Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Εφαρμογή του λόγου αποκλεισμού του άρθρου 14 § 3 ΚΠΔ στην απόφανση επί προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος κατ’ άρθρον 322 ΚΠΔ – Μείζων δικαιοπολιτική ερμηνευτική αρχή επί ενδίκων μέσων η διάκριση Iudex a quo και Iudex ad quem , [του Βασιλείου Σταματόπουλου, δικηγόρου]

Δέον ευθύς εξαρχής να επισημανθεί ότι ο θεματικός πυρήνας του παρόντος μελετήματος παρουσιάζει ιδιαίτερο και, τρόπον τινά, πρωτογενές επιστημονικό ενδιαφέρον, καθόσον δεν έχει εισέτι αποτελέσει αντικείμενο πραγματεύσεως εκ μέρους του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Υπ΄ αυτό το πρίσμα, ούτως ειπείν, το εν θέματι μελέτημα επιχειρεί μία συμβολή στην τελολογική – δικαιοσυστηματική ερμηνεία των άρθρων 14 § 3, 322 και 171 § 1 περ. α΄ ΚΠΔ.
Έχει παγίως νομολογηθεί από τον Άρειο Πάγο ότι δεν συντρέχει λόγος απόλυτης ακυρότητος λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου (171 § 1 περ. α΄ ΚΠΔ) συνιστών εντεύθεν λόγο αναιρέσεως κατά βουλεύματος ή απόφασης (484 § 1 περ.α΄ και 510 § 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες i) ο εισαγγελέας του οποίου η πρόταση ενσωματώθηκε σε αναιρεθέν βούλευμα, συμμετάσχει στη μετ΄ αναίρεση δίκη (ή στο δικαστικό συμβούλιο που επελήφθη της υποθέσεως μετ΄ αναίρεση, βλ. σχετ. ΑΠ 2203/2006, με αντιθ. όμως προτ. Α. Ζύγουρα, ΠοινΔικ 2007, 969), ή ομοίως στις περιπτώσεις εκείνες ii) που ο εισαγγελέας της δευτεροβάθμιας δίκης είχε ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέως και στο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση (ΑΠ 954/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1690/2003 ΠοινΔικ 2004. 287), καθώς και ότι στις ως άνω περιπτώσεις δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Αντιπαρερχόμενος, χάριν συντομίας, τις ουκ ολίγες αντίθετες επί του ζητήματος (βλ., λόγου χάριν, ΑΠ 451/1982, ΠοινΧρ ΛΓ΄, 14 που τάσσεται υπέρ της αναλογικής εφαρμογής των λόγων αποκλεισμού του άρθρου 14 ΚΠΔ) θέσεις που διατυπώνουν τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία (ενδ. βλ. την υψίστης επιστημονικής πληρότητος πρόταση του αντεισαγγελέως του ΑΠ Α. Ζύγουρα, όπως αυτή διατυπώθηκε προσφυώς και ενσωματώθηκε στην ως άνω ΑΠ 2203/2006 και εις την οποίαν αιτιολογείται ενδελεχώς ο ενεργότατος ρόλος του εισαγγελέως στην ποινική δίκη και καταφάσκεται η εντεύθεν κακή σύνθεση ως λόγος απόλυτης ακυρότητος, όθεν και αναιρέσεως), αλλά και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υποθ. Huber κατά Ελβετίας), ουδείς δύναται να ισχυριστεί βασίμως ότι οι ανωτέρω αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού δεν απηχούν παγία νομολογία. Τουναντίον, ως τέτοια (παγία) την αναγνωρίζουμε άπαντες και στο πλαίσιο αυτό θα αναζητήσουμε την δικαιολογητική της βάση (ratio), ο πυρήν της οποίας άλλωστε επαναλαμβάνεται στη μείζονα όλων των ενδεικτικώς προαναφερθεισών (αλλά και πολλών άλλων) αποφάσεων του ΑΠ.
Όπως διαλαμβάνει συναφώς η παγία νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού, κληθείσα πλειστάκις να αποφανθεί (μόνον όμως) επί των ως άνω δύο κατηγοριών περιπτώσεων συμμετοχής του εισαγγελέως, δεν υφίσταται κακή σύνθεση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου συνιστώσα λόγο αναιρέσεως δοθέντος ότι «από τη διάταξη του άρθρου 14 § 3 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ο αποκλεισμός του δικαστή στην εκδίκαση της υπόθεσης κατ` έφεση μετά την αναίρεση της απόφασης ή του βουλεύματος, προϋποθέτει ότι αυτός έχει συμπράξει στην έκδοση της αναιρεθείσας απόφασης ή του αναιρεθέντος βουλεύματος, οπότε δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα αυτών και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 § 1 περ. α΄ ή 484 § 1 περ. α΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 § 1 περ. α΄ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της απόφασης ή του βουλεύματος. Ο Εισαγγελέας, όμως, ο οποίος είναι μεν δικαστικός λειτουργός κατά το άρθρο  88 § 5 του Συντάγματος, με τη συμμετοχή του στη σύνθεση του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου, όπου περιορίζεται απλώς να προτείνει την ενοχή ή την αθώωση του κατηγορουμένου ή την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή την απαλλαγή του από την κατηγορία κλπ, δεν συμπράττει στην έκδοση της απόφασης ή του βουλεύματος, πράγμα το οποίο προϋποθέτει ψήφο του δικαστή» (ούτως η ΑΠ 2203/ 2006) ή καθόσον «Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 14 § 3 και 171 § 1 εδ. α΄ του ΚΠΔ προκύπτει ότι κακή σύνθεση του δικαστηρίου της ουσίας, η ύπαρξη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α΄ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, δεν υφίσταται όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του κατηγορουμένου, εκτελεί καθήκοντα Εισαγγελέα ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, ο οποίος, με την αυτή ιδιότητα είχε ασκήσει καθήκοντα Εισαγγελέα κατά την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Ο κατά την § 3 του άρθρου 14 του ΚΠΔ αποκλεισμός του δικαστή στην εκδίκαση υπόθεσης κατ` έφεση προϋποθέτει ότι αυτός έχει συμπράξει στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Ο Εισαγγελέας όμως, ο οποίος είναι μεν δικαστικός λειτουργός, με τη συμμετοχή του στη σύνθεση του δικαστηρίου, όπου, αναφορικά με την εκδιδόμενη από αυτό απόφαση, περιορίζεται απλώς να αναπτύξει την κατηγορία και να προτείνει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεν συμπράττει στην έκδοση της απόφασης, η οποία προϋποθέτει ψήφο του δικαστή» (ούτως η ΑΠ 954/2011). 

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Διαφθορά στην Ελλάδα - Ακεραιότητα Βουλευτών και Δικαστικό σύστημα (Έκθεση GRECO)

Νέα έκθεση ειδικών καταπολέμησης της διαφθοράς προτρέπει την Ελλάδα να θεσπίσει αυστηρούς κανόνες αναφορικά με την αποδοχή δώρων από τους βουλευτές καθώς και για το πλαίσιο προσέγγισής τους από εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων (lobbyists).

Σύμφωνα με την Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO) του Συμβουλίου της Ευρώπης, αυτοί οι κανόνες δεν υπάρχουν ακόμη, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε “πρώιμο στάδιο κανόνων ακεραιότητας του βουλευτικού σώματος”. 

Η έκθεση της GRECO τονίζει ότι η διαφθορά συνέβαλε στην οικονομική κρίση στην Ελλάδα, ενώ καταδεικνύει ισχυρισμούς περί χειραγώγησης των νομοθετικών και θεσμικών έργων, με σκοπό την απαλλαγή διατελούντων παράνομες πράξεις.

Οι συντάκτες της έκθεσης είναι αισιόδοξοι ότι το σχέδιο δράσης για την στρατηγική καταπολέμησης της διαφθοράς, το οποίο υιοθετήθηκε την περίοδο 2013-2014,  θα επιφέρει τις "επιθυμητές αλλαγές".  

Στην έκθεση [PDF] αναφέρεται επίσης ότι, παρά το γεγονός ότι δικαστές και εισαγγελείς υπόκεινται σε μηχανισμούς που σχετίζονται με την καριέρα και τους θεσμικούς κανόνες οι οποίοι προστατεύουν την ακεραιότητά τους, η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται κωδικοποίηση των κανόνων δεοντολογίας και τον εξορθολογισμό της γενικής εποπτείας επί των Δικαστών και των Εισαγγελέων.

Η εποπτεία συνεχίζει η έκθεση, εκτελείται σήμερα από πάρα πολλούς φορείς και αποτελείται από συναδέλφους των εποπτευόμενων, διορισμένους για βραχύ χρονικό διάστημα.

Οι σοβαρές καθυστερήσεις του δικαστικού συστήματος δημιουργούν πρόσθετες ευπάθειες, σύμφωνα με την έκθεση και χρειάζονται επαρκείς εγγυήσεις ενάντια στις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, καθώς και παρεμβάσεις τρίτων για την επίσπευση των αποφάσεων.

Επιπλέον, το σύστημα δικαιοσύνης πρέπει να αξιολογείται συνολικά στη λειτουργία του, καθώς και να καταστούν περισσότεροι υπόλογοι μέσω περιοδικών εκθέσεων.

Η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα πρέπει επίσης να επανεξετάσει τη διαδικασία επιλογής και τη διάρκεια της θητείας των ανώτατων Δικαστών και Εισαγγελέων, με σκοπό την βελτίωση της ανεξαρτησίας τους από την εκτελεστική εξουσία.

Η συμμόρφωση με τις 19 συστάσεις της έκθεσης θα αξιολογηθεί από τη GRECO, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017

Διαβάστε την έκθεση εδω : έκθεση της GRECO

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

ΑΠ (ολομ.) 4/2015: παραγραφή αξιώσεων κατά Δημοσίου- πότε αρχίζει από το τέλος του έτους και πότε από τη γένεση της αξίωσης

Αριθμός 4/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ Α’ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Α’ Σύνθεσης: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Βιολέττα Κυτέα και Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρους του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Χριστόφορο Κοσμίδη, Αντώνιο Ζευγώλη, Μαρία Βασιλάκη, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Μαρία Βαρελά, Αριστείδη Πελεκάνο, Χαράλαμπο Καλαματιανό - Εισηγητή, Αρτεμισία Παναγιώτου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Σοφία Ντάντου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Τζιούβα και Σοφία Καρυστηναίου, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του καθού η κλήση - αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Βασιλεία Πελέκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Του καλούντος - αναιρεσιβλήτου: Α. Κ. του Ν., τέως κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Σκορδάκη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 5 - 5 - 2014 κλήση του αναιρεσιβλήτου νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Α’ Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, ο με την υπ’ αρ. 251/2006 απόφαση του Β2’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπεμφθείς στην Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 3 εδ. β’ του Κ.Πολ.Δ., δεύτερος λόγος της κρινόμενης 339/2004 αίτησης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, διότι το εν λόγω Τμήμα, αφού απέρριψε ως αβάσιμο τον έτερο (πρώτο) λόγο αναίρεσης, έκρινε ότι ανέκυπτε ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος. Με τον παραπεμφθέντα λόγο αναίρεσης τίθεται το ζήτημα εάν οι αξιώσεις κατά του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος είχε προσληφθεί από αυτό με άκυρη σύμβαση εργασίας, λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, και αφορούσαν σε αποδοχές του για το χρονικό διάστημα από 1-1-1999 μέχρι 31-8-1999, υπέκυψαν στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, υπό την εκδοχή ότι η παραγραφή των εν λόγω αξιώσεων άρχιζε από το χρόνο γενέσεως κάθε μιας περιοδικής παροχής, ήτοι από το τέλος κάθε μήνα, κατά τον οποίο αυτή ήταν καταβλητέα, ή όχι, υπό την εκδοχή ότι η παραγραφή αυτών άρχιζε από το τέλος του έτους εντός του οποίου γεννήθηκαν και, συνεπώς, αυτές κατέστησαν δικαστικώς επιδιώξιμες.

Κατά το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους" : "Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της". Κατά το άρθρο 91 εδ. α’ του ίδιου νόμου: "Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών σαφώς προκύπτει ότι με την πρώτη ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και ορίζεται ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. Η διάταξη αυτή, είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α’ του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του δημοσίου από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, που υπάρχει στο άρθρο 91 εδ. α’ , και επομένως κατισχύει αυτής (Α.Ε.Δ. 32/2008, Ολ. Α.Π. 29/2006). Η θεσπιζόμενη με τις προαναφερθείσες διατάξεις βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από εκείνον των παρομοίων αξιώσεων του άρθρου 250 αριθμ. 6 και 17 ΑΚ, είναι συνταγματικώς επιτρεπτή και δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, αφού η διαφορετική ρύθμιση δικαιολογείται από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των ως άνω αξιώσεων και των σχετικών υποχρεώσεων του Δημοσίου (Α.Ε.Δ. 1/2012), ούτε και στη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος (για το δικαίωμα ακρόασης από τα δικαστήρια). Εξάλλου, η θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής, κατά κατηγορία αξιώσεων ή δικαιούχων και υπόχρεων, δεν προσκρούει στο άρθρο 6 § 1 α’ της ΕΣΔΑ (που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα) ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου) αφού οι διατάξεις αυτές παρεμποδίζουν τον νομοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόμη δικαιώματα (ενδεχομένως και με τη μέθοδο της αναδρομικής παραγραφής) και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά τη ισχύ τους (Α.Ε.Δ. 9/2009, Ολ.Α.Π. 38/2005, 22/2005, 31/2007). Τέλος, η ανωτέρω διετής παραγραφή δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις των άρθρων 2 § 3 α’ (περί πρόσφορης προσφυγής του ατόμου επί παραβιάσεως των δικαιωμάτων του), 5 § 1 (περί καταργήσεως δικαιωμάτων προσώπου ή περιορισμών τους), 22 παρ. 1, 26 (περί της ισότητας των προσώπων ενώπιον του νόμου και απαγόρευσης διακρίσεων), 14 § 1 (περί δικαιώματος του προσώπου για δίκαιη δίκη) του με το Ν. 2462/1997 κυρωθέντος και υπερνομοθετικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, έχοντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

"Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας" [Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013]

Η Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας, προβλέπει ειδικότερα στο άρθρο 3 για το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας: 

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το δικαίωμα των υπόπτων και κατηγορουμένων να έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο εντός προθεσμίας και κατά τρόπο που να επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να ασκούν τα δικαιώματα υπεράσπισής τους πρακτικά και αποτελεσματικά.
2. Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Σε κάθε περίπτωση, οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποια προκύπτει πρώτη:
α)
προτού εξεταστούν από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή·
β)
κατά τη διενέργεια ερευνητικής πράξης ή άλλης πράξης συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από ερευνητική ή άλλη αρμόδια αρχή σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο γ)·
γ)
χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας·
δ)
όταν έχουν κλητευθεί ενώπιον δικαστηρίου με δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις, εγκαίρως πριν παραστούν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.
3. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο συνεπάγεται τα ακόλουθα:
α)
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα κατ’ ιδίαν συνάντησης και επικοινωνίας με τον δικηγόρο που τους εκπροσωπεί, μεταξύ άλλων πριν από την εξέτασή τους από την αστυνομία ή άλλη αρχή επιβολής του νόμου ή δικαστική αρχή.
β)
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου τους κατά την εξέτασή τους. Η συμμετοχή αυτή συνάδει με διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω διαδικασίες δεν θίγουν την αποτελεσματική άσκηση και την ουσία του συγκεκριμένου δικαιώματος. Όταν συμμετέχει δικηγόρος κατά την εξέταση, το γεγονός ότι έλαβε χώρα αυτή η συμμετοχή σημειώνεται μέσω της διαδικασίας καταγραφής σύμφωνα με το δίκαιο του σχετικού κράτους μέλους.
γ)
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν τουλάχιστον το δικαίωμα να ζητούν την παράσταση του δικηγόρου τους στις ακόλουθες ερευνητικές πράξεις ή άλλες πράξεις συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι εν λόγω πράξεις προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο και εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος υποχρεούται να παραστεί στη συγκεκριμένη πράξη:
i)
διέλευση προσώπων για αναγνώριση·
ii)
κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις·
iii)
αναπαραστάσεις του εγκλήματος.
4. Τα κράτη μέλη επιδιώκουν να διαθέτουν γενική ενημέρωση ώστε να διευκολύνουν τους υπόπτους και τους κατηγορούμενους να προσφεύγουν σε δικηγόρο.
Παρά τις διατάξεις εθνικού δικαίου που αφορούν την υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου, τα κράτη μέλη καθορίζουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν ότι ύποπτοι και κατηγορούμενοι που στερούνται της ελευθερίας τους είναι σε θέση να ασκούν αποτελεσματικά το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, εκτός εάν έχουν παραιτηθεί από το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 9.
5. Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, επιτρέπεται τα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή της παραγράφου 2 στοιχείο γ), όταν, για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας.
6.   Σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προδικασίας, τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν προσωρινά από την εφαρμογή των προβλεπόμενων στην παράγραφο 3 δικαιωμάτων, στον βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
α)
όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·
β)
όταν είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις αρχές έρευνας προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.
 

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

ΣτΕ 2476/2015 (Ολομ.): ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ & ΘΕΣΗ ΣΕ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Η ρύθμιση του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, η οποία σκοπεί στην επίλυση από το Συμβούλιο της Επικρατείας του κριθέντος από διοικητικό δικαστήριο σοβαρού ζητήματος αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου σε κανόνα υπέρτερης ισχύος, δεν έχει πεδίο εφαρμογής εάν, κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταθέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το ίδιο ζήτημα έχει ήδη κριθεί με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ή, κατά μείζονα λόγο, με απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου). Εξάλλου, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, ερμηνευoμένης υπό το φως του προαναφερόμενου σκοπού της, σε περίπτωση που το επίμαχο ζήτημα είχε μεν κριθεί με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμα και της Ολομέλειας, αλλά με νεότερη απόφαση του Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε πριν από την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως στην οποία γίνεται επίκληση του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, η ορθότητα της υφιστάμενης νομολογίας τέθηκε σε αμφιβολία και το ζήτημα παραπέμφθηκε εκ νέου προς επίλυση σε σχηματισμό αυξημένης συνθέσεως του Δικαστηρίου, την Ολομέλεια ή επταμελή σύνθεση Τμήματος, τότε, ελλείψει επιλύσεώς του, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς. Μειοψ.

Αριθμός 2476/2015 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινός, Εμμ. Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Π. Χαμάκος, Σ. Βιτάλη, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Χ. Ευαγγελίου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός και Κ. Φιλοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Χ. Ευαγγελίου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη. 
Για να δικάσει την από 14 Νοεμβρίου 2012 αίτηση: 
του Προϊστάμενου ΔΟΥ ΙΖ’ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με την Κυριακή Παρασκευοπούλου, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
κατά ..., κατοίκου Αθηνών (...), η οποία δεν παρέστη.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 179/2015 αποφάσεως του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια τα ζητήματα που αναφέρονται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 7075/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Εμμ. Κουσιουρή.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι 
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

ΣτΕ (ολ) 3374/2015: "Αποδοχές δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής"

(...) Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
.......
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας με την από 21.5.2014 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η ακύρωση της κοινής αποφάσεως οικ.2/844/0022/4.1.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της περ. 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222)» (Β΄ 43/15.1.2013). Με την απόφαση αυτή επεκτάθηκε στους δικηγόρους, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής στα ν.π.ι.δ. που ανήκουν στο Κράτος, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. κλπ ή σε επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται κατά 50% τουλάχιστον από τους φορείς αυτούς, το μισθολογικό καθεστώς των παρεχόντων υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρων στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α., το οποίο καθορίσθηκε με την κ.υ.α 2/17132/0022/28.2.2012 (Β΄ 498).
3. Επειδή, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. εκδόθηκε κατ’ επίκληση των διατάξεων των περ. 9 και 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222) [Μεσοπρόθεσμο] και του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 4024/2011 (Α΄ 226) [Ενιαίο Μισθολόγιο – βαθμολόγιο], αποβλέπει δε, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, στον εξορθολογισμό του μισθολογικού καθεστώτος και την ενιαία αντιμετώπιση των δικηγόρων που υπηρετούν με σχέση έμμισθης εντολής στον δημόσιο τομέα εν γένει, στα πλαίσια ευρύτερου προγράμματος αντιμετωπίσεως της σοβούσας δημοσιονομικής κρίσεως. Συνεπώς η προσβαλλομένη, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ρυθμίζει σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, πάντως, αποτελεί μονομερή πράξη της Διοικήσεως, παράγουσα έννομα αποτελέσματα, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και αποβλέπει αμέσως στην επίτευξη δημοσίου σκοπού. Με τα δεδομένα αυτά, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξεως γεννά ακυρωτική διαφορά, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣΕ 3404-3406/2014, 2026/2013 , 3776/2012 , 3032/2008 Ολομ.).
4. Επειδή, οι αιτούντες φέρονται ως δικηγόροι που απασχολούνται με σχέση έμμισθης εντολής στην ανώνυμη εταιρεία «ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης, και προβάλλουν ότι η εφαρμογή της τελευταίας συνεπάγεται ουσιώδη μείωση των αποδοχών τους. Εν όψει τούτου οι αιτούντες έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως, παραδεκτώς δε ομοδικούν διότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως που ερείδονται στην αυτή πραγματική και νομική αιτία (πρβλ. ΣΕ 3405-3406/2014, 2527/2013 Ολομ.). Εξ άλλου η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως την 52η ημέρα από την επομένη της πραγματικής κυκλοφορίας του ΦΕΚ δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης (21.1.2013).

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2015

Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 189/2015 Έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών - Έννοια του απορρήτου του άρθρου 5 παρ.3 του ν. 2690/1999


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
          ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
          ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
          Αριθμός Γνωμοδότησης 189/2015
         ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ - Β' ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Συνεδρίαση της 19ης Αυγούστου 2015

Σύνθεση: Πρόεδρος: Ανδρέας Χαρλαύτης, Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Μέλη: Βασιλική Δούσκα, Ιωάννης - Κωνσταντίνος Χαλκιάς, Αντιπρόεδροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνος Γεωργάκης, Παναγιώτης Παναγιωτουνάκος, Αικατερίνη Γρηγορίου, Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Κωνσταντίνος Κατσούλας, Δημήτριος Μακαρονίδης, Κωνσταντίνος Κηπουρός, Ευστράτιος Συνοίκης, Ευαγγελία Σκαλτσά, Κυριακή Παρασκευοπούλου, Χριστίνα Διβάνη και Παναγιώτης Παππάς, Νομικοί Σύμβουλοι του Κράτους. Εισηγητής: Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.

Αριθμός ερωτήματος: Το υπ' αριθ. πρωτ.: Α.Π. 533/29-7-2015 έγγραφο του Υπουργού Εξωτερικών.

 Περίληψη ερωτήματος: Ερωτάται εάν τα έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών, που συντάσσονται στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, όπως είναι η συμμετοχή της στη λήψη αποφάσεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εμπίπτουν στην έννοια του απορρήτου του άρθρου 5, παρ. 3 του ν. 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας), που προβλέπει εξαίρεση από το δικαίωμα πρόσβασης τρίτων σε έγγραφα.

Ι. Ιστορικό.

Από το παραπάνω έγγραφο του ερωτήματος και τα στοιχεία του φακέλου, προκύπτουν τα ακόλουθα:

Βρετανικό δικηγορικό γραφείο, ως εκπρόσωπος ρωσικής πετρελαϊκής εταιρείας έχει απευθύνει αιτήματα στο Υπουργείο Εξωτερικών να του επιτραπεί η πρόσβαση σε έγγραφα της Ελληνικής Διοίκησης (εκθέσεις, πρακτικά, απόψεις, εισηγήσεις, αναλύσεις και συμβουλές), που συντάχθηκαν με σκοπό τη διαμόρφωση της εθνικής θέσης για την υπαγωγή της ανωτέρω ρωσικής εταιρείας σε περιοριστικά μέτρα που έλαβε η Ευρωπαϊκή Ένωση λόγω της ουκρανικής κρίσης. Διευκρινίζεται ότι τα μέτρα αυτά αφορούν στη διακοπή χρηματοδότησης της εταιρείας από τις ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές (Απόφαση του Συμβουλίου 2014/659/ΚΕΠΠΑ από 8.9.2014, που τροποποιεί την Απόφαση του Συμβουλίου 2014/512/ΚΕΠΠΑ από 31.7,2014 - Κανονισμός του Συμβουλίου 960/2014 από 8.9.2014, που τροποποιεί τον Κανονισμό του Συμβουλίου 833/2014 από 31.7.2014).

Το ως άνω δικηγορικό γραφείο επικαλείται ότι η εταιρεία έχει άμεσο και πραγματικό ενδιαφέρον για τις πληροφορίες και τα έγγραφα που ζητά, τα οποία απαιτούνται προκειμένου να ασκήσει δεόντως τα δικαιώματα υπεράσπισής της και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.Το ανωτέρω δικηγορικό γραφείο έχει απευθύνει παρόμοια αιτήματα για την ίδια εταιρεία και στα υπόλοιπα κράτη μέλη της Ε.Ε., καθώς και στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου. Αρχικά, τα κ-μ συντόνισαν την αντίδρασή τους και συμφώνησαν σε ένα ενιαίο κείμενο απάντησης, βάσει της οποίας το γραφείο όφειλε να απευθυνθεί μόνο στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου. Το δικηγορικό γραφείο, ωστόσο, πέραν της αλληλογραφίας που αντάλλαξε με τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, επανέκαμψε προς τα κ-μ. Τα τελευταία κινήθηκαν εφεξής αυτόνομα, βάσει των προβλεπομένων στην εθνική τους νομοθεσία περί της πρόσβασης των πολιτών σε κρατικά έγγραφα. Η δε Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου επιλεκτικά επέτρεψε την πρόσβαση σε ορισμένα μόνο έγγραφα του Συμβουλίου.

Το Υπουργείο των Εξωτερικών δέχθηκε σχετικό αίτημα του δικηγορικού γραφείου: α) στις 26.8.2014, το οποίο απαντήθηκε στις 8.9.2014, βάσει συμφωνηθέντος κειμένου από κ-μ, β) στις 17.9.2014 και γ) στις 6.11.2014, τα οποία απαντήθηκαν στις 19.11.2014. Στο έγγραφο του ερωτήματος επισημαίνεται ότι με την τελευταία απάντηση δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα του γραφείου, με την αιτιολογία ότι, αφενός τα σχετικά αιτούμενα έγγραφα άπτονται της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και συνεπώς, δεν είναι διαθέσιμα και αφετέρου, η κοινοποίηση εγγράφων που αποτυπώνουν εκπεφρασμένες στο Συμβούλιο ελληνικές θέσεις ανήκει στην αρμοδιότητα του τελευταίου, ως μέρος των πρακτικών του.

Διευκρινίζεται στο έγγραφο του ερωτήματος ότι τα υφιστάμενα διοικητικά έγγραφα αφορούν όχι ειδικά στην εταιρεία αλλά στο γενικότερο πλαίσιο των ληφθέντων περιοριστικών μέτρων. Παρότι το στοιχείο αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να αξιοποιηθεί ώστε το Υπουργείο να αρνηθεί την ύπαρξη αλληλογραφίας αποκλειστικά για την εν λόγω εταιρεία, θεωρήθηκε, για λόγους αρχής, ορθότερο η άρνηση του Υπουργείου να εστιαστεί στο μη παραδεκτό του αιτήματος, χωρίς το Υπουργείο να υπεισέλθει στην ουσιαστική εξέταση του αιτήματος.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2015

Συνέδριο Ενώσεως Δικονομολόγων, Πάτρα 10-13/9/2015

Συνέδριο Ενώσεως Δικονομολόγων, Πάτρα 10-13/9/2015

Γενικό θέμα: ENΩΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΟΝΤΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ»
Αφιερωμένο στη μήνημη του Ιωάννη Μπρίνια
Εισηγητές στα επί μέρους θέματα κατά σειρά είναι:
• Χρίστος Φίλιος, Αναπληρωτής Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης
ΘEΜΑ: «Ενώσεις προσώπων κατά το ουσιαστικό δίκαιο»
• Ευδοξία Κιουπτσίδου, Εφέτης
ΘΕΜΑ: «Η νομιμοποίηση των ως άνω ενώσεων και οντοτήτων στη διαγνωστική δίκη»
• Νικόλαος Κατηφόρης, Επίκουρος Καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
ΘΕΜΑ: «Δεδικασμένο και εκτελεστότητα στις ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα και στις λοιπές οντότητες»
Προεδρεύοντες
κατά σειρά: οι κ. κ. Νικόλαος Νίκας, Καθηγητής της Πολιτικής Δικονομίας
στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ο κ. Δημήτριος
Κράνης, Αρεοπαγίτης, ενώ την σύνοψη των εργασιών του Συνεδρίου έκανε η
κ. Χαρούλα Απαλαγάκη, Καθηγήτρια της Πολιτικής Δικονομίας στην Νομική Σχολή
 
 

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

ΣτΕ 2565/2015 (Ολομ.): ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 3986/2011 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΕΙΣΦΟΡΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ, ΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΣΦΟΡΑ ΣΕ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΠΙΤΗΔΕΥΜΑΤΟΣ

Ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς τον καθορισμό του φορολογικού συστήματος, στο πλαίσιο της οποίας δεν αποκλείεται η επιβολή συγκεκριμένης φορολογικής επιβαρύνσεως σε ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων και συγκεκριμένη και εξ αντικειμένου οριζομένη φορολογητέα ύλη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο κάθε φορά θέμα. Η διαφοροποίηση, επομένως, ορισμένης κατηγορίας προσώπων και η φορολογική τους επιβάρυνση λόγω της κατοχής συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, εφόσον, όπως εν προκειμένω, βασίζεται σε εύλογα και σαφή κριτήρια, συναφή με το ρυθμιζόμενο θέμα, που τίθενται με γενικό και αντικειμενικό τρόπο. Η επιβολή εισφοράς επί τη βάσει της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτει από την κατοχή και συντήρηση υψηλού κόστους περιουσιακών στοιχείων, όπως τα αναφερόμενα στην επίμαχη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 3689/2011, δεν αποτελεί, εξάλλου, μέτρο προδήλως απρόσφορο για τον καθορισμό της φοροδοτικής ικανότητας και τη σύλληψη αντίστοιχης φορολογικής ύλης, ενόψει και του ύψους του συντελεστή της εισφοράς. Συνεπώς, όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται με την υπό κρίση αίτηση και, ειδικότερα, ότι η επιβολή της έκτακτης εισφοράς αντίκειται στην αρχή της φορολογικής ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), διότι με αυτήν εισάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των φορολογουμένων πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Τα προβαλλόμενα δε, ειδικότερα, ότι η επίδικη έκτακτη εισφορά επιβάλλεται στα ποσά της ετήσιας αντικειμενικής δαπάνης που προκύπτουν από την κυριότητα ή κατοχή επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης μόνον και όχι και στα αντίστοιχα ποσά που προκύπτουν από την κυριότητα ή κατοχή και αυτοκινήτων επαγγελματικής χρήσης, κατά παράβαση των άρθρου 4 παρ. 1 και 5 και 25 του Συντάγματος, ανεξάρτητα από τη λυσιτέλειά τους για τους αιτούντες, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέα ως αβάσιμα. Τούτο ενόψει της προαναφερόμενης ευρείας διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό των υπόχρεων κάθε φορά προσώπων και του γεγονότος ότι το κριτήριο που χρησιμοποίησε εν προκειμένω για τη διαφορετική μεταχείριση των δύο ως άνω κατηγοριών αυτοκινήτων είναι γενικό, αντικειμενικό και συναφές προς το ρυθμιζόμενο ζήτημα, αφού οι επαγγελματίες, στους οποίους έχει άλλωστε επιβληθεί το κατ’ άρθρο 31 του ν. 3896/2011 τέλος επιτηδεύματος, χρησιμοποιούν το επαγγελματικής χρήσης αυτοκίνητο για την άσκηση της αντίστοιχης δραστηριότητας, που υπόκειται σε διαφορετικό φορολογικό καθεστώς.

Αριθμός 2565/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Χρ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ολ. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Αντ. Χλαμπέα, Μ. Πικραμένος, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Β. Πλαπούτα, Ολ. Παπαδοπούλου, Ιω. Σύμπλης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Κ. Κουσούλης και Κ. Πισπιρίγκος, καθώς και o Πάρεδρος Ι. Σύμπλης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 14 Νοεμβρίου 2011 αίτηση:
των: 1) ... και 11) ..., οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο ... (Α.Μ. ... – Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Αικατερίνη Γρηγορίου, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 1ης Οκτωβρίου 2012 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α’, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η ΠΟΛ.1167/2.8.2011 απόφαση «Διαδικασία για την βεβαίωση και είσπραξη της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα φυσικά πρόσωπα, της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες και του τέλους επιτηδεύματος που προβλέπονται με τις διατάξεις των άρθρων 29, 30 και 31 αντίστοιχα, του ν. 3986/2011 (Φ.Ε.Κ 152 Α’ – 1 Ιουλίου 2011). Λοιπά θέματα για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων», που υπεγράφη από τον αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών στις 2.8.2011 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος Β’ του υπ’ αριθ. 1835 Φ.Ε.Κ. στις 17Αυγούστου 2011, 2) η Δ5α 1121325 ΕΞ 2011 απόφαση «Ανάθεση είσπραξης της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες και του τέλους επιτηδεύματος, που προβλέπονται με τις διατάξεις του ν. 3986/2011 (ΦΕΚ Α’ 152/1.7.2011), μέσω των Τραπεζών που συμμετέχουν στην εταιρεία Διατραπεζικά Συστήματα Α.Ε. (ΔΙΑΣ Α.Ε.) και στα πιστωτικά ιδρύματα», που υπεγράφη από τον αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών στις 30.8.2011 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος Β’ του υπ’ αριθ. 1915 Φ.Ε.Κ. στις 31 Αυγούστου 2011, 3) η ΠΟΛ 1179 απόφαση «Τύπος και περιεχόμενο του εκκαθαριστικού σημειώματος για την επιβολή της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στα εισοδήματα των φυσικών προσώπων και της έκτακτης εισφοράς σε αντικειμενικές δαπάνες οικονομικού έτους 2011 και του τέλους επιτηδεύματος σε φυσικά και νομικά πρόσωπα», που υπεγράφη από τον αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών στις 23.8.2011 και δημοσιεύθηκε στο τεύχος Β’ του υπ’ αριθ. 2030 Φ.Ε.Κ. στις 12 Σεπτεμβρίου 2011 και 4) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2015

ΑΠ.Ολ 1/2015 : "Παραπομπή σε πλήρη Ολομέλεια - Θέμα εξαιρετικής σημασίας - Αρχή της αναλογικότητας - Αδικοπραξία - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης"

Διάσταση στη νομολογία ως προς τη δυνατότητα ή όχι να ελεγχθεί αναιρετικά το μέτρο της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, προκειμένου να κριθεί εάν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης λόγω ηθικής βλάβης χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρο 932 ΑΚ αποτελεί κρίση περί τα πράγματα που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ούτε μέσω της αρχής της αναλογικότητας ή εάν αντίθετα η έννοια της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά το παραπάνω άρθρο συνιστά αόριστη νομική έννοια, κατά την εξειδίκευση της οποίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης υπόκειται, με έμμεση εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας, σε αναιρετικό έλεγχο για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας (Αντίθετη μειοψηφία). Παραπομπή στην πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ.
 
 
Αριθμός 1/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β' Σύνθεσης: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημητρούλα Υφαντή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Κωνσταντίνο Τσόλα, Δημήτριο Κόμη, Γεράσιμο Φουρλάνο, Αργύριο Σταυράκη, Εμμανουήλ Κλαδογένη, Μιχαήλ Αυγουλέα - Εισηγητή, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Γεώργιο Κοντό, Βασίλειο Πέππα, Γεώργιο Λέκκα, Αθανάσιο Καγκάνη, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Αλτάνα Κοκκοβού, Δημήτριο Γεώργα και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
 
Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Aγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
 
(...) Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-11-2005 αγωγή των καλουσών - αναιρεσιβλήτων και του Γ. Λ., ο οποίος δεν είναι διάδικος στην δίκη αυτή, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6377/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 1090/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 28-6-2010 αίτησή της και τους από 5-10-2012 πρόσθετους λόγους.
 
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1942/2013 απόφαση του Α2' Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον τέταρτο λόγο του από 5-10-2012 δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως της 1090/2010 τελεσίδικης αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, αναφορικά με το ζήτημα, κατά πόσον προσβάλλεται νομίμως με αναίρεση, για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας, ήτοι για παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, απόφαση ουσιαστικού δικαστηρίου, με την οποία επιδικάστηκε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξ αδικοπραξίας, και ειδικότερα ως προς το ύψος του ποσού που επιδικάστηκε. Mετά την πιο πάνω απόφαση και την από 28 Ιανουαρίου 2014 κλήση των καλουσών - αναιρεσιβλήτων η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων και ο προσθέτως παρεμβαίνων αφού έλαβαν, κατά σειρά, τον λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξαν προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, οι οποίοι αναφέρονται και στις προτάσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος και ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους τους στα δικαστικά τους έξοδα.
 
Η Εισαγγελέας ακολούθως, αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε ο παραπεμφθείς στην Τακτική Ολομέλεια λόγος αναίρεσης να κριθεί νομικά βάσιμος και να εξετασθεί περαιτέρω, με βάση τα προκύπτοντα από την προσβαλλόμενη απόφαση πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα, αν αυτά τελούν σε σχέση ανεκτής αναλογίας με την έννομη συνέπεια, που απαγγέλθηκε με την απόφαση του Εφετείου. Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στον πιο πάνω πληρεξούσιο και τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε όσα προηγουμένως είχαν αναπτύξει.
 
Kατά την 26η Φεβρουαρίου 2015, ημέρα που συγκροτήθηκε το δικαστήριο τούτο προκειμένου να διασκεφθεί την ανωτέρω υπόθεση ήταν απόντες οι Αρεοπαγίτες Νικόλαος Πάσσος, Δημητρούλα Υφαντή, Γεράσιμος Φουρλάνος, Αθανάσιος Καγκάνης και Μαρία Χυτήρογλου, οι οποίοι δήλωσαν κώλυμα αρμοδίως. Παρά ταύτα, παρισταμένων, πλην αυτών, των δεκαπέντε (15) μελών εκ των συμμετασχόντων στη συζήτηση την υπόθεσης, κατ' άρθρο 23 παρ.2 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 44 του ν. 3659/2008, το δικαστήριο είχε την εκ του νόμου απαρτία για να διασκεφθεί.
 
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

ΑΠ.Ολ 9/2015 : "Ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος - Εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης - Αρχή αναλογικότητας - Αναιρετικός έλεγχος"

Παραπομπή στην Πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ ως γενικότερου ενδιαφέροντος του ζητήματος εάν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης λόγω ηθικής βλάβης χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρ. 932 ΑΚ αποτελεί κρίση περί τα πράγματα που δεν ελέγχεται αναιρετικά, ούτε μέσω της αρχής αναλογικότητας, ή εάν αντίθετα η έννοια της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά το παραπάνω άρθρο συνιστά αόριστη νομική έννοια, κατά την εξειδίκευση της οποίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης χρηματικής υπόκειται, με έμμεση εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας, σε αναιρετικό έλεγχο για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας. Κρατήσασα άποψη: εφόσον ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης επαφίεται στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που σχηματίζεται ύστερα από την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια, το "εύλογο" του επιδικαζόμενου ποσού, δεν αποτελεί αόριστη νομική έννοια και συνακόλουθα η σχετική κρίση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, οπότε και δεν μπορεί να νοηθεί εσφαλμένη, κατά τούτο, εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 932) (Αντίθετη μειοψηφία). Κρατήσασα άποψη: Αν διαπιστώνεται παραβίαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 25 παρ. 1 Συντ. αρχής της αναλογικότητας, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση, από το δικαστήριο της ουσίας, των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ελέγχονται ως πλημμέλειες, του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Αντίθετη μειοψηφία). Κρατήσασα άποψη: η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το ύψος του ποσού της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει να ελέγχεται αναιρετικά, για το αν παραβιάζεται ευθέως ή εκ πλαγίου (άρθρο 559 ΚΠολΔ αναλόγως από τους αρ. 1 ή 19), η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος) υπό την προεκτεθείσα έννοια, αλλά και όταν διαπιστώνεται υπέρβαση από το δικαστήριο της ουσίας των ακραίων ορίων ης διακριτικής του ευχέρειας (Αντίθετη μειοψηφία). Κρίθηκε ότι εν προκειμένω το Εφετείο καθορίζοντας το αναφερόμενο στην απόφαση ποσό ως χρηματική ικανοποίηση δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας (Αντίθετη μειοψηφία).
 
 
Αριθμός 9/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
 
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της πλήρους Ολομελείας: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Νικόλαο Λεοντή, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Βιολέττα Κυτέα, Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου και Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρους του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Δημήτριο Κράνη, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Αντώνιο Ζευγώλη, Ασπασία Καρέλλου Εμμανουήλ Κλαδογένη, Γεώργιο Σακκά, Χρυσούλα Παρασκευά, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Μιχαήλ Αυγουλέα - Εισηγητή, Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Πάνο Πετρόπουλο, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Βασίλειο Πέππα, Χαράλαμπο Καλαματιανό, Αθανάσιο Καγκάνη, Μαρία Χυτήρογλου, Ειρήνη Καλού, Αρτεμισία Παναγιώτου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Χρήστο Βρυνιώτη, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα, Σοφία Καρυστηναίου, Δήμητρα Κοκοτίνη και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης).
 
Συνεδρίασε δημόσια στο Μέγαρό του, στις 23 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
 
(...) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
 
Με την από 14-8-2014 κλήση της αναιρεσείουσας εταιρίας, νομίμως εισάγεται για συζήτηση η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο.
 
Αντικείμενο της ερευνωμένης υποθέσεως αποτελεί ο 3ος, κατά το β' σκέλος του, λόγος της από 10-6-2013 αίτησης (για τον οποίο θα γίνει λόγος πιο κάτω) για αναίρεση των πληττομένων με το λόγο αυτό κεφαλαίων της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατάληξης της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Η αναιρεσείουσα, με την από 7-3-2006 αγωγή της, κατά 1) της ήδη αναιρεσίβλητης και 2) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ALLIED DMECO WRIRITS & WINE LIMITED" (η οποία δεν είναι διάδικος), εξέθετε: 'Οτι το έτος 1968 οι ιδρύτριες αυτής εταιρίες και στη συνέχεια και η ίδια, μετά τη σύσταση της το έτος 1993, είχαν αναλάβει άτυπα την αποκλειστική διανομή των προϊόντων (αλκοολούχα ποτά) της δεύτερης εναγόμενης στα Δωδεκάνησα, είτε συμβαλλόμενη με την πρώτη (ήδη αναιρεσίβλητη), που λειτουργούσε ως γενική αντιπρόσωπος της δεύτερης στην Ελλάδα, είτε απευθείας με την δεύτερη. Ότι το 2004 η άτυπη, αορίστου διάρκειας σύμβαση αποκλειστικής διανομής μεταξύ των εναγομένων καταρτίστηκε εγγράφως και η διάρκεια της ορίστηκε πενταετής από 1-4-2004 έως 31-3-2009. Ότι με τη σύμβαση αυτή η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να παραγγέλνει και να προμηθεύεται μέσω της πρώτης εναγόμενης, τα προϊόντα παραγωγής και εκμετάλλευσης της δεύτερης, με σκοπό να τα πωλεί χονδρικώς και λιανικώς, ως μοναδική και αποκλειστική διανομέας αυτών στην περιοχή των Δωδεκανήσων. Ότι η αμοιβή της είχε συμφωνηθεί να περιλαμβάνεται στις τιμές μεταπώλησης των προϊόντων. Ότι οι εναγόμενες καθόριζαν τον τιμοκατάλογο των προϊόντων και τα ποσοστά εκπτώσεων με τα οποία πωλούσαν στην ενάγουσα και η τελευταία καθόριζε τις τιμές μεταπώλησης αυτών προκειμένου να επωφελείται των διαφορών από τις τιμές αγοράς. Ότι κατά τη διάρκεια της συνεργασίας της με τις εναγόμενες η ενάγουσα ενεργούσε οτιδήποτε για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, την καλύτερη παροχή υπηρεσιών και την αύξηση των πωλήσεων των εναγομένων. Ότι δημιούργησε μεγάλο και σταθερό κύκλο πελατών στην περιοχή των Δωδεκανήσων και προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις των εναγομένων με τους πελάτες αυτούς. Ότι η πρώτη εναγόμενη άκαιρα, παράνομα και καταχρηστικά κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση στις 3-6-2005, κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, εκμεταλλευόμενη καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα αυτής θέση στη σχετική αγορά. Με βάση το ιστορικό αυτό η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη αφενός ενδοσυμβατική ευθύνη της πρώτης εναγομένης, λόγω άκαιρης, αδικαιολόγητης και καταχρηστικής καταγγελίας της επίδικης συμβάσεως κατά τις διατάξεις του ΠΔ 219/1991 και περί εντολής διατάξεων του ΑΚ και αφετέρου αδικοπρακτική συμπεριφορά αυτής (αρθρ. 914, 919, 281 ΑΚ και 2α Ν. 703/1977) ζήτησε να αναγνωριστεί, μετά από επιτρεπτή μεταβολή του αιτήματος με δήλωσή της στα πρακτικά από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ότι οι εναγόμενες οφείλουν να της καταβάλουν εις ολόκληρον, εκτός των άλλων: Α) το ποσό των 382.139,62 ευρώ ως αποζημίωση πελατείας, που αντιστοιχεί με το μέσο ετήσιο όρο των κερδών που εισέπραξε από τις πωλήσεις των προϊόντων των εναγομένων κατά την τελευταία πενταετία, Β) το ποσό των 417.423 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος (αποθετική ζημία) της (ενάγουσας), συνδεόμενο αιτιωδώς με την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση, μέχρι τη συμβατική λήξη της σύμβασης, Δ) Το ποσό των 92.659,00 ευρώ, ως θετική ζημία της ενάγουσας από αδιάθετα αποθέματα εμπορευμάτων, Ε) τα ποσά των 6.979 ευρώ και 14.964,60 ευρώ ως ζημία για τις απώλειες της ενάγουσας (διαφυγόντα κέρδη) από τη μη εκτέλεση από την πρώτη εναγόμενη των δύο παραγγελιών, άλλως τα ποσά των 1.974 ευρώ και 4.365 ευρώ, αντίστοιχα, και Ζ) το ποσό των 3.000.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίησή της για την ηθική βλάβη που υπέστη, καθότι η αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης, η οποία κατήγγειλε την επίδικη σύμβαση αιφνίδια, αδικαιολόγητα, καταχρηστικά και με πρόθεση ζημίας της, προσέβαλε την εμπορική της πίστη και φήμη της στην αγορά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών) με την υπ' αρ. 4347/2009 οριστική του απόφαση, έκρινε την ένδικη αγωγή: Α) ως προς τις αγωγικές αξιώσεις για αποζημίωση πελατείας και για διαφυγόντα κέρδη, αόριστη, και Β) νόμιμη για τις λοιπές πιο πάνω αξιώσεις της. Στη συνέχεια, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη αναγνωρίζοντας ότι αυτή οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 72.243,5 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και ειδικότερα: α) το ποσό των 35.904,5 ευρώ, ως αποζημίωση από αδιάθετα αποθέματα εμπορευμάτων, β) τα ποσά 4.365 ευρώ και 1.974 ευρώ, για τις απώλειες (διαφυγόντα κέρδη) από τη μη εκτέλεση από την πρώτη εναγόμενη δύο παραγγελιών κατά παραδοχή της επικουρικής βάσης και γ) το ποσό των 30.000 ευρώ, για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση εκ μέρους της ενάγουσας (αναιρεσείουσας) κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτοβάθμιας απόφασης, καθώς και αντέφεση εκ μέρους της εναγομένης (αναιρεσίβλητης). Επί των ενδίκων μέσων αυτών, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αρ. 4985/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία: Α) η αντέφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και Β) η έφεση έγινε τυπικά δεκτή, στη συνέχεια δε απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, και επικυρώθηκε έτσι επικυρώνοντας έτσι η πρωτοβάθμια απόφαση. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την ένδικη αίτησή της και το Α1 Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου με την 979/2014 απόφασή του: Α) αναίρεσε την προσβαλλόμενη απόφαση (δεχθέν συναφή λόγο της αίτησης), κατά το μέρος που το ουσιαστικό δικαστήριο απέρριψε ως αόριστες τις αγωγικές αξιώσεις της αναιρεσείουσας-ενάγουσας, όσον αφορά την αποζημίωση πελατείας και τα διαφυγόντα κέρδη και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκ νέου έρευνα στο ίδιο δικαστήριο. Και Β) παρέπεμψε, ομόφωνα, στην πλήρη Ολομέλεια, κατ' άρθρο 563 παρ. 2 ΚΠολΔ τον τρίτο λόγο της αίτησης, δεχθέν ότι πρόκειται για ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, υπό την ακόλουθη διατύπωση: "Με τον τρίτο λόγο αιτιάται η αναιρεσείουσα την προσβαλλόμενη απόφαση ... για πλημμέλειες από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρ. 25§1εδ (δ) του Συντάγματος και 932 ΑΚ το Εφετείο της επιδίκασε ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη της από την καταχρηστική από την πρώτη εναγομένη καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης αποκλειστικής διανομής το ποσό 30.000 ευρώ, που όμως είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με αυτό που ζήτησε με την ένδικη αγωγή της και προκύπτει από τις συνθήκες της σε βάρος της αδικοπραξίας. Με δεδομένη, ωστόσο, την υφιστάμενη στη νομολογία διάσταση ως προς τη δυνατότητα ή όχι γα ελεγχθεί αναιρετικά το μέτρο της επιδικαζόμενης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος, το οποίο φέρεται προς κρίση με τον ως άνω αναιρετικό λόγο, γι' αυτό ως προς το λόγο αυτό πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί κατά τα άρθρ. 563§2 εδ (β) ΚΠολΔ και 23§2 εδ (γ) & (δ) του Οργανισμού των Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αφού η παρούσα απόφαση παραπομπής είναι ομόφωνη, προκειμένου να κριθεί, ειδικότερα εάν η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης λόγω ηθικής βλάβης χρηματικής ικανοποίησης κατά το άρθρ. 932 ΑΚ αποτελεί κρίση περί τα πράγματα που δεν ελέγχεται αναιρετικά ούτε μέσω της αρχής αναλογικότητας ή εάν αντίθετα η έννοια της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατά το παραπάνω άρθρο συνιστά αόριστη νομική έννοια, κατά την εξειδίκευση της οποίας ως προς το ποσό της επιδικαζόμενης χρηματικής υπόκειται, με έμμεση εφαρμογή και της αρχής της αναλογικότητας, σε αναιρετικό έλεγχο για υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου της ουσίας, δηλ. το ήδη παραπεμπόμενο στην πλήρη Ολομέλεια ζήτημα είναι ευρύτερο του συναφούς ζητήματος που έχει παραπεμφθεί στην τακτική ολομέλεια με τις 1141/2013 και 1942/2013 αποφάσεις του Α2 Τμήματος του Αρείου Πάγου". Ο ρηθείς λόγος ερευνάται στην συνέχεια.
 

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

Απορρίφθησαν τα ασφαλιστικά μέτρα της ΑΕΠΙ εναντίον των πάροχων για μπλοκάρισμα των torrent sites

Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (τμήμα ασφαλιστικών μέτρων) απέρριψε με απόφαση του πριν λίγες ημέρες, την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που είχε καταθέσει η ΑΕΠΙ το 2013 και απαιτούσε από τους εγχώριους ISPs να μπλοκάρουν την πρόσβαση σε πλήθος sites που διαμοιράζουν υλικό μέσω του πρωτοκόλου Bittorent.

" (...) Τα αιτούμενα δε ασφαλιστικά μέτρα, ως μέτρα επιβολής και προάσπισης των παραβιαζομένων δικαιωμάτων των δικαιούχων και μελών των αιτούντων νομικών προσώπων (που αφορούν όλο και λιγότερο τους ίδιους τους δημιουργούς και περισσότερο τα συμφέροντα των ίδιων των εταιριών της πολιτιστικής βιομηχανίας), στο σύνολό τους, συνιστούν περιορισμούς των κατωτέρω αναφερομένων δικαιωμάτων, οι οποίοι, όμως, δεν είναι συμβατοί με την αρχή της αναλογικότητας και με το απαραβίαστο: (α) της ελευθερίας της πληροφόρησης (άρθρο 5 α παρ. 1 Σ), (β) του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνία της πληροφορίας (άρθρο 5 α παρ. 2 Σ), ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την ισότιμη συμμετοχή των ατόμων στην κοινωνική, πολιτική, και οικονομική ζωή καθώς και για την με ουσιαστικό τρόπο ενάσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, (γ) του δικαιώματος προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 α Σ), (δ) του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης και επικοινωνίας (άρθρο 19 Σ), δεδομένου ότι μέσω αυτών καταστέλλονται, αδιακρίτως, όχι μόνον παράνομες αλλά και νόμιμες πράξεις και ως εκ τούτου συνιστούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στις τελευταίες, που ενώ δεν σχετίζονται με την διακίνηση έργων (προστατευόμενων και μη), καταλήγουν να υποβαθμίζονται, και δεν πληρούν (τα αιτούμενα μέτρα) τα ειδικότερα κριτήρια της αναγκαιότητας και της καταλληλότητας για την έστω και εν μέρει επίτευξη του επιδιωκόμενου ως άνω σκοπού. 
Αυτό καθίσταται σαφές από τη στιγμή που όπως αναφέρεται οι συγκεκριμένες, ανωτέρω παρατιθέμενες, από τις επίμαχες ιστοσελίδες, λειτουργούν ήδη με άλλη IP. Επιπλέον, τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα αντιβαίνουν στο άρθρο 16 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, παραβιάζοντας το δικαίωμα των καθ’ ων παρόχων στην επιχειρηματικότητα, αλλά και στην βασική αρχή της διαδικτυακής ουδετερότητας, που προβλέπει ότι όλες οι πληροφορίες πρέπει να διακινούνται χωρίς διάκριση, ανεξάρτητα της φύσης και του σκοπού τους από τους παρόχους σύνδεσης. 
Το κόστος δε που τα αιτούμενα ασφαλιστικά μέτρα συνεπάγεται για τα έννομα συμφέροντα των τελικών χρηστών και συνδρομητών των καθ’ ων, είναι δυσανάλογο με την επιδιωκόμενη (και αμφισβητούμενη) από πλευράς των μελών των αιτούντων νομικών προσώπων ωφέλεια, ενόψει του σοβαρού περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων των πρώτων και των γενικότερων συνεπειών που έχουν οι αιτούμενες ρυθμιστικές επεμβάσεις στην εξέλιξη της κοινωνίας της πληροφορίας σε συνθήκες ελευθερίας και δικαιoσύνης."

ολόκληρο το κείμενο της απόφασης : http://www.void.gr/kargig/blog/wp-content/apofash_asfalistikwn_metrwn_aepi_2013.pdf