Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

ΕλΣυν Ολ 244/17 : Συντάξεις Δημοσίου - Εισφορά Αλληλεγγύης - Συνταγματικότητα. Τίθεται το ζήτημα της συμβατότητας των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010 σε σχέση με τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.

ΕλΣυν Ολ 244/17 :  Συντάξεις Δημοσίου - Εισφορά Αλληλεγγύης - Συνταγματικότητα. Τίθεται το ζήτημα της συμβατότητας των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010  σε σχέση με τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.Κρίθηκε ότι οι επίμαχες διατάξεις, καθ’ ο μέρος επιβλήθηκε με αυτές εισφορά αλληλεγγύης στις συντάξεις του Δημοσίου, και συνακόλουθα καθ’ ο μέρος αυξήθηκε με αυτές το ύψος της επίμαχης εισφοράς για τους συνταξιούχους του Δημοσίου είναι αντίθετες προς τις απορρέουσες απο το Σύνταγμα αρχές. Αντίθετη μειοψηφία. Κατά την κρατήσασα γνώμη, πρέπει, ως χρονικό σημείο επέλευσης των αποτελεσμάτων της διάγνωσης της αντίθεσης των ανωτέρω διατάξεων με το Σύνταγμα να ορισθεί ο χρόνος δημοσίευσης της παρούσας απόφασης. Κρίση περί μη καταβολής δικαστικού ενσήμου σε αναγνωριστική αγωγή ενώπιον του ΕΣ. Αντίθετη μειοψηφία.

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΑΠΟΦΑΣΗ 244/2017

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Δεκεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Νικόλαος Αγγελάρας, Πρόεδρος, Ιωάννης Σαρμάς, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Σωτηρία Ντούνη, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη και Άννα Λιγωμένου, Αντιπρόεδροι, Γεώργιος Βοΐλης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Ελένη Λυκεσά, Σταμάτιος Πουλής, Κωνσταντίνα Ζώη, Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα, Αγγελική Μυλωνά, Γεωργία Τζομάκα, Αργυρώ Λεβέντη, Στυλιανός Λεντιδάκης, Θεολογία Γναρδέλλη, Βιργινία Σκεύη, Κωνσταντίνος Εφεντάκης, Αγγελική Μαυρουδή, Αγγελική Πανουτσακοπούλου, Δέσποινα Τζούμα, Δημήτριος Τσακανίκας, Ευφροσύνη Παπαθεοδώρου και Βασιλική Προβίδη, Σύμβουλοι. Γραμματέας η Γεωργία Μαρινοπούλου.Μιχαήλ Ζυμής, Γενικός Επίτροπος Επικρατείας.
Για να δικάσει την από 10.9.2014 αγωγή:
του Θ.Χ. του Γ., κατοίκου …….. Αττικής (οδός ……), ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ΑΤ (Α.Μ. Δ.Σ.Α….),
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους ΚΚ και Ν Κ, Σύμβουλο και Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αντιστοίχως.
Η πιο πάνω αγωγή, εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου κατόπιν της ΦΠΔ/75175/29.10.2014 Πράξης της Επιτροπής του άρθρου 108Α του π.δ/τος 1225/1981.
Με την αγωγή αυτή ο ενάγων επιδιώκει να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον ενάγοντα, νομιμοτόκως, το ποσό των 21.940,32 ευρώ.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή αυτής.
Τους αντιπροσώπους του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής. Και
Τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος, υπό την προϋπόθεση της καταβολής από τον ενάγοντα του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου, πρότεινε η αγωγή να κρατηθεί και να δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο και, αφού διαγνωσθεί η αντίθεση των διατάξεων των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010 προς τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, η υπόθεση να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εξέταση στο II Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τους Συμβούλους Κωνσταντίνο Κωστόπουλο, Γεωργία Μαραγκού, Ασημίνα Σαντοριναίου και Δέσποινα Καββαδία - Κωνσταντάρα που απουσίασαν λόγω κωλύματος.
Άκουσε την εισήγηση του Συμβούλου Κωνσταντίνου Εφεντάκη και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
Ι. Με την υπό κρίση αγωγή - κατά τη συζήτηση της οποίας στο ακροατήριο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος κατέθεσε δήλωση για την τροπή του αιτήματος αυτής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό - ο ενάγων, τέως δικαστικός λειτουργός (……. του Συμβουλίου της Επικρατείας) και ήδη από 1.7……….πολιτικός συνταξιούχος του Δημοσίου, ζητεί να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να του καταβάλει εντόκως, με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξόφλησης, το ποσό των 21.940,32 ευρώ, το οποίο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010 περί Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης, φέρεται ότι παρακρατήθηκε από τη σύνταξή του κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2012 έως 10.9.2014.
ΙΙ. Το άρθρο 108Α «Πρότυπη δίκη - προδικαστικό ερώτημα» του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 (Α΄ 51), ορίζει ότι «1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο ενώπιον οποιουδήποτε Τμήματος, μπορεί, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικράτειας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, να εισαχθεί για εκδίκαση ενώπιον της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου με πράξη τριμελούς Επιτροπής, η οποία αποτελείται από τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, όταν η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του Τμήματος στο οποίο προεδρεύει, και τον Πρόεδρο του Τμήματος στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο βοήθημα ή μέσο, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων. Η πράξη αυτή που δημοσιεύεται σε δύο εφημερίδες των Αθηνών, συνεπάγεται την αναστολή εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα …… Μετά την επίλυσή του, η Ολομέλεια μπορεί να παραπέμπει το ένδικο βοήθημα ή μέσο στο αρμόδιο Τμήμα, για περαιτέρω εξέταση. Η απόφαση της Ολομέλειας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιoν της δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες ……».
ΙΙΙ. Α. Το άρθρο 274 - του κυρωθέντος, με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/ 1999, Α΄ 97, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος εφαρμόζεται αναλόγως και στις ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκες σύμφωνα με το άρθρο 123 του π.δ/τος 1225/1981 «Περί εκτελέσεως των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων», όπως το τελευταίο αυτό άρθρο ισχύει ύστερα από την αντικατάστασή του με το άρθρο 12 παρ. 2 το ν. 3472/2006, Α΄ 135) - ορίζει ότι: «1. Για το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής, είτε αυτή ασκείται αυτοτελώς είτε σωρευτικώς με προσφυγή (…), καταβάλλεται το τέλος δικαστικού ενσήμου που προβλέπεται από το ν. ΓΟΗ/1912, όπως εκάστοτε ισχύει ……». Συναφώς, το άρθρο 2 του ν. ΓΟΗ/1912 (Α΄ 3), όριζε αρχικώς ότι: «1. Οσάκις η αξία του αντικειμένου της αγωγής είναι ανωτέρα των δραχμών 10.000 επιβάλλεται τέλος (…) οριζόμενον εις δραχμάς μεν δέκα, οσάκις η αξία αύτη δεν είναι ανωτέρα των δραχμών εικοσιπέντε χιλιάδων, εις δραχμάς δε είκοσι πέντε, οσάκις δεν είναι ανωτέρα των δραχμών πεντήκοντα χιλιάδων. Αι δε ποσότητες αι υπερβαίνουσαι τας 50.000 δραχμών υποβάλλονται εις τέλος δραχμών πεντήκοντα κατά πάσαν προσθήκην από κλάσματος δραχμής μέχρις εικοσιπέντε χιλιάδων δραχμών. Εξαιρούνται της διατάξεως ταύτης αι κατά τον Ν. ΓΨΗΖ΄(3797) του 1911 ενασκούμενοι αγωγαί περί προσωρινών μέτρων». Τα ποσά του ως άνω τέλους διπλασιάσθηκαν με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν.δ/τος της 29.12.1922 (Α΄ 290), ενώ με το άρθρο 11 του ν.δ/τος 4189/1961 (Α΄ 149) ορίσθηκε ότι: «Το επί τη βάσει του άρθρου 2 του Νόμου ΓΟΗ (…) περί δικαστικού ενσήμου, ως ούτος ετροποποιήθη μεταγενεστέρως, προβλεπόμενον επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής τέλος (αγωγόσημον), επιβάλλεται οσάκις η αξία του αντικειμένου της αγωγής είναι ανωτέρα των δραχμών δέκα πέντε χιλιάδων (15.000)». Περαιτέρω, με το άρθρο 7 του ν.δ/τος 1544/1942 (Α΄ 189), ορίσθηκε ότι: «1. … 3. Η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓΟΗ είναι ότι εις το δι’ αυτού επιβαλλόμενον τέλος δεν υπόκεινται αι απλώς αναγνωριστικαί αγωγαί ως και αι περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού». Η διάταξη, ωστόσο, αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α΄ 165), ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού», για να επακολουθήσει νέα αντικατάστασή της, με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012 (Α΄ 51), ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663, 677, 681Α και 681Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Σε συνέχεια δε των ανωτέρω ρυθμίσεων, η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του ν. ΓΟΗ/1912, αντικατασταθείσα, με τη σειρά της, με την περίπτωση 6 της υποπαραγράφου ΙΓ.1 της παραγράφου ΙΓ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ. 16 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18), ορίζει πλέον ότι: «Το δικαστικό ένσημο καθορίζεται σε ποσοστό οκτώ τοις χιλίοις (8%ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις, εφόσον το αιτούμενο ποσό είναι ανώτερο των διακοσίων (200) ευρώ. Επιπλέον αυτού, καταβάλλεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Τομέας Ασφάλισης Νομικών), ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) υπέρ του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.ΟΠ.Υ.Υ.) και χαρτόσημο ποσοστού 2,4%, τα οποία ανωτέρω ποσοστά υπολογίζονται επί του ποσού του δικαστικού ενσήμου (…)».
Β. Η έννοια των ανωτέρω διατάξεων είναι ότι ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας εξαρτά από την καταβολή δικαστικού ενσήμου το παραδεκτό μόνον της καταψηφιστικής αγωγής, παραπέμποντας, με το άρθρο 274 αυτού, στον ν. ΓΟΗ/1912, για τον προσδιορισμό του ύψους του εν λόγω τέλους. Αντιθέτως, η αναγνωριστική αγωγή του άρθρου 73 παρ. 2(β) του ίδιου Κώδικα δεν υπόκειται σε δικαστικό ένσημο, καθόσον για αυτήν ανάλογη παραπομπή στον ν. ΓΟΗ/1912 δεν γίνεται. Οι δε ως άνω ρυθμίσεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ουδόλως εθίγησαν από τις επιγενόμενες διατάξεις των νόμων 3994/2011, 4055/2012, 4093/2012 και 4111/2013, οι οποίες αφορούν αποκλειστικώς διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αφού, με δεδομένο ότι όλες οι σχετικές εξαιρέσεις (αναγνωριστικές αγωγές επί εργατικών διαφορών, διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας, διαφορών από αυτοκίνητα και διαφορών από διατροφή, καθώς και αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης ή προσημείωσης και για την ακύρωση πλειστηριασμού) αναφέρονται σε ιδιωτικές διαφορές, σαφώς προκύπτει ότι βούληση του νομοθέτη ήταν η εκ νέου ρύθμιση του ζητήματος μόνο για τις τελευταίες και όχι η επιβολή της υποχρέωσης καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου για το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών, ανεξαρτήτως της δικαιοδοσίας στην οποία υπάγονται.
Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Οι προαναφερόμενες νεώτερες διατάξεις επιβάλλουν την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου για το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών χωρίς να κάνουν διάκριση αναλόγως των δικαστηρίων ενώπιον των οποίων ασκούνται, η οποία άλλωστε διάκριση πέραν του γεγονότος ότι δεν γίνεται από τον κοινό νομοθέτη και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνει από τον δικαστή αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε ουσιαστικά ανεπίτρεπτη από το Σύνταγμα νομοθέτηση από τα δικαστήρια θα ήταν και εντελώς αδικαιολόγητη και ασύμβατη με τη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4 Σ) και της παροχής εννόμου προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Σ) χωρίς αδικαιολόγητες διακρίσεις και προσκόμματα.
ΙV. Η υπό κρίση αγωγή, για την οποία, σύμφωνα με όσα έγιναν, κατά πλειοψηφία, δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, δεν απαιτείται, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από το Δημόσιο, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Τούτο δε διότι, με τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010 περί Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης, θεσπίστηκε παρακράτηση που βαρύνει, κατά τα εκεί ειδικότερα οριζόμενα, όλες εν γένει τις καταβαλλόμενες από το Δημόσιο Ταμείο συντάξεις και, ως εκ τούτου, η δικαστική ιδιότητα, την οποία ο ενάγων έφερε ενόσω ήταν στην ενέργεια, δεν ασκεί επιρροή, ώστε η υπόθεση να χρήζει παραπομπής στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος (πρβλ. Ελ. Συν. Ολομ. 4327/2014). Περαιτέρω, η αυτή αγωγή, λόγω του γενικότερου ενδιαφέροντος και με συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων της επιβληθείσας παρακράτησης, με βάση τις άνω διατάξεις των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010, παραδεκτώς, κατόπιν της τήρησης των προβλεπόμενων διατυπώσεων από το άνω άρθρο 108Α του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει ύστερα από το ν. 4055/2012, εισήχθη, με την ως άνω ΦΠΔ/75175/29.10.2014 Πράξη της Επιτροπής του άρθρου 108Α του π.δ/τος 1225/1981, ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Και αυτό προκειμένου να κριθεί το ζήτημα της συμβατότητας, των άρθρων αυτών - 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010 - σε σχέση με τα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από το Δημόσιο είναι αβάσιμα και, ως εκ τούτου, απορριπτέα, το μεν διότι, προκειμένης αγωγής, δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου, το δε διότι έχουν προκαταβληθεί οι εισφορές και τα ένσημα του ν. 4194/2013 (Α΄ 208).
V. Α. Από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος που προβλέπει ότι «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη», καθώς και από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας», απορρέουν οι αρχές της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιμότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης. Οι αρχές αυτές, κατ’ αρχήν, δεν επιτρέπουν την αιφνίδια μεταβολή ουσιωδών στοιχείων της σταθερά διαμορφωμένης νομικής και πραγματικής κατάστασης των προσώπων, στην διατήρηση των οποίων είχαν δικαιολογημένα αποβλέψει, μεταξύ άλλων, και κατά τον καθορισμό των συνθηκών και του επιπέδου διαβίωσής τους, παρά μόνον στο μέτρο που η μεταβολή αυτή δικαιολογείται από υπέρτερους λόγους δημοσίου συμφέροντος και στον βαθμό που, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας, τηρείται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ του υπερκείμενου αυτού συμφέροντος και των δικαιωμάτων ή των νομίμων προσδοκιών των θιγομένων από την μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος (πρβλ. Ελ. Συν. Πρακτ. Ολομ. της 4ης Ειδικής Συνεδρίασης της 31.10.2012, Ολομ. ΣτΕ 602/2003, ΣτΕ 1508/2002, αποφ. ΕΔΔΑ της 2.4.2015 Dimech κατά Μάλτας, σκ. 64, της 7.2.2013 Fabris κατά Γαλλίας, σκ. 66).
Β. Με το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» καθιερώνεται η αρχή της ισότητας, η οποία, όπως έχει παγίως κριθεί, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των τελούντων υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες προσώπων. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του Κράτους Δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ’ εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (ΑΕΔ 1/2012, Ελ. Συν. Ολομ. 2654/2013, 2340/2009, ΣτΕ Ολομ. 1286/2012 κ.ά.).
Γ. Στην παράγραφο 5 του αυτού άρθρου 4 του Συντάγματος που ορίζει ότι «Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», κατοχυρώνεται η αρχή της ισότητας των πολιτών στα δημόσια βάρη. Η αρχή αυτή αναλύεται στις επιμέρους ειδικότερες αρχές της καθολικότητας των δημοσίων βαρών και της αναλογικότητας της συνεισφοράς σε σχέση με τις δυνάμεις του συνεισφέροντος. Ως δημόσια δε βάρη νοούνται κάθε είδους υποχρεωτικές, χρηματικές ή υλικές οριστικές παροχές των πολιτών προς το Κράτος όπως φόροι, τέλη, δασμοί, κοινωνικοί πόροι, εισφορές, εφ’ όσον επιβάλλονται χωρίς ειδικό αντάλλαγμα υπέρ της βαρυνόμενης με αυτά κατηγορίας. Ενόψει των αρχών αυτών, ο νομοθέτης έχει, κατ’ αρχήν, την ευχέρεια να καθορίζει τις μορφές των δημοσίων βαρών, ήτοι των οικονομικών επιβαρύνσεων για τη δημιουργία δημοσίων εσόδων προς κάλυψη των δαπανών του Κράτους, που δύνανται να επιβληθούν στους βαρυνόμενους πολίτες με ποικίλες μορφές, περιορίζεται, όμως, από τις ανωτέρω αρχές, με τις οποίες επιδιώκεται από τον συνταγματικό νομοθέτη η πραγμάτωση της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στην προεκτεθείσα παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος. Από την ανωτέρω διάταξη, της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν αποκλείεται τα δημόσια βάρη να επιβάλλονται σε ορισμένο μόνο κύκλο προσώπων (κοινωνικοοικονομικές ομάδες) ή πραγμάτων, εφ’ όσον, όμως, δικαιολογείται η επιβάρυνση του κύκλου αυτού σε σχέση με τις μη βαρυνόμενες κατηγορίες, δηλαδή μόνον εάν δικαιολογείται από αντικειμενικά κριτήρια που τελούν σε συνάφεια με το ρυθμιζόμενο θέμα, όπως η σύνδεση της βαρυνόμενης κοινωνικοοικονομικής ομάδας με τον υπηρετούμενο από τη ρύθμιση σκοπό και η ωφέλεια που αυτή αντλεί από τον κοινωνικό ή οικονομικό τομέα στον οποίο αφορά η νομοθετική παρέμβαση ή από την ιδιαίτερη εισφοροδοτική ικανότητα της επιλεγείσας ως αποκλειστικά βαρυνόμενης κατηγορίας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2469-2471/2008, ΣτΕ 4986/2012, 3143/2015), η επιβολή δε του βάρους γίνεται επί συγκεκριμένης ύλης, πρόσφορης να καταδείξει την ικανότητα συμβολής της κατηγορίας και συναφούς προς τη θεσπιζόμενη ρύθμιση (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1241/2015).
Δ. Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 79 του Συντάγματος (με τις οποίες καθορίζεται η διαδικασία ψήφισης του προϋπολογισμού των εσόδων και εξόδων του Κράτους, του απολογισμού και του γενικού ισολογισμού του Κράτους, καθώς και έγκρισης των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης), σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 73 παρ. 2 (με τις οποίες καθορίζεται η προπαρασκευαστική – γνωμοδοτική διαδικασία πριν από την ψήφιση συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων που συνεπάγονται μακροχρόνιες δημοσιονομικές συνέπειες) και αυτές του άρθρου 75 (στις οποίες προβλέπεται η υποχρεωτική σύνταξη προκαταρκτικής έκθεσης για την κάλυψη της δαπάνης που συνεπάγονται νομοσχέδια με δημοσιονομικές επιπτώσεις), εκδηλώνεται η μέριμνα του συντακτικού νομοθέτη για τη δημοσιονομική διαχείριση (Ελ. Συν. Πρακτ. Ολομ. 26ης Γεν. Συν/σης της 17.12.2014 και πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3409, 3408, 1685/2013, 3668/2006). Περαιτέρω, με τις ρυθμίσεις αυτές, θεσπίζονται και ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις για τον οικονομικό προγραμματισμό και τον τρόπο διάθεσης των πεπερασμένων δημοσίων πόρων, που πρέπει να διανέμονται με γνώμονα την, επίσης συνταγματικής περιωπής, αρχή της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, συνιστώσα αναγκαία για την διασφάλιση της συνέχειας στην οικονομική λειτουργία του Κράτους και της εκτέλεσης της αποστολής του (Ελ. Συν. Ολομ. Πρακτ. 26ης Γεν. Συν/σης της 17.12.2014 και στο πνεύμα αυτό πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2115, 1116/2014, 1284, 1283, 668/2012 και αποφάσεις. ΕΔΔΑ της 15.10.2013 «Rimantas Savickas κατά Λιθουανίας», της 8.10.2013 «Mateus και Januario κατά Πορτογαλίας», της 7.5.2013 «Ιωάννα Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος»).
Δ.1. Από τις προεκτεθείσες ρυθμίσεις των άρθρων 73 παρ. 2, 75 και 79 του Συντάγματος συνάγεται, περαιτέρω, ότι κάθε επέμβαση στην δημοσιονομική σφαίρα, που συνεπάγεται επιβάρυνση των δημοσίων κεφαλαίων, απαιτεί την εξέταση των δημοσιονομικών επιπτώσεων βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων. Ειδικότερα, απαιτείται η ένταξη των πολιτικών στόχων με οικονομικό φορτίο (βλ. άρθρο 82 παρ. 1 του Συντάγματος, περί της χαρασσόμενης από την Κυβέρνηση γενικής πολιτικής της Χώρας και 79 παρ. 8 του Συντάγματος ως προς την ψήφιση από την Ολομέλεια της Βουλής των προγραμμάτων οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης), σε έναν ορθολογικό συνολικό σχεδιασμό, βάσει των αρχών και των πορισμάτων της δημοσιονομικής και της οικονομικής επιστήμης, που περιλαμβάνει την ανάλυση των δημοσιονομικών δεδομένων και κινδύνων, την εξέταση των άμεσων και μελλοντικών δημοσιονομικών επιπτώσεων, αλλά και την εξέταση όλων των εναλλακτικών λύσεων για την επίτευξη της ηπιότερης δυνατής επιβάρυνσης των δημοσίων πόρων, προκειμένου να διασφαλισθεί η αρχή της δημοσιονομικής βιωσιμότητας (Ελ. Συν. Ολομ. Πρακτ. 26ης Γεν. Συν/σης της 17.12.2014 και, κατ’ αναλογία, επί των επιπτώσεων των επεμβάσεων στους φυσικούς πόρους κατά τη διαμόρφωση του περιβαλλοντικού, χωροταξικού σχεδιασμού, ΣτΕ Ολομ. 3920/2010, 3396-7/2010, 3037/2008, 705/2006, 1569/2005 κ.ά.). Στο πλαίσιο αυτό, ο νομοθέτης διαθέτει ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης κατά τη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή ένα ευρύ φάσμα δικαστικά ανέλεγκτης πολιτικής εκτίμησης και επιλογής, ενόψει, αφενός των οριζομένων στην παράγραφο 1 του άρθρου 106 του Συντάγματος που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. …» και αφετέρου της θεσπιζόμενης στο άρθρο 26 του Συντάγματος αρχής της διάκρισης των λειτουργιών. Δύναται δε ο νομοθέτης να αξιώνει από όλους τους πολίτες να εκπληρώνουν το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 25 του Συντάγματος, ενώ ειδικά σε περιόδους παρατεταμένης οικονομικής κρίσης μπορεί να θεσπίζει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κοινωνικοοικονομικών ομάδων, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις προεκτεθείσες συνταγματικές αρχές του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ισότητας των πολιτών ενώπιον του νόμου και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κοινωνικοοικονομικών ομάδων, αναλόγως των δυνάμεων αυτών. Συνεπώς, η όποια νομοθετική επέμβαση στα δικαιώματα και τις νόμιμες προσδοκίες των βαρυνόμενων με τα μέτρα κατηγοριών, που έχει τη μορφή επιβολής δημοσίων βαρών και συντελείται στο πλαίσιο δημοσιονομικής προσαρμογής για την αντιμετώπιση οικονομικής κρίσης με στόχο τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, απαιτείται από το Σύνταγμα να μην παραβιάζει τις ανωτέρω αρχές. Ενόψει δε και της αρχής της αναλογικότητας, επιβάλλεται να τηρείται μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των προσδοκιών των πολιτών αφενός και του δημοσίου συμφέροντος το οποίο υπηρετείται με την επιβολή των μέτρων αφετέρου, ενώ η οξύτητα της κρίσης και η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισής της προς διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας αποτελεί κριτήριο το οποίο σταθμίζεται κατά τον έλεγχο συμβατότητας των θεσπιζόμενων μέτρων προς τις ανωτέρω αρχές.
Δ.2. Στο πλαίσιο αυτό, και ενόψει των συνταγματικών αρχών του Κράτους Δικαίου και της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες, όπως και οι λοιπές ανωτέρω αρχές δεν υποχωρούν υπό συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης, αλλά εξακολουθούν να αποτελούν κατά το Σύνταγμα πάγιες δικλείδες προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, απαιτείται τα νομοθετικά μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως άλλωστε και κάθε νομοθετική ρύθμιση, να αιτιολογούνται και να εντάσσονται κατά τρόπο διαφανή, συστηματικό, συνεκτικό, συνεπή και αποτελεσματικό στον κατά τα ανωτέρω συνολικό οικονομικό σχεδιασμό του Κράτους και στο ειδικότερο πεδίο οικονομικής δράσης με το οποίο σχετίζονται, υπηρετώντας την συνταγματική αρχή της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, ώστε να παρίσταται, κατ’ αρχήν, θεμιτή η επιβολή τους από την άποψη του υπηρετούμενου με αυτά σκοπού (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 668/2012, 3578/2010, αποφ. ΔΕΚ της 19.5.2009, C-171/07 και C-172/07 «Apothekerkammer des Saarlandes», σκ. 42, της 9.7.1981, C-169/80 «Administration des douanes κατά Société anonyme Gondrand Frères και Société anonyme Garancini», σκ. 17 και ΕΔΔΑ της 28.3.2000 «Baranowski κατά Πολωνίας», παρ. 52). Προκειμένου δε να καθίσταται εφικτός ο κατ’ άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος ουσιαστικός και πλήρης δικαστικός έλεγχος της συμβατότητας των επιβαλλόμενων μέτρων προς τις ανωτέρω συνταγματικές εγγυήσεις και να μην αναιρείται η πρακτική αποτελεσματικότητα των συνταγματικών αυτών ρυθμίσεων περί ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, που συνιστούν βασικό πυλώνα του Κράτους Δικαίου, στην περίπτωση που η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας επιβάλλονται σε συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική ομάδα, ιδίως δε, κατά την λήψη μακροπρόθεσμων δημοσιονομικών μέτρων συνδεόμενων με διαρθρωτικού χαρακτήρα μεταβολές σε τομείς της κοινωνικής ή οικονομικής δράσης του Κράτους, που συνεπάγονται σοβαρή και διαρκή οικονομική επιβάρυνση της ομάδας αυτής, απαιτείται ειδική αιτιολόγηση της οικείας νομοθετικής ρύθμισης. Η ειδική αυτή αιτιολόγηση μπορεί να προέρχεται από την ίδια τη ρύθμιση ή από τα συνοδευτικά αυτής κείμενα, όπως η κατ’ άρθρο 74 παρ. 1 του Συντάγματος σχετική αιτιολογική έκθεση, οι προπαρασκευαστικές εργασίες για την ψήφιση των σχετικών νομοθετικών μέτρων, από στοιχεία στα οποία οι εργασίες αυτές αναφέρονται, όπως ειδικές τεχνικές επιστημονικές μελέτες ή πορίσματα ειδικών επιτροπών στα οποία στηρίχθηκε η νομοθετική πρωτοβουλία. Συγκεκριμένα, η εν λόγω ουσιαστική και διαδικαστική εγγύηση της αιτιολόγησης των νομοθετικών μέτρων, η ένταση της οποίας κλιμακώνεται αναλόγως της επείγουσας ή μη φύσης των προς αντιμετώπιση δημοσιονομικών προβλημάτων, του άμεσου ή διαρθρωτικού χαρακτήρα των επιχειρούμενων μεταβολών, του παροδικού ή διαρκούς χαρακτήρα των μέτρων, του τεχνικού ή μη χαρακτήρα αυτών και η τήρηση της οποίας κρίνεται από τον δικαστή, με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η επίδικη νομοθετική παρέμβαση και τις συγκεκριμένες δημοσιονομικές και νομικές περιστάσεις κάθε περίπτωσης (πρβλ. αποφ. ΔΕΕ της 17.3.2011, C-221/09 «AJD Tuna Ltd κατά Direttur tal-Agrikoltura u s-Sajd, Avukat Generali», σκ. 58), προϋποθέτει ότι προκύπτει ή συνάγεται με σαφήνεια και ακρίβεια ο ειδικότερος σκοπός που επιδιώκεται από τα μέτρα αυτά, ενόψει του πλαισίου στον οποίο εντάσσονται και των δημοσιονομικών προβλημάτων που πρόκειται να θεραπεύσουν. Περαιτέρω, από τη σχετική αιτιολογία, η οποία συνιστά και το εργαλείο δικαστικού ελέγχου της τήρησης των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και αρχών, μεταξύ των οποίων και η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη, απαιτείται να προκύπτει η σχέση της βαρυνόμενης κατηγορίας προς το ρυθμιζόμενο ζήτημα, η ικανότητα αυτής να συνεισφέρει για την διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας του συγκεκριμένου τομέα της κοινωνικής ή οικονομικής δράσης του Κράτους, συνδεόμενη αφενός με την ωφέλεια που πορίζεται η βαρυνόμενη κατηγορία από τον τομέα αυτόν και αφετέρου με το σύνολο των λοιπών επιβαρύνσεων που της έχουν επιβληθεί, η αναγκαιότητα και η προσφορότητα των επιβαλλόμενων μέτρων σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, η εξέταση τυχόν εναλλακτικών λύσεων, καθώς και η κατ’ αρχήν στάθμιση από τον νομοθέτη των διακυβευόμενων συμφερόντων, με την τήρηση μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ αυτών (πρβλ. Ελ. Συν. Ολομ. 4327/2014, ΣτΕ Ολομ. 2287-2290/2015, 1664/2011, 2204/2010, πρβλ. αποφ. ΔΕΚ της 7.9.2006, C-310/04 «Ισπανία κατά Επιτροπής», σκ. 57 έως 66). Κατά τον δικαστικό έλεγχο της αιτιολογίας των νομοθετικών παρεμβάσεων, ο οποίος παραμένει έλεγχος ορίων και όχι της ορθότητας των ουσιαστικών εκτιμήσεων του νομοθέτη ή της σκοπιμότητας των κατ’ αρχήν επιλογών του κατά τη χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, ζητήματα που ανάγονται αποκλειστικά στη σφαίρα της πολιτικής του ευθύνης, ελέγχεται ο σκοπός που υπηρετούν τα νομοθετικά μέτρα σε συνάρτηση και προς το γενικότερο κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, η κατ’ αρχήν στάθμιση από τον νομοθέτη των επιμέρους συμφερόντων υπό το πρίσμα των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων και αρχών, καθώς και η μετά τη στάθμιση αυτή, τυχόν, πρόδηλη υπέρβαση του περιθωρίου εκτίμησης του νομοθέτη και σύγκρουση των τιθέμενων ρυθμίσεων προς τις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις και αρχές. Άλλωστε, ο βαθμός διακινδύνευσης της δημοσιονομικής ισορροπίας συνιστά λόγο που σταθμίζεται κατά τη δικαιολόγηση της επιβολής των μέτρων και της έκτασης αυτών σε σχέση με την επέμβαση σε δικαιώματα ή νόμιμες προσδοκίες των πολιτών, δεν συνιστά, όμως, κατά το Σύνταγμα, θεμιτό μηχανισμό κάμψης των ανωτέρω ουσιαστικών και διαδικαστικών εγγυήσεων, αφού αυτό περιλαμβάνει ειδικούς κανόνες για την αντιμετώπιση επειγουσών καταστάσεων (βλ. άρθρο 44 παρ. 1 και άρθρο 76 παρ. 4 και 5 του Συντάγματος, όπως αυτό συμπληρώνεται από τον Κανονισμό της Βουλής).
VΙ. Α. Ο συνταγματικός νομοθέτης έχει επιφυλάξει διαχρονικά ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δημοσίους λειτουργούς, τους δημοσίους υπαλλήλους και τους στρατιωτικούς (άμεσα και έμμεσα όργανα του Κράτους) που συνδέονται με ειδική νομική σχέση με το Κράτος (βλ. μεταξύ άλλων τη νομοθετική πράξη ΧΝΒ΄ του 1861, άρθρα 94, 114 και 49 εδ. γ΄ του Συντάγματος του 1927, άρθρα 61, 87 επ., 98 εδ. δ΄ και 101 του Συντάγματος του 1952). Ειδικότερα, το Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει και μετά τις ύστερες αναθεωρήσεις του, περιλαμβάνει διατάξεις από τις οποίες απορρέει η ιδιαίτερη θέση των δικαστικών λειτουργών (άρθρα 87 και επ.), των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος), των πανεπιστημιακών (άρθρο 16 του Συντάγματος), των ιατρών που υπηρετούν σε κρατικούς φορείς για την προστασία της υγείας των πολιτών (άρθρο 21 του Συντάγματος) των δημοσίων υπαλλήλων (άρθρα 103 και 104 του Συντάγματος), ενώ περιέχει και ειδικές διαδικαστικές ρυθμίσεις για την προπαρασκευή και την νομοπαραγωγική διαδικασία επί των συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων (άρθρα 73 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος), την απονομή των συντάξεων (άρθρο 80 του Συντάγματος), αλλά και την ειδική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών από την απονομή σύνταξης (άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ του Συντάγματος).

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

ΑρΠάγος (Β2) 113/17 : ΔΕΥΑ - ΝΠΙΔ - Μνημόνιο - Μείωση αποδοχών. Μη αναδρομικότητα νόμων. Οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης συνιστούν ΝΠΙΔ και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγονται στην κατηγορία των ΟΤΑ, ούτε και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

ΑρΠάγος  (Β2) 113/17 : ΔΕΥΑ - ΝΠΙΔ - Μνημόνιο - Μείωση αποδοχών. Μη αναδρομικότητα νόμων. Οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης συνιστούν ΝΠΙΔ και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγονται στην κατηγορία των ΟΤΑ, ούτε και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Περικοπές αποδοχών των εργαζομένων στις ΔΕΥΑ με το Μνημόνιο. Μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Η αναστολή της υπερβάλλουσας μείωσης των αποδοχών από 31-12-2012 έως 31-12-2016, η οποία προβλέπεται από την περίπτωση 2 της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, καταλαμβάνει τόσο τους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα, στους οποίους η συγκεκριμένη διάταξη εφαρμοζόταν ευθέως, όσο και τους ενάγοντες- εργαζόμενους της επιχείρησης, στους οποίους έως 31-12-2012 η ίδια διάταξη εφαρμοζόταν αναλόγως, ενώ από την 1-1-2013 εφαρμόζεται ευθέως, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να έχουν υποστεί ήδη τις αντίστοιχες μειώσεις κατά 25% επί των καταβαλλόμενων αποδοχών τους. Δεν μπορεί να τύχει αναδρομικής εφαρμογής η επίμαχη διάταξη, πρωτίστως διότι έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της κρινόμενης διαφοράς και ήδη αυτή εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Απορρίπτει την αναίρεση.

Αριθμός 113/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Δήμητρα Κοκοτίνη και Γεώργιο Μιχολιά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 25 Οκτωβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ... (...Ξ), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σ Γ, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Α. του Κ., 2)Η. Α. τ......, όλων κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΑΠυ.
Της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ των αναιρεσιβλήτων (91 εκ των 104): ... της Χώρας. Παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της Π. Δ. και διόρισε πληρεξούσιους δικηγόρους της τον ΔΒ και τον Σ Μ, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/10/2013 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων (πλην των 29ου, 32ης, 36ης, 42ης, 44ης, 45ης, 48ης, 52ου, 53ης, 58, 75ου, 81ου και 86ου) που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο ... και συνεκδικάστηκε με τις προφορικά ασκηθείσες υπέρ των αναιρεσιβλήτων, πρόσθετες παρεμβάσεις α)Επιχειρηματικού Σωματείου Εργαζομένων ... και β)....
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 87/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 139/2015 του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα δημοτική επιχείρηση με την από 17/7/2015 αίτησή του.
Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 19/10/2016 παρέμβασή της προς το δικαστήριο τούτο, ζήτησε όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Κοκοτίνη ανέγνωσε την από 11/2/2016 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 3 και 104 ΚΠολΔ προκύπτουν τα ακόλουθα :α) στα πολιτικά δικαστήρια και μάλιστα στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, β) κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση και γ) αν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται με πληρεξούσιο δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας που απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την ύπαρξη της οποίας ερευνά αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανίσθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη. Περαιτέρω, κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην οποία προστέθηκε δεύτερο εδάφιο με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, ‘‘ Σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς’ ‘ . Στην προκείμενη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας όλοι οι αναιρεσίβλητοι εκπροσωπήθηκαν από το δικηγόρο Αθηνών Απόστολο Παπακωνσταντίνου, ως πληρεξούσιο αυτών, κατά τη δήλωσή του. Πλην, όμως, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, παραδεκτώς επισκοπούμενα, δεν αποδεικνύεται χορήγηση πληρεξουσιότητας προς τον ανωτέρω δικηγόρο εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων Ν. Δ., Μ. Θ., Α. Μ., Β. Μ., Ε. Π., Γ. Σ., Α. Τ., Κ. Χ. και Σ. Χ. με κάποιο νόμιμο τρόπο, αφού δεν προσκομίζεται σχετική συμβολαιογραφική πράξη, ούτε έγινε παράσταση αυτών ενώπιον του ακροατηρίου και σχετική δήλωση στα πρακτικά, ώστε να προκύπτει ότι παρείχαν στον ως άνω παραστάντα δικηγόρο την εντολή και πληρεξουσιότητα να τους εκπροσωπήσει ενώπιον του δικαστηρίου τούτου κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Συνακόλουθα, οι προαναφερόμενοι αναιρεσίβλητοι είναι δικονομικά απόντες. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ποιος επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, εφόσον δεν προσκομίζεται αποδεικτικό επιδόσεως προς τους πιο πάνω αναιρεσίβλητους της αίτησης αναίρεσης για την αρχική δικάσιμο της 23-2-2016, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση αυτής για τη δικάσιμο της 25-10-2016, ή έστω κλήση αυτών για την τελευταία. Ούτε, τέλος, γίνεται οποιαδήποτε μνεία περί όλων αυτών στα έγγραφα σημειώματα - προτάσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Επομένως, δεδομένου ότι δεν συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση ως προς τους ανωτέρω αναιρεσίβλητους και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση ως προς αυτούς.

Ημερίδα Δ.Σ.Πατρών "Μισθώσεις - Προβλήματα εφαρμογής του Ν. 4242/2014", 10/3/2017 (video)


Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

ΣτΕ (Γ') 2841/16 : Πρόσληψη δικηγόρου σε Δήμο - Διαδικασία επιλογής. Αίτηση ακυρώσεως - λόγοι. Αίτηση ακυρώσεως με την οποία ζητείται η ακύρωση πράξης της - επί πάγιας αντιμισθίας - πρόσληψης δικηγόρου σε Δήμο, από τον αιτούντα - συμμετέχοντα στη διαδικασία επιλογής.

ΣτΕ (Γ') 2841/16 : Πρόσληψη δικηγόρου σε Δήμο - Διαδικασία επιλογής. Αίτηση ακυρώσεως - λόγοι. Αίτηση ακυρώσεως με την οποία ζητείται η ακύρωση πράξης της - επί πάγιας αντιμισθίας - πρόσληψης δικηγόρου σε Δήμο, από τον αιτούντα - συμμετέχοντα στη διαδικασία επιλογής. Κατάταξη υποψηφίων από πενταμελή Επιτροπή που αρχικά κρίνει ποιοι από τους υποψηφίους έχουν τα τυπικά προσόντα κι έπειτα καλεί αυτούς που τα πληρούν σε προφορική συνέντευξη. Συνέκτιμηση οικογενειακής και οικονομικής κατάστασης υποψηφίων. Κρίθηκε απορριπτέος λόγος ακυρώσεως ως προβαλλόμενος άνευ εννόμου συμφέροντος, περί παράλειψης στο κείμενο της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής των ονομάτων των μελών που πλειοψήφησαν και αυτών που μειοψήφησαν. Απορριπτέος ως αβάσιμος, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο ο αιτών προβάλλει παράλειψη της Επιτροπής ως προς τη διαδικασία σύγκρισης της παρεμβαίνουσας (η οποία και προσελήφθη στη θέση) και του αιτούντος βάσει του κριτηρίου της εξειδίκευσης στο αντικείμενο απασχόλησης. Επίσης απορριπτέος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπ' όψιν στοιχεία που η παρεμβαίνουσα είχε υποβάλει ενώπιόν της εκπροθέσμως. Τέλος, η επίδικη κρίση περί επιλογής της παρεμβαίνουσας αιτιολογείται νομίμως, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Αντίθετη μειοψηφία. Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως.

Αριθμός 2841/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2015, με την εξής σύνθεση: Αικ. Συγγούνα, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Γ΄ Τμήματος, Γ. Ποταμιάς, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Π. Τσούκας, Γ. Ζιάμος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Νικ. Βασιλόπουλος.
Για να δικάσει την από 11 Φεβρουαρίου 2013 αίτηση:
του …….. του …….., κατοίκου …………(………….), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. …… Δ.Σ…….),
κατά των: 1) Δήμου …………, ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (Α.Μ. ……….), που τον διόρισε με απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του και 2) Υπουργού Εσωτερικών και ήδη Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, ο οποίος παρέστη με την B., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
και κατά της παρεμβαίνουσας Π. του Γ., κατοίκου …….. (……….), η οποία παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. …… Δ.Σ……….).
Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν οι υπ' αριθ.: α) από 8 και 10 Νοεμβρίου 2012 απόφαση (πρακτικό 2ο) της κατ' άρθρον 18 του Ν. 1868/1989 Επιτροπής και β) ........... πράξη του Δημάρχου …… και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Π. Τσούκα.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον αιτούντα ως δικηγόρο, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του καθ' ου Δήμου, την παρεμβαίνουσα ως δικηγόρο και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ον  Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως ακυρώσεως καταβλήθηκε το κατά νόμον παράβολο (υπ' αριθ. ………… ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) της από 8 και 10 Νοεμβρίου 2012 αποφάσεως (πρακτικό 2ο) της κατ' άρθρον 18 του Ν. 1868/1989 Επιτροπής, με την οποία αποφασίσθηκε η επί παγία αντιμισθία πρόσληψη της δικηγόρου ……………. σε θέση δικηγόρου του Δήμου ………….., η πλήρωση της οποίας είχε προκηρυχθεί με την ………….2006 πράξη του Δημάρχου ……………., και β) της ………… πράξεως του Δημάρχου ………… με την οποία η .……. προσλήφθηκε στην προμνησθείσα θέση.
3. Επειδή, στην παρούσα δίκη μετ' εννόμου συμφέροντος παρεμβαίνει η δικηγόρος ………., η οποία προσελήφθη στην επίδικη θέση.
4. Επειδή, η προμνησθείσα ……...2012 πράξη του Δημάρχου ……….. με την οποία η παρεμβαίνουσα δικηγόρος …….. προσελήφθη στην επίδικη θέση, συνιστά την τελική πράξη της σύνθετης διοικητικής ενέργειας που κατατείνει στην πρόσληψη δικηγόρου κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 11 του Ν. 1649/1968. Ως εκ τούτου, η πράξη αυτή είναι η μόνη παραδεκτώς προσβαλλομένη με την υπό κρίση αίτηση, η οποία απαραδέκτως στρέφεται και κατά της από 8 και 19 Νοεμβρίου 2012 αποφάσεως της Επιτροπής που διενήργησε την επίδικη επιλογή.
5. Επειδή, στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του Ν. 1649/1986 με τον τίτλο "Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα των Δικηγόρων και άλλες διατάξεις" (Α΄ 149) ορίζονται τα εξής: «Η πρόσληψη δικηγόρου με πάγια αντιμισθία … από νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα … γίνεται με επιλογή ύστερα από προκήρυξη… Η προκήρυξη πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της απασχόλησης του δικηγόρου, τις τυχόν ειδικές ανάγκες του νομικού προσώπου, την έδρα και τους όρους αμοιβής, υπηρεσιακής εξέλιξης και ασφάλισης του δικηγόρου. Η προκήρυξη καθορίζει προθεσμία για την υποβολή υποψηφιοτήτων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από 30 ούτε μεγαλύτερη από 60 ημέρες από την τελευταία δημοσίευση της προκήρυξης». Στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί από την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του Ν. 1868/1989, ορίζεται η σύνθεση της πενταμελούς Επιτροπής η οποία κάνει την σχετική επιλογή. Περαιτέρω στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Οι υποψήφιοι υποβάλλουν στο ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο, μέσα στην προθεσμία που ορίζει η προκήρυξη, αίτηση συνοδευόμενη από α) πιστοποιητικό ποινικού μητρώου, β) πιστοποιητικό του οικείου δικηγορικού συλλόγου από το οποίο να προκύπτει ότι ο υποψήφιος δεν έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά και ότι δεν έχει άλλη έμμισθη θέση, γ) υπεύθυνη δήλωση ότι ο υποψήφιος δεν παρέχει τις υπηρεσίες του με αμοιβή κατά υπόθεση σε άλλο νομικό πρόσωπο του δημοσίου τομέα…, δ) βιογραφικό σημείωμα με τα στοιχεία της επιστημονικής και επαγγελματικής του δράσης». Εξ άλλου στις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 11 του Ν. 1649/1986, όπως η πρώτη διαμορφώθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 18 του Ν. 1868/1989, ορίζεται ότι «6. Με την αίτησή τους οι υποψήφιοι υποβάλλουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την απόδειξη των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων τους. Για την πρόσληψη λαμβάνονται υπόψη η προσωπικότητα του υποψήφιου, η επιστημονική του κατάρτιση, η εξειδίκευσή του στο αντικείμενο της απασχόλησης, η επαγγελματική του πείρα και επάρκεια και η γνώση ξένων γλωσσών, που συνεκτιμώνται με την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, τις βιοτικές του ανάγκες, την ηλικία του και την πρόβλεψη της εξέλιξής του. Κρίσιμος χρόνος για τον έλεγχο της συνδρομής των τυπικών προσόντων είναι ο χρόνος λήξης της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων. ... 7. Η Επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις και τα δικαιολογητικά των υποψηφίων και τους καλεί σε ατομική συνέντευξη. Μέσα σε ένα μήνα το πολύ από την τελευταία ατομική συνέντευξη εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με τη σειρά αξιολόγησης των υποψηφίων. Η απόφαση της Επιτροπής είναι υποχρεωτική και ισχύει μόνο για την κατάληψη των θέσεων που προκηρύχθηκαν…».
6. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η πενταμελής Επιτροπή κρίνει πρώτα πόσοι από τους υποψήφιους έχουν τα απαιτούμενα από τον νόμο τυπικά προσόντα και στη συνέχεια καλεί όσους τα έχουν σε προφορική συνέντευξη ενώπιόν της. Μετά την συνέντευξη η Επιτροπή κατατάσσει τους υποψήφιους κατά αξιολογική σειρά με βάση τα κριτήρια που προβλέπονται από τον νόμο. Στο πρακτικό της Επιτροπής πρέπει να εκτίθενται τα κριτήρια και τα πραγματικά δεδομένα, που αφορούν τους προτεινόμενους για την κατάληψη της θέσεως, τα οποία, ύστερα από συνεκτίμηση της σπουδαιότητάς τους, οδήγησαν στην κρίση για την επιλογή του καταλληλότερου. Εξ άλλου, είναι δυνατόν να συνεκτιμηθούν και κοινωνικά κριτήρια αναφερόμενα στο πρόσωπο των υποψηφίων, όπως είναι η οικογενειακή και οικονομική κατάσταση των υποψήφιων, με βάση συγκεκριμένα στοιχεία (ΣτΕ 2365/2014, 791/2012, 625/2011, 1412/2010, 2717/2005, 1787/2004, 1835/2001 κ.ά.), τούτο όμως μόνον επικουρικώς προς τα κύρια, κατά νόμον, κριτήρια επιλογής (ΣτΕ 2365/2014, 2683/2013, 1735/2006, 3502/2007, 1019/2010, 1782/2011). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 11 του Ν. 1649/1986, η στάθμιση της προσωπικότητας των υποψηφίων αποτελεί νόμιμο στοιχείο κρίσεως, το οποίο συνεκτιμάται με τα λοιπά νόμιμα κριτήρια. Η Επιτροπή, όμως, πρέπει, προκειμένου να αποδεικνύεται ότι έγινε η χρήση του εν λόγω κριτηρίου με τρόπο αντικειμενικό, να μην αρκείται στην επίκληση του κριτηρίου αυτού κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αλλά να εξειδικεύει την σχετική αναφορά της με σκέψεις και κρίσεις που τεκμηριώνουν την συνδρομή του, ώστε να καθίσταται εφικτός με την παρατιθέμενη αιτιολογία ο δικαστικός έλεγχος της κρίσεως αυτής (ΣτΕ 2365/2014, 783/2012, 483/2011, 2306/2007, 1734/2006, 3386/2005, 1251-2/2005, 758/2002 7μ. κ.ά.).
7. Επειδή, με την ……….2006 πράξη του ο Δήμαρχος ………. προκήρυξε την πλήρωση της επίδικης θέσης, το αντικείμενο απασχόλησης στην οποία ορίσθηκε ως ακολούθως: «Το αντικείμενο απασχόλησης είναι αυτό που περιγράφεται στο άρθρο 3 του Ο.Ε.Υ. του Δήμου, που έχει ψηφιστεί με την ……. απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, εγκρίθηκε με την ………απόφαση του Γεν. Γραμματέα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας και δημοσιεύτηκε στο αριθμ. ……….ΦΕΚ τ. Β΄, που έχει ως εξής: Παροχή Νομικής υποστήριξης προς τα αιρετά όργανα του Δήμου για την προώθηση των επιδιώξεων/στόχων/συμφερόντων του Δήμου (παρίσταται στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και της Δημαρχιακής Επιτροπής, όταν καλείται). Παροχή νομικών συμβουλών προς τις Υπηρεσίες, στα Νομικά Πρόσωπα και στα άλλα ιδρύματα του Δήμου για οποιοδήποτε θέμα. Νομική επεξεργασία και γνωμοδότηση για πράξεις της Δημόσιας Διοίκησης που αφορούν το Δήμο. Νομική επεξεργασία προγραμματικών συμβάσεων του Δήμου, συμβολαίων, συμβάσεων εργασίας και έργου, διακηρύξεων, δημοπρασιών κ.λ.π. Παραστάσεις σ' όλα τα Δικαστήρια για υποθέσεις του Δήμου. Παραστάσεις στις Διοικητικές Αρχές για την προάσπιση των συμφερόντων του Δήμου. Συντήρηση της αναγκαίας υποδομής του γραφείου για να ανταποκριθεί στις προηγούμενες δραστηριότητες. Συγκέντρωση νόμων, διαταγμάτων, γνωμοδοτήσεων, αποφάσεων και νομολογίας, που αφορούν τα θέματα που απασχολούν το Δήμο. Το ανωτέρω αντικείμενο δεν είναι στατικό, προσαρμόζεται κάθε φορά με τα οριζόμενα από τον εκάστοτε ισχύοντα Ο.Ε.Υ., τις ανάγκες που δημιουργούνται από την ανάθεση νέων αρμοδιοτήτων στους Ο.Τ.Α., αλλά και τις καθημερινές ανάγκες του Δήμου στην αντιμετώπιση των οποίων η νομική σκέψη και επιστήμη συμβάλλει θετικά». Με την Προκήρυξη ορίσθηκε, επίσης, ότι οι δηλώσεις υποψηφιότητας και τα δικαιολογητικά που αφορούν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα πρέπει να υποβληθούν «εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών που αρχίζει από την ημέρα της τελευταίας δημοσίευσης [της προκηρύξεως]», ήτοι στις 31.7.2006.
8. Επειδή, υποψηφιότητα προς πλήρωση της θέσεως δικηγόρου, η πλήρωση της οποίας προκηρύχθηκε με την προμνησθείσα πράξη του Δημάρχου ………. έθεσαν, μεταξύ άλλων, ο ήδη αιτών, η ήδη παρεμβαίνουσα καθώς επίσης οι δικηγόροι Μ……..… , …………. και …………. Η αρμόδια για τη διενέργεια της επιλογής Επιτροπή επέλεξε, με την από 29.12.2006 απόφασή της, τον …………., με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι διαθέτει αποδεδειγμένως επαγγελματική εξειδίκευση στο αντικείμενο της απασχόλησης, στήριξε δε την κρίση της αυτή στο ότι «από το έτος 1999 έχει ασχοληθεί με αρκετές υποθέσεις του Δήμου ……… (κυρίως Διοικητικού Δικαίου), καθώς και της Δ.Ε.Υ.Α. (προσκομίζει σχετικώς τις υπ' αριθ. ……….., ……….., …………, ……………, …………….. τετραπλότυπες αποδείξεις του Δικηγορικού Συλλόγου ………., επίσης την υπ' αριθ. ………… απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του Δήμου ………., με την οποία προτείνεται ως δικηγόρος του Δήμου ………… επί της προσφυγής του ………… ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου ……….. κατά της υπ' αριθ. ………….απόφασης του Δημάρχου …………)». Ακολούθως εκδόθηκε η …………2007 πράξη του Δημάρχου …………., με την οποία ο επιλεγείς …………… προσελήφθη στη θέση, προς πλήρωση της οποίας επελέγη. Κατά της πράξεως αυτής ο ήδη αιτών, η ήδη παρεμβαίνουσα καθώς και οι συνυποψήφιοί τους ………και ……….. άσκησαν, για ίδιον λογαριασμό ο καθένας, αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τις αιτήσεις αυτές προβλήθηκε, μεταξύ άλλων, λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο αμφισβητήθηκε η επαγγελματική εξειδίκευση του επιλεγέντος …………. στο αντικείμενο της απασχόλησης. Προκειμένου να αποφανθεί επί του λόγου τούτου, το Δικαστήριο εξέδωσε τις υπ' αριθ. 362-365/2010 αποφάσεις, με τις οποίες ζήτησε από τον Δήμο …………. και το Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (στο οποίο υπήγετο η διενεργήσασα την επιλογή Επιτροπή) α) να διευκρινίσουν αν τα στοιχεία επί των οποίων στήριξε την κρίση της η Επιτροπή ως προς την επαγγελματική εξειδίκευση του επιλεγέντος …………. είχαν κατατεθεί μαζί με την αίτηση συμμετοχής αυτού ή αν προσκομίσθηκαν μεταγενεστέρως ενώπιον της Επιτροπής, β) να διαβιβάσουν ό,τι απεδείκνυε τον ακριβή χρόνο καταθέσεως των στοιχείων αυτών και γ) να αποστείλουν τα στοιχεία που ο επιλεγείς υπέβαλε προς απόδειξη των προσόντων του. Σε εκτέλεση των αποφάσεων αυτών ο Δήμος ………. απέστειλε στο Δικαστήριο το ………..2010 έγγραφό του, στο οποίο ανέφερε ότι από το φάκελο της υποθέσεως δεν προέκυπτε ο ακριβής χρόνος καταθέσεως των στοιχείων που η Επιτροπή έλαβε υπ' όψιν κατά τον σχηματισμό της κρίσεώς της περί επαγγελματικής εξειδικεύσεως του εκλεγέντος ………… στο αντικείμενο της απασχόλησης. Εν όψει τούτου, το Δικαστήριο έκρινε με τις 3572-3575/2011 αποφάσεις του (εκ των οποίων οι 3575/2011 και 3572/2011 αφορούσαν τον ήδη αιτούντα και την παρεμβαίνουσα, αντιστοίχως) ότι τα στοιχεία επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την εν λόγω κρίση της δεν είχαν υποβληθεί, από τον επιλεγέντα, εντός της ταχθείσης από την Προκήρυξη προθεσμίας, αλλά μετά την εκπνοή αυτής και ως εκ τούτου ανεπιτρέπτως η Επιτροπή τα έλαβε υπ' όψιν της. Σε συμμόρφωση προς τις προμνησθείσες ακυρωτικές αποφάσεις η Επιτροπή επελήφθη εκ νέου της υποθέσεως. 

ΕιρΑθ 664/2017 Αντιποίηση Δικηγορικού Λειτουργήματος

Αστική Ετερόρρυθμη Εμπορική Εταιρεία, με καταστατικό σκοπό την εκτίμηση ακινήτων, είχε συνάψει σύμβαση με πολίτη, δυνάμει της οποίας είχε, μεταξύ άλλων, συνομολογηθεί να οργανώνει τους νομικούς αυτής συμβούλους, οι οποίοι θα αναλάμβαναν τη σύνταξη και κατάθεση δικογράφων και την παράσταση ενώπιον των Δικαστηρίων όλων των βαθμών σε δίκες απαλλοτριώσεων, λαμβάνοντας η Ετερόρρυθμη Εταιρεία ως αμοιβή, ποσοστό (10%) επί της επιδικασθείσας αποζημίωσης (Εργολαβικό Δίκης). Η συγκεκριμένη δραστηριότητα της ανωτέρω Ετερόρρυθμης Εταιρείας συνιστά μη νόμιμη και απαγορευμένη δραστηριότητα, η οποία έχει ανατεθεί αποκλειστικά στους Δικηγόρους και εντεύθεν απορρίπτεται η αγωγή της ενάγουσας Ετερόρρυθμης Εταιρείας, ως μη νόμιμη, καθώς εδραζόταν σε απολύτως άκυρη δικαιοπραξία, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικηγόρων Κώδικος.

 Αριθμός Απόφασης 664/2017
 (Τακτική Διαδικασία)
 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αθηνών Ελένη Παφίλη, την οποίαν όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη Γραμματέα Ειρήνη Κόττα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 05 Οκτωβρίου 2016 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΌΥΣΑΣ: Ετερόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «………… ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «………… Ε.Ε.» που εδρεύει στην Αθήνα και επί της οδού ……… αρ και εκπροσωπείται νόμιμα, έχουσα Α.Φ.Μ. ..., η οποία στο δικαστήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο ……………………….
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……………κατοίκου τ.κΠεράσματος Δήμου Φλώριναςμε Α.Φ.Μ…………ο οποίος στο Δικαστήριο παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου Ε Ρ.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή, ως νόμιμη και βάσιμη, η από 27-05-2014 και με αριθμό κατάθεσης ………/02-06-2014 αγωγή τηςη οποία απευθύνεται στο παρόν Δικαστήριο και στρέφεται κατά του εναγομένουπροσδιορίσθηκε δεπρος συζήτηση αρχικά για τη δικάσιμο της 08-06-2015, οπότε και αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπό κρίση αγωγής, οπότε και η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, το Δικαστήριο, αφού άκουσε αφενός τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, οι οποίοι ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που αμφότεροι κατέθεσαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφετέρου όσα περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 39 παρ. 1 του προΐσχύσαντος Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, όπως αυτό ίσχυε πριν την κατάργηση από το Ν. 4194/2013), «Έργο του δικηγόρου είναι να αντιπροσωπεύει και να υπερασπίζεται τον εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και ενώπιον κάθε αρχής και επιτροπής ειδικής δικαιοδοσίας, καθώς και των πειθαρχικών συμβουλίων, ενεργώντας ελεύθερα και ανεμπόδιστα κάθε αναγκαία πράξη γι' αυτό, καθώς και να παρέχει στον εντολέα του νομικές συμβουλές και γνωμοδοτήσεις. Η άσκηση του έργου αυτού ανήκει αποκλειστικά στον δικηγόρο...», ενώ στις παραγράφους 2 και 3 του ιδίου ως άνω άρθρου προβλέπονταν οι περιπτώσεις που κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 40 παρ. 1 και 2 του ιδίου ως άνω ν. διατ/τος «1. Πρόσωπο, το οποίο, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, παρέχει τις υπηρεσίες που προβλέπονται στα άρθρα 39 και 42 (παράσταση σε συμβολαιογραφικές πράξεις) ή προβαίνει στην έρευνα των βιβλίων των υποθηκοφυλακείων κατά παράβαση του άρθρου 41, διώκεται και τιμωρείται κατά τη διάταξη του άρθρου 175 του Ποινικού Κώδικα... 2. Κάθε ιδιώτης που αναλαμβάνει, χωρίς δικηγόρο ή με δικηγόρο της εκλογής του, ή εμφανίζεται ή διαφημίζει ότι αποδέχεται την επιμέλεια υποθέσεων ή άσκηση έργων για τα οποία είναι αποκλειστικά αρμόδιος ο δικηγόρος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 39, 41 και 42, και αν στην περίπτωση του άρθρου 42 δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου, τιμωρείται ύστερα από έγκληση δικηγόρου ή δικηγορικού συλλόγου με τις ποινές που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο. Αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, την ίδια ποινική ευθύνη έχει ο εκπρόσωπος του»; Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνδυαζόμενες και προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 2, 93, 100-157 του ιδίου ως άνω ν. διατ/τος, οι οποίες αποσκοπούν στην περιφρούρηση των επαγγελματικών συμφερόντων των δικηγόρων και στην καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης, υπό. την ευρεία έννοια του όρου, προκύπτει ότι η επιμέλεια των υποθέσεων των πολιτών όχι μόνο στα δικαστήρια, αλλά και στις διοικητικές αρχές, είναι έργο αποκλειστικά των δικηγόρων, δεδομένου ότι αυτοί, λόγω της ειδικής επιστημονικής και επαγγελματικής τους κατάρτισης, είναι ικανοί και κατάλληλοι προς πληρέστερη κατανόηση και ευστοχότερη διεξαγωγή των υποθέσεων των ανωτέρω. Σημειωτέον ότι, για τους προαναφερόμενους λόγους δημοσίου συμφέροντος, η καταργηθείσα διάταξη του άρθρου 40, που ορίζει τα της αντιποίησης του δικηγορικού λειτουργήματος, επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 9 του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2013). Και, ναι μεν επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, η αυτοπρόσωπη παράσταση των πολιτών προς επιμέλεια των υποθέσεων τους στις ειδικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 39 ν.δ. 3026/1954, οσάκις, όμως, δεν παρίστανται αυτοπροσώπως, αλλ' ενεργούν δια πληρεξουσίου, ο τελευταίος δεν μπορεί να είναι άλλος, παρά μόνο δικηγόρος. Επομένως, δεν μπορεί να διορισθεί ως πληρεξούσιος μη δικηγόρος για να επιμεληθεί επ' αμοιβή υπόθεση τρίτου ενώπιον δικαστικής ή διοικητικής αρχής, με την έννοια της παρακολούθησης αυτής σε κάθε στάδιο μέχρι την τελική διεκπεραίωση της, και με το δεδομένο αυτό, δεν είναι και επιτρεπτή και ειδική συμφωνία με πληρεξούσιο μη δικηγόρο, που εξαρτά την αμοιβή αυτού ή το είδος της αμοιβής από την έκβαση μιας υπόθεσης, την οποία αναλαμβάνει αυτός να επιμεληθεί και να προωθήσει ενώπιον διοικητικών ή δικαστικών αρχών, καθώς και συμφωνία περί αμοιβής με εκχώρηση ή μεταβίβαση μέρους του αντικειμένου της υποθέσεως, καθόσον πρόκειται περί έργου που έχει ανατεθεί αποκλειστικά σε δικηγόρους, και μάλιστα μόνο σ' αυτούς, κατ' αποκλεισμό των δικολάβων (βλ. άρθρο 92 παρ. 4 και 5 του ν.δ. 3026/1954). Μια τέτοια συμφωνία είναι απολύτως άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, ως αντικείμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, οι οποίες είναι απαγορευτικές, δε διασώζεται δε το κύρος της συμφωνίας αυτής ούτε και στην περίπτωση κατά την οποία είχε προβλεφθεί ο διορισμός δικηγόρου από πληρεξούσιο μη δικηγόρο, εκεί όπου ο νόμος το απαιτεί, αφού την επιμέλεια διεξαγωγής και έκβασης της όλης υπόθεσης την έχει ο πληρεξούσιος μη δικηγόρος και όχι ο διοριζόμενος απ’ αυτόν προς επιχείρηση μεμονωμένων πράξεων, δικηγόρος (βλ. ΑΠ 328/2001 Δ/νη 2001.1295, ΑΠ 1403/1992 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΑθ Δνη 1998.623, ΕφΑΘ 1191/1991 Αρμ1991.330). Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΑΚ 181, δικαιοπραξία, της οποίας ένα μέρος είναι άκυρο, παραμένει ισχυρή κατά το υπόλοιπο και μόνο κατ' εξαίρεση μπορεί να συνάγεται ή να αποδεικνύεται ότι, κατά τη βούληση των μερών, η ακυρότητα καταλαμβάνει όλη τη δικαιοπραξία, δηλαδή καθιερώνεται ερμηνευτικός κανόνας υπέρ της μερικής ακυρότητας (ΑΠ 1194/2000 ΕλλΔνη 2000.1600, ΑΠ 804/1980 ΝοΒ 1981.72, ΑΠ 305/1979 ΝοΒ 1979.1296, ΑΠ 1492/1977 ΝοΒ 1981.1990, ΕφΑΘ 9518/1999 ΕλλΔνη 2001.1659). Προϋποθέσεις για την εφαρμογή της διάταξης του ΑΚ 181 είναι: 1. δικαιοπραξία της οποίας κάποιο μέρος είναι άκυρο, 2. διαιρετότητα της δικαιοπραξίας, ώστε να κατανέμεται σε περισσότερα μέρη, 3. η ακυρότητα να πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας, ώστε το υπόλοιπο να παραμένει άθικτο (ΑΠ 305/1979 ΝοΒ 1979.1296, ΠΠΑΘ 3517/1983 ΕλλΔνη 1984/216, Καράκωστας/Τριάντος/Βαρελά, ΑΚ, άρθρο 181 αρ. 621). Η ακυρότητα του μέρους συμπαρασύρει όλη τη δικαιοπραξία, αν συνάγεται ότι τα μέρη δε θα την επιχειρούσαν χωρίς το άκυρο μέρος. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να αναζητηθεί ερμηνευτικά όχι η πραγματική, αλλά η υποθετική ή η εικαζόμενη θέληση που θα είχαν οι δικαιοπρακτούντες κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, αν γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, με βάση και τις 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή το δικαστήριο συμπληρώνει με νομικό πλάσμα τη θέληση των μερών. Η εξακρίβωση της θέλησης των μερών θα γίνει με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και με κριτήρια αντικειμενικά, όπως η φύση της δικαιοπραξίας και ο επιδιωκόμενος σκοπός και υποκειμενικά, όπως τα ελατήρια, οι συνήθειες και τα συμφέροντα των δικαιοπρακτούντων (βλ. Νικολόπουλο σε Σ.Ε.ΑΚ Γεωργιάδη, υπό το άρθρο 181, αρ. 1, 4, σελ. 322-323 με τις εκεί παραπομπές σε θεωρία και νομολογία). Τέλος, εάν η σύμβαση κριθεί άκυρη στο σύνολο της, τότε ο πλουτισμός του αντισυμβαλλομένου στερείται νομίμου αιτίας και ο βλαπτόμενος από την ακυρότητα της συμβάσεως δύναται να αναζητήσει την παροχή που κατέβαλε σε εκτέλεση της ακύρου συμβάσεως κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ (ΠΠΠειρ 2881/2004 ΑρχΝ 2006.214).