Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Εφετείο Αθηνών: Εφαρμόζονται οι διατάξεις περί τύπου στα ιστολόγια (blogs)

Ακολουθεί απόσπασμα της υπ'αριθμ. 1442/2015 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών

Με το άρθρο 681Δ ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδική διαδικασία εκδίκασης των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Ειδικότερα κατά την παρ. 1 του άρθρου αυτού κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 671 παρ. 1-3, 672 και 673-676 ΚΠολΔ δικάζονται από το καθ’ύλην αρμόδιο δικαστήριο όλες οι διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης που προκλήθηκε διά του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων. Από την ευρύτητα της διατύπωσης της διάταξης του άρθρου 681Δ παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην εν λόγω ειδική διαδικασία υπάγονται όλες οι αγωγές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση κάθε περιουσιακής ζημίας ή στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, καθώς και οι κάθε μορφής αξιώσεις προστασίας των προσώπων, των οποίων η περιουσία ή η προσωπικότητα προσεβλήθη από δημοσίευμα ή τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου, ασχέτως της ιδιότητας του εναγομένου, ο οποίος, καθώς ο νόμος δεν διακρίνει, μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου η συμπεριφορά προσέβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος (ΑΠ 1900/2006, ΧρΙΔ 2007/433). 
Η προαναφερόμενη διάταξη καθώς και αυτή του άρθρου μόνου παρ. 1 του ν. 1178/1981 "περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων", όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2243/1994, εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητας οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο (Internet), μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων (όπως blogs) που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο και η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η διαδικτυακή πληροφόρηση δεν διαφέρει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της από εκείνη που παρέχεται από τον ηλεκτρονικό τύπο, ιδίως δε ως προς τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά της που οδήγησαν τον νομοθέτη στην καθιέρωση ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από την λειτουργία τους, ήτοι την εμβέλεια δράσης του, που μάλιστα στο διαδίκτυο είναι παγκόσμια, και συνακόλουθα του αριθμού των αποδεκτών όσων διά αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προσβολή εκείνου που θίγεται από την διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών (βλ. ΑΠ 1596/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3071/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 220/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ. 36/2011, δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 680/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 8962/2006 δημ. Νόμος). Η άποψη ότι ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης για τα blogs, η προσήκουσα διαδικασία είναι όχι η ανωτέρω διαδικασία που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 681Δ ΚΠολΔ αλλά η τακτική διαδικασία, παραβλέπει το σύνολο των ιστολογίων που έχουν ειδησεογραφικό/ενημερωτικό περιεχόμενο μη αρκούμενα εκ του σκοπού τους μόνο σε ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, σκέψεων και αναλύσεων μέσω διαδραστικής επικοινωνίας των χρηστών τους, κυρίως όμως παραβλέπει τηναναγκαιότητα ταχείας εκδικάσεως των αναφυουσών διαφορών, σκοπό δηλαδή που επιτελεί η διάταξη του άρθρου 681Δ ΚΠολΔ της οποίας η καθιέρωση αποβλέπει στην ταχεία περάτωση των δικών και την επίτευξη οικονομίας χρόνου και δαπάνης, λόγω της φύσης των εν λόγω διαφορών και του κινδύνου συχνότητας αυτών, ανάγκη δηλαδή που εξυπηρετεί καταλληλότερα η ανωτέρω διάταξη (βλ. και Βαθρακοκοίλη ερμηνεία στο άρθρο 681Δ παρ. 2).
Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε ότι για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής με το προαναφερόμενο περιεχόμενο στο οποίο περιλαμβανόταν η επίκληση ότι το επίδικο ιστολόγιο είναι ειδησεογραφικό και οι επίδικες αναρτήσεις δεν έγιναν λόγω διαδραστικής επικοινωνίας αλλά προς σκοπό ενημερώσεως μεγάλου και μη δυνάμενου να προσδιοριστεί αριθμού χρηστών του διαδικτύου, εφαρμοστέα ήταν η διαδικασία των διαφορών που αφορούν προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρο 681 Δ΄ ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών - εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. 
Άλλωστε η εκδίκαση της υποθέσεως με εσφαλμένη διαδικασία δεν παρέχει μόνη αυτή δικαίωμα εφέσεως, εκτός αν συνδέεται με επίκληση βλάβης ή αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση ο παραπάνω λόγος της κρινόμενης έφεσης του εναγομένου με τον οποίο ο τελευταίος παραπονείται για εσφαλμένη σχετική κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αλυσιτελώς προτείνεται εφόσον δεν ισχυρίζεται επιπροσθέτως ότι υπέστη κάποια βλάβη και συνεπώς ο λόγος αυτός της έφεσής του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και με την πρόσθετη αυτή αιτιολογία. (βλ. ομοίως ΕφΑθ 1747/1988 Δίκη 1990, 299 και ΝΟΜΟΣ).


πηγή : http://apachejones-zone.blogspot.gr/


Πράξεις παραχώρησης ιδιαίτερων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων: ΣτΕ 3860/2002, Ολ 891/2008, Ολ 2403/2014, 646/2015, 3944/2015, Oλ 2560/2015 (Ευγενίας Πρεβεδούρου)

Στο πέμπτο μάθημα των Ειδικών Θεμάτων Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου (23-11-2015) θα εξετάσουμε, αφενός, τη νομική φύση των πράξεων της Διοίκησης, με τις οποίες παραχωρούνται ιδιαίτερα δικαιώματα επί κοινοχρήστων πραγμάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες με τις οποίες παραχωρείται η συνολική διαχείριση και εκμετάλλευση αυτών, καθώς και των πράξεων με τις οποίες καθορίζεται χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος και, αφετέρου, το δικονομικό καθεστώς τους, δηλαδή τη φύση των διαφορών που απορρέουν από τις πράξεις αυτές. Θα αναλυθεί η απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 891.2008, η οποία σηματοδοτεί νομολογιακή μεταστροφή σε σχέση με την απόφαση ΣτΕ 3860.2002 και την παραπεμπτική στην Ολομέλεια ΣτΕ 1036.2004 (όμοια η ΣτΕ 1037/2004, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, επί της οποίας εκδόθηκε η ΣτΕ Ολ 892/2008. Βλ. και ΣτΕ 1038/2004, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, επί της οποίας εκδόθηκε η ΣτΕ Ολ 893/2008). Βλ. και μεταγενέστερες αποφάσεις ΣτΕ 257, 1521, 2478/2011.
Σημειώνεται ότι σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας (ΣτΕ Ολ 2403, 2404/2014 [ΣτΕ Ολ 2403.2014]), το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολείται και πάλι με το ζήτημα της διαχείρισης των κοινοχρήστων. Επαναλαμβάνει την πάγια –από την απόφαση ΣτΕ Ολ 891/2008– νομολογία του ότι τα κοινόχρηστα ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους, η δε διαχείρισή τους αντιδιαστέλλεται προς τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας. Στο πλαίσιο της διαχείρισης των εν λόγω πραγμάτων από τη Διοίκηση είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον βασικό κανόνα του άρθρου 970 του Α.Κ. (βλ. και τις διατάξεις των άρθρων 13, 14 και, ειδικώς για την παραχώρηση λιμένων εν γένει, του άρθρου 24 του ν. 2971/2001) να παραχωρούνται επ’ αυτών ιδιαίτερα δικαιώματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφ’ όσον με την παραχώρηση των ιδιαιτέρων αυτών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν χαρακτήρα δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου, εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινή χρήση. Εξ άλλου, η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Και δεν αποκλείεται μεν η επιδίωξη και ταμιευτικού σκοπού, μόνον, όμως, δευτερευόντως και εφ’ όσον δεν αναιρείται ο κατά τα ανωτέρω προέχων σκοπός (βλ. ΣτΕ Oλ 1211-1212/2010).
Εν προκειμένω, η πράξη διαχείρισης της ως άνω δημόσιας κτήσης είναι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα», με την οποία καθορίζονται τα τιμολόγια υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών σε μαρίνα που ανήκει στη διοίκηση και διαχείρισή της. Πρόκειται για πράξη διαχείρισης κοινόχρηστου πράγματος, η οποία κατά νόμο χωρεί μεν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, παραλλήλως, όμως, αποβλέπει στο δημόσιο συμφέρον και στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, και, συγκεκριμένα, στην ανάπτυξη του τουρισμού. Περαιτέρω, η πράξη αυτή του Διοικητικού Συμβουλίου εγκρίνεται, σύμφωνα με τον νόμο, από υπουργική απόφαση, κατόπιν ελέγχου του καθορισμού των εν λόγω τιμολογίων νόμω και ουσία, η οποία έχει κανονιστικό χαρακτήρα και εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Εν όψει των ανωτέρω, η διαφορά η οποία αναφύεται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίνεται, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 31α του ν. 2160/1993, απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα» που αφορά στον καθορισμό των τιμολογίων υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών στην προαναφερθείσα Μαρίνα Αλίμου (λιμένας τουριστικών πλοίων, άρθρο 17 του Ν. 438/1976, Α΄ 256), είναι ακυρωτική διοικητική διαφορά που ανήκει στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν προκειμένω, δηλαδή, συντρέχουν το οργανικό και το λειτουργικό κριτήριο, εφόσον πρόκειται για υπουργική απόφαση που εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ενώ στην απόφαση ΣτΕ Ολ 891/2008 την προσβαλλόμενη πράξη [ πρόσκλησης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ» (ΕΤΑ ΑΕ) για την εκδήλωση ενδιαφέροντος με σκοπό την ανάπτυξη υπηρεσιών διαχείρισης (διαφήμισης-επικοινωνίας-ψυχαγωγίας-επισιτισμού) των οργανωμένων ακτών Αττικής του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ)] εξέδωσε το ΔΣ της τότε ΕΤΑ ΑΕ, οπότε η Ολομέλεια προσέφυγε στο πλάσμα του νομικού προσώπου διφυούς χαρακτήρα, για να χαρακτηρίσει την πράξη ως διοικητική.
Τέλος, στο ίδιο πνεύμα, γίνεται δεκτό ότι η σύμβαση, με την οποία παραχωρείται σε ιδιώτη δικαίωμα αμμοληψίας από την κοίτη ποταμού, αφορώσα κοινόχρηστο πράγμα, είναι διοικητική, για την σύναψή της δε πρέπει να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από την διέπουσα την παραχώρηση των ιδιαιτέρων αυτών δικαιωμάτων νομοθεσία, καθώς και να πληρούνται οι θεσπιζόμενες από την νομοθεσία αυτή και την νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος προϋποθέσεις (ΣτΕ Ολ 2560/2015 [ΣτΕ Ολ 2560/2015]).
Η ανάλυση θα στηριχθεί στο ακόλουθο διάγραμμα.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

"Σύγχρονες μορφές απάτης στις τραπεζικές συναλλαγές" [Οββαδίας Σ. Ναμίας Δ.Ν., Δικηγόρος]

Το ζήτημα που θα μας απασχολήσει στις αναπτύξεις που θα ακολουθήσουν είναι η εμφάνιση και η ποινική αντιμετώπιση διαφόρων μορφών απάτης στις σύγχρονες τραπεζικές συναλλαγές.
 
Ι. Σύγχρονες μορφές τραπεζικών συναλλαγών και η τυπολογία απατών σε αυτές. Το στοιχείο εκείνο που στην σημερινή εποχή αναμφίβολα συνέτεινε τα μέγιστα στην εμφάνιση νέων μορφών τραπεζικών συναλλαγών είναι η ταχύτατη εξάπλωση και εν τέλει η απόλυτη επικράτηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και γενικότερα της πληροφορικής στο πλαίσιο πάσης φύσεως τραπεζικών δραστηριοτήτων. Πριν υπεισέλθουμε στην περιγραφή κάποιων σύγχρονων μορφών τραπεζικών συναλλαγών και της τυπολογίας των απατών, που σε αυτές απαντώνται, πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινιστεί ότι εκείνες μόνον οι τραπεζικές συναλλαγές αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού μας, οι οποίες είναι κατ΄ αρχήν πρόσφορες να επιφέρουν περιουσιακή μετάθεση. Ως τέτοια δε νοείται για τις ανάγκες της παρούσας εισήγησης, και η αύξηση της περιουσίας κάποιου, που επέρχεται ήδη με την ηλεκτρονική, λογιστική εγγραφή νομισματικών μονάδων στον τραπεζικό του λογαριασμό, αφού έτσι αυτός ως δικαιούχος του λογαριασμού αποκτά απαίτηση έναντι της τράπεζας να του παραδώσει το συγκεκριμένο ποσό. Ως σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των τραπεζικών συναλλαγών, φρονώ ότι πρέπει να μνημονεύσουμε την εισαγωγή και επικράτηση του συστήματος ON LINE στις τράπεζες περί τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Με το σύστημα αυτό επετεύχθη η άμεση ηλεκτρονική διασύνδεση (δικτύωση) όλων των σημείων διενέργειας συναλλαγών μιας τράπεζας με το κεντρικό μηχανογραφικό της σύστημα, έτσι ώστε η περιουσιακή μετάθεση, που συνεπάγεται μια τραπεζική συναλλαγή να καταχωρείται απ΄ ευθείας με αυτόματη ενημέρωση των στοιχείων στο κέντρο μηχανογράφησης της τράπεζας. Περί τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έκαναν την εμφάνισή τους και στη χώρα μας τα γνωστά σε όλους μας σήμερα Αυτόματα Ταμειολογιστικά Μηχανήματα (τα λεγόμενα ΑΤΜ Automated Teller Mashines). Ο πελάτης και δικαιούχος λογαριασμού της τράπεζας εφοδιάζεται με μαγνητική κάρτα αυτόματης συναλλαγής (cashcard). Με βάση την κάρτα αυτή και έναν μυστικό προσωπικό κωδικό που του χορηγεί η τράπεζα, το γνωστό μας PIN (Personal Identification Number), αποκτά πρόσβαση σε όλα τα ΑΤΜs που διαθέτει η Τράπεζά. Το μηχάνημα (ΑΤΜ) είναι συνδεδεμένο ηλεκτρονικά ON LINE με το κέντρο μηχανογράφησης και επομένως οι περιουσιακές χρεοπιστώσεις στους λογαριασμούς των πελατών, ανάλογα με το είδος της διενεργούμενης συναλλαγής, επέρχονται άμεσα και αυτόματα χωρίς οιαδήποτε άλλη διαδικασία. Τα ΑΤΜ έμελλε να γνωρίσουν ραγδαία εξέλιξη και ευρύτατη διάδοση, ώστε πέραν του μεγάλου και διαρκώς αυξανόμενου αριθμού τους να υπάρχει σήμερα η τεχνική δυνατότητα να διενεργούνται μέσω αυτών εκτός από αναλήψεις μετρητών και πλείστες όσες άλλες τραπεζικές συναλλαγές, όπως μεταφορά χρημάτων από ένα λογαριασμό σε άλλο, του δικαιούχου ή τρίτου, καθώς επίσης και πληρωμές λογαριασμών σε διάφορες συμβεβλημένες με την τράπεζα υπηρεσίες και εταιρείες (Εφορία για πληρωμή ΦΠΑ, ΙΚΑ, Χρηματιστηριακές εταιρείες, εταιρείες κινητής τηλεφωνίας κ.λ.π.). Μια άλλη τέλος σύγχρονη μορφή τραπεζικών συναλλαγών εμφανίστηκε περί το έτος 2000, λίγα χρόνια μετά την εμφάνιση του διαδικτύου (INTERNET) στην μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα. Οι τράπεζες επεκτάθηκαν στο χώρο της ηλεκτρονικής τραπεζικής εξυπηρέτησης και προσέφεραν στην πελατεία τους ένα νέο επαναστατικό, θα έλεγε κανείς προϊόν, γνωστό ως Internet- ή Homebanking. Σύμφωνα με αυτό παρέχεται στους πελάτες της τράπεζας η δυνατότητα να πραγματοποιούν μέσω του Διαδικτύου (Internet) με χρήση προσωπικού υπολογιστή και από το χώρο στον οποίο δραστηριοποιούνται, μια σειρά τραπεζικών αλλά και χρηματιστηριακών συναλλαγών, όλες τις ώρες και τις ημέρες, ανεξαρτήτως ωραρίου λειτουργίας της Τράπεζας. Μπορούν έτσι μεταξύ άλλων να μεταφέρουν ποσά μεταξύ λογαριασμών τους ή και σε λογαριασμούς τρίτων. Να δίδουν εντολές αγοράς ή πώλησης μετοχών τους κ.λ.π. Για την διασφάλιση των συναλλαγών ο πελάτης εφοδιάζεται και χρησιμοποιεί σε κάθε συναλλαγή του μέσω του Ιnternetbanking α) ένα κωδικό ταυτότητας χρήστη (userID), β) Μυστικό κωδικό αναγνώρισης (Password) και γ) λίστα μυστικών αριθμών αυθεντικότητας συναλλαγής TAN (Transaction Authentication Number). Οι συναλλαγές ολοκληρώνονται και εδώ ηλεκτρονικά με αυτόματη καταχώρηση τους στο κέντρο μηχανογράφησης της τράπεζας.

Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η προβληματική επιτρέψτε μου στη συνέχεια να χρησιμοποιήσω ορισμένα παραδείγματα που αντιμετωπίστηκαν στη νομολογία και αναφέρονται στη θεωρία, με βάση τα οποία θα εξετάσουμε την αποτελεσματική ή μη ποινική τους αντιμετώπισή. Παράδειγμα 1ο: Υπάλληλος ταμειολογιστής τράπεζας, καταχωρεί στο τερματικό του Η/Υ του ταμείου του, ποσό εικονικής κατάθεσης στο λογαριασμό ταμιευτηρίου του προσώπου που θέλει να ωφελήσει. Παράδειγμα 2ο : Ο δράστης έχει κατά τέτοιο τρόπο επέμβει στο πρόγραμμα του υπολογιστή τραπέζης, ώστε αυτός (ο υπολογιστής) να έχει προετοιμαστεί και ουσιαστικά να περιμένει να διενεργηθεί μέσω συγκεκριμένου Α.Τ.Μ. κίνηση από συγκεκριμένο λογαριασμό, την οποία μόλις ανίχνευε, την τροποποιούσε όπως είχε από το δράστη καθοδηγηθεί προγραμματιστικά και συγκεκριμένα αντί να εκτελεί τη λειτουργία της μεταφοράς χρηματικού ποσού 10.000 δρχ. το σύστημα αντιθέτως πίστωνε συγκεκριμένο λογαριασμό με 10.000.000 δρχ. Παράδειγμα 3ο: Ο δράστης αφού αφαιρεί από συνάδελφό του την μαγνητική κάρτα τραπεζικών αναλήψεων από ΑΤΜ (cash card) καθώς και ένα μικρό χαρτί με σημειωμένο τον προσωπικό μυστικό κωδικό πρόσβασης του δικαιούχου (PIN), προβαίνει σε αναλήψεις χρηματικών ποσών από ΑΤΜ από τον λογαριασμό του δικαιούχου ή σε μεταφορά σημαντικού χρηματικού ποσού από το λογαριασμό του δικαιούχου προς το λογαριασμό τρίτου (πραγματικό ιστορικό του ΣυμβΝαυτΠειρ 418/1996, Υπερ/1997 σελ. 102). Παράδειγμα 4ο: Ο Α είναι πελάτης, δικαιούχος λογαριασμού και συμβεβλημένος με την υπηρεσία του internet Banking της τράπεζας. Ο Β, υπάλληλός του, αντιγράφει τη λεγόμενη λίστα ΤΑΝ του Α καθώς και των κωδικό πρόσβασης του Α και εν συνεχεία, αφού με την χρήση αυτών αποκτά πρόσβαση στο internet Banking της τράπεζας, προβαίνει σε μεταφορά σημαντικού χρηματικού ποσού από το λογαριασμό του Α προς το δικό του.
Από την περιγραφή και μόνον των νέων αυτών μορφών τραπεζικών συναλλαγών και μιας πρώτης τυπολογίας απατών, που απαντώνται σε αυτές, διακρίνει κανείς, ότι το κρίσιμο κοινό τους γνώρισμα από άποψη ποινικού ενδιαφέροντος είναι ότι διενεργούνται ηλεκτρονικά. Με άλλα λόγια η κρίσιμη για τη στοιχειοθέτηση του περιουσιακού αδικήματος της απάτης, μεταφορά νομισματικών μονάδων από την περιουσία του θύματος στην περιουσία του δράστη ή άλλου, ολοκληρώνεται χωρίς την παρεμβολή φυσικού προσώπου σε οποιοδήποτε στάδιο μέχρι να συντελεστεί η περιουσιακή μετάθεση.
Καθίσταται μετά ταύτα σαφές ότι κεντρική σημασία αποκτά στην έρευνά μας η διάταξη του άρθρου 386 Α του Ποινικού μας Κώδικα, που ρυθμίζει την λεγόμενη "απάτη με υπολογιστή". Και τούτο διότι κατά γενική παραδοχή η διάταξη αυτή τότε κατ΄ αρχήν διεκδικεί εφαρμογή, όταν για την επέλευση περιουσιακής μετάθεσης, σε αντιδιαστολή με την κοινή απάτη, δεν απαιτείται παρεμβολή φυσικού προσώπου. Με καθαρότητα έχει πλέον αυτό διατυπωθεί σε σχετική απόφαση του ΑΠ (ΑΠ 1152/99). Ερωτάται λοιπόν κατά πόσον η ποινική αυτή διάταξη, στην σήμερα ισχύουσα μορφή της, ή άλλη τυχόν διάταξη, είναι ικανές να καλύψουν ζητήματα που έχουν ήδη ανακύψει στη πράξη ή μπορούν να εμφανιστούν στο μέλλον σε τραπεζικές συναλλαγές που παραπάνω περιγράψαμε.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΜΠρΠειρ 1465/2015 : "Πνευματικά δικαιώματα - Επιβατηγά πλοία - Μετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών - Συγγενικά δικαιώματα ηθοποιών - Θανόντες ηθοποιοί"

Η τηλεοπτική μετάδοση εκπομπών σε επιβατηγά πλοία, συνιστά δημόσια εκτέλεση. Απόρριψη ένστασης ότι αρκετοί δικαιούχοι ηθοποιοί τηλεοπτικών εκπομπών, έχουν ήδη αποβιώσει κι έτσι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Δικαιωμάτων Ελλήνων Ηθοποιών ΣΥΝ.Π.Ε. να δικδικήσει τα αναλογούντα δικαιώματά τους, εφόσον δεν είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται από τον Οργανισμό η σχέση που τον συνδέει με το δικαιούχο, και νομιμοποιείται και μπορεί πάντα να ενεργεί, δικαστικώς ή εξωδίκως στο δικό του και μόνο όνομα. Μείωση της αμοιβής του Οργανισμού, επειδή δεν πιθανολογήθηκε ότι όλοι οι επιβάτες, που μετακινήθηκαν με τα πλοία της εταιρείας, έκαναν χρήση των υλικών φορέων ήχου και εικόνας, που μεταδίδονταν απευθείας από τους ελληνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, δεδομένου ότι πολλοί απ' αυτούς δεν βρίσκονταν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα σαλόνια, όπου υπάρχουν οι συσκευές τηλεοράσεων, αλλά στα καταστρώματα, τους διαδρόμους ή και τα εστιατόρια, όπου δεν υπάρχουν τηλεοράσεις, επιπλέον πολλοί ήταν αλλοδαποί και βρέφη.
Αριθμός Απoφάσεως 1465/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.3 του Ν.3327/2005. 
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 15-1-2015, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Του αστικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «Δ-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣYΛΛOΓlKHΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΣΥΝ.Π.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νομίμως, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ε Β. 
ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «...... Α.Ν.Ε.», νομίμως εκπροσωπουμένης, που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου ΓΑ

(...) Κατά τη διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 2121/1993, «όταν υλικός φορέας ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, που έχει νόμιμα εγγραφεί, χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόροι, καλώδια, ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί σε υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων. Οι οργανισμοί αυτοί υποχρεούνται να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν τις αμοιβές, να προβάλλουν τις σχετικές αξιώσεις για την καταβολή και να εισπράττουν τις σχετικές αμοιβές από τους χρήστες. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, το ύψος της εύλογης αμοιβής και οι όροι πληρωμής καθορίζονται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Οριστικά περί της αμοιβής αποφαίνεται το αρμόδιο Δικαστήριο». Με τη διάταξη αυτή, που προστατεύει τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, καθώς και των παραγωγών του υλικού φορέα του πνευματικού έργου, προσδιορίζεται ο δικαστικός τρόπος επίλυσης της διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης για το ύψος της εύλογης αμοιβής και τους όρους της πληρωμής της. Ο νομοθέτης, έχοντας υπόψη του τις κατά το προγενέστερο δίκαιο δυσκολίες των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης να προστατεύουν δικαστικά ή εξώδικα τα δικαιώματα των δικαιούχων δημιουργών, καθιέρωσε υπέρ των οργανισμών αυτών, για να επιτελέσουν τους σκοπούς τους, τρία δικονομικά προνόμια: α)οι οργανισμοί μπορούν να ενεργούν πάντα, δικαστικώς ή εξωδίκως, στο δικό τους όνομα, είτε η αρμοδιότητά τους στηρίζεται σε μεταβίβαση εξουσίας, είτε σε πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 54 παρ. 3 και δεν χρειάζεται να διευκρινίζουν ποια είναι η ειδικότερη σχέση, που τους συνδέει με το δικαιούχο (άρθρο 55 παρ. 2 εδ. β'), β) για τη δικαστική επιδίωξη των άνω αξιώσεων ο οργανισμός δεν είναι αναγκαίο να αναφέρει στο δικόγραφο όλα τα έργα των δικαιούχων, που εκπροσωπεί και για τα οποία ζητείται η δικαστική προστασία, αλλά αρκεί, κατ' εξαίρεση, η δειγματοληπτική αναφορά των έργων αυτών (άρθρο 55 παρ. 3, Γ. Κουμάντου, Πνευματική Ιδιοκτησία, σελ. 359-378 και 380 επ., Μ.Θ.Μαρίνου, Πνευματική Ιδιοκτησία, εκδ. 2000 σελ 251-272, 299-317, Κωνσταντίας Κυπρούλη, Το συγγενικό δικαίωμα των ερμηνευτών καλλιτεχνών, εκδ.2000, σελ.109-149, Διονυσίας Καλλινίκου, Τα θεμελιώδη θέματα του ν.2121/1993 εκδ.1994, σελ. 158 επ., 164) και γ) τεκμαίρεται ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας όλων των έργων ή όλων των πνευματικών δημιουργών, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβαστεί σ'αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από πληρεξουσιότητα (άρθρο 55 παρ. 2 εδ. α'). Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό και, όταν γίνεται επίκληση του σε δίκη, ο αντίδικος μπορεί να αποδείξει ότι η αλήθεια είναι διαφορετική από την τεκμαιρόμενη (Γ. Κουμάντου ο.π. σελ 368 σημ.752). Περαιτέρω, οι ως άνω οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης είναι δυνατόν να διαχειρίζονται συγγενικά δικαιώματα και αλλοδαπών φορέων, δικαιούμενοι κατά το άρθρο 72 παρ. 3 του ν.2121/1993 να συνάπτουν συμβάσεις αμοιβαιότητας με τους αντίστοιχους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης της αλλοδαπής. Με τις συμβάσεις αυτές οι αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης παρέχουν πληρεξουσιότητα ή μεταβιβάζουν στους ημεδαπούς oργανισμoύς τα δικαιώματα, που καταπιστευτικά έχουν οι πρώτοι προς το σκοπό διαχείρισης τους στην Ελλάδα. Πέραν τούτου, όμως, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων νομιμοποιούνται να προβαίνουν σε διαπραγμάτευση, είσπραξη, διεκδίκηση και διανομή της εύλογης αμοιβής, που δικαιούνται και οι αντίστοιχοι προς τους ημεδαπούς, αλλοδαποί δικαιούχοι συγγενικών δικαιωμάτων, ήτοι οι αλλοδαποί εκτελεστές, μουσικοί, ερμηνευτές, τραγουδιστές και παραγωγοί υλικών φορέων ήχου, για τη χρήση του καλλιτεχνικού ρεπερτορίου τους στην ημεδαπή, και με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης «περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης», η οποία κυρώθηκε με το Ν.2054/1992 και αποτελεί, πλέον αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού μας δικαίου.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

"Quod ab initio non valet, in tractu temporis non convalescit: Νομική θεμελίωση της ασυμβατότητας της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ προς το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ με αναγωγή στα νομολογιακά προηγούμενα (stare decisis) του Δικαστηρίου του Στρασβούργου" [της Κωνσταντία-Χριστίνας Π. Λαχανά, Υπ. Διδάκτορας Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ΜΔΕ Ποινικών & Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ]

H μελέτη περιστρέφεται γύρω από την τεκμηρίωση της ασυμφωνίας της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ (σχετικά με την υποχρεωτική προληπτική διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων για εγκληματοκατασταλτικούς σκοπούς) προς το άρθρο 8 ΕΣΔΑ, εξαιτίας της μη πλήρωσης των τασσόμενων από τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου κριτηρίων. Με μεθοδολογική πυξίδα τα στάδια μέσα από τα οποία διέρχεται η εκδίπλωση του ελεγκτικού αξιολογικού διαβήματος στο οποίο υποβάλλεται από τους δικαστές του ΕΔΔΑ η νομιμότητα των εθνικών περιοριστικών μέτρων, αντλούνται προς τούτο αναλογικά επιχειρήματα από τις πάγιες ερμηνευτικές παραδοχές του Δικαστηρίου στο περιθώριο ιδίως της νομολογίας αναφορικά με τις ειδικές ανακριτικές μεθόδους που άπτονται των τηλεπικοινωνιακών παρακολουθήσεων και υποκλοπών.
[αναδημοσίευση από ΠοινΔικ 12/2013, σελ. 1137-1153]


Διαβάστε ολόκληρη την μελέτη σε pdf Quod ab initio non valet, in tractu temporis non convalescit

 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

"Η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης σε σχέση με την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης" [Δημητρίου Ζιγκόλη, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ροδόπης]

Ι.    Εισαγωγικά
   Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος, κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και να απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Ο συντακτικός νομοθέτης, θέλησε προφανώς να λάβει πρόνοια ώστε η δικαστική απόφαση να μην είναι αποτέλεσμα δικαστικής αυθαιρεσίας, αλλά προϊόν συλλογισμού του δικαστή σε σχέση με τα στοιχεία της δικογραφίας και τις διατάξεις του νόμου.
   Πέρα όμως από αυτά, είναι πλέον κοινός τόπος ότι οι περισσότερες δικαστικές αποφάσεις, ιδιαίτερα των πολιτικών δικαστηρίων, αναλίσκονται σε απέραντους συλλογισμούς με αποτέλεσμα να δίνεται η εικόνα σε έναν τρίτο παρατηρητή, ότι ο δικαστής δεν αιτιολογεί την απόφασή του, αλλά «απολογείται» τρόπον τινά στον ηττημένο διάδικο για την απόφαση που εξέδωσε.
   Δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι, η πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (όπως απαιτεί το άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος), αποτελεί και έναν από τους λόγους της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης. Στον αντίποδα του άρθρου 93 παρ. 2 βρίσκεται το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, στο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα του προσφεύγοντα στη δικαιοσύνη, όπως η υπόθεσή του δικασθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ούτως ώστε να μην καταντήσει η δικαστική απόφαση κενό γράμμα. Δεν πρέπει να μας διαλάθει της προσοχής, ότι η Χώρα μας έχει καταδικασθεί επανειλημμένα από το ΕΔΑΔ για καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. 
 
ΙΙ. Μεθοδολογία της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης
1)      Η μέθοδος της υπαγωγής
Κατά την μέθοδο αυτή, ο δικανικός συλλογισμός αποτελεί αποτέλεσμα της υπαγωγής συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών σε μια διάταξη νόμου. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστής, αφού βρει την μείζονα πρόταση, στη συνέχεια καθορίζει την ελάσσονα πρόταση, που είναι τα πραγματικά περιστατικά που έχουν αποδειχθεί στη συνέχεια ασχολείται με τις ενστάσεις και αφού τις δεχθεί ή τις απορρίψει, καθορίζει το διατακτικό της αποφάσεως.
  Έτσι αν λ.χ. ο εναγόμενος Α σπάσει με πέτρα το παρμπρίζ του αυτοκινήτου του Β και ο Β ζητήσει αποζημίωση, η υπαγωγή έχει ως εξής:
Άρθρο 914 ΑΚ: «Όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια οφείλει να τον αποζημιώσει» (ΜΕΙΖΩΝ ΠΡΟΤΑΣΗ)
Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Α ρίχνοντας την πέτρα στο τζάμι του Β, ζημίωσε αυτόν παράνομα και υπαίτια. Συνεπώς πρέπει να τον αποζημιώσει. (ΕΛΑΣΣΩΝ ΠΡΟΤΑΣΗ).