Η ρύθμιση του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, η οποία σκοπεί στην επίλυση από το Συμβούλιο της Επικρατείας του κριθέντος από διοικητικό δικαστήριο σοβαρού ζητήματος αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου σε κανόνα υπέρτερης ισχύος, δεν έχει πεδίο εφαρμογής εάν, κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταθέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το ίδιο ζήτημα έχει ήδη κριθεί με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ή, κατά μείζονα λόγο, με απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου). Εξάλλου, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, ερμηνευoμένης υπό το φως του προαναφερόμενου σκοπού της, σε περίπτωση που το επίμαχο ζήτημα είχε μεν κριθεί με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμα και της Ολομέλειας, αλλά με νεότερη απόφαση του Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε πριν από την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως στην οποία γίνεται επίκληση του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, η ορθότητα της υφιστάμενης νομολογίας τέθηκε σε αμφιβολία και το ζήτημα παραπέμφθηκε εκ νέου προς επίλυση σε σχηματισμό αυξημένης συνθέσεως του Δικαστηρίου, την Ολομέλεια ή επταμελή σύνθεση Τμήματος, τότε, ελλείψει επιλύσεώς του, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς. Μειοψ.
Αριθμός 2476/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Απριλίου 2015, με την εξής σύνθεση: Ν. Σακελλαρίου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινός, Εμμ. Κουσιουρής, Ο. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Π. Χαμάκος, Σ. Βιτάλη, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Χ. Ευαγγελίου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός και Κ. Φιλοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Χ. Ευαγγελίου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.
Για να δικάσει την από 14 Νοεμβρίου 2012 αίτηση:
του Προϊστάμενου ΔΟΥ ΙΖ’ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με την Κυριακή Παρασκευοπούλου, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,
κατά ..., κατοίκου Αθηνών (...), η οποία δεν παρέστη.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ’ αριθμ. 179/2015 αποφάσεως του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια τα ζητήματα που αναφέρονται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 7075/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Εμμ. Κουσιουρή.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998 - Α΄ 31).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 7075/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που με αυτήν διατάχθηκε, κατ’ αποδοχή σχετικής προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η έντοκη επιστροφή σε αυτήν, του φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002, που είχε αχρεωστήτως καταβληθεί ή παρακρατηθεί από τις αποδοχές της ως μέλους Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι. με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας και όχι το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944) επιτόκιο 6%, καθόσον, όπως κρίθηκε, η διάταξη αυτή αντιβαίνει, κατά το ανωτέρω μέρος, στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α.
3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου κατόπιν της 179/2015 παραπεμπτικής αποφάσεως του Β΄ Τμήματος αυτού προς επίλυση ζητήματος αφορώντος την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, σύμφωνα με την οποία κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως αν πρόκειται για διαφορά ουσίας. Με την παραπεμπτική αυτή απόφαση έγινε δεκτό ότι κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, σε περίπτωση που το επίμαχο ζήτημα είχε μεν κριθεί με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμα και της Ολομέλειας, αλλά με νεότερη απόφαση του Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε πριν από την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως στην οποία γίνεται επίκληση του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, η ορθότητα της υφιστάμενης νομολογίας τέθηκε σε αμφιβολία και το ζήτημα παραπέμφθηκε εκ νέου προς επίλυση σε σχηματισμό αυξημένης συνθέσεως του Δικαστηρίου, την Ολομέλεια ή επταμελή σύνθεση Τμήματος, τότε, ελλείψει επιλύσεώς του, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς. Εν όψει της μείζονος σπουδαιότητας του ζητήματος αυτού της ερμηνείας της διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, που άπτεται του παραδεκτού προβολής σχετικού λόγου αναιρέσεως, αλλά και της υπάρξεως αντιθέτου, επί του ζητήματος αυτού νομολογίας του Στ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 2659/2013 επταμ., 2672/2014 κ.ά.), η υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον της Ολομελείας, κατά το άρθρο 14 παρ.2 περ.β΄ του π.δ. 18/1989.
4. Επειδή, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεως της Επιμελήτριας του Δικαστηρίου Μαρίνας Σταυροπούλου, με ημερομηνία 11.3.2015, αντίγραφα της ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και της από 11.2.2015 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου της αιτήσεως αυτής στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου επεδόθησαν νομοτύπως στην αναιρεσίβλητη. Υπό τα δεδομένα αυτά, νομίμως συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον της Ολομελείας κατά την παρούσα δικάσιμο χωρίς να παρίσταται κατ’ αυτήν η αναιρεσίβλητη.
5. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Εξορθολογισμός διαδικασιών και επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και άλλες διατάξεις», (Α΄ 213), οι ρυθμίσεις του οποίου εφαρμόζονται στις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του, ήτοι μετά την 1.1.2011, αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ,…». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι: «Κατ’ αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που κρίνει διάταξη τυπικού νόμου αντισυνταγματική ή αντίθετη σε άλλη υπερνομοθετική διάταξη, χωρίς το ζήτημα αυτό να έχει κριθεί με προηγούμενη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, χωρεί ενώπιον αυτού, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, αίτηση αναιρέσεως, αν πρόκειται για διαφορά ουσίας,…».
6. Επειδή, η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, η οποία σκοπεί στην επίλυση από το Συμβούλιο της Επικρατείας του κριθέντος από διοικητικό δικαστήριο σοβαρού ζητήματος αντιθέσεως διατάξεως τυπικού νόμου σε κανόνα υπέρτερης ισχύος, δεν έχει πεδίο εφαρμογής εάν, κατά τον κρίσιμο χρόνο της καταθέσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, το ίδιο ζήτημα έχει ήδη κριθεί με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ή, κατά μείζονα λόγο, με απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου). Εξάλλου, κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, ερμηνευoμένης υπό το φως του προαναφερόμενου σκοπού της, σε περίπτωση που το επίμαχο ζήτημα είχε μεν κριθεί με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ακόμα και της Ολομέλειας, αλλά με νεότερη απόφαση του Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκε πριν από την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως στην οποία γίνεται επίκληση του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, η ορθότητα της υφιστάμενης νομολογίας τέθηκε σε αμφιβολία και το ζήτημα παραπέμφθηκε εκ νέου προς επίλυση σε σχηματισμό αυξημένης συνθέσεως του Δικαστηρίου, την Ολομέλεια ή επταμελή σύνθεση Τμήματος, τότε, ελλείψει επιλύσεώς του, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Μαρίας Καραμανώφ, Δημητρίου Αλεξανδρή και Ελένης Παπαδημητρίου το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το επίμαχο ζήτημα, κατά το χρόνο της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν έχει ήδη επιλυθεί με οριστική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή κατά μείζονα λόγο, του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, που δημοσιεύθηκαν πριν από την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν καθιστά δε παραδεκτή την αίτηση το γεγονός ότι πριν από την άσκησή της το ζήτημα αυτό παραπέμφθηκε εκ νέου προς επίλυση σε σχηματισμό αυξημένης συνθέσεως του Δικαστηρίου διότι η απόφαση αυτή δεν έχει οριστικό χαρακτήρα.
7. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι από το ατομικό εισόδημα της αναιρεσίβλητης από μισθωτές υπηρεσίες κατά το οικονομικό έτος 2002 δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος ποσό επιδομάτων συνολικού ύψους 11.269,26 ευρώ και διατάχθηκε, μετά από νέα εκκαθάριση του φόρου, η επιστροφή, εντόκως, με βάση το γενικώς ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, αυτού που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε αχρεωστήτως, αφού κρίθηκε συναφώς ότι «[…] το ποσό του τόκου πρέπει να υπολογισθεί με βάση το εκάστοτε ισχύον για τους ιδιώτες επιτόκιο υπερημερίας, μη εφαρμοζομένης, ως προς τούτο, της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, που ορίζει το επιτόκιο αυτό σε 6% ετησίως, καθόσον αυτή αντιβαίνει, κατά το ανωτέρω μέρος, στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ε.Σ.Δ.Α. [Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου]. Και τούτο διότι θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση του Δημοσίου σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται αυτό από λόγους δημοσίου συμφέροντος [...]».
8. Επειδή, με την υπό κρίσιν αίτηση, η οποία στρέφεται μόνο κατά του σκέλους της αναιρεσιβαλλομένης περί καταβολής τόκων, προβάλλεται ότι αυτή ασκείται παραδεκτώς ως προς το ζήτημα που τίθεται με αυτήν αναφορικά με τον κατά νόμο χρόνο ενάρξεως και το ποσοστό των τόκων, σε περίπτωση καταβολής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, διότι, κατ’ εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ρητά αντίθετη στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου και ότι, αναφορικά με τη 1663/2009 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχει ήδη εκδοθεί η αντίθετη νεότερη 1620/2011 απόφαση του Στ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε ότι η ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ και λόγω της μείζονος σπουδαιότητας του ανωτέρω ζητήματος και της αντιθέσεως των δύο αποφάσεων τούτο παραπέμφθηκε προς επίλυση στην Ολομέλεια.
9. Επειδή, σε σχέση με το ζήτημα του χρόνου ενάρξεως της τοκοφορίας, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε διατυπώνει κρίση περί αντιθέσεως διατάξεως νόμου στο Σύνταγμα που να το αφορά, ούτε, άλλωστε, περιέχει κάποια σκέψη σχετικά με το ζήτημα αυτό. Συνεπώς, η αίτηση, κατά το μέρος που αφορά στο εν λόγω ζήτημα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (πρβλ ΣτΕ Ολομ. 29/2014, 3476/2011).
10. Επειδή, σε σχέση με το ζήτημα του ύψους του επιτοκίου, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιέχει ρητή κρίση περί αντιθέσεως στα άρθρα 4 (παρ. 1) και 20 (παρ. 1) του Συντάγματος της διατάξεως του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, (κ.δ. της 26.6/10.7.1944 - Α΄ 139) που ορίζει το ποσοστό του επιτοκίου σε 6% ετησίως. Και ναι μεν με την 1663/2009 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας είχε κριθεί ότι η εν λόγω διάταξη του Κ.Ν.Δ.Δ. αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, στη συνέχεια, όμως, με την 1620/2011 απόφαση του ΣΤ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου διατυπώθηκε αντίθετη κρίση, το δε ζήτημα παραπέμφθηκε εκ νέου προς επίλυση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, κατά τον χρόνο της ασκήσεως της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως (16.11.2012), το ζήτημα της αντιθέσεως της επίμαχης διατάξεως στα άρθρα 4 (παρ. 1) και 20 (παρ. 1) του Συντάγματος εκκρεμούσε ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, κατόπιν της ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως. Συνεπώς, κατά τον κρίσιμο για την εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. 3900/2010 χρόνο, το αναιρεσείον Δημόσιο βασίμως επικαλείται την εν λόγω διάταξη, προκειμένου να θεμελιώσει το παραδεκτό του οικείου (περί του ύψους του επιτοκίου) σκέλους της κρινόμενης αιτήσεως, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην έκτη σκέψη. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Μαρίας Καραμανώφ, Δημητρίου Αλεξανδρή και Ελένης Παπαδημητρίου ο ανωτέρω ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις της διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 3900/2010, προκειμένου να θεωρηθεί παραδεκτή η κρινόμενη αίτηση, εφόσον το ζήτημα εάν η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, που ορίζει σε 6 % το επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου, είναι σύμφωνη προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, (Ε.Σ.Δ.Α. - ν.δ. 53/1974, Α΄ 256), είχε κριθεί, κατά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης απoφάσεως, με την 1663/2009 οριστική απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή δεν καθιστά παραδεκτή την υπό κρίση αίτηση η δημοσίευση της 1620/2011 μη οριστικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ζητήματος αυτού πριν από την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, διότι η απόφαση αυτή, με την οποία παραπέμφθηκε η επίλυση του ανωτέρω ζητήματος στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, δεν είχε οριστικό χαρακτήρα.
11. Επειδή, ακολούθως, με την απόφαση 25/2012 του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (δημοσιευθείσα την 13.12.2012), ήρθη αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 2812/2011 της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και 1127 και 1128/2010 του Αρείου Πάγου ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της ίδιας ως άνω διατάξεως και κρίθηκε ότι αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και παρ. 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. δ΄ του Συντάγματος. Εξάλλου, η ανωτέρω ρύθμιση δεν παραβιάζει ούτε τη συνταγματική αρχή της ισότητας ούτε το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., πρόκειται δε για διάταξη ουσιαστική και όχι δικονομική με αποτέλεσμα να μην τίθεται ζήτημα παραβιάσεως με αυτήν των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., όπως άλλωστε εκρίθη με την 2114/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδόθηκε κατόπιν ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως του ΣΤ΄ Τμήματος. Υπό τα δεδομένα, αυτά ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως προβάλλεται βασίμως από το Δημόσιο και, ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που αφορά τον καθορισμό του ύψους του εφαρμοστέου επιτοκίου. Περαιτέρω δε, η υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος, στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.
12. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι η αναιρεσίβλητη πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ.18/1989).
Δ ι ά τ α ύ τ α
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί εν μέρει, σύμφωνα με το αιτιολογικό, την υπ’αριθ. 7074/2012 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση για νέα, νόμιμη κρίση
και
Απαλλάσσει την αναιρεσίβλητη από τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, σύμφωνα με το αιτιολογικό.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2015
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας
Ν. Σακελλαρίου Μ. Παπασαράντη
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Ιουνίου 2015.
Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου