Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Εφετείο Λαμίας, αριθμός απόφασης 98/2009. Περίληψη: Διατροφή συζύγου και ανηλίκων τέκνων. Επιμέλεια αυτών. Διακοπή έγγαμης συμβίωσης. Υπαιτιότητα. Προϋποθέσεις καταβολής διατροφής στην σύζυγο. Αποχώρηση αυτής από την οικογενειακή εστία για εύλογη αιτία. Ελαττωμένη διατροφή λόγω της νεαρής της ηλικίας και της δυνατότητας αυτής να εργασθεί. Συνεισφορά των συζύγων για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Προσδιορισμός αυτής. Πραγματικά περιστατικά. Επιδικάστηκε μηνιαία διατροφή 300 ευρώ σε ανήλικο τέκνο ηλικίας 7 ετών, 250 ευρώ σε τέκνο ηλικίας 5 ετών και 170 ευρώ στην σύζυγο. Ενστάσεις εναγομένου για συνεισφορά της μητέρας στη διατροφή των τέκνων και για δική του διακινδύνευση. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από 24 τουλάχιστον ώρες. Η δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση που καταχωρείται στα πρακτικά ότι θα εξετάσει μάρτυρες επέχει θέση κλητεύσεως. Στην ειδική διαδικασία δεν υπάρχει περιορισμός του αριθμού των ενόρκων που κάθε πλευρά θα προσκομίσει. Επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων στην κατ`έφεση δίκη. Αποδεικτικά μέσα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Δε λαμβάνεται υπόψη υπεύθυνη δήλωση που δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη δίκη. Απορρίπτει αντίθετες εφέσεις.

[...] Ι. Οι υπό κρίση δύο αντίθετες εφέσεις, αφ` ενός της ενάγουσας (αριθμ. εκθ. 102/2008) και αφ` ετέρου του εναγομένου (αριθμ. εκθ. 47/2008), που νίκησαν και νικήθηκαν κατά ένα μέρος, κατά της υπ` αριθ. 52/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων (αρθ. 681Β΄, 666επ. του ΚΠολΔ), φέρονται νόμιμα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 19 και 498 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθ. 495 επ., 499, 511 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ, άλλωστε, ούτε από τα προσκομιζόμενα απ` αυτούς έγγραφα προκύπτει επίδοσή της. Κατά συνέπεια πρέπει αφ` ενός να συνεκδικαστούν γιατί αφορούν την ίδια απόφαση και έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (αρθ. 246, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και αφ` ετέρου να γίνουν τυπικά δεκτές (αρθ. 532 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια, όπως και πρωτόδικα, διαδικασία (αρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). 
ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα - εφεσίβλητη με την από 26- 5-2006 (αριθ. εκθ. 2152/ΕΓδ 230/2006) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την οποία άσκησε ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων ......... τέκνων αυτής και του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου - εκκαλούντος, με τον οποίο τέλεσε νόμιμο γάμο το έτος 1998, ισχυριζόμενη ότι έχει την επιμέλεια (προσωρινά) των ανηλίκων τέκνων και ότι από εύλογη αιτία διέκοψε, τον Απρίλιο του έτους 2005, την έγγαμη συμβίωση, ζητούσε, κατά το μέρος που αυτή μεταβιβάζεται με τις δύο εφέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 522 του ΚΠολΔ, ΕφΛαρ. 747/2003 Δικογραφία 2004-253): α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει μηνιαίως τα αναφερόμενα ειδικότερα ποσά, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, σ` αυτή μεν ατομικά, ως διατροφή της και στην ίδια, ως διατροφή των δύο, ως άνω, ανηλίκων τέκνων τους, τα οποία δεν έχουν περιουσία ή εισοδήματα και δεν μπορούν να διαθρέψουν τους εαυτούς τους και β) όπως παραδεκτά περιόρισε το αντίστοιχο καταψηφιστικό αίτημά της (αρθ. 223, 295 παρ. 1, 297, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 30/2007), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλλει, για τις παραπάνω αιτίες, τα ίδια ποσά και μετά την πάροδο της τριετίας και μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου τους. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο εναγόμενος άσκησε ανταγωγή με το αναφερόμενο σ` αυτή αίτημα (της ρύθμισης της επικοινωνίας), ως προς την οποία, μετά τα όσα έγιναν δεκτά από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται, με τις εφέσεις, στο Δικαστήριο τούτο. Για την υπόθεση αυτή εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Με αυτή το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά το μέρος που τώρα ενδιαφέρει, αφού έκρινε ότι η ενάγουσα από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση και ότι τα δύο ανήλικα τέκνα αδυνατούν να διατραφούν μόνα τους, δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και: α) υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει μηνιαίως, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, στην ενάγουσα, ατομικά μεν το ποσό των 170 ευρώ και για λογαριασμό δε των τέκνων τα ποσά των 233 ευρώ (για την ....) και των 194 ευρώ (για τη ..) και β) αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στην ενάγουσα, για τις ίδιες αιτίες, τα παραπάνω ποσά μηνιαίως για τον μετά την πάροδο της τριετίας και μέχρι τη λύση του γάμου τους χρονικό διάστημα, νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι διάδικοι, οι οποίοι με τις εφέσεις τους, για λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, κατά το μέρος που καθένας την προσβάλλει: α) η μεν ενάγουσα να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος και μόνο που με αυτή δεν επιδικάστηκε ολόκληρη η αιτούμενη διατροφή αυτής και των τέκνων της, έτσι ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή της και κατά το παραπάνω αίτημα της, στο σύνολο της και β) ο δε εναγόμενος να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος και μόνο που επιδικάζει διατροφή, ατομικά, στην ενάγουσα, έτσι ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το παραπάνω αίτημά της. 

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2016

Εκτελεστός τίτλος που νόμιμα προσβάλλεται με αίτηση αναστολής ή ανακοπή ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων μετά την ισχύ του 4174/2013 (ΣτΕ ΕΑ 215-217/2016)

τα προδικαστικά ερωτήματα των 1600-1602/2016 αποφάσεων του ΔΠΑθ : 
α) Η προβλεπόμενη από τις νεώτερες διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 ΚΕΔΕ καταχώρηση στα βιβλία εσόδων των νομίμων τίτλων, ως εκτελεστών, όπως αυτοί προσδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 45 ν. 4174/2013, στοιχεί προς το νόμιμο τίτλο, όπως αυτός προσδιορίζονταν και υπό το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς του ΚΕΔΕ, ώστε η ανωτέρω καταχώριση να ισοδυναμεί με την πράξη ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, ήτοι η διαφορά είναι απλώς ορολογική, ή, μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4174/2013 και του Δημοσίου Λογιστικού, η πράξη καταχώρισης στα βιβλία εσόδων των νονίμων τίτλων, ως αποτελούσα εσωτερική διοικητική διαδικασία παρακολούθησης οφειλών, άγει σε μη εκτελεστότητα της γενομένης καταχώρισης και, συναφώς, αποκλείει την άσκηση ανακοπής και αιτήσεως αναστολής κατ’ αυτής, με περαιτέρω συνέπεια η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση καταβολής-υπερημερίας να καθίσταται έγγραφο αμιγώς πληροφοριακού χαρακτήρα και
β) σε περίπτωση καταφατικής κρίσεως περί της εκτελεστότητας […], αν η υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, που συνοδεύει επί ποινή απαραδέκτου τις κατατιθέμενες αιτήσεις αναστολής επί φορολογικών και τελωνειακών διαφορών, κατ’ άρθρο 203 παρ. 2 ΚΔΔ, υφίσταται και κατά την κατάθεση αιτήσεων αναστολής επί ανακοπών, κατ’ ανάλογο εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 228 παρ. 2 ΚΔΔ

EA ΣτΕ 215-217/2016

(απόσπασμα)
Υπό την ισχύ του προγενεστέρου των διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) νομοθετικού καθεστώτος (άρθρα 2 παρ. 2, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 7 του ν.δ/τος 356/1974 “Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων”, ως ίσχυαν), προεβλέπετο, ως όρος νομιμότητος για τη λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος οφειλέτου του Δημοσίου, η ταμειακή (εν στενή εννοία) βεβαίωση του χρέους, ήτοι η καταχώρισή του στο οικείο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων, διενεργούμενη μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά του νομίμου τίτλου ή την απόρριψη της ασκηθείσης κατ’ αυτού προσφυγής. Η διαδικασία αυτή αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, οι οποίες εφαρμόζονται αποκλειστικώς για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων που προέρχονται από φορολογικές οφειλές. Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σ’ αυτές πράξη καταχώρισης του τίτλου της φορολογικής οφειλής στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης δεν ταυτίζεται, κατά τη νομική της φύση, με την ταμειακή (εν στενή εννοία) βεβαίωση της οφειλής προς το Δημόσιο, η οποία προεβλέπετο από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΕΔΕ, όπως αυτές ίσχυαν προ της ενάρξεως της ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, αλλά, αποτελούσα, σε αντίθεση με εκείνη,εσωτερική απλώς διοικητική διαδικασία, μη παράγουσα για το διοικούμενο έννομες συνέπειες, δεν φέρει εκτελεστό χαρακτήρα.