Κυριακή 23 Αυγούστου 2015

"Διαβάζοντας τα ιταλικά δικονομικά περιοδικά, γνωρίζεις ένα νομικό πολιτισμό" [Γιάννης Βαλμαντώνης, Πρωτοδίκης]

Διάγραμμα:
1. Εισαγωγή
2. Η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ δικαστή και διαδίκων στη διεύθυνση της δίκης
3. Το σχέδιο Πολιτικής Δικονομίας των Ιταλών δικαστών και οι παρατηρήσεις των Ιταλών πανεπιστημιακών
4. Τα προτεινόμενα θεσμικά και οργανωτικά μέτρα
5. Η νέα μεταρρύθμιση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (L 18-6-2009, n. 69)
6. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης 
1. Το Σπουδαστήριο Πολιτικής Δικονομίας (Ιπποκράτους αρ. 33, 3ος όροφος), διαθέτει δυο Ιταλικά δικονομικά περιοδικά: Rivista di diritto processuale (Riv. dir. proc.)[1] και Rivista trimestrale di diritto e procedura civile (Riv. trim. dir. proc. civ.)[2]. Έχουν το μέγεθος περίπου της «Δίκης» με μικρή γραμματοσειρά, ελάχιστες δικαστικές αποφάσεις (σχεδόν όλες σχολιασμένες) και πολλές συγκριτικές μελέτες. Βέβαια δεν εντυπωσιάζουν τον εφαρμοστή του δικαίου. Τα περιοδικά αυτά, με την παρότρυνση των καθηγητών μου της Νομικής Σχολής Αθηνών, αποτέλεσαν το έναυσμα και για αναζητήσεις σε άλλα Ιταλικά περιοδικά και βιβλία αστικού δικονομικού δικαίου. Σκοπός μου είναι να προχωρήσω στην συγκριτική έρευνα της αποτελεσματικότητας της Ιταλικής δικαιοσύνης και σε κάποια απόπειρα εντοπισμού των τεράστιων ομοιοτήτων με τη χώρα μας. Δεν θα περιοριστώ τόσο σε δικονομικές ρυθμίσεις (άλλωστε είναι ανώφελο, καθόσον κάθε χρόνο παρουσιάζεται και ένα νέο νομοσχέδιο από τον εκάστοτε Υπουργό Δικαιοσύνης) αλλά θα επεκταθώ ιδίως σε άλλα θεσμικά και οργανωτικά μέτρα καθώς και σε μερικές επισημάνσεις όσον αφορά το σύστημα αυτοδιοίκησης της δικαιοσύνης. Δικαστές και νομοθέτες ασχολούνται με το αλλοδαπό δίκαιο, γιατί έχουν την πεποίθηση ότι θα έχει πρακτική εφαρμογή γι’ αυτούς και ότι μπορεί να τους υποδείξει την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουν για την άρση των αδιεξόδων[3].
2. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η πολιτική δίκη στην Ιταλία υπήρξε πεδίο πολλαπλών επεμβάσεων του νομοθέτη με σκοπό την ταχεία επίλυση των διαφορών, με συνέπεια να έχει τροποποιηθεί κατά ένα μεγάλο μέρος ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας του έτους 1940[4]. Ωστόσο η Ιταλία εξακολουθεί να κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις των διεθνών στατιστικών δεδομένων όσον αφορά τη μέση χρονική διάρκεια της αστικής δίκης[5].
Η θεωρητική ανάλυση και η διεθνής εμπειρία υποδεικνύουν ότι η ορθότητα και η ταχύτητα στην απονομή του δικαίου εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την  κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ δικαστή και διαδίκων στη διεύθυνση της δίκης. Θα εξεταστούν συνοπτικά δυο διαφορετικά δικονομικά συστήματα: α) αυτό που παρέχει εκτεταμένες εξουσίες διαχείρισης της διαδικασίας στους διαδίκους (adversarial system) και β) εκείνο που αντιθέτως ενισχύει το δυναμικό και καθοδηγητικό ρόλο του δικαστή (inquisitorial system).
Συγκεκριμένα η θεωρία[6] έχει υποστηρίξει ότι πίσω από τη δομή adversarial της δίκης που ήταν τυπική του αγγλοαμερικανικού δικαίου (common law) εμπεριέχονται επιταγές ιδεολογικού χαρακτήρα. Πράγματι το πρότυπο του οικονομικού φιλελευθερισμού που στηρίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στην αρχή του laissez faire, καθορίζει και επηρεάζει την ίδια τη δίκη, που εμφαίνεται ως ο ιδανικός τόπος για την ελεύθερη διαμάχη των μερών. Σκοπός της δίκης είναι η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων  των διαδίκων. Η διαχείριση της δίκης ανήκει αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των διαδίκων, οι οποίοι έχουν πλήρη αυτονομία. Αυτοί έχουν τον πλήρη έλεγχο τόσο στο αντικείμενο της δίκης, όσο και στη διεύθυνση της διαδικασίας καθώς και το μονοπώλιο στις αποδεικτικές εξουσίες. Για το λόγο αυτό ο Αμερικανός καθηγητής Roscoe Pound έκανε αναφορά για μια «sporting theory of justice»: όπως συμβαίνει σε μια αθλητική αναμέτρηση, ο αγώνας μεταξύ των αντιπάλων είναι πράγματι ο καθοριστικός παράγοντας για να προσδιορίσει το τελικό αποτέλεσμα και να ορίσει το νικητή. Ο δικαστής παίζει το ρόλο του διαιτητή, έχοντας ως καθήκον να εγγυηθεί τη κανονική διεξαγωγή του αγώνα (σφυρίζοντας τα φάουλ και τιμωρώντας τις παράνομες και αντιδικονομικές συμπεριφορές των διαδίκων), ωστόσο δεν μπορεί να επηρεάσει με κανένα τρόπο το τελικό αποτέλεσμα[7].
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του συστήματος αυτού της αντιδικίας (adversarial system), είναι ο τρόπος με τον οποίο διεξάγονται οι μαρτυρικές καταθέσεις. Κάθε διάδικος εξετάζει απευθείας τους δικούς του μάρτυρες, εξασφαλίζοντας έτσι ευνοϊκές γι’ αυτόν καταθέσεις  (direct-examination) και αντεξετάζει τους μάρτυρες του αντιδίκου του, με σκοπό κυρίως να αμφισβητήσει την αξιοπιστία τους (cross-examination). Οι καταθέσεις αυτές διεξάγονται ενώπιον ενός δικαστή παθητικού, με μοναδικό καθήκον να εξασφαλίσει την ορθή εφαρμογή των λίγων κανόνων που διέπουν την εξέταση των μαρτύρων. Στην δίκη adversarial, οι μαρτυρικές καταθέσεις είναι αποκλειστικά στα χέρια των διαδίκων, καθόσον  οι μάρτυρες επιλέγονται, προετοιμάζονται και εξετάζονται από τους διαδίκους, κατά τρόπο που ο καθένας από αυτούς δίνει μια κατάθεση ευνοϊκή υπέρ του διαδίκου που τον έχει καλέσει. Όσο ο δικηγόρος είναι πιο επιδέξιος και έμπειρος και ο μάρτυρας ψυχολογικά αδύναμος, τόσο περισσότερο έχει επιτυχία η cross-examination, καθόσον σκοπό έχει να εξαντλήσει και να εξοντώσει το μάρτυρα του αντιδίκου[8]. Κατά συνέπεια, μπορεί να είναι αποτελεσματική για την αποκάλυψη των ψεμάτων, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι βοηθά στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Η «αλήθεια» θεωρείται μάλλον δευτερεύουσα αξία[9]. 
Η δίκη adversarial εξασφαλίζει στους διαδίκους μια απόλυτη τυπική δικονομική ισότητα. Ωστόσο επειδή η δίκη διεξάγεται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα, απαιτείται και οι διάδικοι να βρίσκονται σε θέση ουσιαστικής ισότητας. Η ύπαρξη αυτής της προϋπόθεσης αποτελεί και το ανυπέρβλητο όριό της. Το πρότυπο adversarial είναι αποτελεσματικό μόνο όταν οι διάδικοι βρίσκονται σε κατάσταση ουσιαστικής ισότητας. Ωστόσο μια σειρά από κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες μπορεί να προκαλέσουν  σημαντικές διακρίσεις ανάμεσα στους διαδίκους. Το πρότυπο αυτό δεν διαθέτει διατάξεις για το μετριασμό της ανισότητας των διαδίκων, δεν προστατεύει τους (οικονομικά) αδύνατους. Αντίθετα πολλαπλασιάζει αυτή την ανισότητα. Συγκεκριμένα, ένα δικονομικό σύστημα πολύπλοκο και δαπανηρό, το οποίο στηρίζεται αποκλειστικά στην πρωτοβουλία των διαδίκων, ζημιώνει το πιο αδύναμο μέρος, το οποίο δύσκολα μπορεί να αντιμετωπίσει τα έξοδα και την υπερβολική καθυστέρηση. Έπειτα όλοι οι δικηγόροι δεν είναι όμοιοι. Υπάρχει μεγάλη διαφορά όσον αφορά την οργάνωσή τους, την εξειδίκευσή τους καθώς και το επίπεδο των παροχών που προσφέρουν. Επειδή δε η σχέση μεταξύ πελάτη και δικηγόρου εξαρτάται από τους κανόνες της αγοράς, είναι προφανές ότι ο διάδικος που είναι οικονομικά πιο εύρωστος θα εξασφαλίσει τον πιο επιδέξιο και έμπειρο δικηγόρο, ενώ η πιο αδύναμη πλευρά πρέπει να αρκεστεί σε επαγγελματικές παροχές χαμηλού επιπέδου. Η παρουσία λοιπόν των δικηγόρων όχι μόνο εξισορροπεί την ανισότητα ανάμεσα στους διαδίκους αλλά αντίθετα καταλήγει στην ουσία να την επιτείνει. Έτσι οι διάδικοι που είναι κοινωνικά και οικονομικά πιο αδύνατοι έχουν ελάχιστες πιθανότητες νίκης, ανεξάρτητα από το βάσιμο των αξιώσεων τους. Αυτά τα φαινόμενα μπορούν επίσης να επεκταθούν ακόμη περισσότερο λαμβάνοντας υπόψη και τα οικονομικά κίνητρα στα οποία υπόκεινται οι δικηγόροι. Η αμερικανική και αγγλική εμπειρία αποκαλύπτει ότι μια δίκη που τη διαχειρίζονται δικηγόροι οι οποίοι αμείβονται με ωριαία βάση, μηχανισμοί όπως για παράδειγμα η διαδικασία discovery[10], που επιτρέπουν σε όποιον έχει την οικονομική δυνατότητα να ανεβάσει το κόστος της δίκης, μπορεί από τη μια να οδηγήσει σε επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας της δίκης και από την άλλη να αποκλείσει τον αντίδικο από τη δικαστική προστασία, υποχρεώνοντάς τον να αποδεχθεί προφανώς άδικους συμβιβασμούς.
Τα δικονομικά συστήματα inquisitorial (που κυριαρχούν στις χώρες της ηπειρωτικής ευρώπης) ανταποκρίνονται περισσότερο στα κριτήρια της ουσιαστικής δικαιοσύνης και κοινωνικής πρόνοιας. Ο δικαστής, ο οποίος διευθύνει όλα τα στάδια της δίκης, έχει καθοριστικό ρόλο στη διεξαγωγή της και διαθέτει ακόμη και αποδεικτικές εξουσίες. Έχει τη δυνατότητα να διεξάγει τη δίκη με διαφορετικές διαδικασίες, ανάλογα με την αξία και την πολυπλοκότητα της διαφοράς και να προβεί και σε κάποιο εκ των προτέρων προγραμματισμό της διεξαγωγής της. Το σύστημα αυτό έχει το προτέρημα ότι εξασφαλίζει, μέσω της επέμβασης του δικαστή, όταν αυτή είναι απαραίτητη, μια εξισορρόπηση της θέσης των διαδίκων. Η ισότητα αυτή δεν είναι πια μόνο τυπική αλλά και ουσιαστική. Όπου για παράδειγμα υπάρχουν κενά στην υπεράσπιση ενός διαδίκου ή παρελκυστικές συμπεριφορές, η επέμβαση και ο καθοδηγητικός ρόλος του δικαστή επιτρέπει την εξασφάλιση μιας πιο αποτελεσματικής προστασίας, παρέχοντας συμβουλές στον πιο αδύναμο από τους διαδίκους και καταστέλλοντας τις καταχρηστικές συμπεριφορές των διαδίκων. 
Όμως και το πρότυπο αυτό παρουσιάζει περιορισμούς και όρια και δέχεται επικρίσεις, όταν ειδικότερα ο δικαστής δεν ασκεί, σύμφωνα με τους προαναφερόμενους σκοπούς, τις εξουσίες που ο νόμος του παρέχει. Για παράδειγμα, από τη μια πλευρά ο υπερβολικός φόρτος εργασίας και ένα σύστημα της επαγγελματικής καριέρας των δικαστών που είναι ανεξάρτητο από την παραγωγή του έργου τους, σε συνδυασμό από την άλλη με προφανώς αβάσιμες αγωγές που ασκούν οι δικηγόροι με σκοπό καθαρά παρελκυστικό[11] και συστήματα αμοιβής των τελευταίων που στηρίζονται σε ωριαία βάση ή σε σχέση με τον αριθμό των δικογράφων που συντάσσουν, αποτελούν κίνητρα για τους παράγοντες της δίκης, ήτοι τους δικαστές, δικηγόρους και διαδίκους, να παρατείνουν τη χρονική διάρκεια της δίκης, αντί να προβούν σε μια σύντομη περάτωσή της. Για μια σωστή λοιπόν λειτουργία του συστήματος αυτού είναι απαραίτητη η υποστήριξη από περαιτέρω μέτρα.
Η συγκριτική έρευνα αποκαλύπτει μια στροφή προς το δεύτερο σύστημα, όπου ο δικαστής διαθέτει διευρυμένες εξουσίες τόσο στη διεύθυνση της δίκης όσο και στη συλλογή των αποδείξεων. Η πολιτική δίκη θεωρείται ένα σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, και  η δικαστική προστασία πρέπει να προσφέρεται σε όλους τους διαδίκους, εξασφαλίζοντας συνθήκες  όχι μόνο τυπικής αλλά και ουσιαστικής ισότητας[12]. Είναι κυρίαρχη στην Ιταλία[13] η τάση να θεωρείται η πολιτική δίκη  ως ένα σύστημα επίλυσης κοινωνικών και οικονομικών διαφορών που έχουν ευρείες διαστάσεις, οι οποίες δεν επιτρέπουν τη συρρίκνωσή τους σε ένα μεμονωμένο συμβάν που αφορά αποκλειστικά τους διαδίκους.
Βέβαια εξακολουθεί να υποστηρίζεται (με τρόπο δυναμικό) από μια μειοψηφία και ειδικότερα τους καθηγητές Cipriani και Monteleone η άποψη ότι οι διάδικοι είναι οι καλύτεροι υποστηρικτές των εννόμων συμφερόντων τους[14]. Η επιχειρηματολογία τους εστιάζεται κυρίως σε τρεις λόγους: α) ότι η απονομή διευρυμένων εξουσιών στο δικαστή αποτελούσε γνώρισμα ολοκληρωτικών καθεστώτων του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα[15], β) ότι ο ενεργητικός ρόλος του δικαστή θέτει σε κίνδυνο την αμεροληψία και αντικειμενικότητα του και γ) ότι ο δικαστής πρέπει να παραμένει αμέτοχος στη πολιτική δίκη, που έχει ως σκοπό την προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων, αφήνοντας τους διαδίκους να υπερασπίσουν οι ίδιοι με όποιον τρόπο κρίνουν ορθότερο τα έννομα συμφέροντά τους[16]. 

3. Το έτος 2006, μια ομάδα δικαστών που ανήκουν στη «Magistratura Democratica», μια δικαστική ένωση της Ιταλίας αντέδρασε στη φιλελεύθερη φυσιογνωμία της δίκης που επέβαλε η εταιρική δίκη (processo societario)[17] ή δίκη «Vaccarella» αλλά και απέναντι στις συχνές μεταρρυθμίσεις του Ιταλού νομοθέτη.  Αφοσιώθηκε μάλιστα στην  επεξεργασία ενός νέου σχεδίου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας[18] με βάση και την πρακτική τους εμπειρία. Η ομάδα αυτή των δικαστών ανέλυσε ότι το πρότυπο της επιτροπής «Vaccarella», όπου το πρώτο ρόλο έχουν οι δικηγόροι και το οποίο εφαρμόζεται υποχρεωτικά στις εταιρικές διαφορές και  εναλλακτικά στις υπόλοιπες διαδικασίες, μπορεί να αποτελεί μια ρεαλιστική λύση, ταυτόχρονα όμως έχει μια καθαρά ιδεολογική μορφή και συγκεκριμένα ανταποκρίνεται προς μια φιλελεύθερη ιδέα της δίκης. Στην πραγματικότητα όμως το πρότυπο «Vaccarella», που παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με την δική μας τακτική διαδικασία, μετά την τροποποίηση με το ν. 2915/2001, απευθύνεται σε κάκιστους  δικαστές που δεν ενδιαφέρονται για την ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας ή σε δικαστές υπερφορτωμένους που δεν αποτελούν τίποτε το διαφορετικό από «απλοί συντάκτες και διεκπεραιωτές  δικαστικών αποφάσεων». 
Βασικά σημεία του εν λόγω σχεδίου αποτελούν: α) η ενδυνάμωση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, με στόχο την εφαρμογή των αρχών της προφορικότητας και της συνεργασίας μεταξύ του δικαστή και των διαδίκων, β) ο περιορισμός του εφετείου στον έλεγχο των λαθών, γ) η ορθολογικοποίηση της αναιρετικής δίκης με περιορισμό των υποθέσεων που μπορούν να αχθούν ενώπιόν της και δ) ο ενεργός ρόλος του δικαστή, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη διαδικασία με παράλληλη απονομή σε αυτόν όλων των απαραίτητων εξουσιών για να πραγματοποιήσει μια ουσιαστική διεύθυνση της δίκης. Έθεσαν μάλιστα ως στόχο την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό σε ένα χρόνο, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Θα περιοριστώ σε μερικές επισημάνσεις των Ιταλών δικαστών, που θεωρώ χρήσιμες για την Ελληνική πραγματικότητα. Η δυσλειτουργία της πολιτικής δίκης είναι ένα πολυσύνθετο πρόβλημα και στα πολύπλοκα προβλήματα δεν αρκούν απλοϊκές συνταγές. Η εμπειρία αποδεικνύει ότι μια μεταρρύθμιση των κανόνων της Πολιτικής Δικονομίας είναι αναγκαία, αλλά όχι επαρκής για την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων. Χρειάζονται και άλλα θεσμικά και οργανωτικά μέτρα. Καμία δίκη δεν μπορεί να λειτουργήσει σωστά σε μια άρρωστη και ανεπαρκή οργανωτική δομή. Επιβεβαίωσαν την ανάγκη για μια δραστική μείωση του αριθμού των δικαστηρίων (με την κατάργηση αυτών που απαρτίζονται κάτω από 25 δικαστές, για παράδειγμα)[19] και για μια προσήκουσα αύξηση του αριθμού των δικαστών σταδιακά και όχι με έκτακτους διαγωνισμούς. Επικεντρώθηκαν και στους παράγοντες της δίκης. Δεν μπορεί να συμμετέχουν στη διαδικασία  δικηγόροι, χωρίς καθόλου εφόδια και χωρίς  καμία προπαρασκευή. Έγινε λόγος για δικηγόρους που δεν ενημερώνονται, φλυαρούν, αναλίσκονται σε δεκάδες σελίδες χωρίς να επισημαίνουν τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, που καταχρώνται τις δικονομικές δυνατότητες. Αλλά δεν μπορεί να συμμετέχει και ένας δικαστής του οποίου η επαγγελματικότητα εκδηλώνεται σχεδόν αποκλειστικά στη συγγραφή των αποφάσεων και ελάχιστα στον τρόπο με τον οποίο διεξάγει τη διαδικασία. Που περιορίζεται η επέμβαση του στο να χορηγεί μόνο αναβολές («Calendario parlante»,  αποκαλούν συχνά τον Ιταλό δικαστή). Για το λόγο αυτό ζήτησαν να αλλάξει και ο τρόπος επιθεώρησης των δικαστών. Απαιτούνται πολλές και ριζικές αλλαγές στη νοοτροπία και στη συμπεριφορά των δικαστών και των δικηγόρων.
Εκπλήσσει τον Έλληνα δικονομολόγο, η ευκολία με την οποία οι Ιταλοί δικαστές χειρίζονται αλλοδαπούς θεσμούς, οι οποίοι ζητούν την υιοθέτηση διατάξεων του γερμανικού κώδικα (138 και 139 ZPO, για τις οποίες συζήτηση έχει γίνει και από την ελληνική θεωρία), αγγλικών θεσμών (payment into court, 36 και 37 CPR) ενώ ασκούν κριτική σε άλλους αλλοδαπούς θεσμούς όπως για παράδειγμα στο γαλλικό référé provision, τον οποίο θεωρούν ξένο με τη δική τους παράδοση. Επισημάνθηκε εξάλλου και ένα σημαντικό στοιχείο που θεωρείται από τους Ιταλούς καθηγητές ότι βοήθησε στην επιτυχία του νέου Ισπανικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (LEC) του έτους 2000, ο οποίος από μια γραπτή διαδικασία στράφηκε προς μια προφορικότητα της συζήτησης. Η προφορική συζήτηση απαιτεί βέβαια μια καλή γραπτή προετοιμασία αλλά τα δικόγραφα των δικηγόρων πρέπει να περιορίζονται στην προετοιμασία της και όχι στην ίδια τη συζήτηση. Για το λόγο αυτό αρκούν το δικόγραφο της αγωγής και οι προτάσεις του εναγομένου για την οριοθέτηση και περιορισμό του αντικειμένου της δίκης. Δεν χρειάζεται ένα σωρό από άλλες προτάσεις, προσθήκες και αντικρούσεις στο αρχικό αυτό στάδιο της δίκης, που και στη συνέχεια της διαδικασίας πρέπει να περιορίζονται στο αναγκαίο δυνατό.  Όλα τα προκαταρκτικά ζητήματα πρέπει να επιλύονται προφορικά στο πρώτο στάδιο της δίκης, όπως συμβαίνει με την Ισπανική audencia previa al juicio. Η συζήτηση πρέπει να διεξάγεται στο ακροατήριο κατά τρόπο άμεσο, προφορικό και συγκεντρωτικό με την ενεργή συμμετοχή του δικαστή και την παρουσία των διαδίκων.
Ένα άλλο σημείο που επικρίθηκε από τους Ιταλούς δικαστές είναι η τάση του νομοθέτη, να ρυθμίζει τη διεξαγωγή της δίκης με ρητούς, αναλυτικούς και δεσμευτικούς κανόνες που καθορίζουν με λεπτομέρεια και ακρίβεια τη συμπεριφορά και τις ενέργειες των δικαστών και δικηγόρων, περιορίζοντας το δικαστή σε ένα απλό εφαρμοστή των διατάξεων του νόμου όσον αφορά τις δικονομικές προθεσμίες, τη μορφή και το περιεχόμενο των διαδικαστικών πράξεων. Αυτή η τακτική έχει βεβαίως το προτέρημα να παρέχει στους διαδίκους μια μεγαλύτερη βεβαιότητα στο τι μπορούν να πράξουν ή να μην πράξουν καθώς και τον τρόπο και το χρόνο που απαιτείται για να το πράξουν. Αλλά αυτό παρουσιάζει, όπως και η εμπειρία διδάσκει, σημαντικά μειονεκτήματα: Οι αναλυτικοί και ακριβείς κανόνες συχνά διαψεύδονται στην πράξη και αποδεικνύονται απατηλοί και ανεφάρμοστοι. Επίσης οδηγούν σε φορμαλιστικές και γραφειοκρατικές συμπεριφορές που έρχονται σε αντίθεση με μια λειτουργική και αποτελεσματική δικαιοσύνη. Η δικονομική πολυπλοκότητα αποτελεί ένα ελάττωμα της δίκης. Οδηγεί σε καθυστέρηση της απονομής δικαιοσύνης και ευνοεί αναγκαστικά και τη γραπτή διαδικασία. Πριν από δυο αιώνες ο Jeremy Bentham, σημείωνε ότι απέναντι στη «φυσική δικονομία» που έχει ως σκοπό να καθορίσει ποια είναι η αλήθεια περί των πραγμάτων, αντιτίθεται η «τεχνική δικονομία» που έχει ως αποτέλεσμα την επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας των δικών, τις κάνει εξαιρετικά χρονοβόρες και  καταπιεστικές, χωρίς καμία πρόθεση να προκαλέσει ορθές αποφάσεις.
Ανάμεσα στον αυταρχισμό του νομοθέτη και στη φιλελεύθερη φυσιογνωμία της δίκης (laissez faire), προτείνεται από τους Ιταλούς δικαστές ένας τρίτος ορθός δρόμος, εκείνος της διακριτικής ευχέρειας και της ενεργητικής πρωτοβουλίας του δικαστή. Οι κανόνες πρέπει να είναι τέτοιοι ώστε να βοηθήσουν το δικαστή να διευθύνει ουσιαστικά τη διαδικασία, ενώ πρέπει να κάνουν απλοποιημένη, κατανοητή και αποτελεσματική τη διαδικασία. Απέναντι μάλιστα στο πολυάριθμο των ειδικών διαδικασιών τους[20], η απάντηση πρέπει να είναι μια ενιαία διαδικασία εφοδιασμένη με ευελιξία και ελαστικότητα, προκειμένου να προσαρμόζεται στις ειδικές ξεχωριστές ανάγκες και στα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης διαφοράς. Η διακριτική ευχέρεια του δικαστή δεν είναι ανεξέλεγκτη αλλά πρέπει να ρυθμίζεται από το νόμο, όσον αφορά τους περιορισμούς, τα κριτήρια και τους σκοπούς, ενώ πρέπει να προσδιορίζονται και οι έλεγχοι στους οποίους πρέπει να υπόκειται. Μάλιστα έγινε αναφορά και σε δυο πρόσφατα βιβλία[21] από τα οποία αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει στην Ευρώπη μεταρρύθμιση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που να μην εμπνέεται από μια ενίσχυση του ενεργού ρόλου και της διακριτικής ευχέρειας του δικαστή.
Στις 23 και 24 Ιουνίου 2006 συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, δικαστές, δικηγόροι και αντιπρόσωποι της πολιτικής ζωής της χώρας για να συζητήσουν την πρόταση των Ιταλών δικαστών. Ο τίτλος του συνεδρίου αποτελεί εδώ και χρόνια πάγιο αίτημα των Ελλήνων δικηγόρων:   «Dai processi al processo. Proposte per un rito unico, flessibile e partecipativo» (σε ελλ. μετάφρ. Από τις πολλές δίκες στη μια δίκη. Προτάσεις για μια ενιαία, ευέλικτη και συμμετοχική διαδικασία). Τις ωραίες αυτές ομιλίες που έχουν τη μορφή σεμιναρίων μπορεί να τις παρακολουθήσει κάποιος στο δικτυακό τόπο www.Radioradicale.it[22]. Παραστάθηκαν και καθηγητές με διεθνή φήμη όπως για παράδειγμα ο Federico Carpi (Πρόεδρος της Διεθνούς Ενώσεως Δικονομικού Δικαίου - Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας), Michele Taruffo (Πανεπιστήμιο της Παβίας), Sergio Chiarloni (Πανεπιστήμιο του Τορίνο), Luigi Comoglio (Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνο), καθώς και άλλοι αξιόλογοι καθηγητές όπως Remo Caponi (Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας, με ιδιαίτερη έμφαση στο γερμανικό δίκαιο) και Andrea Giussani (Πανεπιστήμιο του Urbino, με ιδιαίτερη έμφαση στα αγγλοσαξονικά συστήματα).
Περιγράφηκε από τους δικαστές μια παρόμοια κατάσταση των δικαστικών μεγάρων, ιδίως στον Ιταλικό νότο: καρότσια να μεταφέρνουν φακέλους, δικογραφίες να στοιβάζονται σε γραφεία και διαδρόμους. Αλλά και από τους δικηγόρους μια κούραση να παρακολουθήσουν τις συνεχείς μεταρρυθμίσεις των κωδίκων. Κάθε αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προκαλεί τη διαγραφή της μέχρι τώρα πρακτικής και μια καινούργια, κοπιαστική και χρονοβόρα εργασία ανασυγκρότησης γι’ αυτούς.
Οι Ιταλοί καθηγητές επισήμαναν ότι χρειάζεται να τεθεί ένα φρένο στον ακατάσχετο πολλαπλασιασμό των διαδικασιών, θέτοντας ως στόχο την ενοποίησή τους. Δεν χρειάζεται να εξειδικεύσουμε τις διαδικασίες θέτοντας διαφορετικούς κανόνες, αλλά τους δικαστές, στους οποίους θα αναθέσουμε την επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών σε εξειδικευμένα τμήματα. Πρότειναν την εισαγωγή μιας ενιαίας διαδικασίας που θα διαφοροποιείται στο στάδιο της προετοιμασίας σε σχέση με την σπουδαιότητα και πολυπλοκότητα της υπόθεσης που θα διαπιστώνει ο δικαστής σε συνεργασία με τα μέρη[23]. Η διακριτική αυτή ευχέρεια του δικαστή δεν είναι αυθαίρετη αλλά υπόκειται σε κανόνες και κριτήρια, όπως θέτει ο Αγγλικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Civil Procedures Rules).  Και στη Γερμανία τεράστια διακριτική ευχέρεια διαθέτει ο δικαστής, που μπορεί να επιλέξει ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση μια προφορική συζήτηση ή μια γραπτή διαδικασία που είναι λιγότερο προτιμητέα.
Όλοι σχεδόν οι καθηγητές ήταν θετικοί στις αρχές της ελαστικότητας και  απλοποίησης της διαδικασίας, στην συνεργασία μεταξύ διαδίκων-δικηγόρων-δικαστή και στην διεύρυνση της διακριτικής ευχέρειας του τελευταίου. Οι Federico Carpi και Michele Taruffo ζήτησαν και μια τροποποίηση του δικαίου της απόδειξης, που αποτελεί το κέντρο της δίκης. Το δίκαιο της απόδειξης, έχοντας ως πρότυπο το γαλλικό κώδικα (όπως και ο δικός μας ΚΠολΔ)  περιέχει πολύπλοκες, φορμαλιστικές και πολυάριθμες διατάξεις. Δεν χρειάζονται περιορισμοί στη συλλογή των μαρτυρικών καταθέσεων. Οι περιορισμοί του παραδεκτού των αποδεικτικών μέσων  αποτελούν στην ουσία κανόνες αποκλεισμού των αποδείξεων. Ο Michele Taruffo επικαλέστηκε τον Jeremy Bentham, σύμφωνα με τον οποίο κάθε σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο πρέπει να θεωρείται παραδεκτό[24]. Σημείωσε εύστοχα ότι οι αποδεικτικοί περιορισμοί λόγω αξίας του αντικειμένου (1721 επ. c.c.) που είναι περίπου όμοιες με τα άρθρα 393-394 ΚΠολΔ, ανάγονται σε ιστορικά κατάλοιπα του παρελθόντος και συγκεκριμένα στην γαλλική Ordonnance του έτους  1667[25]. Αυτοί οι περιορισμοί δεν υπάρχουν σε διάφορα συστήματα του common law και civil law και είναι τυπική των συστημάτων που έχουν υιοθετήσει το γαλλικό πρότυπο. Ομοίως δεν χρειάζονται οι περιορισμοί στην εξέταση μαρτύρων που έχουν συμφέρον από τη δίκη (246 cpc)[26]. Διάφορα συστήματα της Ηπειρωτικής Ευρώπης επιτρέπουν την κατάθεση των διαδίκων (όπως στην περίπτωση της Γερμανικής Parteivernehmung), ενώ και η κατάθεση των διαδίκων είναι επιτρεπτή εδώ και πολύ καιρό στα αγγλοσαξονικά συστήματα. Σε ένα δικονομικό σύστημα, στο οποίο η αξιολόγηση των αποδείξεων πραγματοποιείται από ένα καταρτισμένο δικαστή και αυτός μπορεί να ελέγξει την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι περιττή μια διάταξη όπως αυτή του άρθρου 246 cpc. Για τον ίδιο λόγο δεν πρέπει να τεθούν περιορισμοί και στην εξέταση των διαδίκων[27].
Ο Michele Taruffo επέκρινε το σχέδιο της επιτροπής που πρότεινε διάφορους τύπους αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων. Τόνισε ότι η αιτιολογία της απόφασης δεν αποτελεί πρόβλημα των κανόνων. Είναι πρόβλημα της μόρφωσης και του επιπέδου του δικαστή που πρέπει να έχει την ικανότητα να συντάσσει και αιτιολογεί τις δικαστικές αποφάσεις του κατά τρόπο συνθετικό, κατανοητό και σαφή. Είναι όμως και πρόβλημα της εκπαίδευσης του δικηγόρου. Όσο χειρότερα είναι τα δικόγραφα που συντάσσει ο δικηγόρος, ανάλογη θα είναι η απόφαση που θα συντάξει ο δικαστής.  Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων πρέπει να προσαρμόζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν η υπόθεση είναι απλή, αρκεί και μισή σελίδα. Αν είναι περίπλοκη απαιτούνται περισσότερες σελίδες. Έδωσε το παράδειγμα των Αγγλικών, Γερμανικών και Γαλλικών δικαστικών αποφάσεων, που πολύπλοκες υποθέσεις επιλύονται σε λίγες σελίδες. Για να αιτιολογήσει κανείς σωστά απαιτείται βαθειά  γνώση της δικογραφίας και της ύλης με την οποία ασχολείται. Ο δικαστής που δεν έχει καθαρές ιδέες γράφει πολλές σελίδες και κατά τρόπο πολύπλοκο.
 Σημαντική ήταν και η ομιλία του καθηγητή Chiarloni. Ασχολήθηκε και με τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς. Εξέθεσε ότι είναι μεγάλο λάθος ότι ένας δικαστής δεν μπορεί να πραγματοποιήσει συμβιβασμό. Και έφερε το παράδειγμα της Ιταλικής εργατικής δίκης, όπου έχει χαρακτήρα ευέλικτο και συγκεντρωτικό και χαρακτηρίζεται από την άμεση επαφή και επικοινωνία που υπάρχει μεταξύ δικαστή, δικηγόρων και διαδίκων. Ο δικαστής έχοντας μπροστά του τους διαδίκους καταφέρνει να επιλύει το 1/3 των διαφορών συμβιβαστικά στο Πρωτοδικείο του Τορίνου. Άσκησε μάλιστα και κριτική στις φωνές για εξώδικη επίλυση της διαφοράς. Καταλαβαίνω ανέφερε ότι η παρότρυνση «το συμβιβασμό να τον κάνεις έξω από τα δικαστήρια» προσφέρει εξαιρετικές ευκαιρίες για «business» στο χώρο της δικαιοσύνης[28].
Ο Remo Caponi εστιάστηκε περισσότερο στη διαφορά μεταξύ της αποτελεσματικότητας της Γερμανικής και της Ιταλικής δικαιοσύνης, η οποία οφείλεται κυρίως στα οργανωτικά μέτρα. Επισημάνθηκε ιδίως ο μικρός αριθμός των υποθέσεων που χειρίζεται ο Γερμανός δικαστής. Συνήθως στο Πρωτοδικείο του Bielefeld εγγράφονται δυο υποθέσεις στο πινάκιο (στις 9.00 και στις 11.00). Διαθέτει λοιπόν ο Γερμανός δικαστής αρκετό χρόνο για τη συζήτηση μιας υπόθεσης. Μέσα σε δυο ώρες μπορεί να πραγματοποιήσει πολλές προπαρασκευαστικές και αποδεικτικές ενέργειες[29].
Τέλος πολλές συζητήσεις γίνονται στην Ιταλία για την υποχρέωση των διαδίκων να τηρούν τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και να αποφεύγουν τις παρελκυστικές ενέργειες. Καταχρηστικές συμπεριφορές των δικονομικών δικαιωμάτων, σπάνια τιμωρούνται επισήμανε ο Andrea Giussani. Έχοντας υπόψη του την αγγλοσαξονική εμπειρία, σημείωσε ότι δεν πρέπει να δέχεται κυρώσεις ο διάδικος – πελάτης για τις καταχρηστικές συμπεριφορές αλλά κυρίως ο ίδιος δικηγόρος. Ο τελευταίος είναι που κάνει κατάχρηση των δικονομικών δικαιωμάτων, έχει την επαγγελματική ικανότητα να αξιολογεί το περιεχόμενο των πράξεων του και αυτός πρέπει να πληρώνει τα έξοδα από τη τσέπη του. Γενικά υπάρχει μια παρότρυνση της Ιταλικής θεωρίας για αύξηση των κυρώσεων και των υποχρεώσεων από πλευράς των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, για να ευνοήσουν την ειλικρίνεια και την τήρηση των κανόνων χρηστών ηθών και καλής πίστης[30]. Με βάση την προτροπή της θεωρίας, παρατηρείται και μια ανάλογη στροφή της νομολογίας που έχει αρχίσει να τιμωρεί την άμετρη προσφυγή στη δικαιοσύνη. Επίσης ο καθηγητής Carpi ζήτησε σε περίπτωση που ο διάδικος βρίσκεται σε αδυναμία να προσκομίσει κάποιο έγγραφο, ο δικαστής να έχει τη δυνατότητα να υποχρεώνει τον αντίδικο (θέτοντας ως παράδειγμα την τράπεζα που βρίσκεται σε θέση ισχύος) στην προσαγωγή του, à peine d’ astreinte[31] (χρηματική ποινή για κάθε ημέρα καθυστέρησης).
4. Στην χώρα μας όταν μιλούν για τις σημαντικές αιτίες της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης, επικεντρώνονται κυρίως σε μεταρρυθμίσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στην αύξηση των δικαστών και γραμματέων, στη βελτίωση των υποδομών και στην έλλειψη της κρατικής χρηματοδότησης. Στην Ιταλία, παρατήρησαν ότι η κρατική χρηματοδότηση δεν υπολείπεται και ότι ο αριθμός των πρωτοδικείων, των δικαστών και των γραμματέων δεν είναι μικρότερος και μάλιστα πολλές φορές είναι μεγαλύτερος από άλλα κράτη που έχουν ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Σε ένα σημαντικό παράγοντα υπερτερούν από τις υπόλοιπες χώρες.  Έχουν το μεγαλύτερο αριθμό δικηγόρων σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο οποίος με τη σειρά του επιδρά στον τεράστιο αριθμό των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον της δικαιοσύνης. Μόνο ο αριθμός των δικηγόρων στη Ρώμη (40.000 περίπου) είναι αντίστοιχος με τους δικηγόρους σε ολόκληρη τη Γαλλία. Η υπερδιόγκωση του αριθμού των δικηγόρων αποτελεί κατά πολλούς το μεγαλύτερο πρόβλημα της Ιταλικής δικαιοσύνης[32]. Ως απώτερη συνέπεια είναι το χαμηλό επίπεδο μιας μεγάλης μερίδας του δικηγορικού σώματος και το μικρό κόστος της δίκης, που δεν αποτελεί αντικίνητρο για την προσφυγή στη δικαιοσύνη
Το πρόβλημα αυτό αποτελεί συχνά σημείο τριβής μεταξύ δικηγόρων και δικαστών[33]. Οι δικαστές καταγγέλλουν ότι κάποιοι τρίτοι βγάζουν εισόδημα από τη συχνή προσφυγή ενώπιον της δικαιοσύνης. Ότι οι δικηγορικοί σύλλογοι δεν υποδεικνύουν καμία θεραπεία του προβλήματος.  Οι δικηγόροι με τη σειρά τους επιρρίπτουν τις ευθύνες στους δικαστές ότι αδρανούν στα καθήκοντά τους. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή μάλλον αλλάζει. Γίνεται μια συνεχής νομοθετική προσπάθεια για βελτίωση του Κώδικα περί Δικηγόρων,  ακολουθώντας τις επιταγές της συνεχούς άσκησης του επαγγέλματος και του υψηλού βαθμού της επαγγελματικότητάς του. Μάλιστα, ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Guido Alpa[34] σε πρόσφατες συνεντεύξεις του μιλώντας για τις αλλαγές αυτές αναφέρει τη σύσταση σχολών δικηγόρων που σκοπό έχουν όχι μόνο τη διαρκή ενημέρωση και υποχρεωτική μόρφωση του δικηγόρου[35] αλλά και την παρακολούθηση και την πιο αυστηρή επιλογή των υποψήφιων δικηγόρων. Θεωρεί ότι δεν είναι δυνατόν να εισέρχονται κάθε χρόνο κατά χιλιάδες στο δικηγορικό κλάδο. Επισήμανε ότι αν και είναι εγγεγραμμένοι 226.000 στα μητρώα των δικηγόρων, από τα στοιχεία που έχουν μόνο οι 160.000 ασκούν πραγματικά το επάγγελμα. Οι υπόλοιποι απασχολούνται σε άλλες δραστηριότητες πολλές φορές μη συμβατές με το δικηγορικό επάγγελμα. Προτείνεται λοιπόν η εξακρίβωση της συνεχούς άσκησης του επαγγέλματος που θα βασίζεται σε ένα ελάχιστο εισόδημα, το οποίο θα προέρχεται από το δικηγορικό επάγγελμα, ρύθμιση που δεν θα αφορά τους νέους όμως δικηγόρους. Η απαγόρευση εγγραφής στους δικηγορικούς συλλόγους μετά τη συμπλήρωση του 50ου έτους της ηλικίας τους, και η υιοθέτηση  ελάχιστων αμοιβών είναι μερικά από τα υπόλοιπα μέτρα που προτείνονται με τη νέα μεταρρύθμιση του Κώδικα περί Δικηγόρων που προτάθηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων.
Η αλλαγή αυτής της στάσης οφείλεται και στην επιμονή της Ιταλικής θεωρίας, που υποστηρίζει ότι χωρίς σοβαρές και ουσιαστικές αλλαγές στο χώρο της δικηγορίας είναι περιττή οποιαδήποτε προσπάθεια για καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Απαιτείται μια μεταρρύθμιση της προετοιμασίας, επιλογής και εισόδου των υποψηφίων στα νομικά επαγγέλματα. Μια κοινή προετοιμασία των επαγγελμάτων του δικηγόρου και του δικαστή, με σοβαρή οργάνωση, αυστηρή επιλογή των υποψηφίων και οικονομική στήριξη είναι ο δρόμος που κατέδειξε η συγκριτική έρευνα.  Η προφορική συζήτηση δεν μπορεί να εφαρμοστεί όταν διεξάγεται από δικαστές και δικηγόρους που δεν βρίσκονται στο ύψος των περιστάσεων και οι τελευταίοι δεν σέβονται τους δεοντολογικούς κανόνες[36]. Πολλές μάλιστα συγκριτικές μελέτες έχουν γραφεί για τoν τρόπο εισαγωγής,  τη διαρκή επιμόρφωση και το υψηλό επίπεδο των Γερμανών δικηγόρων και ιδίως των αναιρετικών που είναι περιορισμένοι σε αριθμό[37].
Για την αθρόα παραγωγή των δικηγόρων και τις αρνητικές συνέπειες που προκαλεί αυτός ο πληθωρισμός έκανε αναφορά ήδη από το 1921, ο γνωστός Ιταλός δικονομολόγος Piero Calamandrei με το κλασσικό έργο του «Troppi avvocati!». Ερευνώντας τις αιτίες αυτού του πληθωρισμού, κατέληξε ότι στην υπερδιόγκωση του αριθμού των δικηγόρων συμβάλλουν από τη μια πλευρά τα μειονεκτήματα των πανεπιστημιακών σπουδών και από την άλλη οι ατέλειες της πρακτικής άσκησης των δικηγόρων. Ο πανεπιστημιακός δάσκαλος μιλάει για όλα και για τίποτα, τιμωρώντας έτσι το μαθητή στην απόλυτη πνευματική παθητικότητα και γι’ αυτό ο Calamandrei προτείνει μια πιο στενή συνεργασία μεταξύ καθηγητών και μαθητή. Επικρίνει όμως και την πρακτική άσκηση των ασκούμενων δικηγόρων, την οποία θεωρεί χυδαία φάρσα που έχει ως αποκλειστικό σκοπό να τους διδάξει ότι τα πάντα στη δικηγορία είναι εξαπάτηση, κόλπα και ψέματα. Δεν συναινεί ωστόσο σε ένα περιορισμένο αριθμό εισαγωγής στο δικηγορικό σώμα, υποστηρίζοντας ότι ο μόνος τρόπος για να περιοριστεί ο αριθμός των δικηγόρων θα είναι ενισχυθεί η σοβαρότητα και η αυστηρότητα των πανεπιστημιακών σπουδών, έτσι ώστε να επιλέγονται οι άριστοι μαθητές.
Εξάλλου και η οικονομική ανάλυση του δικαίου απέδειξε ότι η καθυστέρηση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης εξαρτάται κυρίως από προβλήματα που αφορούν την (υπερβολική) αίτηση παρά από ελλείψεις στην προσφορά υπηρεσιών[38]. Ο διάδικος που έχει άδικο βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση από το αντίδικο μέρος. Η μεγάλη χρονική διάρκεια της δίκης ευνοεί παρελκυστικές συμπεριφορές που επιτρέπουν τη χρησιμοποίηση της προσφυγής στα δικαστήρια ως μια τακτική για να επιτύχει κάποιος ένα ευνοϊκό συμβιβασμό ή απλώς για να καθυστερήσει την πληρωμή του χρέους του. Παράλληλα, οι κανόνες διεξαγωγής της δίκης προσφέρουν ακόμη μεγάλες εξουσίες στους διαδίκους και στους δικηγόρους τους[39], ενώ οι αμοιβές των δικηγόρων είναι ανάλογες με τον αριθμό των δραστηριοτήτων που διεξάγουν στα δικαστήρια. Σε πολλές ιταλικές μελέτες προτείνεται η αμοιβή κατ’ αποκοπή, που έχει υιοθετηθεί από τη Γερμανία με επιτυχία. Ο δικηγόρος μπορεί με αυτόν τον τρόπο αμοιβής να ακολουθήσει επιλογές λιγότερο περίπλοκες και πιο γρήγορες για την επίλυση της διαφοράς, χωρίς να διακινδυνεύει η αμοιβή του[40].
Στη χώρα μας δεν έχουν αξιολογηθεί με την πρέπουσα σημασία τα προβλήματα που αφορούν την υπερβολική αίτηση. Σύμφωνα μάλιστα με την έκθεση CEPEJ 2008, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης (European Commission for the Efficiency of Justice)[41], η χώρα μας κατέχει την πρωτιά στην αναλογία δικηγόρων ανά 100.000 κατοίκους για το έτος 2006 (342 δικηγόροι/100.000 κατοίκους), με διαφορά από τη δεύτερη Ιταλία  (290/100.000), όταν μάλιστα η αναλογία είναι στη Γερμανία (168/100.000) και στη Γαλλία μόλις (76/100.000). Συνεπώς, αν δεν πραγματοποιηθούν και στη χώρα μας ουσιαστικές και σοβαρές αλλαγές στο χώρο του δικηγορικού σώματος, όπως συζητούνται και ήδη έχουν ξεκινήσει και στην Ιταλία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης[42].
Η οικονομική ανάλυση του δικαίου έχει επιδείξει και άλλα μέτρα βοηθητικά που είναι απαραίτητα να παρθούν. Έχει διαπιστωθεί ότι η αποδοτικότητα του δικαστή είναι ανάλογη με τη διάσταση του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί και αυτό οφείλεται εκτός από διάφορους οργανωτικούς παράγοντες (καλύτερη διαχείριση του προσωπικού και του εξοπλισμού) και στη σημαντική εξοικονόμηση χρόνου λόγω της εξειδίκευσης. Σε ένα δικαστήριο μεγάλων διαστάσεων ο δικαστής εξειδικεύεται καθόσον ασχολείται με ένα περιορισμένο αντικείμενο. Η επαναλαμβανόμενη απασχόληση με μια συγκεκριμένη ύλη, του επιτρέπει με τον καιρό να επιλύει τις υποθέσεις με μια ελαττωμένη προσπάθεια. Αντίθετα η εξειδίκευση δεν είναι δυνατή σε μικρά πρωτοδικεία, όπου ο δικαστής ασχολείται με διαφορετικού είδους υποθέσεις. Υποστηρίζεται ότι το 70% των Ιταλικών δικαστηρίων είναι πάρα πολύ μικρό για να είναι αποτελεσματικό. Ο υπερβολικός αριθμός των δικαστικών εδρών προκύπτει και από τα διεθνή συγκριτικά στοιχεία, με την έκθεση CEPEJ 2008. Η χώρα μας περιλαμβάνεται στις χώρες που διαθέτουν το μεγαλύτερο αριθμό πρωτοδικείων. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα ανά 100.000  κατοίκους αντιστοιχούν 3,9 πρωτοδικεία, όταν στην Ιταλία και στην Γαλλία αντιστοιχούν 1,7 και 1,8 αντίστοιχα, ενώ στη Γερμανία η αναλογία είναι μόλις 0,9 δικαστήρια ανά 100.000 κατοίκους.  Η γεωγραφική αναδιάρθρωση είναι μια μεταρρύθμιση όχι εύκολης πρακτικής εφαρμογής, όπως αναφέρει και η έκθεση ISAE 2008 για τις αντιδράσεις που προκαλεί όταν αυτή προτείνεται. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, μια γεωγραφική αναδιοργάνωση των δικαστηρίων είναι δυνατή, χωρίς να προσβληθεί το δικαίωμα προσφυγής του πολίτη στη δικαιοσύνη και χωρίς μεγάλα έξοδα σε μετακινήσεις. Από τη μία πλευρά, με την εξέλιξη  των μεταφορικών μέσων οι αποστάσεις έχουν μειωθεί σημαντικά και από την άλλη πλευρά  η αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας στα δικαστήρια (χρήση πληροφορικής, ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων), που είναι απαραίτητη για τον αναγκαίο εκσυγχρονισμό τους, μπορεί να εμποδίσει τεράστιες μετακινήσεις. Συμπερασματικά, καταλήγει η έκθεση ISAE 2008 η γεωγραφική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων με τη απορρόφηση των μικρών δικαστηρίων και η εξειδίκευση των δικαστών από μόνα τους δεν είναι ικανά να βελτιώσουν την κατάσταση, θα αποτελέσουν όμως ένα σημαντικό βήμα.  Την ίδια ακριβώς επιχειρηματολογία χρησιμοποιεί και ο Πρωτοδίκης Πλαγάκος σε μια πρόσφατη μελέτη του, που αφορά την χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστικών υπηρεσιών, στην οποία πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή[43]. Τονίζει μάλιστα ότι στη σύγχρονη εποχή, η ίδρυση δικαστικών υπηρεσιών δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέσο ανάπτυξης απομακρυσμένων ή εν γένει επαρχιακών περιοχών ή έστω ως ένδειξη του ενδιαφέροντος της πολιτείας γι’ αυτές[44]. Σημειώνεται, ότι οι μεταρρυθμίσεις που έχουν υιοθετηθεί από την Ιταλία, (όπως και στη χώρα μας) ακολουθούν την αντίθετη τάση. Δεν έχουν περιορίσει, αλλά αντιθέτως έχουν αυξήσει τον αριθμό των δικαστικών υπηρεσιών. 
Παράλληλα η τοπική ανάλυση, ανέδειξε ότι ανάμεσα  στις 29 δικαστικές περιφέρειες υπάρχει τεράστια δυσαναλογία (και ιδίως μεταξύ του Ιταλικού βορρά και νότου). Έτσι ο μέσος όρος αναμονής για την έκδοση μιας απόφασης στον πρώτο βαθμό ποικίλει από 18 μήνες στο Τορίνο και 21 μήνες στο Μιλάνο, στους 45 και 51 μήνες στο Μπάρι και στη Μεσσίνα αντίστοιχα. Ομοίως και στον δεύτερο βαθμό διαφοροποιείται από τους 9 μήνες στο Τρέντο και  23 μήνες στο Τορίνο στους 43 στη Νάπολι και 100 μήνες στην Καλαβρία. Συνεπώς και ίδια η οργάνωση των κατά τόπο δικαστηρίων (ίσως και η διαφορά νοοτροπίας των κατοίκων) είναι σημαντική.
Πολλές φορές έχει δεχθεί επαίνους το Πρωτοδικείο του Τορίνου. Αν και παρουσιάζει κενά σε δικαστές καθώς και σε υλικοτεχνική υποδομή, όπως όλα τα Πρωτοδικεία στη γειτονική μας χώρα, λειτουργεί κατά τρόπο αποτελεσματικό. Με πρωτοβουλία του Προέδρου του, δόθηκε μια προνομιακή μεταχείριση στις πιο παλιές υποθέσεις με απόλυτη προτεραιότητα από τις υπόλοιπες ακόμη και με τον προσδιορισμό ξεχωριστών ακροατηρίων γι’ αυτές. Εκπονήθηκε και ένας δεκάλογος, μια σειρά από κανόνες συμπεριφορών που απευθύνονται στους δικαστές και στους γραμματείς με σκοπό τη δραστική μείωση της χρονικής διάρκειας των δικών. Ο δεκάλογος αυτός δεν περιέχει κανένα μυστικό παρά απαιτεί την ορθή εφαρμογή του ισχύοντος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο δικαστής πρέπει να ασκεί αποτελεσματικά τη διεύθυνση της διαδικασίας που ο νόμος του απονέμει. Απαιτεί και την εφαρμογή δικονομικών κανόνων που είχαν τεθεί σε αχρησία Για το λόγο αυτό πρέπει να γνωρίζει σε βάθος τους δικονομικούς κανόνες και ανάλογη τήρηση πρέπει να απαιτεί από τους δικηγόρους. Αποθαρρύνεται η προσαγωγή γραπτών υπομνημάτων, αξιοποιώντας τους κανόνες της πολιτικής δικονομίας που επιτρέπουν την πιο γρήγορη προφορική διεξαγωγή της δίκης. Παράλληλα πρέπει να προβαίνει σε κατάλληλες ενέργειες με σκοπό το  συμβιβασμό των μερών. Σε αυτό το δεκάλογο προστέθηκαν και μικρά αλλά αποφασιστικά κίνητρα. Για τους δικαστές, η αναφορά της συμβολής τους στην έκθεση επιθεώρησής. Για το διοικητικό προσωπικό η εισαγωγή του προγράμματος σε σχετικά βραβεία που απονέμονται από το κράτος. Δόθηκαν και μερικές συμβουλές για τη σύνταξη των αποφάσεων και συγκεκριμένα να αποφεύγουν τις εκτενείς αποφάσεις. Με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας των δικαστών του πρώτου βαθμού, λειτουργεί και μια υπηρεσία που κοινοποιεί ένα αντίγραφο της απόφασης του δεύτερου βαθμού στους πρωτοδίκες που οι  αποφάσεις τους έχουν εφεσιβληθεί. Ωστόσο η από 5-5-2009 έρευνα των οικονομολόγων D.Coviello (European University Institute) - A.Ichino (Università di Bologna) και N.Persico (New York University)[45]  στο Πρωτοδικείο του Τορίνο σε σύγκριση με ένα άλλο Πρωτοδικείο του Ιταλικού Βορρά, με περίπου όμοια χαρακτηριστικά, όπως εκείνο του Μιλάνου, έδειξε και ένα άλλο ποιοτικό γνώρισμα του Πρωτοδικείου αυτού που έχει ως συνέπεια τη μείωση της χρονικής διάρκειας της πολιτικής δίκης κατά ποσοστό 30%[46]. Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, η συνολική χρονική διάρκεια της δίκης, κατά μέσο όρο, είναι μικρότερη για τους δικαστές που ασχολούνται με λίγες υποθέσεις ταυτόχρονα, προσπαθώντας να τις ολοκληρώσουν γρήγορα, προτού ανοίξουν νέες υποθέσεις, σε σχέση με τους δικαστές που χειρίζονται παράλληλα πολλές υποθέσεις[47]. 
Στον οργανωτικό τομέα, έχουν συζητηθεί αρκετές φορές και δυο βοηθητικά προγράμματα προς εξυπηρέτηση κυρίως του δικαστή, όπως συμβαίνει και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου[48]. Το πρόγραμμα «ufficio del processo» έχει ως σκοπό τη γενική αναδιοργάνωση και αξιοποίηση όλου του διοικητικού προσωπικού (γραμματέων και επιμελητών) στα δικαστήρια μέσω και της αξιοποίησης των σύγχρονων τεχνολογιών (συστήματα πληροφορικής και αυτόματης εξυπηρέτησης των πολιτών, ηλεκτρονική υποβολή δικογράφων, ηλεκτρονική επίδοση εγγράφων) και στατιστικών υπηρεσιών με σκοπό να προσφέρουν μια αποτελεσματική παροχή υπηρεσιών όχι μόνο στο δικαστή αλλά και προς τον πολίτη που συναλλάσσεται με τη δικαιοσύνη. Είναι ευρύτερο από το πρόγραμμα «Ufficio del giudice», που έχει ως αποκλειστικό σκοπό την υποστήριξη της εργασίας του δικαστή. Το πρόγραμμα «ufficio del processo» έχει ήδη προταθεί σε πέντε νομοσχέδια, με τελευταίο το νομοσχέδιο Mastella (2008), χωρίς ποτέ να εφαρμοστεί. Σε αυτό το τελευταίο νομοσχέδιο προβλεπόταν η πρόσληψη 2.800 ατόμων, μεταξύ των οποίων επιμελητών, έμπειρων σε συστήματα πληροφορικής, στατιστικολόγων, λογιστών με σκοπό να συμβάλλουν και σε μια γενικευμένη καθιέρωση της ηλεκτρονικής δίκης. Εξίσου σημαντική πρόταση αυτού του προγράμματος ήταν εκείνη που προέβλεπε τη δυνατότητα σε ασκούμενους δικηγόρους, μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς φοιτητές να συνεργάζονται με τους δικαστές[49].
Στην Ιταλία, προβλήματα δεν υπάρχουν πια με την εισαγωγή καταρτισμένων ατόμων στο δικαστικό κλάδο. Όπως έχουν αποδείξει μελέτες (Landes-Posner 1980), υψηλές αμοιβές και ισοβιότητα, προσελκύουν στο δικαστικό σώμα άτομα με κίνητρα, προετοιμασμένα και με ανεξαρτησία. Και στην Ιταλία έχουν πια υψηλές απολαβές, όπως και στη χώρα μας. Το πρόβλημα έγκειται στην αδυναμία ουσιωδών μεταρρυθμίσεων να εξασφαλίσουν κατά τρόπο αποτελεσματικό και αξιοκρατικό την επαγγελματική σταδιοδρομία των δικαστών. Τα μέτρα που έχουν παρθεί για την μέτρηση της αξιολόγησης του έργου τους, καθώς και την εκπαίδευση και τη διαρκή επιμόρφωσή τους, περισσότερο συμβολικό και φορμαλιστικό χαρακτήρα έχουν. Με αποτέλεσμα, στην ουσία η  αρχαιότητα να παραμένει το μοναδικό σημαντικό κριτήριο[50]. Ο καθηγητής Sergio Chiarloni προτείνει να λαμβάνονται υπόψη στις μεταθέσεις και στις προαγωγές των δικαστών δείκτες της παραγωγικότητάς τους, ανεβάζοντας έτσι ριζικά τον αριθμό των δικαστικών αποφάσεων[51].
5. Πριν από δέκα περίπου χρόνια, έχοντας υπόψη του το Παγκόσμιο Συνέδριο Πολιτικής Δικονομίας της Βιέννης, ο καθηγητής Κεραμεύς είχε διαπιστώσει ότι η  δικονομική θεωρία διανύει μια φάση εξαπλώσεως από γεωγραφική άποψη: Η παραδοσιακή Ευρώπη διατηρεί βέβαια τον βαρύνοντα ρόλο της, χάνει όμως την αποκλειστική ηγεμονία της. Οι άλλες ήπειροι, ιδίως οι αγγλόφωνες, εν μέρει και οι ισπανόφωνες, ακούγονται διαρκώς εντονότερα[52]. Η ορθή αυτή διαπίστωση, τείνει να θεωρηθεί ακόμη και ξεπερασμένη σήμερα στην Ιταλία. Οι Ιταλοί δικονομολόγοι έχουν μια τεράστια εκτίμηση στη Γερμανική δικονομική επιστήμη. Χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι πολλά από τα μέτρα που υιοθετούν οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές τους θα προκαλούσαν το γέλιο ενός Γερμανού δικονομολόγου. Εξάλλου δεν περιορίζονται σε μια άκριτη υιοθέτηση και αντιγραφή γερμανικών διατάξεων αλλά προβαίνουν και σε μια κριτική αξιολόγηση αυτών[53]. Έμφαση έχουν δώσει και στα οργανωτικά και θεσμικά μέτρα που έχουν ληφθεί στη Γερμανία για μια αποτελεσματικότερη απονομή της δικαιοσύνης[54].
 Κατά όμοιο όμως τρόπο έχουν τη γνώση των αγγλικών και αμερικανικών δικονομικών διατάξεων, τις οποίες χειρίζονται με την ίδια ευκολία με τις γερμανικές διατάξεις. Αυτή η τάση βέβαια δεν προέκυψε πρόσφατα. Ήδη από τη δεκαετία του 1960, οι δάσκαλοί τους Mauro Cappelleti και Vittorio Denti παρουσίαζαν σπουδαίες συγκριτικές μελέτες με τα αγγλοσαξονικά συστήματα[55], ενώ από τότε καλούσαν Αμερικανούς καθηγητές και μετέφραζαν τις διαλέξεις τους. Μάλιστα ένας προσεκτικός αναγνώστης των δικονομικών περιοδικών τους, θα παρατηρήσει ότι οι νέοι Ιταλοί δικονομολόγοι δίνουν πια περισσότερη έμφαση στην αγγλοσαξονική βιβλιογραφία παρά στη γερμανική. Τη τελευταία δεκαετία παρατηρείται όμως και μια μεγάλη προσέγγιση προς τις ισπανόφωνες χώρες, όχι μόνο την Ισπανία αλλά και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εντυπωσιακές κριτικές γράφονται για τα συλλογικά έργα των χωρών αυτών[56], ενώ οι Ιταλοί καθηγητές δημοσιεύουν με αυξανόμενο ρυθμό βιβλία και μελέτες τους στις χώρες αυτές. Οι Ισπανοί καθηγητές έχουν μάλιστα φτάσει στο σημείο να διορθώνουν τη Γερμανική και Ιταλική θεωρία[57]. Αυτή η ευρυμάθεια και η τάση των Ιταλών καθηγητών για συγκριτική έρευνα έχει επηρεάσει τους δικηγόρους και δικαστές, με συνέπεια συγκριτικές μελέτες υψηλού επιπέδου να προέρχονται και από τους κλάδους αυτούς. 
Δικαίως, λοιπόν η Ιταλία θεωρείται ανάμεσα στις καλύτερες χώρες στο κόσμο, όσον αφορά το επίπεδο των συγκριτικών τους μελετών και στο δίκαιο της Πολιτικής Δικονομίας[58]. Μάλιστα, μεταφράζονται από τα Αγγλικά στα Ιταλικά ένα μετά το άλλο τα συγκριτικά βιβλία του συμπατριώτη μας καθηγητή Βασίλη Μαρκεζίνη. Φέτος κυκλοφόρησε το βιβλίο Markesinis/Fedtke, Giudici e diritto straniero. La pratica del diritto comparato[59], που αποτελεί χρήσιμο βοήθημα για ένα σύγχρονο δικαστή. Περιέχει μάλιστα και τη σπουδαία μελέτη του για την διαδικασία διαμόρφωσης της δικαστικής κρίσεως[60]. Στο βιβλίο αυτό  παρουσιάζεται η χρήση του συγκριτικού δικαίου από τους δικαστές που προέρχονται από επτά δικαστικά συστήματα, και στη συνέχεια επεμβαίνουν με τις σκέψεις τους μερικοί από τους πιο αξιόλογους δικαστές των ανώτατων δικαστηρίων της υφηλίου (Cavinet, Schiemann, Ροζάκης, Bryde)[61].
Αυτή όμως την τάση για συγκριτική έρευνα δεν την ακολουθούν συχνά οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές τους. Σύμφωνα με τον Michele Taruffo[62], oι σύγχρονοι δικονομικοί νομοθέτες – καλλιεργημένοι και ενημερωμένοι – που  απασχολούνται σοβαρά με τις μεταρρυθμίσεις της πολιτικής δικαιοσύνης, έχουν την τάση να δανείζονται από αλλοδαπές δικονομικές νομοθεσίες ό,τι θεωρούν χρήσιμο για τους δικούς τους σκοπούς, και απευθύνονται ακόμη και σε συστήματα διαφορετικά από εκείνα που παραδοσιακά ανήκουν[63]. Σε αντίθεση ένας νομοθέτης αμαθής, (και υπάρχουν διάφορα παραδείγματα στην Ιταλία επισημαίνει), τείνει να είναι αυταρχικός και συνεπώς να θεωρεί ότι το δικό του εθνικό δικονομικό σύστημα μπορεί να αναμορφώνεται μόνο από το εσωτερικό της δικής του επαρχιώτικης κουλτούρας, χωρίς καμία χρήσιμη επιρροή από άλλες έννομες τάξεις που ήδη έχουν αντιμετωπίσει – με τρόπο αποτελεσματικό - τα ίδια προβλήματα. Τα σύγχρονα δικονομικά συστήματα δεν μπορούν να αφήνουν κατά μέρος μια προσεκτική εξέταση των εμπειριών άλλων έννομων τάξεων που έχουν πρόσφατα εμπλουτιστεί από σημαντικές δικονομικές ρυθμίσεις, (όπως για παράδειγμα η Ισπανία[64] και η Αγγλία).
Στην Ιταλία, μόλις αναλαμβάνει τα καθήκοντά του ο νέος Υπουργός Δικαιοσύνης (και εναλλάσσονται συχνά) εξαγγέλλει και μια αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις του Ιταλικού ΚΠολΔ συχνά δεν διαπνέονται από διαφάνεια και συνοχή. Κυρίως χαρακτηρίζονται από την αποσπαματικότητα και τμηματικότητά τους, με συνέπεια να επαναφέρονται εκ νέου διατάξεις που αρχικά είχαν τροποποιηθεί. Είναι δε τόσο πολλές, που δύσκολα μπορείς να τις παρακολουθήσεις[65]. Σε αντίθεση με τις σοβαρές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιούνται σε άλλες έννομες τάξεις (όπως της Αγγλίας και της Γαλλίας), όπου προηγούνται αναλύσεις από επιτροπές ειδικών, με καθήκοντα την αξιολόγηση των προβλημάτων στα οποία ασκείται η μεγαλύτερη κριτική και την εντόπιση των γενεσιουργικών αιτιών τους. Αυτές οι αναλύσεις επέρχονται μετά από την συζήτηση με εκπροσώπους των ενδιαφερομένων κατηγοριών (ιδίως δικαστών και δικηγόρων) αλλά και με τη βοήθεια στατιστικών ερευνών και αξιολογήσεων[66].
Με τη τελευταία αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στην Ιταλία από το νέο Υπουργό Δικαιοσύνης Alfano (L 18-6-2009, n. 69)[67], έκδηλη είναι μια τάση απογοήτευσης των Ιταλών πανεπιστημιακών[68]. Η απογοήτευση αυτή εμφαίνεται ακόμη και στους τίτλους των μελετών τους: «Μια νέα ψευδομεταρρύθμιση της πολιτικής δικαιοσύνης»[69], «Η αναμόρφωση της πολιτικής δίκης: ακόμη ένας νόμος με μηδέν κόστος»[70], «Οι καινοτομίες της τακτικής διαδικασίας στην τελευταία, χιλιοστή μεταρρύθμιση της αστικής δικαιοσύνης»[71], «Και πάλι μεταρρυθμίσεις. Όχι όλες τόσο σημαντικές όχι όλες τόσο αξιόλογες στην πολιτική δίκη»[72]. Δεν πιστεύουν ότι κάτι θα αλλάξει στο χώρο της Δικαιοσύνης με μόνο τις δικονομικές ρυθμίσεις. Κάνουν λόγο για μια  ψευδαίσθηση του νομοθέτη η οποία διαρκεί εδώ και είκοσι χρόνια, ο οποίος πιστεύει ότι με την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μπορεί να επιφέρει μια αλλαγή στο χώρο της πολιτικής δικαιοσύνης. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα (των είκοσι χρόνων) η κατάσταση χειροτέρευσε και ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων δεν τους επιτρέπει να ονειρεύονται, να δέχονται με ενθουσιασμό το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης οφείλεται κυρίως σε μέτρα θεσμικά (αύξηση του αριθμού των δικαστών, γεωγραφική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων, σοβαρή επιλογή των δικηγόρων) και οργανωτικά[73].
Χαρακτηριστικές είναι οι συμπερασματικές παρατηρήσεις του Ιταλού καθηγητή Giampiero Balena (Πανεπιστήμιο του Μπάρι), ασκώντας κριτική στο νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας: «Αυτό που απογοητεύει περισσότερο, όμως, είναι η συνολική επαφή με τα προβλήματα της δικαιοσύνης, η οποία είναι εντελώς ανεπαρκής. Ενώ στο νομικό κόσμο, ευρέως κυριαρχεί, εδώ και πολύ καιρό, η άποψη ότι οι αιτίες της κρίσης στη πολιτική δικαιοσύνη αφορούν τον οργανωτικό και θεσμικό τομέα – και κυρίως την τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στον αριθμό των υποθέσεων και τον αριθμό των δικαστών που πρέπει να εκδώσουν απόφαση – ο νομοθέτης, αγνοώντας την αδιαμφισβήτητη αποτυχία των μεταρρυθμίσεων (από το 1990 και έπειτα), έδειξε για μια ακόμη φορά ότι θέλει να επιλύσει το πρόβλημα αποκλειστικά με δικονομικά μέτρα. Στο νόμο αυτό, λείπουν μέτρα στον οργανωτικό τομέα, ικανά να αυξήσουν κατά τρόπο ικανοποιητικό την αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα των δικαστηρίων. Απουσιάζουν κατάλληλα μέτρα – όπως η γεωγραφική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων – από όλους πάντοτε επιθυμητή αλλά που δεν έχει εξετασθεί ποτέ με σοβαρότητα ή η καθιέρωση του θεσμού «ufficio del processo», που θα μπορούσε να εγκαινιάσει καινούργιες και πιο μοντέρνες μορφές συνεργασίας και συμμετοχής των λαϊκών στην διαχείριση της δικαιοσύνης. Αυτή η συμπεριφορά του νομοθέτη να επιχειρεί να επιλύει τα προβλήματα της δικαιοσύνης με μηδέν κόστος καταλήγει να είναι εκτός τόπου και χρόνου, καθόσον δίνει την εντύπωση ότι τα προβλήματα της πολιτικής δικαιοσύνης επιλύονται ή ελαφρύνονται διαμέσου του συγκεντρωτικού χαρακτήρα της δίκης». Και αφού θέτει ως παράδειγμα την κατ’ έφεση δίκη, η χρονική διάρκεια της οποίας ξεπερνά τα τρία χρόνια, παρόλο που περαιώνεται σε μια συζήτηση, καταλήγει ο Ιταλός καθηγητής με τη σκέψη ότι η χιλιοστή αυτή μεταρρύθμιση, παρόμοια με αυτές που έχουν προηγηθεί, υστερεί σημαντικά σε ρεαλισμό. 
Όταν ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων αυξάνεται υπέρμετρα δεν είναι πια δυνατός ο σεβασμός στους στόχους της αποτελεσματικότητας και της παραγωγής. Όπως επιδεικνύει και η πρόσφατη Ιταλική εμπειρία, η παροχή στο δικαστή εξουσιών στη διεύθυνση και τη διεξαγωγή της δίκης, κατά τρόπο παρόμοιο που πραγματοποιήθηκε (με επιτυχία) σε άλλες έννομες τάξεις, δεν μπορεί – από μόνη της – να έχει θετικά αποτελέσματα, αν δεν συνοδεύεται και από άλλα μέτρα. Για παράδειγμα, η εργατική διαδικασία, η μόνη διαδικασία που λειτουργούσε ικανοποιητικά στην Ιταλία με την σύσταση εξειδικευμένων δικαστών και το συγκεντρωτικό και ευκίνητο χαρακτήρα της, ήρθε σε κρίση, όταν πια ο Ιταλός Υπουργός Δικαιοσύνης σταμάτησε να επιδεικνύει προνομιακή μεταχείριση στα εργατικά τμήματα και να τα εφοδιάζει με ένα αριθμό δικαστών ικανό να περατώνουν γρήγορα τις υποθέσεις που εισέρχονταν κάθε χρόνο.
Η καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης δεν πρέπει να περιορίζεται σε λόγους που αφορούν τους παράγοντες απονομής δικαιοσύνης (δικαστές, δικηγόροι, γραμματείς) αλλά αποτελεί και μια όψη της μεγάλης πνευματικής κρίσης που εμφαίνεται σε όλους τους τομείς της σημερινής ζωής, στην τέχνη, στη φιλοσοφία, στην πολιτική, γιατί αφορά την κρίση του ανθρώπου, του καθενός από εμάς[74]. Τολμηρές μεταρρυθμίσεις που θα επιφέρουν πράγματι μια βελτίωση στο χώρο της δικαιοσύνης, όπως δραστική μείωση του αριθμού των δικαστηρίων, καταμερισμός ορισμένων υπεργιγαντωμένων δικαστηρίων, σοβαρή επιλογή και εκπαίδευση στους δικηγόρους και περιορισμός του αριθμού τους, προκαλούν σημαντικές αντιδράσεις τοπικών και επαγγελματικών συμφερόντων. Έχουν τεράστιο πολιτικό κόστος και για το λόγο αυτό δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμη στην Ιταλία[75]. Άλλα οργανωτικά μέτρα, όπως τα προγράμματα «Ufficio del giudice» και  «ufficio del processo» που έχουν σκοπό να προσφέρουν βοηθητική υποστήριξη στην εργασία του δικαστή και να συμβάλλουν και σε μια γενικευμένη καθιέρωση της ηλεκτρονικής δίκης, δεν έχουν εφαρμοστεί λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Ωστόσο η συζήτηση έχει ήδη ξεκινήσει και κάποιες θετικές πρωτοβουλίες στην Ιταλία έχουν παρθεί από πλευράς δικηγόρων όπως η σύσταση σχολών δικηγόρων, αυστηρότερη επιλογή, ξεκαθάρισμα από τα μητρώα τους αυτών που δεν ασκούν το επάγγελμα, από πλευράς των δικαστηρίων με την κύρωση των δικονομικών καταχρηστικών συμπεριφορών και από πλευράς του νομοθέτη με την πρόβλεψη κάποιων περιορισμών στα ένδικα μέσα[76]. Ενώ στα σύγχρονα δικονομικά συστήματα, κυρίαρχη είναι η τάση για περιορισμό των ενδίκων μέσων σε συνδυασμό με την παράλληλη ενδυνάμωση της πρωτοβάθμιας διαδικασίας, στο Ελληνικό δικονομικό δίκαιο τέτοιοι περιορισμοί στα ένδικα μέσα είναι άγνωστοι[77]. H Ελλάδα  πρέπει να παραμένει μια από τις ελάχιστες χώρες στην Ευρώπη, που δεν έχει θέσει κάποιο ουσιαστικό μηχανισμό φιλτραρίσματος των υποθέσεων που εισέρχονται ενώπιον του Ακυρωτικού δικαστηρίου[78]. Στη χώρα μας, ο φόβος για αφαίρεση δικηγορικής ύλης και τα προβλήματα της επαγγελματικής επιβίωσης δεν αφήνουν αισιοδοξία για υιοθέτηση ούτε των ελάχιστων αυτών μέτρων. 
6. Ο πολιτισμός μιας χώρας μετριέται από πολλούς παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους πρωταρχική θέση έχει η ανεξαρτησία των δικαστών της[79]. Και η Ιταλία είναι περήφανη για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης της. Στις μελέτες τους υποστηρίζουν ότι έχουν το καλύτερο σύστημα αυτοδιοίκησης της δικαιοσύνης[80]. Το Ιταλικό Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (Consiglio Superiore della  Magistratura) που αποτελεί το όργανο της δικαστικής αυτοδιοίκησης έχει τη μεγαλύτερη ποσόστωση σε δικαστές που εκλέγονται από τους συναδέλφους τους: 16 δικαστές επί  25 συνολικά μελών[81], ενώ στη Γαλλία είναι 6 δικαστές επί 12 μελών, στην Πορτογαλία 7 δικαστές επί 17 μελών. Στην Ισπανία αποτελείται από 12 δικαστές επί 20 μελών που δεν εκλέγονται από τους συναδέλφους τους αλλά από την ίδια τη Βουλή. Ο Ιταλός νομοθέτης, ήθελε να αποτρέψει από την μια πλευρά κάθε ανάμιξη του Υπουργού Δικαιοσύνης στο εσωτερικό της και την προεδρία να κατέχει μια  προσωπικότητα με απόλυτο κύρος και μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες, όπως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.  Για να αποφύγει συντεχνιακές λογικές και κάστες στο χώρο της δικαιοσύνης με τη παρουσία μόνο δικαστών στο όργανο αυτό συμμετέχουν στην αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης και τακτικοί πανεπιστημιακοί καθηγητές του δικαίου και δικηγόροι με δεκαπέντε χρόνια υπηρεσίας, οι οποίοι εκλέγονται με αυξημένη πλειοψηφία (3/5) σε κοινή συνεδρίαση της Βουλής και της Γερουσίας. Όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί συμμετέχουν στην αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης και όχι μόνο οι ανώτατοι δικαστές όπως ίσχυε παλαιότερα στην Ιταλία.
 Περιέργως όμως οι σχέσεις των δικαστών με την πολιτική εξουσία είναι οι χειρότερες από ποτέ. Η δυνατότητα να χρησιμοποιούν οι δικαστές ένα από τα πιο χρήσιμα εργαλεία για την δικαστική έρευνα, την παρακολούθηση των επικοινωνιών έχει περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Οι δικαστές ομιλούν για θάνατο της ποινικής δικαιοσύνης στην Ιταλία. Ότι η κυβέρνηση και η βουλή εμποδίζουν την ανάκριση και την αστυνομία να ανακαλύψουν επικίνδυνους εγκληματίες.
 Πιο ανησυχητικές όμως είναι οι σκληρές επιθέσεις και κριτικές που προέρχονται από εκπροσώπους της πολιτικής ζωής στις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Χαρακτηριστική είναι η πρόταση (mozione) που εγκρίθηκε από τη Γερουσία την 5 Δεκεμβρίου 2001, με την οποία ασκούνταν σκληρή κριτική σε ορισμένες ποινικές δικαστικές αποφάσεις που βρίσκονταν σε εξέλιξη[82]. Μια κίνηση που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Συνταγματική ιστορία της Ιταλίας και προκάλεσε την ανησυχητική αντίδραση σχεδόν τριακοσίων πανεπιστημιακών καθηγητών του δικαίου[83]. Πολιτικοί επιτίθενται κατά των Ιταλών δικαστών, για τις αποφάσεις που εκδίδουν. Ομιλούν για πολιτικοποιημένους δικαστές. Εκ νέου 200 περίπου πανεπιστημιακοί καθηγητές της νομικής,  υποστηρίζουν τους δικαστές, θεωρούν ότι πρόκειται για μια αδικαιολόγητη συκοφάντηση, χωρίς καμία απόδειξη, μεμονωμένων δικαστών, για μια ανήκουστη προσβολή της ανεξαρτησίας  της δικαστικής εξουσίας, από  ένα πολιτικό σύστημα, όπου οι ορθές αποφάσεις είναι μόνο αυτές που επιθυμεί[84].  Στις 5-6-2009, κατά την γιορτή της συμπλήρωσης  των 100 χρόνων από την ίδρυση της Εθνικής Ένωσης Δικαστών (Associazione Nazionale Magistrati), ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Giorgio Napolitano έκανε παρέμβαση στην κρίση της πολιτικής ζωής της χώρας[85] ζητώντας το σεβασμό στους θεσμούς. «La crisi della politica non è la crisi della democrazia»: Η κρίση της πολιτικής δεν αναμειγνύεται ούτε συνθλίβει τη δημοκρατία και τους θεσμούς της για τις οποίες απαιτείται ο μεγαλύτερος σεβασμός. Οι δικαστές διαφυλάσσουν την ανεξαρτησία τους και για το λόγο αυτό επιδεικνύουν την υπευθυνότητά τους.
Σε αυτό το γενικό πλαίσιο της κατάστασης στην Ιταλία, εντάσσονται και δυο σχέδια που προτάθηκαν για την αναμόρφωση του τρόπου αυτοδιοίκησης των δικαστών. Θα επικεντρωθώ στο πρώτο σχέδιο που έχει ενδιαφέρον για το ελληνικό δίκαιο. Ας αφήσω όμως καλύτερα το διαπρεπή δικονομολόγο Sergio Chiarloni, που έχει αγωνιστεί πολλές φορές για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας της Ιταλικής δικαιοσύνης, να μας το περιγράψει[86]: Το πρώτο από τα νομοσχέδια αυτά είχε ως πρωταρχικό χαρακτηριστικό την επιδίωξη ενός συστήματος δικαιοσύνης τυπικό των αυταρχικών καθεστώτων. Όπως θυμόμαστε σε ένα βιβλίο δυο μαθητών του καθηγητή Giuseppe Di Federico[87], οι οποίοι ανήκουν σε ένα ερευνητικό κέντρο αρκετά αυστηρό απέναντι στη δικαιοσύνη, το σύστημα της δικαιοσύνης στα αυταρχικά καθεστώτα της Ισπανίας και Πορτογαλίας που διατηρήθηκαν στο δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο  δεν απείχε πολύ από εκείνο της φασιστικής Ιταλίας: «Σε όλα αυτά τα καθεστώτα, με κάποια παραλλαγή, η δικαιοσύνη απολαμβάνει ελάχιστες, περιορισμένες εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Πράγματι, συνήθως το καθεστώς περιορίζεται να επηρεάσει τον ορισμό των δικαστών που βρίσκονται στον ανώτατο βαθμό, στους οποίους στη συνέχεια αναθέτει τη διαχείριση του δικαστικού σώματος»[88]. Αναλύοντας το πρώτο σχέδιο αναμόρφωσης, παρατηρούμε την αποφασιστική επιρροή της εκτελεστικής εξουσίας στον ορισμό των Ακυρωτικών δικαστών (τους οποίους μπορεί να διορίζει το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, αλλά μέσα από αυτούς που έχει προεπιλέξει ο Υπουργός Δικαιοσύνης) για να τους αναθέσει στη συνέχεια τη διαχείριση του δικαστικού σώματος[89].
Ο καθηγητής Chiarloni απαντά και στις κριτικές που ασκούνται όσον αφορά την αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη τα ισχύοντα στην Αγγλία, Γερμανία και Γαλλία[90]. Είναι αλήθεια αναφέρει ότι, το Σύνταγμά μας, όσον αφορά αυτό το τομέα, είναι το πιο προηγμένο από τα άλλα Συντάγματα της Ευρώπης, καθόσον αναγνωρίζει στο δικαστικό σώμα τόσο την εξωτερική ανεξαρτησία (Η δικαιοσύνη αποτελεί ένα σώμα αυτόνομο και ανεξάρτητο από κάθε άλλη εξουσία, άρθρ. 104 παρ.1 Cost.) όσο και την εσωτερική ανεξαρτησία (Ο δικαστής υπόκειται μόνο στο νόμο, άρθρ. 101 παρ.2 Cost., οι δικαστές διακρίνονται μεταξύ τους μόνο για τη διαφορετικότητα των λειτουργημάτων τους, άρθρ. 107 παρ.3 Cost). Είμαι πεπεισμένος λοιπόν ότι αυτή η ανεξαρτησία είναι αδιαπραγμάτευτη σε μια χώρα όπως η δική μας, η οποία μπορεί να διαθέτει εξαιρετικούς δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς, στην πράξη όμως σπάνια στέκονται στο ύψος τους, το επίπεδο της διαφθοράς είναι υψηλό, το οργανωμένο έγκλημα καταφέρνει να ελέγχει σημαντική εκροή του δημόσιου χρήματος χάριν στη συνεργασία της πολιτικής εξουσίας και της δημόσιας διοίκησης, η ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών έχει περιοριστεί σημαντικά από μονοπωλιακές ή ολιγοπωλιακές συνεργασίες. Αντίθετα στην Αγγλία υπάρχει το βάρος της παράδοσης και μια οργάνωση της δικαιοσύνης όχι ιεραρχική[91] αλλά οριζόντια που ευνοούν την ανεξάρτητη απονομή της δικαιοσύνης. Στη Γερμανία επίσης υπάρχει μια ικανότητα αυτοελέγχου και τιμωρίας των ισχυρών, εντελώς άγνωστη στην Ιταλία, όπως αποδεικνύει η έξοδος από τη πολιτική σκηνή ενός πολιτικού όπως ο Helmut Kohl (μακροβιότερος Καγκελάριος της Γερμανίας), επειδή παρέλειψε να καταγγείλει μια παράνομη χρηματοδότηση στο κόμμα του. Στην Ιταλία, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης σε όλες της εκφάνσεις της πρέπει να προστατεύεται με απόλυτη αυστηρότητα, ως μια συνταγματική αρχή που τίθεται πρωταρχικά προς υπεράσπιση των πολιτών παρά προς προστασία των δικαστών. Οι πολίτες είναι κυρίως αυτοί που έχουν ανάγκη από μια αυτόνομη αντίρροπη εξουσία που θα είναι ικανή να ασκεί τον έλεγχο της νομιμότητας απέναντι σε όλους και συνεπώς και στους ισχυρούς, κατ’εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας, με σκοπό να περιοριστούν τα προαναφερόμενα αρνητικά φαινόμενα.
Τελικά, καταλήγει ο Ιταλός καθηγητής, ούτε η διαμόρφωση ενός Ανώτατου Δικαστηρίου ως κριτής των δικαστών εκτός από κριτής των αποφάσεών τους, ούτε η ανάμιξη της εκτελεστικής εξουσίας στον ορισμό των ανώτατων δικαστών διατηρήθηκαν στο δεύτερο σχέδιο αναμόρφωσης που προτάθηκε (γνωστό και ως Maxiemendamento). Η αντίθεση όλων των δικαστικών ενώσεων της Ιταλικής δικαιοσύνης[92], η απόρριψη του σχεδίου ακόμη και από την επιτροπή της Εθνικής Ένωσης Δικαστών που βρίσκεται ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τις αυστηρές κριτικές από τον Ακαδημαϊκό χώρο[93], απέτρεψαν την εφαρμογή του νομοσχεδίου αυτού.
Θορυβούμενη από τις δυσμενείς κριτικές που δέχονται δικαστικές αποφάσεις από τους πολιτικούς και τον Πρωθυπουργό καθώς  και από τα σχέδια μεταρρύθμισης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου με τα οποία επιδιώκουν να μειώσουν την εγγύηση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, η Εθνική Ένωση Δικαστών (Associazione Nazionale Magistrati) προσέφυγε την 19-11-2008 στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).
Αλλά ας σταματήσουμε καλύτερα στο σημείο αυτό, ανακαλώντας μάλιστα τον τίτλο του εν λόγω άρθρου. Όταν διαβάζουμε τα Ιταλικά δικονομικά περιοδικά, δεν περιοριζόμαστε μόνο σε νομικές διατάξεις, θεωρίες και δικαστικές αποφάσεις, ούτε μόνο σε φιλοφρονήσεις και επαίνους, αλλά επεκτεινόμαστε σε πρόσωπα και καταστάσεις, κίνητρα και επιδιώξεις, αυστηρή κριτική της σημερινής κατάστασης καθώς σε και κάποια αύρα αλλαγής προς στο μέλλον, χωρίς να είμαστε προσκολλημένοι στη  δική μας παράδοση αντιστεκόμενοι στο καινούργιο, αλλά αντίθετα, διευρύνοντας τους ορίζοντες, μαθαίνουμε να συμμεριζόμαστε εμπειρίες, σχέδια και μεταρρυθμίσεις άλλων χωρών. Και το περιοδικό Δίκη υπηρέτησε με συνέπεια τις αρχές αυτές[94].


[1] Το περιοδικό Rivista di diritto processuale ιδρύθηκε το έτος 1924 από τους γνωστούς καθηγητές G. Chiovenda, F. Carnelutti και P. Calamandrei. Εκδίδεται από τον οίκο Cedam υπό τη διεύθυνση των καθηγητών C. Punzi και F. Edoardo Ricci. Περιέχει και μελέτες Ποινικής Δικονομίας
[2] Το περιοδικό Rivista trimestrale di diritto e procedura civile ιδρύθηκε το έτος 1947 από τους A. Cicu και E.Redenti. Εκδίδεται από τον οίκο Giuffrè υπό τη διεύθυνση των καθηγητών F. Carpi και U.Romagnoli.
[3] Έτσι Markesinis-Fedtke, Giudici e diritto straniero. La pratica del diritto comparato (2009), σελ. 18. 
[4] Η πρώτη σημαντική δικονομική μεταρρύθμιση πραγματοποιήθηκε το έτος 1990 (L. 26-11-1990 n. 353), η οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεψε την εκ του νόμου άμεση εκτελεστότητα των δικαστικών αποφάσεων του πρώτου βαθμού (282 c.p.c.). Η αναμόρφωση αυτή τέθηκε σε πλήρη ισχύ στις 30-4-1995, εξαιτίας κυρίως των αντιδράσεων του δικηγορικού κόσμου, οι οποίες επέφεραν σημαντικές τροποποιήσεις του νομοθετήματος αυτού. Βλ. Pisani, I modelli di fase preparatoria dei processi a cognizione piena in Italia dal 1940 al 2006, Foro it 2006,V, 374, Consolo, La trattazione nella fase introduttiva del processo: un primo bilancio nel (semi-) decennale, Giur.it 2001, II, 1069. 
[5] Στην Ιταλία, για το έτος 2007, τα δεδομένα για την τακτική διαδικασία κατά μέσο όρο ήταν τα εξής: 34 μήνες για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, 46 μήνες για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και 36 μήνες για το Ακυρωτικό δικαστήριο. Συνολικά 116 μήνες.
[6]  Βλ. αναλυτικότερα σε Kagan, Adversarial Legalism. The American Way of Law (2001), Damaška, I volti della giustizia e del potere (1991), ο ίδιος, I due tipi di stato e gli scopi del processo, σε  Bessone, Silvestri, Taruffo (cur.), I metodi della giustizia civile (2000), Corsini, Le proposte di “privatizzazione” dell’ attività istruttoria alla luce delle recenti vicende della “discovery” anglosassone, Riv. trim. proc. dir. civ. 2002.1273 επ., Taruffo, Il processo civile “adversary” nell’ esperienza americana  (1979). Από την ελληνική θεωρία, βλ. ιδίως Μακρίδου, Πραγματικοί ισχυρισμοί και Θεμελιώδη Δικονομικά Συστήματα, ΕλλΔνη 2008.321επ.  
[7] Βλ. όμως και την κριτική του  Correia de Mendonça, Ottant’ anni di autoritarismo nel processo civile portoghese, Il giusto processo civile 2006.53, ο οποίος επισημαίνει κατά πόσο ένας αμερόληπτος (και υπερφορτωμένος θα προσέθετα) δικαστής, εκτός από το να είναι διαιτητής, μπορεί να κάνει ακόμη και τον προπονητή, και να διορθώνει  τα τεχνικά σφάλματα των διαδίκων. 
[8] Δεν διαφέρει και πολύ η κατάθεση των μαρτύρων όπως διεξάγεται στην ελληνική δικαστηριακή πρακτική από την  cross-examination.
[9] Βλ. Taruffo, La semplice verità. Il giudice e la costituzione dei fatti (2009), σελ. 156 επ. .
[10] Για το θεσμό της discovery, βλ. Πολυζωγόπουλος, Ο θεσμός της προδικαστικής έρευνας (discovery) κατά το Αμερικανικό και Αγγλικό Δίκαιο και οι δυνατότητες αντλήσεως αποδεικτικών πληροφοριών κατά το Ελληνικό Δίκαιο, σε Νομικές Μελέτες Ι, (1996) σελ. 255, Παϊσίδου, Η επίδειξη εγγράφων στην πολιτική δίκη (2006), σελ. 24 επ., Μιχαηλίδου, Δυνατότητες συγκέντρωσης αποδεικτικού υλικού στο προστάδιο της δίκης. Μια δικαιοσυγκριτική παρουσίαση, Δ 2008.352-355.
[11] Παρασέρνοντας κάποιον σε δίκη, αν και γνωρίζει ότι έχει άδικο, αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις, εξαιτίας και της βραδύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης, ένα στρατηγικό σχέδιο του οφειλέτη, προκειμένου να μην πληρώσει ή για να οδηγηθεί σε ένα ευνοϊκό συμβιβασμό. Η ευκολία μάλιστα με την οποία μπορεί ένας διάδικος να υιοθετήσει στη δίκη παρελκυστικές και αναβλητικές τακτικές μεγεθύνει αυτή τη διαστρέβλωση. Βλ. ιδίως Marchesi, litiganti, avvocati e magistrati (2003).
[12] Οι αγγλοσαξονικές χώρες στράφηκαν προς αυτό το δικονομικό σύστημα με την ενίσχυση του ρόλου του δικαστή και του χορήγησαν εξουσίες για να μετριάσει πιθανές ανισότητες μεταξύ των διαδίκων και να περιορίσει καταχρηστικές  συμπεριφορές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο το αποτέλεσμα της δίκης.
[13] Taruffo, Il processo civile di “civil law” e di “common law”: aspetti fondamentali, Foro it. 2001,V, 355 επ.
[14] Η φράση αυτή «Le parti sono i migliori giudici della propria difesa» αποδόθηκε για πρώτη φορά από το θεμελιωτή της Ιταλικής δικονομικής επιστήμης Giuseppe Ghiovenda.
[15] Στο επιχείρημα αυτό αντιτάχθηκε πρώτος ο Verde, Le ideologie del processo in un recente saggio, Riv.dir.proc. 2002.676.
[16] Ενδεικτικά από την εκτενή βιβλιογραφία, Cipriani, Il processo civile italiano tra efficienza e garanzie, Riv. trim. proc. dir. civ. 2002, 1243 επ., Ο ίδιος, Il processo civile tra vecchie ideologie e nuovi slogan, Riv. trim. proc. dir. civ. 2003.455 επ., Monteleone, Principi e ideologie del processo civile: impressioni di un “revisionista”, Riv. trim. proc. dir. civ. 2003. 575 επ., Ο ίδιος, Limiti alla prova di ufficio nel processo civile (Cenni di diritto comparato e sul diritto comparato), Riv.dir.proc. 2007.863 επ. Ανάλογη θεωρητική διαμάχη έχει ξεσπάσει και στην Ισπανία  μεταξύ των Picó i Junoy και Montero Aroca σχετικά με τις εξουσίες που έχουν απονεμηθεί στον δικαστή με τον Ley de Enjuiciamiento Civil (LEC), βλ. Montero Aroca, I principi politici del nuovo processo civile spagnolo, (2002), Ο ίδιος, Il processo civile «sociale» come strumento di giustizia autorittaria, Riv.dir.proc. 2004.522 επ., Picó i Junoy, Il diritto processuale tra garantismo ed efficacia: Un dibattito mal impostato, Studi di diritto processuale civile in onore di Giuseppe Tarzia, τόμ. Ι (2005), σελ. 213 επ. Από την Ελληνική θεωρία, βλ. Κονδύλης, Το δεδικασμένο (2007), σελ 1επ., Καργάδος, Ακόμη επί του σκοπού της πολιτικής δίκης, Γενέθλιον Απόστολου Γεωργιαδη, Τόμος ΙΙ, σελ. 1167επ..
[17] Η εταιρική δίκη ονομάζεται και δίκη «Vaccarella», καθόσον υιοθέτησε τα πορίσματα των εργασιών της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής με πρόεδρο τον καθηγητή Vaccarella. 
[18] Βλ. αναλυτικά τις βασικές αρχές αυτής της νομοθετικής απόπειρας των δικαστών σε  Nardin e Pivetti, Un processo civile per il cittadino. Lineamenti generali di una proposta di riforma della procedura civile, σε www.judicium.it.
[19] Βέβαια ο αριθμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην Ελληνική πραγματικότητα καθόσον η Ιταλία είναι πολυπληθέστερη χώρα (θα το περιόριζα σε οργανικό 12-15 δικαστών), ενώ πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις ιδιαίτερες ανάγκες της νησιωτικής Ελλάδας.  Σύμφωνοι με αυτές τις προτάσεις και Vidiri, La «ragionevole durata» del processo: interventi normativi e giurisprudenza di legittimità, CorrGiur 2008.581, Pisani, I modelli di fase preparatoria dei processi a cognizione piena in Italia dal 1940 al 2006, Foro it 2006,V, 384 -386.
[20] Το έτος 2007, γινόταν λόγος για 5 διαφορετικές διαδικασίες στη τακτική δίκη και για άλλες 25 ειδικές διαδικασίες.
[21] Wiklund (ed), Judicial Discretion in european perspective, Kluwer international (2003), Storme e Hess, Discretionary Power of the Judge: limits and Control, Kluver (2003).
[22] Στο δικτυακό τόπο www.Radioradicale.it μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος ένα πλήθος από νομικά συνέδρια στην Ιταλία, ακόμη και τα πλέον πρόσφατα. Πολλά από αυτά αναφέρονται στην  καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης και τις αιτίες αυτής. Στο διαδίκτυο μπορεί να ανακαλύψει και να παρακολουθήσει ένας νομικός πολλές ενδιαφέρουσες νομικές εκδηλώσεις. Για παράδειγμα στην ιστοσελίδα του Γαλλικού Ακυρωτικού (www.courdecassation.fr) τις εισηγήσεις του συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε την 16-11-2006 για τη συμπλήρωση των 200 χρόνων του γαλλικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας  (1806-1976-2006 De la commemoration d’ un code à l’ autre 200 ans de procedure civile en France).  Στην Αμερική, στην ιστοσελίδα της νομικής σχολής της Ουάσιγκτον  (law.wustl.edu)  τις εισηγήσεις των Hazard, Taruffo και Gidi που αναπτύχθηκαν την 13-11-2004 για την εναρμόνιση της Πολιτικής Δικονομίας και τις αρχές της υπερεθνικής Πολιτικής Δικονομίας (The ALI/UNIDROIT Principles and Rules of Transnational Civil Procedure). Πολλές ομιλίες μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος και στα ισπανικά στους δικτυακούς τόπους της Πολιτικής Δικονομίας των χωρών της Λατινικής Αμερικής.   
[23] Βλ. και Pisani, Dai riti speciali alla differenziazione del rito ordinario, Foro it 2006, V, 88.
[24] Ο Jeremy Bentham, ο οποίος ασκούσε σκληρή κριτική στην πολυπλοκότητα και στο φορμαλισμό του Αγγλικού δικαίου απόδειξης ανέφερε: «evidence is the basis of justice: to exclude evidence is to exclude justice». Βλ. όμως την κριτική που ασκεί ο Cavallone, Forme del procedimento e funzione della prova (ottant’ anni dopo Chiovenda), Riv.dir. proc. 2006.417 επ. και ιδίως 427-428 ο οποίος θεωρεί τον Jeremy Bentham «κακό δάσκαλο». 
[25] Βλ. περισσότερα ιστορικά και δικαιοσυγκριτικά δεδομένα σε Ποδηματά, Οι περιορισμοί της εμμάρτυρης αποδείξεως κατά τα άρθρ. 393-394 ΚΠολΔ και η σημασία τους μετά τον Ν. 2915/2001, Αρμ. 2006.357επ.
[26] Για συγκριτικές παρατηρήσεις μεταξύ της διάταξης 400 αρ.3 ΚΠολΔ και 246 cpc, βλ. τη μονογραφία του Κουσούλη, Εξαίρεση του μάρτυρα λόγω συμφέροντος (1987). 
[27] Αναλυτικά σε Taruffo, La semplice verità. Il giudice e la costituzione dei fatti (2009), σελ. 144 επ. Με παρόμοιες σκέψεις και ο Κεραμεύς, Διεύρυνση του παραδεκτού των αποδεικτικών μέσων στην πολιτική δίκη, Νομικές Μελέτες ΙΙ (1994), 311 επ.
[28] Βλ. και Varano στην εισαγωγή - παρουσίαση του συλλογικού έργου L’ altra giustizia, (2007), όπου εκτίθενται 12 εθνικές εισηγήσεις για τις εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών (ADR), όπου διαπιστώνει την ώθηση συγκεκριμένων επαγγελματικών κατηγοριών που βλέπουν στη διαμεσολάβηση μια εξαιρετική ευκαιρία για προσοδοφόρα εργασία.
[29] Έτσι και Τσικρικάς, σε Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων, Οι πραγματικοί ισχυρισμοί στην πολιτική δίκη, (2008), σελ. 62, όπου αναφέρει ότι η διαδικασία στη Γερμανία διαρθρώνεται σε βάθος, υπάρχει άνεση στο δικαστήριο να καθοδηγήσει τους διαδίκους, υπάρχει μια πρώιμη δικάσιμος όπου ο δικαστής καλεί τους δικηγόρους, τους υποδεικνύει τη θέση του την πραγματική και τη νομική.
[30] Η τάση αυτή έχει επικρατήσει σε ολόκληρη την Ευρώπη. Για παράδειγμα στον Ισπανικό ΚΠολΔ, όπου προβλέπει το δικαίωμα να καταβάλλεται χρηματική ποινή άμεσα και στο δικηγόρο μέχρι το 1/3 της αξίας της υπόθεσης (247 παρ.3 και 4 LEC). Αναλυτικότερα στη συγκριτική μελέτη του Comoglio, Abuso del processo e Garanzie Costituzionali, Riv.dir.proc.2008.319. Σε αύξηση του ποσού των ποινών τάξεων προέβη και η νομοπαρασκευαστική επιτροπή του ΚΠολΔ. Σπάνια ο έλληνας δικαστής προβαίνει σε επιβολή ποινών τάξεων, κυρίως για το λόγο ότι δεν έχει εκπαιδευτεί. 
[31] Μια τέτοια διάταξη βρίσκουμε στο Γαλλικό ΚΠολΔ (11 παρ. 2 CPC). Και στη χώρα μας υπάρχει μια παρόμοια διάταξη 232 παρ.2 ΚΠολΔ, που έχει περιπέσει από μόνη της (λόγω του ασήμαντου ποσού) σε αχρησία από τον Έλληνα δικαστή. Και εδώ η νομοπαρασκευαστική επιτροπή του ΚΠολΔ αύξησε το σχετικό όριο.  
[32] Βλ. Ghirga, La riforma della giustizia civile nei disegni di legge Mastella, Riv. dir. proc. 2008.443  και ιδίως τη σχετική αντίδραση της πρωτοδίκη Maura Nardin, σε  www.Radioradicale.it, Progettare la giustizia. Garantire I diritti – XVI Congresso Nazionale di Magistratura Demacratica (9-2-2007), η οποία προβαίνει σε μια συγκριτική αξιολόγηση της  πολιτικής δικαιοσύνης της Ιταλίας σε σχέση με τη Γαλλία, Ισπανία και Γερμανία (που τη θεωρεί εκτός ανταγωνισμού).
[33] Ένα άλλο σημείο τριβής, στο οποίο επιρρίπτουν ευθύνες οι Ιταλοί δικηγόροι, αποτελεί ο μεγάλος επηρεασμός των δικαστών από τους εισαγγελείς στα ποινικά τους καθήκοντα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην Ιταλία οι δικαστές και οι εισαγγελείς μπορούν να κάνουν μετάταξη από τη μια θέση στην άλλη, πολλές φορές κατά τη διάρκεια της καριέρας τους. 
[34] Βλ. συνεντεύξεις του σε www.videodiritto.it. O Guido Alpa έχει συνεργαστεί αρκετές φορές με τον Καθηγητή Βασίλη Μαρκεζίνη και επιμελήθηκε μάλιστα και ένα δοκίμιο στο βιβλίο του τελευταίου, il metodo di comparazione (2004).
[35] Η υποχρεωτική συνεχής επαγγελματική εκπαίδευση του Ιταλού δικηγόρου, που είναι σε ισχύ από 1-9-2007, προβλέπει ότι εκτός από μερικές κατηγορίες δικηγόρων, οι υπόλοιποι πρέπει να παρακολουθούν διάφορα σεμινάρια και συνέδρια και υποχρεούνται να συλλέξουν ορισμένους πόντους από την παρακολούθησή τους, η οποία ελέγχεται κάθε τριετία. Η μη συλλογή τους αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Sangiovanni, La formazione professionale continua dell’ avvocato a confronto con il modello Tedesco, www.judicium.it.
[36] Ο Guido Alpa έχει αναφερθεί συχνά στην υποχρέωση των δικηγόρων να είναι πρώτα ευπρεπείς και έντιμοι και κατόπιν νομικοί.
[37] Αντί πολλών, Favale, La responsabilità dell’avvocato nel diritto tedesco, Riv. crit. dir. priv. 1998. 483 επ, Sangiovanni, L’avvocato italiano in Germania: la prova attitudinale per il conseguimento del titolo di “Rechtsanwalt”, Riv. trim. dir. proc. civ., 2005. 1247 επ., ο ίδιος, L’ammissione all’avvocatura nel diritto tedesco, Riv. trim. dir. proc. civ. 2001.103 επ, ο ίδιος, L’avvocato cassazionista nel diritto tedesco, in Riv. dir. priv. 2000. 829 επ., Somma, Brevi note in tema di organizzazione collettiva della professione forense nella Repubblica federale tedesca, Riv. trim. dir. proc. civ. 1998.1323 επ.,  Vinatzer, La consulenza legale in Germania, Rass. for. 1999.557 επ., Για μια συγκριτική επισκόπηση του επαγγέλματος του δικηγόρου και σε άλλες χώρες της υφηλίου, βλ. το συλλογικό έργο,  Berlinguer (επιμ.), La professione forense, 2008.
[38] Για μια εμβάθυνση του θέματος, βλ. ιδίως Marchesi, L’ enforcement delle regole. Problemi di efficienza della giustizia civile, riforme intraprese e riforme possibili, σε Rapporto ISAE 2008, www.isae.it, η ίδια, Litiganti, avvocati e magistrati (2003), Bianco-Giacomelli-Giorgantonio-Palumbo-Szego, La giustizia civile in Italia: offerta, domanda, rito. Un’ analisi preliminare (2007).  Βλ. επίσης και την αξιόλογη έρευνα της Pellegrini, La litigiosità in Italia. Un’ analisi sociologico-giuridica (1997), σύμφωνα με την οποία οι δικονομικές ρυθμίσεις έχουν ένα ρόλο δευτερεύοντα και μικρής διάρκειας στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, σε αντίθεση με τα οργανωτικά μέτρα που αποτελούν τον καθοριστικό παράγοντα 
[39] Έχει επισημανθεί στην Ιταλία ότι ακόμη και αν με τις τελευταίες μεταρρυθμίσεις προκρίθηκε η ενίσχυση των  εξουσιών του δικαστή, αυτή η τάση δεν επιδιώχθηκε σε βάθος, διατηρώντας μια ακαμψία και αυστηρότητα  στη  συλλογή των αποδείξεων από το δικαστή και περιορισμούς στην ευχέρεια του δικαστηρίου να χειρίζεται την υπόθεση ανάλογα με την πολυπλοκότητα της.  υπόθεσης (case management). Επίσης ελλείπει η πρόβλεψη ενός κυρωτικού συστήματος, κατάλληλου να καταστείλει ο δικαστής τις παρελκυστικές τακτικές των διαδίκων και να μπορέσει να χρησιμοποιήσει τις εξουσίες που ο νόμος του παρέχει, όπως συμβαίνει σε άλλες ξένες χώρες. 
[40] Από μερικούς αναλυτές, υποστηρίζεται ότι αρκεί η αλλαγή του τρόπου αμοιβής των δικηγόρων για μια βελτίωση της κατάστασης απονομής της δικαιοσύνης. 
[41] www.coe.int/cepej.
[42] Βλ. και Χαμηλοθώρης, Εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών (2000), σελ. 50, σύμφωνα με τον οποίο η λύση στα όποια προβλήματα του δικηγορικού κλάδου, αλλά και του οποιουδήποτε κλάδου δεν μπορεί να περνάει μέσα από τη συντήρηση παθολογικών φαινομένων.
[43] Πλαγάκος, Η χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστικών υπηρεσιών ως παράγοντας εκσυγχρονισμού στην απονομή της δικαιοσύνης, Αρμ 2009. 175 επ.
[44] Παρόμοιες σκέψεις και Β. Μαρκεζίνης, Σκιές από την Αμερική, ιδίως σελ. 256-257, όσον αφορά για τη δημιουργία πανεπιστημίων σε όσο περισσότερα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας γίνεται και τα σοβαρά ερωτήματα που εγείρονται όσον αφορά τη χρηματοδότηση και τον εξοπλισμό τους.
[45] D. Coviello-A.Ichino-N. Persico, Giudici in affanno, σε www2.dse.unibo.it/ichino/mito13.pdf
[46] Στην Ιταλία, κατά κανόνα, η διεξαγωγή των αποδείξεων διενεργείται ενώπιον του εισηγητή δικαστή και συνήθως διαρκεί αρκετές συνεδριάσεις. 
[47] Σύμφωνος και ο Caponi, Un nuovo modello di trattazione a cognizione piena: Il procedimento sommario ex art. 702-bis C.P.C., www. Judicium.it, ο οποίος επισημαίνει ότι στη Γερμανία τηρείται πάντοτε ο έλεγχος στον αριθμό των υποθέσεων που ανατίθεται  σε κάθε δικαστή για να του επιτρέπει τη γρήγορη διεκπεραίωση των υποθέσεων.
[48] Τα ανώτατα δικαστήρια της Αμερικής, του Καναδά και της Γερμανίας απολαμβάνουν τη βοήθεια άριστων νομικών. Βλ. Markesinis-Fedtke, Giudici e diritto straniero. La pratica del diritto comparato (2009), σελ. 220.
[49] βλ. Ghirga, La riforma della giustizia civile nei disegni di legge Mastella, Riv. dir. proc. 2008.447-448, Vigorito, L’ ufficio per il giudice civile, Questione Giustizia 2008. 19 επ., Sciacca, Gli strumenti di efficienza del sistema giudiziario e l’ incidenza della capacità organizzativa del giudice, Riv. dir. proc. 2007.649 επ..
[50] Για τις αρνητικές συνέπειες που έχει το υπερβολικό βάρος που αποδίδεται στην αρχαιότητα όσον αφορά στην καριέρα των δικαστών, βλ. Pizzorusso, L’ ordinamento della giustizia in Italia (1985), σελ. 169. O Vittorio Denti, Sistemi e riforme. Studi sulla giustizia civile (1999), σελ. 220 προτείνει την υπηρέτηση για ένα χρονικό διάστημα στο δικαστικό σώμα πανεπιστημιακών δασκάλων, ιδέα που με δυσπιστία βλέπουν ωστόσο οι δικαστές και οι πανεπιστημιακοί. Η μοναδική εξαίρεση ήταν ο καθηγητής του Συνταγματικού δικαίου Lodovico Mortara, που διετέλεσε δικαστής σε διάφορες θέσεις μέχρι το 1923. Ακόμη και σήμερα γίνεται μνεία των δικαστικών αποφάσεών του (μεταξύ άλλων ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε στις γυναίκες το δικαίωμα να ασκούν το δικηγορικό επάγγελμα).
[51] Chiarloni, Riforma dell’ ordinamento giudiziario, efficienza nell’ amministrazione della giustizia, indipendenza della magistratura, Studi di diritto processuale civile in onore di Giuseppe Tarzia, τόμ. ΙΙΙ (2005), σελ. 2611.
[52] Κεραμεύς, Πορίσματα από το 11ο παγκόσμιο συνέδριο Πολιτικής Δικονομίας στη Βιέννη (Αύγουστος 1999), ΝοΒ 2000.906.
[53] Ήδη από το έτος 1972, ο καθηγητής Μητσόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Τόμος Α΄, (1972), σελ. 58, ομιλεί για εκδηλουμένη στην Ιταλία τάση συγκριτικής επισκοπήσεως των δικονομικών θεσμών με ιδιαίτερη κριτική θεώρηση του γερμανικού δικονομικού δόγματος και των σχετικών πορισμάτων.
[54] Βλ. ιδίως Caponi, Modelli Europei del processo di cognizione. L’ esempio Tedesco. Questione Giustizia 2006. 164.
[55] Βλ. Cappelletti, Il processo civile italiano nel quadro della contraposizione civil law -  common law,
Riv.dir.civ. 1963,I,46, Denti, L’ evoluzione del diritto delle prove nei processi civili contemporanei, Riv.dir.proc. 1965.31
[56] Βλ. την πρόσφατη παρουσίαση του Sergio La China, Leggere un libro, conoscere una cultura, για το συλλογικό έργο De la Oliva-D. Palomo (coord.) Proceso Civil. Hacia una nueva justicia civil, Santiago Chile, 2007 (μετ. Προς μια νέα πολιτική δικαιοσύνη). Αξιόλογοι δικτυακοί τόποι αποτελούν οι εξής: www.iidp.org (Λατινοαμερικανικό Ινστιτούτο της Πολιτικής Δικονομίας), www.aadproc.com.ar (Ένωση Αργεντικών δικονομολόγων), www.icdp.org.co (Ινστιτούτο της Πολιτικής Δικονομίας της Κολομβίας), www.iprocesalcolombovenezolano.org (Ινστιτούτο της Πολιτικής Δικονομίας της Βενεζουέλας). Πολύ ενδιαφέρον είναι και το ισπανικό blog (http://derechoproc.blogspot.com). Περιέχει όλες τις εθνικές εισηγήσεις (μεταξύ των οποίων και των καθηγητών Κλαμαρή σε συνεργασία με  Χρονοπούλου και Μανιώτη) που αφορούν το συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Δικονομικού Δικαίου που έλαβε χώρα στη Βαλένθια στις 7-8-9 Νοεμβρίου 2008 με τίτλο: «Oral & written proceedings: Efficiency in civil procedure». Το νέο Ισπανικό κώδικα πολιτικής δικονομίας (LEC) μπορεί να τον συμβουλευτεί κάποιος σε http://civil.udg.es/normacivil/estatal/LEC.
[57] Βλ. Picó i Junoy, Iudex iudicare debet secundun allegata et probata, non secundum coscientiam: storia della erronea citazione di un brocardo nella dottrina tedesca e italiana, Riv. dir. proc. 2007.1497επ. , Ο ίδιος, El juez y la prueba. Estudio de la errónea recepcion del brocardo Iudex iudicare debet secundun allegata et probata, non secundum coscientiam y su repercusión actual, (2007). Ο Ισπανός καθηγητής, αποδεικνύει με πολλά στοιχεία που έχει συλλέξει με επιμέλεια ότι στην  αυθεντική διατύπωση του αξιώματος «Iudex iudicare debet secundun allegata et probata, non secundum coscientiam» δεν γινόταν καμία αναφορά σε αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν οι διάδικοι και συνεπώς δεν προέβλεπε κανένα περιορισμό του δικαστή να στηρίξει την απόφασή του μόνο σε αυτές τις αποδείξεις. Εξηγεί ότι η εσφαλμένη ερμηνεία του νομικού αξιώματος προέρχεται από τη γερμανική θεωρία (Wach) κατά πάσα πιθανότητα στο δεύτερο μισό του 1800, μεταφέρθηκε στη συνέχεια στο έργο του Ιταλού καθηγητή Chiovenda και στη συνέχεια μεταδόθηκε σε ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης θεωρίας. Συνεπώς, κατά τον Picó i Junoy αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία η υποστήριξη ότι από το αξίωμα αυτό προέρχεται ο σημερινός κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο στους διαδίκους ανήκει το αποκλειστικό μονοπώλιο της προσκομιδής των αποδεικτικών μέσων.  
[58] Έτσι Markesinis-Fedtke, Giudici e diritto straniero. La pratica del diritto comparato (2009), σελ. 102. 
[59] Μετάφραση του Markesinis/Fedtke, Judicial Recourse to Foreign Law. A New Source of inspiration?, London, 2006 (σε μετάφρ. Anna Taruffo).
[60] Markesinis, Jydicial Mentality: Mental Disposition and Outlook as a Factor Impeding Recourse to Foreign Law, Tulane Law Review 2005. 1325.
[61] Στη χώρα μας από ό,τι γνωρίζω δεν κυκλοφορούν αμιγώς νομικά βιβλία του στην ελληνική γλώσσα.  Διαθέτει η μικρή μας χώρα, αρκετούς νομομαθείς που να μπορούν με αξιοπιστία να συγκρίνουν  τόσα αλλοδαπά συστήματα;
[62] Συχνή παραπομπή, μπορεί να διαπιστώσει κάποιος αναγνώστης, στο έργο του καθηγητή του Πανεπιστημίου της Παβίας Taruffo. Ο Ιταλός καθηγητής διακρίνεται για τη μοντέρνα αντίληψη του δικαίου σε συνδυασμό με τη δυνατότητα να κατέχει άριστα τη γνώση πολλών δικονομικών συστημάτων. Η φήμη του έχει ξεπεράσει τα όρια της Ιταλίας και ασκεί μεγάλη επιρροή στην Αμερική,  στην Ισπανία καθώς και στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στις τελευταίες, αποκαλείται και «el mejor procesalista del Mundo». Βλ. όμως και την ευρεία κριτική που του έχει ασκήσει ο καθηγητής Μητσόπουλος, Θέματα γενικής θεωρίας δικαίου και λογικής του δικαίου, (2005), σελ. 94 επ., 107 επ., 132 επ. και ιδίως σελ. 100 στη βασική θεωρία του Ιταλού καθηγητή ότι με τους καθιερούμενους περιορισμούς στο δίκαιο αποδείξεως, δεν έχει πλέον η απόδειξη καμιά συνάρτηση με την αλήθεια.
[63] Taruffo, Il processo civile di «civil law» e di «common law»: aspetti fondamentali, Foro it. 2001,V, 355 επ..
[64] Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Fernardo Gascon Inchausti, La procedure civile en Espagne: Une premiere presentation, (2008) σε www.dike.fr, ο νέος Ισπανικός Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Ley de Enjuiciamento Civil) που εγκρίθηκε το έτος 2000 και τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2001, επέφερε σημαντικές αλλαγές στη χρονική διάρκεια της δίκης και συγκεκριμένα για την έκδοση μιας απόφασης στον πρώτο βαθμό απαιτούνται 7,5 μήνες (και μόλις 4 μήνες για τις οικογενειακές διαφορές), 5 μήνες στην κατ’ έφεση δίκη και 7 μήνες στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Καθοριστικό παράγοντα αποτέλεσε και ο διαφορετικός τρόπος συλλογής των προφορικών αποδείξεων. Από τα χειρόγραφα πρακτικά που δεν ήταν ακριβή και αναλυτικά πέρασαν στις σύγχρονες τεχνολογίες και η συλλογή τους γίνεται μέσω οπτικοακουστικών μέσων (dvd). 
[65] Πιθανόν έτσι οφείλεται η παρατήρηση της Γεσίου-Φαλτσή, Οι μεταρρυθμιστικές τάσεις του δικαίου της αναγκαστικής εκτέλεσης, ΕΠολΔ 2009. 272, ότι στο ιταλικό δίκαιο, οι τροποποιήσεις του ΙταλΚΠολΔ, που επιχειρήθηκαν από το 1990 και μετέπειτα, δεν έθιξαν άμεσα παρά σε λίγα μόνο σημεία το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Αντίθετα, οι Ιταλοί δικονομολόγοι ομιλούν για ένα  «τσουνάμι» μεταρρυθμίσεων, που επέφερε ριζικές αλλαγές κατά τα έτη 2005 και 2006 (με τους L. 14-5-2005 n. 80, 28-12-2005 n. 263 και 24-2-2006 n. 52) και σε ολόκληρο το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ενδεικτικά από την εκτενή βιβλιογραφία: Carpi, Alcune osservazioni sulla riforma dell’ esecuzione per espropriazione forzata, Riv. trim. dir. proc. civ. 2006.215, Vito Amendolagine, Considerazioni a margine delle principali modifiche introdotte in materia di esecuzione forzata, www.altalex.com, Scoppa, La riforma dell’ esecuzione forzata, www.tertiumdatur.it/maggio2006/scoppa.htm, Μεταρρυθμίσεις μικρότερης εμβέλειας στο δίκαιο αναγκαστικής εκτέλεσης  επέφερε και ο πρόσφατος L. 18-6-2009, n.69, ο οποίος επαναφέρει μερικές διατάξεις που είχαν τροποποιηθεί Βλ.  Miccolis-Perago, L’ esecuzione forzata riformata (2009).
[66] Βλ. στην Αγγλία και Ουαλία, Access to justice – Interim Report to the Lord Chancellor on the civil Justice in England and Wales (1995), στη Γαλλία, Mission Magendie, Célérité et qualité de la justice, Rapport au Garde des Sceaux, 15 -6-2004).
[67] Με τον ο πρόσφατο L. 18-6-2009, n.69  καταργήθηκε η εταιρική δίκη (processo societario). Μεταξύ των μεταρρυθμίσεων που επέφερε ήταν η αύξηση της αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, περιορισμούς στα ένδικα μέσα και εισαγωγή της έγγραφης μαρτυρικής κατάθεσης κατά το παράδειγμα των affidavits. 
[68] Μια τάση απογοήτευσης διακατέχει και τη μελέτη του δικηγόρου Μάζη, Μερικές σκέψεις αναφορικά με το σχέδιο νόμου για την αναμόρφωση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΝοΒ 2009.220επ.
[69] Balena, La nuova pseudo-riforma della giustizia civile (un primo comento della legge n. 18 giugno 2009, n. 69), www.judicium.it.
[70] Pisani, La riforma del processo civile: ancora una legge a costo zero, Foro it. 2009,V, 221επ.
[71] Briguglio, Le novità sul processo ordinario di cognizione nell’ ultima, ennesima riforma in materia di giustizia civile, www. Judicium.it.
[72] Εdoardo Ricci, Ancora novità (non tutte importanti, non tutte pregevoli) sul processo civile, Riv. dir. proc. 2008.1359επ.
[73] Sassani e Tiscini, Prime osservazioni sulla legge 18 giugno 2009, n. 69, www.judicium.it, Briguglio, Le novità sul processo ordinario di cognizione nell’ ultima, ennesima riforma in materia di giustizia civile, www. Judicium.it.
[74] Vidiri, La «ragionevole durata » del processo: interventi normative e giurisprudenza di legittimità, Corrgiur 2008.584.
[75] Σε αντίθεση με την Ιταλία, η Γαλλία παρά τις πολλές αντιδράσεις προέβη σε γεωγραφική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της, βλ. Cadiet, Complessità e riforme del processo civile francese, Riv. trim. dir. proc.civ 2008. 1318. Τη νέα χωροταξική οργάνωση των δικαστηρίων στη Γαλλία μπορεί να τη συμβουλευτεί κάποιος στο δικτυακό τόπο www.carte-judiciaire.justice.gouv.fr.
[76] Με τον L. 18-6-2009, n.69  δεν επιτρέπεται η προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, εκτός εάν το Εφετείο τα θεωρήσει απαραίτητα (345 παρ.3 cpc). Ο περιορισμός των ενδίκων μέσων οφείλεται κυρίως στον υπερβολικό φόρτο εργασίας των εφετών και ακυρωτικών δικαστών που αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντά τους από την συνεχή αύξηση του αριθμού των ενδίκων μέσων. Αλλά και μέρος της  θεωρίας υποστηρίζει ότι υπάρχει υπερβολικός ζήλος για εγγυήσεις τη στιγμή που πολλά δικονομικά συστήματα έχουν επιλέξει να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή έννοια της έφεσης ως μια εκ νέου διάγνωση της διαφοράς, υιοθετώντας ένα σύστημα περιορισμένης έφεσης όπως για παράδειγμα η Γερμανία. Βλ. Ο Vittorio Denti, Sistemi e riforme, Studi sulla giustizia civile (1999), σελ. 214.  Όσον αφορά την αναιρετική δίκη, αρχικά το νομοσχέδιο του υπουργού Alfano προέβλεπε ένα αυστηρό φιλτράρισμα των υποθέσεων ενώπιον του Ακυρωτικού κατά το Γαλλικό πρότυπο και συγκεκριμένα ένα γενικευμένο προέλεγχο των αιτήσεων αναιρέσεων από μια τριμελή επιτροπή. Η πρόταση όμως αυτή προκάλεσε μια πραγματική εξέγερση των δικηγόρων, οι οποίοι υποστήριξαν ότι περιορίζει υπέρμετρα το δικαίωμα υπερασπίσεως καθώς και ότι έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 111 παρ. 7 του Ιταλικού Συντάγματος και για το λόγο αυτό παραλήφθηκε. Βλ. Sassani e Tiscini, Prime osservazioni sulla legge 18 giugno 2009, n. 69, www.judicium.it.
[77] Βλ. Κεραμεύς, ένδικα μέσα (2007), σελ. 22, Καργάδος, Ακόμη επί της «ελευθέρας εκτιμήσεως των αποδείξεων»: Ή πόσον πολύ ή ολίγον ελευθέρα (πρέπει να)  είναι η εκτίμησις των αποδείξεων, Αφιέρωμα στην Π.- Γ. Φαλτσή, Τόμος Ι (2007), σελ. 408.
[78] Για μια παρουσίαση των φραγμών που έχουν τεθεί σε 13 ευρωπαϊκά κράτη, μπορεί να συμβουλευτεί κάποιος την εισήγηση της 16-8-2008, σε www.cortedicassazione.it με τίτλο : Le corti supreme in Europa: Le regole per l’ accesso.  
[79] Denti, Sistemi e riforme. Studi sulla giustizia civile, (1999), σελ.246
[80] Di Federico, L’ indipendenza della magistratura in Italia: una valutazione critica in chiave comparata, Riv. trim. dir. proc. civ 2002.99 επ, Scarselli, Togati e laici nel governo della magistratura. www.Judicium.it
[81] Μέχρι το έτος 2002 ήταν περισσότεροι σε αριθμό 20 δικαστές επί 33 μελών (η ίδια όμως ποσόστωση).
[82] Κατά τον Pepino, Quale giudice dopo la riforma dell’ ordinamento giudiziario? Questione Giustizia 2007. 652, με την  ενέργειά τους αυτή, πολιτικές δυνάμεις προσπάθησαν να ξεκαθαρίσουν τους ανοικτούς λογαριασμούς που είχαν ανοίξει με τη δικαιοσύνη κατά την περίοδο του σκανδάλου της Tangentopoli (Μιζούπολη).
[83] Το κείμενο αυτό συντάχθηκε από τους καθηγητές Mario Dogliani, Paolo Ferrua και Sergio Chiarloni. Μερικά ενδιαφέροντα αποσπάσματα του κειμένου αυτού. «Οι πανεπιστημιακοί καθηγητές του δικαίου που υπογράφουν, έχοντας συνείδηση της ευθύνης τους ενώπιον των φοιτητών και απέναντι στην υποχρέωση να σέβονται τις βασικές αρχές των νομικών μαθημάτων, θεωρούν ότι δεν μπορούν να σιωπήσουν σε ένα φαινόμενο που ποτέ δεν έχει παρουσιαστεί στη Συνταγματική ιστορία της Ιταλίας και θέτει σε κίνδυνο τα ίδια τα θεμέλια του Συνταγματικού κράτους. Η Γερουσία με τη πρόταση (mozione) που εγκρίθηκε από την πλειοψηφία την 5-12-2001 άσκησε αυστηρή κριτική σε μερικές δικαστικές αποφάσεις που αφορούν ποινικές δίκες που βρίσκονται σε εξέλιξη, με το χαρακτηρισμό ότι είναι εσφαλμένες στην ουσία και ότι προσβάλλουν τις προτεραιότητες του νομοθέτη. Αυτή η επέμβαση αποτελεί μια βαριά πράξη εκφοβισμού, γιατί περιέχει μια κρίση στην ουσία των δικαστικών αποφάσεων που υπόκεινται σε τακτικά ένδικα μέσα και προσβάλλει την ελευθερία σκέψης των δικαστών στον παρόντα και στους επόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας. Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων δεν μπορεί να διεξάγεται με πράξεις πολιτικές όπως είναι η mozione parlamentare. Παραβιάζει εξάλλου και την βασική αρχή που απαγορεύει στη βουλή να υπεισέρχεται  στην ουσία των δικαστικών αποφάσεων. Οι Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σημειώνουν ότι η πολιτική αυτή ενέργεια της Γερουσίας εντάσσεται σε ένα γενικότερο πλαίσιο σκληρής πολιτικής επίθεσης εναντίον της Δικαιοσύνης. 
[84] Un'inaudita minaccia alle garanzie costituzionali. στην εφημερίδα «il manifesto» της 8-5-2003.
[85] Ο Vittorio Denti, Sistemi e riforme, Studi sulla giustizia civile (1999), σελ. 167 και 171, θεωρεί ότι η δυσλειτουργία στην απονομή της Ιταλικής δικαιοσύνης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην τάση των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες αδυνατούν να εφαρμόσουν ένα ικανό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, να   μεταφέρουν στο δικαστή εντάσεις και προβλήματα που θα έπρεπε να βρουν αλλού την επίλυσή τους.
[86] Chiarloni, Riforma dell’ ordinamento giudiziario, efficienza nell’ amministrazione della giustizia, indipendenza della magistratura, Studi di diritto processuale civile in onore di Giuseppe Tarzia, τόμ. ΙΙΙ (2005), σελ. 2625επ. 11. Ο τιμητικός τόμος για τον Ιταλό καθηγητή G. Tarzia περιέχει μελέτες και των καθηγητών Κεραμέα, Κλαμαρή και Πολυζωγόπουλου. Με μερικές παραλλαγές μπορεί να  συμβουλευτεί κάποιος τη μελέτη αυτή και στο διαδίκτυο, Chiarloni, La riforma dell’ ordinamento giudiziario tra necessità di efficienza e minacce all’ indipendenza, στο δικτυακό τόπο της ένωσης των Ιταλών Συνταγματολόγων www.associazionedeicostituzionalisti.it
[87] Guarneri e Pederzoli, La magistratura nelle democrazie contemporanee, 2002. O Giuseppe Di Federico είναι ομότιμος καθηγητής του Οργανισμού δικαστηρίων στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας. Έχει διατελέσει πρόεδρος του διεθνούς οργανισμού European Research Network on Judicial Systems, και ιδρύσει καθώς και διευθύνει το κέντρο σπουδών και έρευνας του οργανισμού δικαστηρίων στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας καθώς και το Ινστιτούτο έρευνας δικαστικών συστημάτων. Κατόπιν αίτησης διεθνών οργανισμών έχει διεξάγει μια έντονη συμβουλευτική δραστηριότητα σε μεταρρυθμίσεις σε Οργανισμούς δικαστηρίων και στο εξωτερικό (Ανατολική Ευρώπη, Λατινική Αμερική, Ρωσία, Νοτιοανατολική Ασία).
[88] Guarneri e Pederzoli, La magistratura nelle democrazie contemporanee, (2002), σελ. 138. Η πλαγιογράμμιση είναι του καθηγητή Chiarloni: «in tutti questi regimi, pur con qualche variazione, la magistratura gode di alcune, limitate garanzie di indipendenza. Infatti, di solito il regime si limita a influezare la nomina dei magistrati di grado piừ elevato cui poi affida la gestione del corpo».
[89] Κατά τον Chiarloni, ανησυχία προκαλεί και ο μηχανισμός με τον οποίο προτείνονται συχνά οι μεταρρυθμίσεις στη δικαιοσύνη. Αρχικά, αναφέρει, προηγούνται δημοσιεύσεις σε εφημερίδες νομοσχεδίων ή πρωτοβουλίες μεμονωμένων πολιτικών, με τις οποίες προτείνονται μια σειρά από ρυθμίσεις  απαράδεκτες, παράλογες και αντισυνταγματικές. Αυτοί που τις προτείνουν γνωρίζουν πολύ καλά ότι παρόμοιες προτάσεις δεν έχουν καμία επιτυχία και είναι έτοιμοι να τις αποσύρουν. Σκοπός τους είναι να αποσπάσουν την προσοχή και να κινητοποιήσουν τις ενέργειες αυτών που αντιτίθενται σε ένα εσφαλμένο στόχο. Κατόπιν έρχονται οι επόμενες μεταρρυθμίσεις, που χαρακτηρίζονται πιο μετριοπαθείς, οι οποίες αποτελούν τον αρχικό και κύριο σκοπό τους. Η σχέση ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο νομοσχέδιο (γνωστό και ως Maxiemendamento) είναι αυτού του τύπου.  
[90] Όσον αφορά το σύστημα της αυτοδιοίκησης της δικαιοσύνης στη Γαλλία, βλ. την αναλυτική συγκριτική μελέτη του Pietropolli, L’ autonomia e l’ indipendenza della magistratura ordinaria in Italia e in Francia, Diritto e Società 2008.65, ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε αντίθεση με την Ιταλία, η αυτονομία της δικαιοσύνης είναι μικρή στη Γαλλία. Ο δικαστής είναι ένας «foctionnaire» με σκοπό να κάνει καριέρα στο εσωτερικό της ιεραρχίας και είναι εξαρτημένος από τις πολιτικές οδηγίες του Υπουργού Δικαιοσύνης. Μόνο οι δικαστικές ενώσεις της Γαλλίας αγωνίζονται  για τη δύσκολη πραγματοποίηση της αυτονομίας του δικαστικού σώματος. Προβλέπει μάλιστα ότι η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει μέχρι να γίνουν ριζικές αλλαγές στον τρόπο σκέψης της γαλλικής θεωρίας, ενώ παράλληλα απαιτείται και από την πολιτική εξουσία να τροποποιήσει το Σύνταγμα και τον Οργανισμό δικαστηρίων. 
[91] Στα συστήματα του Κοινοδικαίου, η επιλογή των δικαστών γίνεται ανάμεσα σε διακεκριμένους νομικούς, γνωστοί στην κοινή γνώμη, για το κύρος που έχουν αποκτήσει από την προηγούμενη επαγγελματική δραστηριότητά τους, όπως καθηγητές Πανεπιστημίου και διακεκριμένοι δικηγόροι. 
[92] Η Εθνική Ένωση των Ιταλών δικαστών αξιολογώντας το νομοσχέδιο αυτό, το χαρακτήρισε με την εξής φράση: «maggiore potere al governo, maggiore disuguaglianza fra i cittadini» (περισσότερη εξουσία στη Κυβέρνηση, περισσότερη ανισότητα στους πολίτες). 
[93] Έκκληση για τροποποίηση του νομοσχεδίου έκαναν 12 πανεπιστημιακοί καθηγητές, μεταξύ των οποίων ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού δικαίου  Leopoldo Elia και οι γνωστοί καθηγητές  Paolo Ferrua, Andrea Proto Pisani, Elio Fazzalari, Sergio Chiarloni και Alessandro Pizzorusso.  Το νομοσχέδιο αυτό χαρακτηρίστηκε από τους καθηγητές ως μια μεταρρύθμιση ενάντια στη δικαιοσύνη που αλλοιώνει ριζικά την αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και πλήττει θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών.
[94] Η μελέτη αυτή αφιερώνεται στο περιοδικό Δίκη και στο δάσκαλο κ. Κώστα Μπέη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου