ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1137/2017
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαργαρίτα Νικάκη, Εφέτη, και τη Γραμματέα Αναστασία Μήκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 17-10-2016 για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ……., κατοίκου Βέροιας, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του ΚΚ- Α (A.M. ……….Δ.Σ.Θ), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …………… και τον διακριτικό τίτλο «……………. Α.Ε.», που εδρεύει στη Βέροια και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ……………… κατοίκου …………. Βεροίας, με την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου και Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρίας, και 3)………………….., κατοίκου Βέροιας, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ΦΚ (A.M. ……….. Δ.Σ. Βέροιας), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Ο εκκαλών με τη με αριθ. κατάθεσης ………………… αγωγή, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο εκείνο, με την 1/ΕΡ-ΔΙ/2014 οριστική απόφαση του απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν, την ένδικη από 25-8-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………… έφεση του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ………..
Για τη συζήτηση δε αυτής, που γράφτηκε νόμιμα με τη σειρά της στο σχετικό πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……………… και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου ……………., έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος ενάγοντος κατά της 1/ΕΡ-ΔΙ/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ., ως είχαν πριν την έμμεση κατάργηση τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση, από τη δημοσίευση δε αυτής, στις 14-1-2014, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β', 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της (άρθρα 498 και 19 Κ.Πολ.Δ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 72 παρ. 13 Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατ' αυτεπάγγελτη του Δικαστηρίου έρευνα κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, και όχι κατ' εκείνη των εργατικών διαφορών κατά την οποία εισήχθη, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (βλ. και ΑΠ 852/2001 ΕλλΔνη 2001, 929, ΕφΠειρ (Μον) 126/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΝαυπλ 460/2007 ΕΠολΔ 2008, 390, Εφθεσ 2492/2001 Αρμ 2002, 67), σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η υπόθεση έχει εισαχθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία και, σε αρνητική περίπτωση, οφείλει να διατάξει την εκδίκαση της κατά τη διαδικασία στην οποία αυτή υπάγεται και η οποία (διάταξη) έχει εφαρμογή, όχι μόνον όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία, αλλά και όταν εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπάγεται σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως (Εφθεσ 2492/2001 ο.π.). Τούτο, δε, χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης, εφόσον από την άλλη γενική αρχή, της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, δεν επιβάλλεται εν προκειμένω η αναπομπή της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ώστε αυτό να εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία και εφόσον, επιπρόσθετα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ' ύλη αρμόδιο για την εκδίκαση της. Κατά το άρθρο, ειδικότερα, 663 του Κ.Πολ.Δ., υπάγονται στη διαδικασία των εργατικών διαφορών και δικάζονται, κατά το άρθρο 16 περ. 2 του ίδιου Κώδικα, από το Μονομελές Πρωτοδικείο, και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς είναι άνω των 250.000 ευρώ, οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά νόμο έχουν δικαίωμα από την παροχή της εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων τους. Μεταξύ των διαφορών αυτών είναι και εκείνες των μισθωτών κατά των εργοδοτών τους ή του διαδόχου τους που αφορούν κάθε αξίωση, η οποία συναρτάται με την εργασιακή σχέση, δηλαδή απαραίτητη προϋπόθεση υπαγωγής των διαφορών αυτών στην εν λόγω ειδική διαδικασία είναι η παροχή από τον εργαζόμενο εξαρτημένης εργασίας (πηγάζουσα είτε από σύμβαση είτε από απλή εργασιακή σχέση), από την οποία η εξ αφορμής της προέκυψε η σχετική διαφορά. Μάλιστα οι αξιώσεις που αφορούν τις εν λόγω διαφορές υπάγονται στην προαναφερθείσα διαδικασία ανεξαρτήτως από το εάν πηγάζουν από την εργατική νομοθεσία ή από τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου (ΕφΠειρ 1/2014 (Μον) TNΠ Νόμος). Επίσης, η διαδικασία αυτή εκτείνεται και στις διαφορές για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης από αδικοπραξία που συνδέεται με την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1530/2004 ΕλλΔνη 2005, 788, ΕφΚρ 473/2007 ΕλλΔνη 2008, 1474, ΕφΑΘ 6944/2006 ΔΕΕ 2007, 481). Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να υπαχθεί στη διαδικασία αυτή και διαφορά η οποία δεν έχει ως πηγή σύμβαση εργασίας ή, οπωσδήποτε, σχέση εργασίας μεταξύ των διαδίκων, όπως η διαφορά μεταξύ κάποιου εργοδότη και κάποιου τρίτου, εφόσον, κατά την περίπτωση αυτή, δεν υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις προς υπαγωγή στην εργατική διαδικασία, είτε της ύπαρξης εργασιακής σύμβασης ή, έστω, απλής σχέσης εργασίας είτε της δημιουργίας αξίωσης εξ αφορμής των έννομων αυτών σχέσεων (ΕφΘες 1202/2011 Αρμ 2011, 1683, Εφθεσ 80/2008 Αρμ 200Ց, 1226). ούτε, υπάγεται η αγωγή από αδικοπραξία, η οποία στρέφεται κατά του υποκειμενικά ευθυνόμενου τρίτου, ο οποίος δεν είναι εργοδότης ή δεν ταυτίζεται με αυτόν. Η αγωγή αυτή υπάγεται στην τακτική διαδικασία (ΕφΠατρ 403/2009 ΑχαΝομ 2010, 342). Στην κρινόμενη περίπτωση, η ένδικη διαφορά, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης α) ποσού 25.000 ευρώ, εις ολόκληρο, σε βάρος των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων, συνεπεία των αναφερομένων παρανόμων και υπαιτίων πράξεων και παραλείψεων του δευτέρου εναγομένου - νομίμου εκπροσώπου και Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης και της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της για πειθαρχική δίωξη του ενάγοντος -ιδιοκτήτη λεωφορείου, μετόχου και αυτοαπασχολούμενου οδηγού της, και β) ποσού 5.000 ευρώ σε βάρος του τρίτου εναγομένου, ελεγκτή της πρώτης εναγομένης, για την αναφερόμενη παράνομη και υπαίτια πράξη του, δεν έχει ως πηγή σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και των εναγομένων, ούτε συντρέχει άλλη περίπτωση εφαρμογής της ειδικής διαδικασίας των εργατικών διαφορών, από τις αναφερόμενες στο άρθρο 663 Κ.Πολ.Δ.