Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2016

Εφετείο Λαμίας, αριθμός απόφασης 98/2009. Περίληψη: Διατροφή συζύγου και ανηλίκων τέκνων. Επιμέλεια αυτών. Διακοπή έγγαμης συμβίωσης. Υπαιτιότητα. Προϋποθέσεις καταβολής διατροφής στην σύζυγο. Αποχώρηση αυτής από την οικογενειακή εστία για εύλογη αιτία. Ελαττωμένη διατροφή λόγω της νεαρής της ηλικίας και της δυνατότητας αυτής να εργασθεί. Συνεισφορά των συζύγων για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών. Προσδιορισμός αυτής. Πραγματικά περιστατικά. Επιδικάστηκε μηνιαία διατροφή 300 ευρώ σε ανήλικο τέκνο ηλικίας 7 ετών, 250 ευρώ σε τέκνο ηλικίας 5 ετών και 170 ευρώ στην σύζυγο. Ενστάσεις εναγομένου για συνεισφορά της μητέρας στη διατροφή των τέκνων και για δική του διακινδύνευση. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο μετά από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από 24 τουλάχιστον ώρες. Η δήλωση του διαδίκου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση που καταχωρείται στα πρακτικά ότι θα εξετάσει μάρτυρες επέχει θέση κλητεύσεως. Στην ειδική διαδικασία δεν υπάρχει περιορισμός του αριθμού των ενόρκων που κάθε πλευρά θα προσκομίσει. Επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων στην κατ`έφεση δίκη. Αποδεικτικά μέσα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Δε λαμβάνεται υπόψη υπεύθυνη δήλωση που δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στη συγκεκριμένη δίκη. Απορρίπτει αντίθετες εφέσεις.

[...] Ι. Οι υπό κρίση δύο αντίθετες εφέσεις, αφ` ενός της ενάγουσας (αριθμ. εκθ. 102/2008) και αφ` ετέρου του εναγομένου (αριθμ. εκθ. 47/2008), που νίκησαν και νικήθηκαν κατά ένα μέρος, κατά της υπ` αριθ. 52/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων (αρθ. 681Β΄, 666επ. του ΚΠολΔ), φέρονται νόμιμα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 19 και 498 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθ. 495 επ., 499, 511 513 παρ. 1β΄, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ, άλλωστε, ούτε από τα προσκομιζόμενα απ` αυτούς έγγραφα προκύπτει επίδοσή της. Κατά συνέπεια πρέπει αφ` ενός να συνεκδικαστούν γιατί αφορούν την ίδια απόφαση και έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της (αρθ. 246, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και αφ` ετέρου να γίνουν τυπικά δεκτές (αρθ. 532 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια, όπως και πρωτόδικα, διαδικασία (αρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). 
ΙΙ. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα - εφεσίβλητη με την από 26- 5-2006 (αριθ. εκθ. 2152/ΕΓδ 230/2006) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την οποία άσκησε ατομικά και για λογαριασμό των ανηλίκων ......... τέκνων αυτής και του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου - εκκαλούντος, με τον οποίο τέλεσε νόμιμο γάμο το έτος 1998, ισχυριζόμενη ότι έχει την επιμέλεια (προσωρινά) των ανηλίκων τέκνων και ότι από εύλογη αιτία διέκοψε, τον Απρίλιο του έτους 2005, την έγγαμη συμβίωση, ζητούσε, κατά το μέρος που αυτή μεταβιβάζεται με τις δύο εφέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 522 του ΚΠολΔ, ΕφΛαρ. 747/2003 Δικογραφία 2004-253): α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει μηνιαίως τα αναφερόμενα ειδικότερα ποσά, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, σ` αυτή μεν ατομικά, ως διατροφή της και στην ίδια, ως διατροφή των δύο, ως άνω, ανηλίκων τέκνων τους, τα οποία δεν έχουν περιουσία ή εισοδήματα και δεν μπορούν να διαθρέψουν τους εαυτούς τους και β) όπως παραδεκτά περιόρισε το αντίστοιχο καταψηφιστικό αίτημά της (αρθ. 223, 295 παρ. 1, 297, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 30/2007), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλλει, για τις παραπάνω αιτίες, τα ίδια ποσά και μετά την πάροδο της τριετίας και μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου τους. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο εναγόμενος άσκησε ανταγωγή με το αναφερόμενο σ` αυτή αίτημα (της ρύθμισης της επικοινωνίας), ως προς την οποία, μετά τα όσα έγιναν δεκτά από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η υπόθεση δεν μεταβιβάζεται, με τις εφέσεις, στο Δικαστήριο τούτο. Για την υπόθεση αυτή εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Με αυτή το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά το μέρος που τώρα ενδιαφέρει, αφού έκρινε ότι η ενάγουσα από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση και ότι τα δύο ανήλικα τέκνα αδυνατούν να διατραφούν μόνα τους, δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και: α) υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει μηνιαίως, για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, στην ενάγουσα, ατομικά μεν το ποσό των 170 ευρώ και για λογαριασμό δε των τέκνων τα ποσά των 233 ευρώ (για την ....) και των 194 ευρώ (για τη ..) και β) αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει στην ενάγουσα, για τις ίδιες αιτίες, τα παραπάνω ποσά μηνιαίως για τον μετά την πάροδο της τριετίας και μέχρι τη λύση του γάμου τους χρονικό διάστημα, νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι διάδικοι, οι οποίοι με τις εφέσεις τους, για λόγους οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν, κατά το μέρος που καθένας την προσβάλλει: α) η μεν ενάγουσα να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος και μόνο που με αυτή δεν επιδικάστηκε ολόκληρη η αιτούμενη διατροφή αυτής και των τέκνων της, έτσι ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή της και κατά το παραπάνω αίτημα της, στο σύνολο της και β) ο δε εναγόμενος να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος και μόνο που επιδικάζει διατροφή, ατομικά, στην ενάγουσα, έτσι ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη κατά το παραπάνω αίτημά της. 
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 671 παρ. 1 εδ. Γ΄ και 681 Β΄ του ΚΠολΔ, το Δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία εκδίκασης των διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, λαμβάνει υπόψη και ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμ/φου μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από 24 τουλάχιστον ώρες. Στην ειδική αυτή διαδικασία δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των ενόρκων βεβαιώσεων, τις οποίες κάθε πλευρά μπορεί να προσκομίσει (βλ. ΑΠ 875/2007 ΕΔΠ 2007/65, ΑΠ 160/2006 Δ2007-93, ΑΠ 160/2005 Ελλ.Δ/νη 2006-766 για όμοια διάταξη του άρθρου 650 του ΚΠολΔ). Εξάλλου, από το άρθρο 529 παρ. 1 εδ. Α΄ του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι στην κατ` έφεση δίκη είναι επιτρεπτή η επίκληση και προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων, άρα και ενόρκων βεβαιώσεων που έχουν ληφθεί πριν και μετά την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Ένορκες βεβαιώσεις που έχουν δοθεί μετά την συζήτηση στον πρώτο βαθμό και μέσα στην προθεσμία για την προσθήκη και αντίκρουση ή προσκομίστηκαν στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκπρόθεσμα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του, έστω και αν απαραδέκτως προσκομίζονται ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 2007- 1823, ΑΠ 66/2007 ΔΕΕ 2007-1230 για το απαράδεκτο αυτών, ΑΠ 1167/1999 και 206/1999 για το παραδεκτό τους), νόμιμα λαμβάνοντας υπόψη αν, με την τήρηση των διατυπώσεων του ως άνω άρθρου 671 παρ. 1 εδ. Γ΄ του ΚΠολΔ, προσκομιστούν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (βλ. ΑΠ 879/2007 ΕΣΔ 2007-212, ΑΠ 1909/2007 ΕΣΔ 2007- 544, ΑΠ 728/2005 ΕΕργΔ 2005-1270). Η δήλωση δε του διαδίκου στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ότι θα εξετάσει μάρτυρες ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμ/φου, με την πάροδο 24 τουλάχιστον ωρών, επέχει θέση κλητεύσεως του παρισταμένου διαδίκου και η ένορκη βεβαίωση που έγινε ύστερα από τέτοια δήλωση στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, νόμιμα λαμβάνεται υπόψη από το Εφετείο (βλ. ΑΠ1910/2006 ΝοΒ 2007-937, ΑΠ 457/2005 ΕλΔ/νη 2007-140). Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με το σχετικό λόγο της έφεσης της (υπό στοιχ. 2-7) παραπονείται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τις υπ` αριθ. 402, 403 και 404/11-6-2007 ένορκες βεβαιώσεις των .... ενώπιον του συμ/φου Λαμίας Ηρακλή Αλεξανδρή, αν και αυτές, χωρίς να χρησιμεύουν για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν για πρώτη φορά με τις προτάσεις ή στο ακροατήριο, έχουν ληφθεί μετά τη συζήτηση ενώπιον του και προσκομίσθηκαν με την προσθήκη των προτάσεων. Ωστόσο, και αν ακόμη οι ένορκες βεβαιώσεις ήταν απαράδεκτες για την πρωτοδίκη δίκη και η χρήση αυτού του αυτοτελούς αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 121/2007 Δ2007-613, ΑΠ 697/2006 ΕΕργαΔ 2007-412) δεν επιτρεπόταν, νόμιμα λαμβάνονται υπόψη ταύτα από το Δικαστήριο τούτο, εφόσον αφ` ενός λήφθηκαν μετά νομότυπη κλήτευση της αντίδικης ενάγουσας (βλ. το πρακτικό του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθόσον τέτοια κλήτευση αποτελεί η δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του εναγομένου για εξέταση των ως άνω μαρτύρων) πριν από 24 τουλάχιστον ώρες και αφ` ετέρου προσκομίζονται νόμιμα, με επίκληση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως, ο πιο πάνω λόγος προβάλλεται πλέον αλυσιτελώς από την εκκαλούσα (ενάγουσα) και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από μόνος του δεν άγει (και βάσιμος ακόμη), στην εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης. Και τούτο γιατί το Δικαστήριο, κατά τον έλεγχο των συναφών λόγων της ίδιας έφεσης για κακή, εν γένει, εκτίμηση των αποδείξεων, λαμβάνοντας υπόψη νόμιμα τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, νομίμως προσκομιζόμενα, αποδεικτικά μέσα, θα εξαφανίσει την εκκαλούμενη μόνο αν άγεται σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της υπόθεσης, ενώ διαφορετικά η έφεση απορρίπτεται (βλ. ΑΠ 179/1985 ΝοΒ 33-1710, ΕφΘεσ. 1004/1994 αδημ, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, εκδ. 2008, σελ. 233, Α. Μπακόπουλου, μελέτη στην ΕλΔ/νη 33-437).
IV. Από τις διατάξεις των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1493 του ΑΚ προκύπτει ότι οι σύζυγοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Το μέτρο δε της συνεισφοράς αυτής προσδιορίζεται από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή του γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματα και την περιουσία και την απρόσοδη ακόμη (ΟλΑΠ 9/1991) των συζύγων (άρθρα 1389, 1390). Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, η υποχρέωση διατροφής, που υποκαθιστά στην περίπτωση αυτή την υποχρέωση συνεισφοράς, διέπεται από τους ίδιους, όπως και η τελευταία, κανόνες των παραπάνω άρθρων 1389 και 1390 ΑΚ (ΟλΑΠ 9/1991). Η διατροφή, στην περίπτωση αυτή, προκαταβάλλεται σε χρήμα κατά μήνα και προσδιορίζεται λαμβανομένων, επί πλέον, υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης (ΟλΑΠ 2/1994 ΕλΔ/νη 95-352). Ομως, για τη θεμελίωση αυτής της αξίωσης (διατροφής) απαιτείται είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος να διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1391 του ΑΚ, είτε, κατ` επέκταση, η διακοπή να προήλθε από την πλευρά του υποχρέου για διατροφή συζύγου (ΑΠ 1217/2007, ΑΠ 613/1999, ΕφΔωδ. 169/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 83/2007 ΝΟΜΟΣ). Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης. Ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται η διάσπαση (εγκατάλειψη ή αποπομπή) δεν ενδιαφέρει. Η εύλογη αιτία μπορεί να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενός από τους συζύγους ή και σε κοινή υπαιτιότητα (ΑΠ 1031/1993 ΕΕΝ 1994-612, ΕφΔωδ. 169/2007). Το εύλογο ή μη της αιτίας διακοπής της έγγαμης συμβίωσης κρίνεται κυρίως ενόψει αφ` ενός του περιεχομένου της κατά το άρθρο 1386 του ΑΚ αμοιβαίας υποχρεώσεως των συζύγων για συμβίωση ¨εφόσον η σχετική αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος¨ και αφ` ετέρου των εισαγομένων, με το άρθρο 1387 του ίδιου κώδικα, αρχών ρυθμίσεως του συζυγικού βίου, ότι ¨οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου και η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού βίου τους πρέπει να μην εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός από αυτούς και να μην παραβιάζει την σφαίρα της προσωπικότητάς του¨ (ΑΠ 1217/2007, ΑΠ 565/2002 Χρ. ΙΔ 2002-612). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, σε περίπτωση που η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε, ο σύζυγος που είναι υπόχρεος σε διατροφή του άλλου, απαλλάσσεται από την υποχρέωση αυτή μόνο όταν η διάσταση επήλθε για λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του δικαιούχου, ο οποίος διακόπτει τη συμβίωση από ίδια πρωτοβουλία και υπαιτιότητα παρά την αντίθετη θέληση του υπόχρεου, που επιθυμεί την εξακολούθηση της. Τέτοια, όμως, περίπτωση δεν συντρέχει όταν η διακοπή της συμβιώσεως έγινε κατόπιν συμφωνίας των διαδίκων, είτε με την πρόθεση αυτών να λύσουν συναινετικά το γάμο, είτε για άλλη αιτία, διότι η ευθύνη της εν λόγω διακοπής βαρύνει και τον ίδιο τον υπόχρεο, που επιθυμεί την διακοπή, για την οποία υπάρχει πλέον εύλογος αιτία στο πρόσωπο του άλλου συζύγου, χωρίς τη συνδρομή περίστασης που να επιβάλλει την παύση ή τη μείωση της διατροφής αυτού (βλ. ΑΠ 662/1990 ΑρχΝ 1990- 649). Τέλος, ο σύζυγος ο οποίος είναι υπόχρεος σε διατροφή του συζύγου του, οφείλει να καταβάλλει τη διατροφή και αν ακόμη αναγκάσθηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συζύγου του (ΑΠ 1207/2008 Δ 2008-1063). Στην τελευταία περίπτωση, αν το παράπτωμα τούτο συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του δικαιούχου της διατροφής περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης αυτού διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή), μετ` ένσταση του εναγομένου για την πληρότητα της οποίας απαιτείται αφ` ενός η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου και αφ` ετέρου αντίστοιχο αίτημα και επί πλέον προσδιορισμός, από τον ενιστάμενο σύζυγο, του ποσού της κατ` αυτόν οφειλόμενης διατροφής (ΑΠ 1207/2008, Ο.Π., ΑΠ 132/2003, ΑΠ 1346/1995 ΕΕΝ 1997-426). 
Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων και τη χωρίς όρκο εξέταση των διαδίκων (αρθ. 270 παρ. 3, 352 επ. και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ) στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όπως περιέχονται στα ταυτάριθμα, με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως, τις υπ` αριθ. 11903 και 11904/7-6- 2007 ένορκες βεβαιώσεις των ....... , αντίστοιχα, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει η ενάγουσα και παραδεκτώς λαμβάνονται υπόψη γιατί δόθηκαν, κατ` αρθ. 671 παρ. 1 εδ. γ΄, 674 παρ. 2, 681Β΄ του ΚΠολΔ, ύστερα από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του αντιδίκου της (εναγομένου) πριν από 24 τουλάχιστον ώρες (βλ. την υπ` αριθ. 11953/6-6- 2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Ιωάννη Αλεξανδρή), τις υπ` αριθ. 402, 403 και 404/11-6-2007 ένορκες βεβαιώσεις των....... ενώπιον του συμ/φου Λαμίας Ηρακλή Αλεξανδρή, που προσκομίζονται από τον εναγόμενο και νόμιμα, κατά τα παραπάνω, λαμβάνοται υπόψη και τις υπ` αριθ. 688, 689 και 690/10-11-2008 ένορκες βεβαιώσεις των ........ , αντίστοιχα, ενώπιον του ίδιου, όπως παραπάνω, συμ/φου Λαμίας, που επικαλείται και νόμιμα προσκομίζει, επίσης, ο εναγόμενος και που παραδεκτώς λαμβάνονται και αυτές υπόψη, έστω και αν δόθηκαν μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί έγιναν μετά από προηγούμενη νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδικής του (ενάγουσας) πριν από 24 τουλάχιστον ώρες (βλ. την υπ` αριθ. 7170/7-11-2008 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας Δημ. Ρίζου) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (αρθ. 529 παρ. 1α΄ του ΚΠολΔ), για να χρησιμεύσουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικό μέσο είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (αρθ. 395, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), έστω και αν δεν πληρούν όλους τους όρους του νόμου (αρθ. 681Β΄, 671 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 15/2003 Δ 35-513), όπως μερικά απ` αυτά, μεταξύ των οποίων και η από 31-12-2004 χειρόγραφη (γνήσια, όπως προκύπτει) επιστολή της ενάγουσας (βλ. ΕφΔωδ. 129/2007 ΝΟΜΟΣ), αναφέρονται ιδιαίτερα παρακάτω, χωρίς να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, εκτός από την με ημεροχρονολογία 24-3-2008 υπεύθυνη δήλωση της ............. (αρθ. 8 του ν. 1599/1986) η οποία δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε ως δικαστικό τεκμήριο γιατί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί και στην παρούσα δίκη (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλΔ/νη 28-628, ΑΠ 540/2003), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 20-4-1998, στη Λαμία. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο τέκνα, την ....... και τη .. , που γεννήθηκαν στις 19-4-1999 και στις 20-2-2001, αντίστοιχα. Μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Λαμία και από το έτος 2004 στην πόλη της Στυλίδας. Στην αρχή η έγγαμη συμβίωση τους ήταν καλή, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα στις μεταξύ τους σχέσεις. Όμως, από το έτος 2001, ο εναγόμενος άρχισε να επιδεικνύει επιθετική συμπεριφορά απέναντι στην ενάγουσα, ήταν εριστικός και δημιουργούσε επεισόδια σε βάρος της. Κατά το τέλος του έτους 2002 διέκοψαν για λίγους μήνες την έγγαμη συμβίωση τους. Μετά την αποκατάσταση της συμβίωσης τους αρχικά οι σχέσεις τους ήταν καλές. Όμως μετά το έτος 2004 και πάλι ο εναγόμενος άρχισε να επιδεικνύει την ίδια, όπως και πριν, επιθετική συμπεριφορά. Και τούτο γιατί αντιδρούσε στην πρόθεση της να εργαστεί σε πρατήριο υγρών καυσίμων της θείας της ......... , στη Στυλίδα. Η αντίθεση του αυτή ήταν πιο έντονη όταν μάλιστα η ενάγουσα άρχισε να εργάζεται στο πρατήριο και πολύ περισσότερο όταν αυτή επέλεξε, ως υπεύθυνη πλέον του πρατηρίου, να απασχολείται πολλές ώρες καθημερινά. Θεωρούσε ότι η απασχόληση της αυτή ήταν σε βάρος της ανατροφής των τέκνων τους και εν γένει της οικογένειας. Ωστόσο, παρά τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ίδιος ο εναγόμενος ή χωρίς πειστικότητα, οι μάρτυρες του, δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι η ως άνω απασχόληση της ενάγουσας είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ανατροφή των τέκνων της ή ότι αυτή αδιαφορούσε για την οικογένεια της. Εν τέλει, ο εναγόμενος, στην επιμονή της ενάγουσας να συνεχίσει, όπως είχε δικαίωμα, την ως άνω επαγγελματική δραστηριότητα της, την 1/4/2005 απώθησε βίαια την ενάγουσα, ζητώντας απ` αυτή να αποχωρήσει αμέσως από την κατοικία τους, στη Στυλίδα (βλ. και το από 1-4-2005 ακριβές απόσπασμα από το βιβλίο συμβάντων του Α.Τ. Στυλίδας). Η ενάγουσα, τότε, αν και ακόμη αγαπούσε τον εναγόμενο σύζυγο της (βλ. την με ημεροχρονολογία 31-12-2004 χειρόγραφη επιστολή της προς τον εναγόμενο, την οποία και προσκομίζει ο τελευταίος), αποχώρησε από τη συζυγική οικία, μη επιθυμώντας πλέον και αυτή, ως εκ της πιο πάνω συμπεριφοράς του συζύγου της, τη συνέχιση της έγγαμης συμβίωσης. Από τότε (αρχές Απριλίου 2005) η ενάγουσα εγκαταστάθηκε στην οικία των γονέων της, στη Νέα Μαγνησία Λαμίας, μαζί με τα δύο ανήλικα τέκνα της, των οποίων έχει την επιμέλεια προσωρινά μεν με την υπ` αριθ. 1028/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) και ήδη οριστικά με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, κατ` αυτό το κεφάλαιο, δεν προσβάλλεται με τις δύο εφέσεις. Με όσα αναφέρθηκαν η έγγαμη συμβίωση διακόπηκε από λόγους που αποκλειστικά ανάγονται στο πρόσωπο του εναγομένου. Η διακοπή οφείλεται στην ως άνω αντισυζυγική συμπεριφορά του εναγομένου και επομένως η ενάγουσα έχει αποστεί αυτής (της έγγαμης συμβίωσης) από εύλογη αιτία. Άρα, αυτή, κατ` αρχήν δικαιούται διατροφής από τον υπόχρεο εναγόμενο σύζυγό της, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη. Το δικαίωμα δε αυτό έχει έστω και αν η ίδια, εν τέλει, μετά την ως άνω συμπεριφορά του εναγομένου, συμφώνησε στη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, καθόσον η ευθύνη αυτής της διακοπής βαρύνει τον εναγόμενο. Η ίδια η ενάγουσα δεν συντέλεσε σ` αυτή τη διακοπή με υπαίτιο παράπτωμα της, που να συνιστά λόγο διαζυγίου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Δεν επιβεβαιώνονται με πειστικότητα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ίδιος (ή και καταθέτουν οι μάρτυρες του στο ακροατήριο ή με τις ένορκες βεβαιώσεις) ότι η ενάγουσα αδιαφορούσε για την οικογένεια ή και ειδικότερα για την ανατροφή των τέκνων τους, ότι αυτή είχε επιθετική συμπεριφορά εναντίον του και ότι, τέλος, η ίδια, παρά την εκφρασμένη αντίθεση του, εγκατέλειψε την 1/4/2005, τη συζυγική οικία. Τέτοιο παράπτωμα δεν μπορεί βέβαια να θεμελιώσει η καθημερινή, έστω και επί πολλές ώρες, απασχόληση της ενάγουσας στο ως άνω πρατήριο υγρών καυσίμων, έστω και παρά την αντίρρηση του εναγομένου συζύγου της. Η απασχόληση της αυτή, αναγκαία για την αντιμετώπιση των αυξημένων οικογενειακών υποχρεώσεων, δεν μπορούσε να παρεμποδιστεί από τον εναγόμενο σύζυγό της. Και μπορεί βέβαια η ενάγουσα, αρχικά, στην από 27-2-2006 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, να μην κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην πιο πάνω συμπεριφορά του εναγομένου και να εκθέτει μόνο ότι υπήρχε δυσαρμονία στις σχέσεις τους και γι` αυτό διέκοψαν την έγγαμη συμβίωση τους (βλ. σχετικό δικόγραφο), πλην όμως, η ενάγουσα με την ως άνω αίτηση της ζητούσε μόνο την επιμέλεια των τέκνων τους και την καταβολή διατροφής αυτών (και όχι και της ίδιας) και έτσι δεν ήταν αναγκαία η αναφορά των λόγων διακοπής της συμβίωσης τους. Σε κάθε περίπτωση δεν επικαλείται όψιμα τα ως άνω, σε βάρος του εναγομένου, περιστατικά, όπως υποστηρίζει ο τελευταίος, καθόσον αυτή, κατά τα παραπάνω, την 1/4/2005 με τη διακοπή, δηλαδή, της συμβίωσης τους, επισκέφθηκε το Αστ. Τμήμα Στυλίδας, όπου και δήλωσε τη βίαιη απώθηση της από τον εναγόμενο και την απαίτηση του να αποχωρήσει από τη συζυγική οικία. Επομένως, δεν αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός (ένσταση) του εναγομένου ότι η ενάγουσα δικαιούται ελαττωμένης μόνο διατροφής (αρθ. 1391 εδ. β΄ του ΑΚ), όπως τον ισχυρισμό του πρότεινε, επικουρικά, παραδεκτά πρωτόδικα (αρθρ. 262 παρ. 1, 591 παρ. ιγ΄ του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 2/2005). Έτσι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε την ίδια, κρίνοντας με την αυτή αιτιολογία ότι η ενάγουσα από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση και ότι, απορρίπτοντας κατ` ουσία την ως άνω ένσταση (της ελαττωμένης διατροφής), η τελευταία (ενάγουσα) δικαιούται, κατ` αρχήν, να αξιώσει πλήρη διατροφή σε χρήμα, ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Δεν έσφαλε, λοιπόν και γι` αυτό ο συναφής (πρώτος, υπό στοιχ. Δικ. 2.1.2.1) λόγος της έφεσης του εναγομένου, με τον οποίο, υποστηρίζοντας τα αντίθετα, επαναφέρει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. 
Περαιτέρω, από τα ίδια, όπως παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι τα δύο ανήλικα τέκνα, μαθητές ήδη Δημοτικού Σχολείου, δεν έχουν περιουσία και εισοδήματα και φυσικά, λόγω της ηλικίας τους, δεν μπορούν να εργαστούν. Συνεπώς, δεν μπορούν να διατραφούν μόνα τους και δικαιούνται, κατ` αρχήν, να αξιώσουν διατροφή από τον εναγόμενο πατέρα τους, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να στραφούν και κατά των δύο γονέων τους (βλ. ΑΠ 687/2004, ΕφΘεσ. 683/2004 Αρμ. 2005-1583).- Η ενάγουσα είναι μεν πτυχιούχος ΤΕΙ (φυσικοθεραπεύτρια), πλην όμως δεν απασχολήθηκε μέχρι τώρα με αυτή την ειδικότητα. Από το έτος 2004 εργάστηκε, όπως αναφέρθηκε, ως υπάλληλος στο πρατήριο υγρών καυσίμων της θείας της ...... , στη Στυλίδα. Στο ίδιο πρατήριο εργαζόταν και κατά το χρόνο έγερσης της αγωγής της (Μάιο 2006) και μέχρι το Δεκέμβριο του έτους 2006. Κατά το διάστημα αυτό λάμβανε μηνιαίως, με συνυπολογισμό των δώρων εορτών και επιδόματος αδείας (βλ. ΑΠ 826/1996 ΕλΔ/νη 1997-1077) το καθαρό ποσό των 650 ευρώ. Για το χρονικό διάστημα από 11/12/2006 μέχρι 10/12/2007 λάμβανε μηνιαίως, ως επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, το καθαρό ποσό των 395,14 ευρώ (βλ. τη σχετική βεβαίωση του ΟΑΕΔ). Από την 1/11/2007 απασχολείται στο Δήμο Στυλίδας με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και δη διάρκειας μέχρι 30-4- 2009, με μηνιαίες (καθαρές) αποδοχές ύψους 496 ευρώ, μαζί με τα δώρα και το επίδομα αδείας (βλ. την από 4-3-2008 βεβαίωση του δημάρχου του ως άνω Δήμου). Ωστόσο, η ενάγουσα είναι νέα (γεννήθηκε το έτος 1969), υγιής και είχε και έχει τη δυνατότητα, απασχολούμενη ως φυσικοθεραπεύτρια (κυρίως) ή σε άλλη θέση εργασίας, να έχει μόνιμη εργασία (κατά το προηγούμενο, ως άνω διάστημα, που δεν είχε ή και καθ` όλη την ένδικη περίοδο) ή να συμπληρώνει το εισόδημα της. Έστω δε και αν έχει και την επιμέλεια των τέκνων της, είχε τη δυνατότητα για εργασία, όπως προκύπτει και από την προηγούμενη απασχόληση της (2004-2006) σε χρόνο που τα τέκνα της είχαν μικρότερη ηλικία. Έτσι, η ενάγουσα από την εργασία της, κύρια ή συμπληρωματική, όπως, με βάση τα παραπάνω, είχε (και έχει) υποχρέωση να αναζητήσει (βλ. Εφ Λαρ. 61/2007 Δικογραφία 2007-232, ΕφΑθ. 951/2004 ΕλΔ/νη 2005-199, ΕφΑθ. 2218/1996 Αρμ 1997-361) και μπορούσε (και μπορεί) να εξασφαλίσει συνολικά (είτε κύρια είτε και συμπληρωματικά) εισόδημα 700 ευρώ το μήνα, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο εναγόμενος με επίκληση, με την έφεση του, όχι μόνο γεγονότων που επικαλέστηκε πρωτόδικα, αλλά και εκείνων που γεννήθηκαν (σε σχέση με την εργασία και τις αποδοχές της ενάγουσας ή και του ίδιου) μετά την πρωτόδικη συζήτηση (αρθρ. 269 παρ. 1, 2β΄, 527 περ. 2, 3 του ΚΠολΔ, βλ. ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 2070/2007 οπ, ΑΠ 900/2005 ΕλΔ/νη 2005-1077, ΕφΠειρ. 155/2004 ΕλΔ/νη 2005- 1518). Άλλα εισοδήματα δεν έχει η ενάγουσα. Έχει δε την ψιλή κυριότητα ενός κατ/τος 90τ.μ. στη Λαμία (βλ. και τις προτάσεις της ενάγουσας), χωρίς όμως απ` αυτό να έχει πρόσοδο αφού οι γονείς της, που έχουν την επικαρπία αυτού, εισπράττουν τα μισθώματα. Άλλη περιουσία δε έχει. Διαμένει (από την αρχή της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης) μαζί με τα τέκνα της σε οικία, όπως αναφέρθηκε, των γονέων της, στη Νέα Μαγνησία Λαμίας. Μαζί τους διαμένουν και οι γονείς της. Η οικία των γονέων της εξυπηρετεί τις οικογενειακές ανάγκες της. Δεν προκύπτει με πειστικότητα κάτι το διαφορετικό. Έτσι δεν απαιτείται, προς το παρόν τουλάχιστον, η μίσθωση νέας κατοικίας. Δεν επιβαρύνεται, έτσι, με ενοίκιο και δεν συμμετέχει στις κοινόχρηστες δαπάνες. Κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζει και η ίδια ή οι μάρτυρες της με πειστικότητα. Είναι ιδιοκτήτρια ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου (SEAT LEON), που αγόρασε το έτος 2005 (μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης) αντί τιμήματος 15.290 ευρώ (βλ. το ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης). Η αγορά του ήταν αναγκαία για τις μετακινήσεις της ίδιας και των τέκνων της, ενώ για την αποπληρωμή του τιμήματος θα καταβάλει μηνιαίως 159,27 ευρώ μέχρι τις 19-8-2009 (βλ. σχετικό παραστατικό). Το ποσό αυτό δεν αφαιρείται από το εισόδημα της, γιατί με την καταβολή του αποκτά περιουσιακό στοιχείο. Ακόμη, η ενάγουσα καταβάλει το ποσό των 493,52 ευρώ ετησίως (και μηνιαίως 41,10 ευρώ) για αναγκαία όπως κρίνεται, ιδιωτική ασφάλισης ζωής της (βλ. την από 25-1-2007 βεβαίωση της ασφαλιστικής εταιρείας σε «...»). Τέλος, η ενάγουσα το Μάρτιο του έτους 2006, για την αντιμετώπιση, δικαιολογημένων, οικογενειακών υποχρεώσεων της, έλαβε από την τράπεζα ... προσωπικό δάνειο 6.000 ευρώ. Για την αποπληρωμή αυτού θα καταβάλλει μηνιαία δόση 192,20 ευρώ μέχρι τις 8-3-2009 (βλ. σχετικό πίνακα δόσεων). Τα πιο πάνω ποσά των δόσεων (ασφάλισης και δανείου) συνεκτιμώντας ως βιοτική της ανάγκη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι δάσκαλος, διορισμένος από ετών σε οργανική θέση δημόσιου δημοτικού σχολείου. Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του, όπως προκύπτει από τη συνεκτίμηση των βεβαιώσεων αποδοχών και των εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος, ανέρχονται κατά την ένδικη περίοδο στο ποσό, μαζί με τα δώρα και το επίδομα αδείας, των 1.600 ευρώ κατά μέσο όρο, κατά την κρίσιμη περίοδο. Άλλα εισοδήματα δεν αποδείχθηκε ότι έχει για το χρονικό διάστημα μετά την έγερση της αγωγής (Μάιο 2006). Δεν αποδείχθηκε ότι παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, ή ότι συνέχισε να απασχολείται ως ελεύθερος συνεργάτης της εταιρείας σταθερής τηλεφωνίας -.......... , όπως πράγματι απασχολήθηκε το προηγούμενο έτος 2005. δεν προσκομίζεται βεβαίωση της εταιρίας αυτής ή και άλλης για επί πλέον εισοδήματα του. Είναι, περαιτέρω, ιδιοκτήτης ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου (SEAT IBIZA) που αγόρασε το έτος 2005 (μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης) αντί 13.650 ευρώ. Για την αποπληρωμή του τιμήματος του θα καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 113,50 ευρώ μέχρι τις 8/9/2010 (βλ. την άδεια κυκλοφορίας του και το ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης), χωρίς όμως το ποσό αυτό να αφαιρείται από το εισόδημα του, γιατί με την καταβολή του αποκτά περιουσιακό στοιχείο (βλ. Σταθόπουλος - Γεωργιάδης, Αστ. Κωδ. Αρθρ. 1487, αριθμ. 41). Αλλη περιουσία δεν έχει. Διαμένει δε σε μισθωμένη οικία στη Λαμία και καταβάλει από το 2006 και εφεξής μηνιαίο μίσθωμα 300 ευρώ (βλ. προσκομιζόμενα από 6-10-2006 και 1-8- 2008 μισθωτήρια). Επιβαρύνεται επίσης με κοινόχρηστες δαπάνες (ΔΕΗ, ύδρευσης, πετρελαίου θέρμανσης, καθαριότητας) ύψους 150 ευρώ μηνιαίως, αλλά και με δαπάνες τηλεφώνου (κινητού και σταθερού) ποσού 40 ευρώ μηνιαίως, το οποίο και κρίνεται αναγκαίο για την επικοινωνία του με τα τέκνα του ή για τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του. Ακόμη καταβάλει για ασφάλεια ζωής κ.λ.π. των δύο τέκνων του 753,03 ευρώ ετησίως (= 62,75 ευρώ το μήνα), όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις της εταιρίας «.....». Τα παραπάνω ποσά, όπως και εκείνα των 168 ευρώ και 340 ευρώ ετησίως, αντίστοιχα, για τέλη κυκλοφορίας και ασφάλιστρα του αυτοκινήτου, δεν αφαιρούνται από το εισόδημα του εναγομένου, αλλά απλώς συνεκτιμώνται ως επί πλέον βιοτικές ανάγκες του (βλ. ΕφΘεσ. 1896/1999 Αρμ 1999-1062, ΕφΘεσ. 873/1989 ΕλΔ/νη 1989-1016, Σταθόπουλος - Γεωργιάδης, Αστ. Κωδ., άρθρ. 1487, αριθμ. 40-44). Τέλος, ο εναγόμενος το Μάρτιο του έτους 2008 έλαβε, από το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων, δάνειο 5.000 ευρώ. Για την αποπληρωμή αυτού θα καταβάλλει μηνιαία δόση 147,62 ευρώ (γίνεται παρακράτηση από το μισθό του). Το δάνειο αυτό το έλαβε σε πλήρη εξόφληση προηγουμένου δανείου, αντίστοιχου ποσού, που έλαβε από την τράπεζα ......... (βλ. σχετικά παραστατικά του παραπάνω Ταμείου και της Τράπεζας). Το δάνειο κρίνεται ότι το έλαβε πράγματι για να ανταποκριθεί στις άμεσες υποχρεώσεις του (ληξιπρόθεσμες) από την εκτέλεση της εκκαλούμενης απόφασης (για καταβολή της επιδικαζόμενης διατροφής). Έτσι ως τέτοιο (το δάνειο) ήταν απαραίτητο και η μηνιαία δόση του συνεκτιμάται ως επί πλέον βιοτική ανάγκη του (βλ. και Σταθόπουλος - Γεωργιάδης, ο.π., αρθρ. 1487, αριθμ. 41-44). 
Αντίθετα το επί πλέον δάνειο των 3.000 ευρώ που έλαβε από την τράπεζα Κύπρου το ίδιο, ως άνω, διάστημα (2008) δεν κρίνεται απαραίτητο, δεν είναι ανάλογο των εν γένει υποχρεώσεων και δεν δικαιολογείται με πειστικότητα η λήψη του για την αντιμετώπιση οικογενειακών υποχρεώσεων του. Ως εκ τούτου δεν αφαιρείται από το εισόδημά του αλλά και δεν συνεκτιμάται ως επί πλέον βιοτική ανάγκη του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα δύο τέκνα (η ....) ήταν, κατά το κρίσιμο χρόνο της εγέρσεως της αγωγής (Μάιος 2006), ηλικίας 7 ετών και 5 ετών, αντίστοιχα. Ήταν τότε και στη συνέχεια μαθητές Δημοτικού Σχολείου, αντίστοιχα, και η ενάγουσα από το έτος 2006 καταβάλει για μαθήματα Αγγλικών και πιάνου της .... τα ποσά των 80 ευρώ και 15 ευρώ αντίστοιχα. Και κατά τα επόμενα έτη της ένδικης περιόδου θα δαπανά τουλάχιστον τα ίδια ποσά για ιδιαίτερα μαθήματα γλώσσας και πιάνου. Οι υπόλοιπες δαπάνες της ενάγουσας, σύμφωνα με τα παραπάνω, για την εκπαίδευση, διατροφή, ένδυση, ψυχαγωγία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των ανηλίκων είναι οι συνηθισμένες τέκνων ίδιας ηλικίας με αυτά, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται με πειστικότητα, ούτε άλλωστε προκύπτει, επί πλέον ιδιαίτερες δαπάνες (ΑΠ 1801/1985 ΕΕΝ 53-663 Σταθόπουλος - Γεωργιάδης, ο.π., αρθρ. 1493, αριθμ. 89). Με βάση τις παραπάνω αναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων γονέων των ανηλίκων τέκνων και τις εν γένει περιστάσεις η κατά μήνα διατροφή τους, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας (αρθρ. 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 838/1995 ΕλΔδ/νη 1997- 577), προσδιορίζεται στα ποσά των 300 ευρώ, για την Ευαγγελία και των 250 ευρώ, για τη Ζωή. Τα ποσά αυτά είναι ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες ανάγκες τους, όπως αυτές προκύπτουν από την κοινή πείρα (ΑΠ 838/1995 ο.π.) και τις συνθήκες ζωής τους (αρθ. 1493 του ΑΚ) που αναφέρθηκαν παραπάνω και ανταποκρίνονται στα απαραίτητα έξοδα για τη διατροφή, συντήρηση και την εν γένει εκπαίδευση τους (αρθ. 1493 εδ. β΄ του ΑΚ).- Στα ποσά αυτά συνυπολογίζεται και η προσωπική εργασία που προσφέρει η ενάγουσα μητέρα τους για την περιποίηση και φροντίδα αυτών, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα (ΑΠ 397/1993 ο.π., ΕφΑθ. 10762/1997 ΕλΔ/νη 1998-1354). Με τη διατροφή των δύο ανηλίκων τέκνων βαρύνονται και οι δύο γονείς τους, ο καθένας ανάλογα με τις ως άνω δυνάμεις τους (εισοδήματα ή περιουσία και υποχρεώσεις τους), κατά τη βάσιμη ουσιαστικά κατά ένα μέρος ένσταση συνεισφοράς στη διατροφή τους και της ενάγουσας (αρθρ. 1389, 1390, 1485 επ., και 1489 εδ. β΄ του ΑΚ), όπως παραδεκτά πρότεινε πρωτόδικα ο εναγόμενος (αρθρ. 262 παρ. 1, 591 παρ. 1γ΄ του ΚΠολΔ) και σε κάθε περίπτωση επαναφέρει ή και προτείνει τώρα προς απόκρουση της εφέσεως της ενάγουσας (αρθρ. 527 αριθ. 1 του ΚΠολΔ). Για τον προσδιορισμό της αναλογίας που βαρύνει τον εναγόμενο πρέπει να γίνει αναγωγή της οικονομικής δυνατότητας κάθε γονέα στο σύνολο των εισοδημάτων τους. Έτσι, σύμφωνα με τα παραπάνω η αναλογία που βαρύνει τον μεν εναγόμενο ανέρχεται στο ποσό των 233 ευρώ, για την .... και των 194 ευρώ, για τη .. , τη δε ενάγουσα στα ποσά (υπόλοιπα) των 67 ευρώ και 56 ευρώ, αντίστοιχα. Η ενάγουσα τα πιο πάνω ποσά τα καλύπτει με τις προσωπικές υπηρεσίες της (ΑΠ 377/1993), που αποτιμώμενες σε χρήμα (ΑΠ 373/1993), ανέρχονται στο παραπάνω ύψος. Ο εναγόμενος μπορεί δε να καταβάλει τα ως άνω ποσά, χωρίς να διακινδυνεύει η δική του διατροφή, δεδομένου ότι από το νόμο δεν έχει υποχρέωση να διατρέφει άλλα πρόσωπα. Γι` αυτό και η ένσταση του εναγομένου (για διακινδύνευση της δικής του διατροφής), που είναι νόμιμη, γιατί επικαλείται ότι τα τέκνα του μπορούν να στραφούν εναντίον της υπόχρεης μητέρας τους (αρθρ. 1487 εδ. β΄ του ΑΚ, βλ. ΑΠ 676/2000 ΕλΔ/νη 2000-597 ΕφΘεσ.1439/2005) την οποία παραδεκτά προτείνει προς απόκρουση της εφέσεως της ενάγουσας (αρθρ. 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά συνέπεια η εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε τα ίδια και έστω με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, επιδίκασε τα ίδια ποσά ως διατροφή των ανηλίκων, ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Δεν έσφαλε και γι` αυτό, μετά την παράθεση των ορθών αιτιολογιών χωρίς εξαφάνιση της εκκαλούμενης (αρθρ. 534 του ΚΠολΔ), πρέπει οι αντίθετοι λόγοι της έφεσης της ενάγουσας, με τους οποίους παραπονείται για το ως άνω ύψος των ποσών διατροφής των ανηλίκων που επιδικάστηκαν, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. 
Τέλος, με βάση τις παραπάνω οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων και τις ανάγκες της ενάγουσας, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από τις συνθήκες της ζωής της, στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης της με τον εναγόμενο, αλλά και από τις νέες ανάγκες της, που προέκυψαν μετά τη διακοπή της και συνεπεία της χωριστής διαβίωσης, η ενάγουσα, που, κατά τα παραπάνω, από εύλογη αιτία διέκοψε την έγγαμη συμβίωση, ως έχουσα μικρότερα (όπως προσδιορίστηκαν) εισοδήματα από τον εναγόμενο σύζυγο της, δικαιούται διατροφής απ` αυτόν. Η διατροφή αυτή προσδιορίζεται στο ποσό των 170 ευρώ, το οποίο και αποτελεί την αναλογία, που ο εναγόμενος θα ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει για τη διατροφή της στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης, με μέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ίδια και, έστω με διάφορη αιτιολογία, προσδιόρισε τη διατροφή της ενάγουσας στο παραπάνω ποσό μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου (βλ. ΕφΠειρ. 155/2004 ΕλΔ/νη 2005-1518), ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι` αυτό και οι συναφείς λόγοι τόσο της έφεσης της ενάγουσας όσο και του εναγομένου με τους οποίους, ο καθένας από την πλευρά του, παραπονείται για το ύψος της διατροφής αυτής που επιδικάστηκε, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Κατά συνέπεια τούτων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος για έρευνα πρέπει και οι δύο εφέσεις να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες στο σύνολό τους. 
Τέλος, ο εκκαλών κάθε έφεσης πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αντιστοιχού εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο σχετικό αίτημα τους (αρθρ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
Δικάζονται κατ` αντιμωλία των διαδίκων. 
Συνεκδικάζει τις δύο, από 6-5-2008 (της ......) και 25-2-2008 (του ........), εφέσεις κατά της υπ` αριθ. 52/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (διαδικασία διαφορών από διατροφή συζύγου και τέκνων). 
Δέχεται αυτές τυπικά και τις απορρίπτει κατ` ουσία. Καταδικάζει τον εκκαλούντα κάθε έφεσης στα δικαστικά έξοδα του αντίστοιχου εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού, τα οποία, για κάθε έφεση, ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου