Παραπομπή στην Πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ ως γενικότερου ενδιαφέροντος του ζητήματος εάν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης λόγω ηθικής βλάβης χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρ. 932 ΑΚ αποτελεί κρίση περί τα πράγματα που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ούτε μέσω της αρχής αναλογικότητας, ή εάν αντίθετα η έννοια της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά το παραπάνω άρθρο συνιστά αόριστη νομική έννοια, κατά την εξειδίκευση της οποίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης χρηματικής υπόκειται, με έμμεση εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας, σε αναιρετικό έλεγχο για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας. Κρατήσασα άποψη: εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το "εύλογο" του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932) (Αντίθετη μειοψηφία). Κρατήσασα άποψη: Αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ. αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Αντίθετη μειοψηφία). Κρατήσασα άποψη: η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων ης διακριτικής του ευχέρειας (Αντίθετη μειοψηφία). Κρίθηκε ότι εν προκειμένω το Εφετείο καθορίζοντας το αναφερόμενο στην απόφαση ποσό ως χρηματική ικανοποίηση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας (Αντίθετη μειοψηφία).
Αριθμός 9/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομελείας: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Βιολέττα Κυτέα, Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου και Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρους του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Δημήτριο Κράνη, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ασπασία Καρέλλου Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα - Εισηγητή, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Αθανάσιο Καγκάνη, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Αρτεμισία Παναγιώτου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα, Σοφία Καρυστηναίου, Δήμητρα Κοκοτίνη και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, στις 23 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
(...) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 14-8-2014 κλήση της αναιρεσείουσας εταιρίας, νομίμως εισάγεται για συζήτηση η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο.
Αντικείμενο της ερευνωμένης υποθέσεως αποτελεί ο 3ος, κατά το β' σκέλος του, λόγος της από 10-6-2013 αίτησης (για τον οποίο θα γίνει λόγος πιο κάτω) για αναίρεση των πληττομένων με το λόγο αυτό κεφαλαίων της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατάληξης της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Η αναιρεσείουσα, με την από 7-3-2006 αγωγή της, κατά 1) της ήδη αναιρεσίβλητης και 2) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ALLIED DMECO WRIRITS & WINE LIMITED" (η οποία δεν είναι διάδικος), εξέθετε: 'Οτι το έτος 1968 οι ιδρύτριες αυτής εταιρίες και στη συνέχεια και η ίδια, μετά τη σύσταση της το έτος 1993, είχαν αναλάβει άτυπα την αποκλειστική διανομή των προϊόντων (αλκοολούχα ποτά) της δεύτερης εναγόμενης στα Δωδεκάνησα, είτε συμβαλλόμενη με την πρώτη (ήδη αναιρεσίβλητη), που λειτουργούσε ως γενική αντιπρόσωπος της δεύτερης στην Ελλάδα, είτε απευθείας με την δεύτερη. Ότι το 2004 η άτυπη, αορίστου διάρκειας σύμβαση αποκλειστικής διανομής μεταξύ των εναγομένων καταρτίστηκε εγγράφως και η διάρκεια της ορίστηκε πενταετής από 1-4-2004 έως 31-3-2009. Ότι με τη σύμβαση αυτή η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να παραγγέλνει και να προμηθεύεται μέσω της πρώτης εναγόμενης, τα προϊόντα παραγωγής και εκμετάλλευσης της δεύτερης, με σκοπό να τα πωλεί χονδρικώς και λιανικώς, ως μοναδική και αποκλειστική διανομέας αυτών στην περιοχή των Δωδεκανήσων. Ότι η αμοιβή της είχε συμφωνηθεί να περιλαμβάνεται στις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων. Ότι οι εναγόμενες καθόριζαν τον τιμοκατάλογο των προϊόντων και τα ποσοστά εκπτώσεων με τα οποία πωλούσαν στην ενάγουσα και η τελευταία καθόριζε τις τιμές μεταπώλησης αυτών προκειμένου να επωφελείται των διαφορών από τις τιμές αγοράς. Ότι κατά τη διάρκεια της συνεργασίας της με τις εναγόμενες η ενάγουσα ενεργούσε οτιδήποτε για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την καλύτερη παροχή υπηρεσιών και την αύξηση των πωλήσεων των εναγομένων. Ότι δημιούργησε μεγάλο και σταθερό κύκλο πελατών στην περιοχή των Δωδεκανήσων και προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις των εναγομένων με τους πελάτες αυτούς. Ότι η πρώτη εναγόμενη άκαιρα, παράνομα και καταχρηστικά κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση στις 3-6-2005, κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, εκμεταλλευόμενη καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα αυτής θέση στη σχετική αγορά. Με βάση το ιστορικό αυτό η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη αφενός ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγομένης, λόγω άκαιρης, αδικαιολόγητης και καταχρηστικής καταγγελίας της επίδικης συμβάσεως κατά τις διατάξεις του ΠΔ 219/1991 και περί εντολής διατάξεων του ΑΚ και αφετέρου αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτής (αρθρ. 914, 919, 281 ΑΚ και 2α Ν. 703/1977) ζήτησε να αναγνωριστεί, μετά από επιτρεπτή μεταβολή του αιτήματος με δήλωσή της στα πρακτικά από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ότι οι εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον, εκτός των άλλων: Α) το ποσό των 382.139,62 ευρώ ως αποζημίωση πελατείας, που αντιστοιχεί με το μέσο ετήσιο όρο των κερδών που εισέπραξε από τις πωλήσεις των προϊόντων των εναγομένων κατά την τελευταία πενταετία, Β) το ποσό των 417.423 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία) της (ενάγουσας), συνδεόμενο αιτιωδώς με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση, μέχρι τη συμβατική λήξη της σύμβασης, Δ) Το ποσό των 92.659,00 ευρώ, ως θετική ζημία της ενάγουσας από αδιάθετα αποθέματα εμπορευμάτων, Ε) τα ποσά των 6.979 ευρώ και 14.964,60 ευρώ ως ζημία για τις απώλειες της ενάγουσας (διαφυγόντα κέρδη) από τη μη εκτέλεση από την πρώτη εναγόμενη των δύο παραγγελιών, άλλως τα ποσά των 1.974 ευρώ και 4.365 ευρώ, αντίστοιχα, και Ζ) το ποσό των 3.000.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή της για την ηθική βλάβη που υπέστη, καθότι η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση αιφνίδια, αδικαιολόγητα, καταχρηστικά και με πρόθεση ζημίας της, προσέβαλε την εμπορική της πίστη και φήμη της στην αγορά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών) με την υπ' αρ. 4347/2009 οριστική του απόφαση, έκρινε την ένδικη αγωγή: Α) ως προς τις αγωγικές αξιώσεις για αποζημίωση πελατείας και για διαφυγόντα κέρδη, αόριστη, και Β) νόμιμη για τις λοιπές πιο πάνω αξιώσεις της. Στη συνέχεια, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη αναγνωρίζοντας ότι αυτή οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 72.243,5 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και ειδικότερα: α) το ποσό των 35.904,5 ευρώ, ως αποζημίωση από αδιάθετα αποθέματα εμπορευμάτων, β) τα ποσά 4.365 ευρώ και 1.974 ευρώ, για τις απώλειες (διαφυγόντα κέρδη) από τη μη εκτέλεση από την πρώτη εναγόμενη δύο παραγγελιών κατά παραδοχή της επικουρικής βάσης και γ) το ποσό των 30.000 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση εκ μέρους της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτοβάθμιας απόφασης, καθώς και αντέφεση εκ μέρους της εναγομένης (αναιρεσίβλητης). Επί των ενδίκων μέσων αυτών, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αρ. 4985/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία: Α) η αντέφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και Β) η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, στη συνέχεια δε απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, και επικυρώθηκε έτσι επικυρώνοντας έτσι η πρωτοβάθμια απόφαση. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την ένδικη αίτησή της και το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με την 979/2014 απόφασή του: Α) αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση (δεχθέν συναφή λόγο της αίτησης), κατά το μέρος που το ουσιαστικό δικαστήριο απέρριψε ως αόριστες τις αγωγικές αξιώσεις της αναιρεσείουσας-ενάγουσας, όσον αφορά την αποζημίωση πελατείας και τα διαφυγόντα κέρδη και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκ νέου έρευνα στο ίδιο δικαστήριο. Και Β) παρέπεμψε, ομόφωνα, στην πλήρη Ολομέλεια, κατ' άρθρο 563 παρ. 2 ΚΠολΔ τον τρίτο λόγο της αίτησης, δεχθέν ότι πρόκειται για ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, υπό την ακόλουθη διατύπωση: "Με τον τρίτο λόγο αιτιάται η αναιρεσείουσα την προσβαλλόμενη απόφαση ... για πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρ. 25§1εδ (δ) του Συντάγματος και 932 ΑΚ το Εφετείο της επιδίκασε ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της από την καταχρηστική από την πρώτη εναγομένη καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης αποκλειστικής διανομής το ποσό 30.000 ευρώ, που όμως είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με αυτό που ζήτησε με την ένδικη αγωγή της και προκύπτει από τις συνθήκες της σε βάρος της αδικοπραξίας. Με δεδομένη, ωστόσο, την υφιστάμενη στη νομολογία διάσταση ως προς τη δυνατότητα ή όχι γα ελεγχθεί αναιρετικά το μέτρο της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, το οποίο φέρεται προς κρίση με τον ως άνω αναιρετικό λόγο, γι' αυτό ως προς το λόγο αυτό πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί κατά τα άρθρ. 563§2 εδ (β) ΚΠολΔ και 23§2 εδ (γ) & (δ) του Οργανισμού των Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αφού η παρούσα απόφαση παραπομπής είναι ομόφωνη, προκειμένου να κριθεί, ειδικότερα εάν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης λόγω ηθικής βλάβης χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρ. 932 ΑΚ αποτελεί κρίση περί τα πράγματα που δεν ελέγχεται αναιρετικά ούτε μέσω της αρχής αναλογικότητας ή εάν αντίθετα η έννοια της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά το παραπάνω άρθρο συνιστά αόριστη νομική έννοια, κατά την εξειδίκευση της οποίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης χρηματικής υπόκειται, με έμμεση εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας, σε αναιρετικό έλεγχο για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας, δηλ. το ήδη παραπεμπόμενο στην πλήρη Ολομέλεια ζήτημα είναι ευρύτερο του συναφούς ζητήματος που έχει παραπεμφθεί στην τακτική ολομέλεια με τις 1141/2013 και 1942/2013 αποφάσεις του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου". Ο ρηθείς λόγος ερευνάται στην συνέχεια.