δεδηλωμένης, η ψήφος εμπιστοσύνης και οι εκλογές" [Μελέτη του Αντώνη Αργυρού]

1.Εισαγωγή:

Είναι αναμφισβήτητο ότι η Κυβέρνηση πρέπει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής κατά το άρθρο 84Σ - (Εμπιστοσύνη της Βουλής - Αρχή της δεδηλωμένης). Οι βουλευτές δεν αρκεί να περιορίζονται στο νομοθετικό ή ελεγκτικό τους έργο, πρέπει και  έχουν και λόγο για την ανάδειξη και διατήρηση της εκτελεστικής λειτουργίας.

2.Τι ορίζει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής:

Το άρθρο 84 του Συντάγματος και το άρθρο 141 του Κανονισμού της Βουλής προσδιορίζουν τη διαδικασία υποβολής πρότασης εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, της συζήτησης αυτής και της ψήφισής της. Σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, η Κυβέρνηση μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Η συζήτηση για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει δύο ημέρες μετά από την υποβολή της σχετικής πρότασης και δεν μπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ημέρες από την έναρξή της. Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αμέσως μόλις τελειώσει η συζήτηση, μπορεί όμως να αναβληθεί για 48 ώρες, αν το ζητήσει η κυβέρνηση.

3.Πόσες ψήφους χρειάζεται η κυβέρνηση:

Πρόταση εμπιστοσύνης δεν μπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών.

Σύμφωνα με το άρθρο 141 του Κανονισμού, η κυβέρνηση μπορεί οποτεδήποτε να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής με γραπτή ή προφορική δήλωση του πρωθυπουργού στη Βουλή. Στην περίπτωση αυτήν η πρόταση εμπιστοσύνης εγγράφεται σε ειδική ημερήσια διάταξη. Η συζήτηση αρχίζει μετά δύο ημέρες από την υποβολή της και τερματίζεται με ψηφοφορία, το αργότερο έως τα μεσάνυχτα της τρίτης ημέρας από την έναρξη της.

Η ψηφοφορία για την πρόταση εμπιστοσύνης είναι πάντοτε ονομαστική και κατά τη διάρκεια αυτής ψηφίζουν και οι υπουργοί και υφυπουργοί, αν είναι μέλη της Βουλής.

Η παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στη Κυβέρνηση είναι λοιπόν μια κορυφαία διαδικασία του κοινοβουλευτικού συστήματος και ρυθμίζεται από το άρθρο 84 του Συντάγματος.

4. Η διαδικασία των διερευνητικών εντολών:

Η απώλεια της εμπιστοσύνης της Βουλής οδηγεί κατά το άρθρο 38παρ 1 Σ την απαλλαγή από τον ΠτΔ από τα καθήκοντα της την Κυβέρνηση.

Στην περίπτωση αυτή ακολουθείται  η ακόλουθη διαδικασία.

Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Συντάγματος (37Σ), αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία (το πρώτο κόμμα) διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος.

Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Για να μετατραπεί η διερευνητική εντολή σε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης θα πρέπει να προκύψει ότι ο εντολοδόχος πρωθυπουργός διαθέτει την εμπιστοσύνη της Βουλής προτού πάει η κυβέρνηση στη Βουλή, όπως συνέβη στις τελευταίες εκλογές .

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Οι αγωγές ομολογιούχων κατά του Ελληνικού Δημοσίου κατόπιν της αναγκαστικής ανταλλαγής ομολόγων κατά τον Ν. 4050/2012 υπάγονται στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» κατά τον κανονισμό 1393/2007: ΔΕΕ της 11.6.2015, C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 και C‑578/13, Fahnenbroc κ.λπ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας [της Ευγενίας Β. Πρεβεδούρου, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Διοικητικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης]

Με την απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑226/13, C‑245/13, C‑247/13 και C‑578/13, Fahnenbroc κ.λπ κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αγωγές κατά του Ελληνικού Δημοσίου τις οποίες άσκησαν στη Γερμανία ιδιώτες κατόπιν της αναγκαστικής ανταλλαγής των κρατικών ομολόγων τους που προέβλεψε ο Νόμος 4050/2012, «Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των Ομολογιούχων», είναι δυνατόν να επιδοθούν στο Ελληνικό Δημόσιο κατά τον κανονισμό ΕΕ 1393/2007, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, δεδομένου ότι δεν είναι προφανές ότι τέτοιες αγωγές δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.
 
Ειδικότερα, το Landgericht Wiesbaden (Πρωτοδικείο Wiesbaden, Γερμανία) και το Landgericht Kiel (Πρωτοδικείο Kiel, Γερμανία) έχουν επιληφθεί αγωγών που ασκήθηκαν κατά του Ελληνικού Δημοσίου από δικαιούχους ελληνικών κρατικών ομολόγων οι οποίοι είναι κάτοικοι Γερμανίας. Οι ως άνω δικαιούχοι θεωρούν ότι εθίγησαν εκ του ότι η Ελλάδα, κατά τη γνώμη τους, τους εξανάγκασε, τον Μάρτιο του 2012, να ανταλλάξουν τους τίτλους τους με νέα κρατικά ομόλογα σημαντικά μειωμένης ονομαστικής αξίας. Πράγματι, προκειμένου να αντιμετωπίσει τη σοβαρή χρηματοοικονομική κρίση, η Ελλάδα είχε εκδώσει, τον Φεβρουάριο του 2012, τον Ν. 4050/2012 ο οποίος προέβλεπε την υποβολή προσφοράς αναδιάρθρωσης στους κατόχους ορισμένων ελληνικών κρατικών ομολόγων. Προέβλεπε επίσης την προσθήκη ρήτρας αναδιάρθρωσης στις οικείες συμβάσεις έκδοσης, έτσι ώστε οι αρχικοί όροι έκδοσης των τίτλων να μπορούν να τροποποιηθούν με αποφάσεις που λαμβάνονται με ενισχυμένη πλειοψηφία του ανεξόφλητου κεφαλαίου (οι αποφάσεις αυτές δεσμεύουν κατ’ αυτόν τον τρόπο και τη μειοψηφία) [βλ., αντί πολλών, Δ. Γ. Τσιμπανούλη, Οι ρήτρες συλλογικής δράσης του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων ελληνικού δημοσίου κατά το Ν 4050/2012 υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, Τιμητικός Τόμος Ι. Δρυλλεράκη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2015, σσ. 303-362]. Κανείς από τους ενδιαφερόμενους εν προκειμένω ιδιώτες δεν δέχθηκε την προσφορά ανταλλαγής την οποία υπέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο βάσει του νόμου αυτού. Οι αγωγές είχαν ως αίτημα είτε την ανόρθωση της ζημίας των εναγόντων λόγω προσβολής της νομής και της κυριότητας είτε την εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων αρχικών συμβατικών υποχρεώσεων είτε την καταβολή αποζημίωσης. Στο πλαίσιο της διαδικασίας επίδοσης των αγωγών στο Ελληνικό Δημόσιο (εναγόμενο), ανέκυψε το ζήτημα αν οι αγωγές αυτές αφορούν τις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις κατά την έννοια του κανονισμού 1393/2007 (οπότε η επίδοση μπορεί να πραγματοποιηθεί επί τη βάσει του κανονισμού) ή αν έχουν ως αντικείμενο πράξη ή παράλειψη κράτους κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας (στην περίπτωση αυτή, ο κανονισμός δεν έχει εφαρμογή). Ο ως άνω κανονισμός της Ένωσης, με τον οποίον επιδιώκεται η καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση των δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, προβλέπει τη χρήση τυποποιημένων εντύπων και τη διαβίβαση, απευθείας και το ταχύτερο δυνατόν, μεταξύ των υπηρεσιών που ορίζονται προς τούτο από τα κράτη μέλη, ορίζει δε ρητώς ότι δεν εφαρμόζεται όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Τα γερμανικά δικαστήρια ζήτησαν από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν αγωγές με τις οποίες ζητείται αποκατάσταση ζημίας, εκπλήρωση της σύμβασης και αποζημίωση, ασκηθείσες από ιδιώτες κατόχους ομολόγων κατά του κράτους το οποίο τα εξέδωσε, εμπίπτουν στις «αστικές ή εμπορικές υποθέσεις» κατά την έννοια του κανονισμού, οπότε αυτός έχει εφαρμογή.
 
Η απόφαση αυτή θα πρέπει να διαβαστεί παράλληλα με τις πρόσφατες πολυσχολιασμένες αποφάσεις της Ολομέλειας του ΣτΕ για το PSI [ΣτΕ Ολ 1116/2014, 1117/2014, 1506/2014, 1507/2014, 1508/2014, 2400/2014, 2401/2014, 2402/2014, 3006/2014, 3008/2014, 3009/2014, 3010/2014, 3724/2014, 4746/2014, 4747/2014, 4748/2014, 4749/2014]1116, 1117, 3724/2014], στο πλαίσιο των οποίων οι υπουργικές πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή του Νόμου [α) Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 5/24.2.2012 «Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους» (Α΄ 37/24.2.2012, β) από 24.2.2012 πρόσκληση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) προς τους ομολογιούχους για συμμετοχή στην ορισθείσα με την ως άνω Π.Υ.Σ. διαδικασία, γ) από 9.3.2012 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή τερματίσθηκε με την επίτευξη της προβλεπόμενης απαρτίας και πλειοψηφίας (ανεξόφλητου κεφαλαίου) για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, δ) Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 «Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της ….. ως Διαχειριστή της Διαδικασίας» (Α΄ 50/9.3.2012) και ε) πράξη 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου» (Β΄ 682/9.3.2012)] κρίθηκαν εκτελεστές διοικητικές πράξεις προς θεμελίωση της δικαιοδοσίας του ακυρωτικού διοικητικού δικαστή. Επιβάλλεται στο σημείο αυτό να αναφερθεί η σκέψη 5 της απόφασης ΣτΕ Ολ 1116/2014: «5. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Η αντικατάσταση αυτή, με την οποία μειώθηκε το δημόσιο χρέος της Ελληνικής Δημοκρατίας, εχώρησε βάσει των διατάξεων αυτών κατόπιν της αποδοχής από τους ιδιώτες πιστωτές, ως πλειοψηφούν κεφάλαιο, σχετικής πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου, η αποδοχή δε αυτή δέσμευσε και τους πιστωτές που δεν έλαβαν μέρος στη σχετική διαδικασία ή μειοψήφησαν. Η δυνατότητα αντικατάστασης δεν είχε θεσπισθεί ή συμφωνηθεί κατά την έκδοση των τίτλων, αλλά προβλέφθηκε το πρώτον κυριαρχικώς με τις εν λόγω διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Υπό τα δεδομένα αυτά, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων δεν γεννά ιδιωτική διαφορά, αλλά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος και 45 επ. του π.δ. 18/1989». Δηλαδή η σχέση μεταξύ ομολογιούχων και Ελληνικού Δημοσίου προφανώς ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο, τη διοικητική διαφορά όμως προκαλεί η έκδοση των ανωτέρω εκτελεστών διοικητικών πράξεων που στηρίζονται στον Ν. 4050/2012 και επεμβαίνουν στην εξέλιξη συνεστημένης συμβατικής σχέσης ιδιωτικού δικαίου. Άλλωστε, στη σκέψη 24 της ΣτΕ Ολ 1116/2014, το ΣτΕ αναγνώρισε ότι «είναι διαφορετικό το ζήτημα αν γι’ αυτή τη συναλλακτική συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου [την προσέλκυση επενδυτών], η οποία δεν ανάγεται στον κρίσιμο χρόνο αλλά στον χρόνο της έκδοσης των τίτλων που τελικά αντικαταστάθηκαν, το Ελληνικό Δημόσιο θα ηδύνατο να εναχθεί από τους αιτούντες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων».
Παρά την εκ πρώτης όψεως αντίθετη λύση που υιοθέτησαν το Συμβούλιο της Επικρατείας και το ΔΕΕ, θα πρέπει να τονισθεί ότι η προσέγγιση του ΔΕΕ ήταν πολύ προσεκτική και μετρημένη, αφορά δε ένα προκαταρκτικό ζήτημα, που δεν προδικάζει την ουσία της υπόθεσης, αλλά ούτε και την ίδια τη δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου. Το ΔΕΕ ερμηνεύει την έννοια των αστικών και εμπορικών υποθέσεων αποκλειστικά υπό το πρίσμα των σκοπών του κανονισμού 1393/2007 -που διασφαλίζει την ταχεία επίδοση των δικαστικών και εξώδικων πράξεων- και ενόψει της εφαρμογής του κανονισμού αυτού, δηλαδή του προσδιορισμού της διαδικασίας επίδοσης των αγωγών. Το ΔΕΕ αναγνωρίζει ότι τα πορίσματα του ελέγχου που ασκείται στο στάδιο αυτό πριν οι διάδικοι εκφράσουν τις απόψεις τους δεν μπορούν βεβαίως να προκαταλάβουν τις αποφάσεις που θα λάβει το επιληφθέν δικαστήριο στη συνέχεια όσον αφορά ιδίως την αρμοδιότητά του και την ουσία της οικείας υπόθεσης. Περαιτέρω, για την εφαρμογή του κανονισμού, αρκεί μειωμένος βαθμός δικανικής πεποίθησης, αφού το ΔΕΕ καταλήγει ότι οι επίμαχες αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν από ιδιώτες, δικαιούχους κρατικών ομολόγων, κατά του κράτους που εξέδωσε τα ομόλογα αυτά εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού στο μέτρο που δεν προκύπτει ότι οι αγωγές αυτές προδήλως δεν υπάγονται στις αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.