Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

ΕφΘεσ 1137/17 : ΚΤΕΛ - Οδηγοί ιδιοκτήτες λεωφορείων - Κανονισμός προσωπικού - Πειθαρχικά παραπτώματα. Ηθική βλάβη

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1137/2017

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Μαργαρίτα Νικάκη, Εφέτη, και τη Γραμματέα Αναστασία Μήκα.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 17-10-2016 για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ……., κατοίκου Βέροιας, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του ΚΚ- Α (A.M. ……….Δ.Σ.Θ), η οποία κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …………… και τον διακριτικό τίτλο «……………. Α.Ε.», που εδρεύει στη Βέροια και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ……………… κατοίκου …………. Βεροίας, με την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου και Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ανωτέρω εταιρίας, και 3)………………….., κατοίκου Βέροιας, που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ΦΚ (A.M. ……….. Δ.Σ. Βέροιας), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Ο εκκαλών με τη με αριθ. κατάθεσης ………………… αγωγή, που απηύθυνε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτή. Το Δικαστήριο εκείνο, με την 1/ΕΡ-ΔΙ/2014 οριστική απόφαση του απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν, την ένδικη από 25-8-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………… έφεση του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ………..
Για τη συζήτηση δε αυτής, που γράφτηκε νόμιμα με τη σειρά της στο σχετικό πινάκιο, ορίσθηκε δικάσιμος η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, με αριθ. έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ……………… και με αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του παρόντος Δικαστηρίου ……………., έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος ενάγοντος κατά της 1/ΕΡ-ΔΙ/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία που ακολουθείται για την επίλυση των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ., ως είχαν πριν την έμμεση κατάργηση τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση, από τη δημοσίευση δε αυτής, στις 14-1-2014, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης έφεσης δεν έχει παρέλθει τριετία (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β', 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, φερόμενη νομίμως στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της (άρθρα 498 και 19 Κ.Πολ.Δ., όπως το τελευταίο ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 72 παρ. 13 Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλομένων λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατ' αυτεπάγγελτη του Δικαστηρίου έρευνα κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, και όχι κατ' εκείνη των εργατικών διαφορών κατά την οποία εισήχθη, όπως ορίζει η διάταξη του άρθρου 591 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (βλ. και ΑΠ 852/2001 ΕλλΔνη 2001, 929, ΕφΠειρ (Μον) 126/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΝαυπλ 460/2007 ΕΠολΔ 2008, 390, Εφθεσ 2492/2001 Αρμ 2002, 67), σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ελέγχει αυτεπαγγέλτως αν η υπόθεση έχει εισαχθεί κατά την προσήκουσα διαδικασία και, σε αρνητική περίπτωση, οφείλει να διατάξει την εκδίκαση της κατά τη διαδικασία στην οποία αυτή υπάγεται και η οποία (διάταξη) έχει εφαρμογή, όχι μόνον όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία, αλλά και όταν εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπάγεται σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως (Εφθεσ 2492/2001 ο.π.). Τούτο, δε, χάριν της αρχής της οικονομίας της δίκης, εφόσον από την άλλη γενική αρχή, της καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, δεν επιβάλλεται εν προκειμένω η αναπομπή της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ώστε αυτό να εφαρμόσει την προσήκουσα διαδικασία και εφόσον, επιπρόσθετα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ήταν καθ' ύλη αρμόδιο για την εκδίκαση της. Κατά το άρθρο, ειδικότερα, 663 του Κ.Πολ.Δ., υπάγονται στη διαδικασία των εργατικών διαφορών και δικάζονται, κατά το άρθρο 16 περ. 2 του ίδιου Κώδικα, από το Μονομελές Πρωτοδικείο, και αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς είναι άνω των 250.000 ευρώ, οι διαφορές από παροχή εξαρτημένης εργασίας ή και από οποιαδήποτε άλλη αιτία με αφορμή την παροχή της εργασίας αυτής μεταξύ των εργαζομένων ή των διαδόχων τους ή εκείνων που κατά νόμο έχουν δικαίωμα από την παροχή της εργασίας τους και των εργοδοτών ή των διαδόχων τους. Μεταξύ των διαφορών αυτών είναι και εκείνες των μισθωτών κατά των εργοδοτών τους ή του διαδόχου τους που αφορούν κάθε αξίωση, η οποία συναρτάται με την εργασιακή σχέση, δηλαδή απαραίτητη προϋπόθεση υπαγωγής των διαφορών αυτών στην εν λόγω ειδική διαδικασία είναι η παροχή από τον εργαζόμενο εξαρτημένης εργασίας (πηγάζουσα είτε από σύμβαση είτε από απλή εργασιακή σχέση), από την οποία η εξ αφορμής της προέκυψε η σχετική διαφορά. Μάλιστα οι αξιώσεις που αφορούν τις εν λόγω διαφορές υπάγονται στην προαναφερθείσα διαδικασία ανεξαρτήτως από το εάν πηγάζουν από την εργατική νομοθεσία ή από τις διατάξεις του κοινού αστικού δικαίου (ΕφΠειρ 1/2014 (Μον) TNΠ Νόμος). Επίσης, η διαδικασία αυτή εκτείνεται και στις διαφορές για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης από αδικοπραξία που συνδέεται με την εργασιακή σχέση (ΑΠ 1530/2004 ΕλλΔνη 2005, 788, ΕφΚρ 473/2007 ΕλλΔνη 2008, 1474, ΕφΑΘ 6944/2006 ΔΕΕ 2007, 481). Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να υπαχθεί στη διαδικασία αυτή και διαφορά η οποία δεν έχει ως πηγή σύμβαση εργασίας ή, οπωσδήποτε, σχέση εργασίας μεταξύ των διαδίκων, όπως η διαφορά μεταξύ κάποιου εργοδότη και κάποιου τρίτου, εφόσον, κατά την περίπτωση αυτή, δεν υπάρχουν οι βασικές προϋποθέσεις προς υπαγωγή στην εργατική διαδικασία, είτε της ύπαρξης εργασιακής σύμβασης ή, έστω, απλής σχέσης εργασίας είτε της δημιουργίας αξίωσης εξ αφορμής των έννομων αυτών σχέσεων (ΕφΘες 1202/2011 Αρμ 2011, 1683, Εφθεσ 80/2008 Αρμ 200Ց, 1226). ούτε, υπάγεται η αγωγή από αδικοπραξία, η οποία στρέφεται κατά του υποκειμενικά ευθυνόμενου τρίτου, ο οποίος δεν είναι εργοδότης ή δεν ταυτίζεται με αυτόν. Η αγωγή αυτή υπάγεται στην τακτική διαδικασία (ΕφΠατρ 403/2009 ΑχαΝομ 2010, 342). Στην κρινόμενη περίπτωση, η ένδικη διαφορά, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης α) ποσού 25.000 ευρώ, εις ολόκληρο, σε βάρος των πρώτης και δεύτερου των εναγομένων, συνεπεία των αναφερομένων παρανόμων και υπαιτίων πράξεων και παραλείψεων του δευτέρου εναγομένου - νομίμου εκπροσώπου και Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της πρώτης και της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της για πειθαρχική δίωξη του ενάγοντος -ιδιοκτήτη λεωφορείου, μετόχου και αυτοαπασχολούμενου οδηγού της, και β) ποσού 5.000 ευρώ σε βάρος του τρίτου εναγομένου, ελεγκτή της πρώτης εναγομένης, για την αναφερόμενη παράνομη και υπαίτια πράξη του, δεν έχει ως πηγή σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταξύ του ενάγοντος και των εναγομένων, ούτε συντρέχει άλλη περίπτωση εφαρμογής της ειδικής διαδικασίας των εργατικών διαφορών, από τις αναφερόμενες στο άρθρο 663 Κ.Πολ.Δ.

Με τη με αριθ. κατάθεσης ……………. αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε ότι τυγχάνει ιδιοκτήτης του αναφερόμενου λεωφορείου, που έχει εκμισθώσει στην πρώτη εναγομένη - και μη εργοδότρια του - ανώνυμη εταιρία (….. Α.Ε.), μέτοχος αυτής και αυτοαπασχολούμενος οδηγός του ανωτέρω λεωφορείου του, υπαγόμενος πάντως στον Γενικό Κανονισμό του Προσωπικού της, ήτοι στο Π.Δ. 246/2006, μεταξύ άλλων και ως προς την πειθαρχική διαδικασία. Ότι η πρώτη εναγομένη, δια του δευτέρου εναγομένου - Προέδρου του Διοικητικού της Συμβουλίου, κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους άσκησε τέσσερις αβάσιμες πειθαρχικές διώξεις σε βάρος του, και δη παρανόμως και χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης από τον έχοντα ισχύ νόμου άνω Κανονισμό διαδικασίας, για ισάριθμα παραπτώματα που φέρεται ότι είχε αυτός διαπράξει και κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της αυτού, κινούμενη από λόγους εκδίκησης λόγω της προηγούμενης δικαστικής διεκδίκησης από μέρους του των νομίμων δικαιωμάτων του, εκφοβισμού και σπίλωσης της προσωπικότητας του, ο δε τρίτος εναγόμενος - ελεγκτής της πρώτης κατέθεσε, κατά τον αναφερόμενο χρόνο, ψευδή αναφορά σε βάρος του για παράπτωμα που δήθεν είχε αυτός διαπράξει, με συνέπεια την άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε βάρος του (για ένα από τα αναφερόμενα άνω παραπτώματα) και την προσβολή της προσωπικότητας του. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε ο ενάγων, κατ' ορθή εκτίμηση του δικογράφου, να υποχρεωθούν οι πρώτη και δεύτερος εναγόμενοι να του καταβάλλουν για τις προαναφερθείσες αιτίες, εις ολόκληρο έκαστος, το χρηματικό ποσό των 25.000 ευρώ, ο δε τρίτος να του καταβάλει για την αιτία που πιο πάνω αναφέρεται το ποσό των 5.000 ευρώ, όλα δε τα ποσά αυτά με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, προς χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Επί της αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η εκκαλουμένη 1/ΕΡ-ΔΙ/2014 οριστική απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεση και ζητά, για τους σ' αυτή διαλαμβανόμενους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή. Οι λόγοι τούτοι της έφεσης είναι παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν και από ουσιαστική άποψη.
Η απόφαση των αρμοδίων πειθαρχικών συμβουλίων, τα οποία ενεργούν ως εργοδοτικά όργανα και αποφασίζουν σε εκπλήρωση υποχρέωσης του εργοδότη απέναντι στους εργαζόμενους, που πηγάζει από την ιδιωτικού δικαίου σύμβαση και τον κανονισμό που την συμπληρώνει, με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή αυτούς, υπόκειται στον έλεγχο των πολιτικών δικαστηρίων αναφορικά με τη νομιμότητα της, αν εκδόθηκε από αρμόδιο όργανο με νόμιμη σύνθεση, αν τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία, αν η πράξη ή παράλειψη συνιστά πειθαρχικό αδίκημα σύμφωνα με τον νόμο, αν είναι δικαιολογημένη, αν η ποινή που επιβλήθηκε είναι ανάλογη της βαρύτητας του παραπτώματος, ή αν η άσκηση της πειθαρχικής εξουσίας έγινε καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 2008/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1406/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 78/2013 ΔΕΕ 2013, 849 και ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 199/2008 ΔΕΕ 2009, 357, ΑΠ 1275/2006 ΕλλΔνη 2009, 1394, ΑΠ 1690/2006 ΧΡΙΔ 2007, 264). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά кαι χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απόρρεει από τα άρθρα. 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 2258/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 5/2001 ΑρχΝ 2002, 340). Σύμφωνα, εξάλλου, με το άρθρο 57 του ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στη προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να ζητήσει την άρση της προσβολής και τη μη επανάληψη της στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρα 914 επ. ΑΚ), δεν αποκλείεται, ύστερα από αίτηση του προσβληθέντος, όπως και της ικανοποίησης της ηθικής βλάβης, δοθέντος ότι ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου, περιεχόμενο του οποίου αποτελεί και η προστασία της προσωπικότητας τουπροστατεύεται και από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 και 2 αυτού). Προσβολή προσωπικότητας συνιστούν πράξεις που περιέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής και επαγγελματικής προσωπικότητας του, ακόμη και αν αυτές τον καθιστούν απλά ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, ή άλλων εκφάνσεων της ζωής του. Από τις προαναφερόμενες νομικές διατάξεις προκύπτει ότι η προσβολή είναι παράνομη, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή σε ενάσκηση μικρότερης σπουδαιότητας δικαιώματος ή κάτω από περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος, μόνο ως προς την αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψης της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση χρηματικής, λόγω ηθικής βλάβης, ικανοποίησης, απαιτεί και το στοιχείο της υπαιτιότητας (ΟλΑΠ 812/1980, ΑΠ 265/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1735/2009, ΕφΑΘ (Μον) 1028/2016,ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Από αυτή τη διάταξη, σε συνδυασμό και προς την προαναφερόμενη του άρθρου 914 ΑΚ, συνάγεται ότι η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος είναι παράνομη και, αν οφείλεται σε υπαιτιότητα, δημιουργεί ευθύνη προς αποζημίωση (ΑΠ 5/2001 ο.π., Ι. Καράκωστα, ΑΚ, στο άρθρο 281 σελ. 811 αριθ. 1796 -1797).
Από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της βασιμότητας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Κατά την αληθινή έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, που προκύπτει από τον συνδυασμό τους και με τις διατάξεις των άρθρων 237 εδ. 1 στοιχ. β’ και 453 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η πρώτη από τις οποίες (του άρθρου. 106) εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητα του. Η επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων σε προηγούμενη συζήτηση, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΟλΑΠ 14/2005, ΑΠ 19/2005, ΑΠ 154/2004). Γενική αναφορά στις προτάσεις του εφετείου, σύμφωνα με την οποία προσκομίζονται εκ νέου όσα έγγραφα προσκομίστηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις, όπου γίνεται σαφής επίκληση των εγγράφων αυτών, που ενσωματώθηκαν στις προτάσεις του εφετείου, δεν αρκεί (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 14/2005, ΟΛΑΠ 9/2000, ΑΠ 620/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 454/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1677/2013, ΑΠ 1524/2010). Ενόψει τούτων, δεν θα ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα της βασιμότητας των λόγων της έφεσης όσα εκ των εγγράφων, που δεν προσκομίζονται και από τον εκκαλούντα, προσκομίζονται μόνο από τους εφεσίβλητους χωρίς σαφή και ορισμένη επίκληση με τις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις τους και χωρίς, έστω, παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτοδικών εγγράφων προτάσεων τους, με ενσωμάτωση τους δι' αντιγραφής στις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου έγγραφες προτάσεις τους.
Από τις ομολογίες των εναγομένων, όπου ειδικότερα γίνεται κατωτέρω ειδική και περιοριστική μνεία, τις ένορκες, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ενός από κάθε διάδικο μέρος, που εκτιμώνται κατά τον λόγο της γνώσης και αξιοπιστίας εκάστου, και από όλα τα έγγραφα που με επίκληση και μόνον προσκομίζουν, κατά τα ανωτέρω, νομίμως οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία μνημονεύονται παρακάτω, δίχως κάποιο από αυτά να παραλειφθεί για την κατ’ ουσία διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η πρώτη εναγομένη έχει συσταθεί ως Ν.Π.Ι.Δ. σύμφωνα με το Ν.Δ. 102/1973, μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρία με την ………… πράξη -του Συμβολαιογράφου Βέροιας …… κατ' επιταγή του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. β' του Ν. 2963/2001 και εκτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 6 του άνω νόμου, δημόσια υπεραστική συγκοινωνία επιβατών σε όλες τις νομαρχιακές, υπεραστικές, τακτικές γραμμές του νομού Ημαθίας, σε διανομαρχιακές τακτικές υπεραστικές γραμμές που συνδέουν την πόλη της Βέροιας με πρωτεύουσες άλλων νομών κλπ., ο δε δεύτερος εναγόμενος είναι Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Στο Π.Δ. 246/2006 «Γενικός Κανονισμός Προσωπικού των Κ.Τ.Ε.Λ. Α.Ε. και των Κ.Τ.Ε.Λ. του ν. 2963/2001», που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α' 261/29-11-2006 της Εφημερίδας της Κυβέρνησης και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, καθορίζονται τα προσόντα πρόσληψης του προσωπικού των ανωνύμων εταιρειών Κοινών Ταμείων Εισπράξεων Λεωφορείων (ΚΤΕΛ Α.Ε.) και Κοινών Ταμείων Εισπράξεων Λεωφορείων (ΚΤΕΛ) όλης της χώρας, η υπηρεσιακή κατάσταση, η συμπεριφορά και οι υποχρεώσεις αυτού, ot πειθαρχικές ευθύνες και ποινές, τα όργανα και η διαδικασία επιβολής αυτών, οι λόγοι και η διαδικασία απόλυσης. Από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 περ. β’ του άνω ΠΔ/τος, προκύπτει ότι ο Κανονισμός αυτός εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, και στους οδηγούς των λεωφορείων, που είναι μισθωμένα ή ενταγμένα σε ΚΤΕΛ Α.Ε. ή ΚΤΕΛ και στους μετόχους - ιδιοκτήτες ή συνιδιοκτήτες λεωφορείων μισθωμένων ή ενταγμένων σε ΚΤΕΛ Α.Ε. ή ΚΤΕΛ, όταν απασχολούνται ως οδηγοί στα λεωφορεία ιδιοκτησίας τους, μόνο ως προς τα προσόντα, τις υποχρεώσεις, τα καθήκοντα και τον πειθαρχικό έλεγχο.
Στα άρθρα 16 έως 25 του Κανονισμού διαλαμβάνονται διατάξεις αναφορικά με τον πειθαρχικό έλεγχο των εργαζομένων στα παραπάνω ΚΤΕΛ, σύμφωνα, δε, με την παράγραφο 3 του άρθρου 16 στις πειθαρχικές διατάξεις του Κανονισμού υπάγεται όλο το τακτικό και έκτακτο προσωπικό των ΚΤΕΛ, οι οδηγοί που έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας με τους ιδιοκτήτες των λεωφορείων - μετόχους των ΚΤΕΛ και οι οδηγοί ιδιοκτήτες λεωφορείων - μέτοχοι, που αυτοπροσώπως οδηγούν τα λεωφορεία τους. Συνομολογείται ρητά από τους εναγομένους ότι ο ενάγων είναι μέτοχος της πρώτης εναγομένης και ιδιοκτήτης κατά ποσοστό 100% του με αριθμό κυκλοφορίας ……….. λεωφορείου, ενταγμένου στη δύναμη των υπεραστικών γραμμών του ΚΤΕΛ ……… με αριθμό εσωτερικής αρίθμησης ………….. και τακτικός οδηγός αυτού, το οποίο έχει εκμισθώσει στην πρώτη εναγομένη με το από 18-11-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό, μίσθωσης λεωφορείου δημόσιας χρήσης ορισμένου χρόνου. Συνεπώς, και όπως επίσης ρητά συνομολογείται, δεν συνδέεται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας με αυτή, υπάγεται όμως, κατά τα προαναφερόμενα, στο διευθυντικό της δικαίωμα και στις πειθαρχικές διατάξεις του Γενικού Κανονισμού του προσωπικού της. Στις 22-2-2011 ο ενάγων κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βέροιας την από 8-2-2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …… αγωγή του, εναντίον της και νυν πρώτης εναγομένης, η οποία επιδόθηκε σ' αυτή στις 9-3-2011 (βλ. προσκομιζόμενη έκθεση επίδοσης) και αφορούσε αξιώσεις του λόγω της επικαλούμενης μη τήρησης από μέρους της, της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων κατά την κατανομή των δρομολογίων. Λίγο διάστημα μετά, και συγκεκριμένα στις 8-9-2011, επιδόθηκαν στον ενάγοντα τρεις κλήσεις προς απολογία και, ειδικότερα, α) η με αριθ. πρωτ. ………… κλήση προς απολογία, με την οποία διωκόταν βάσει της από 15-3-2011 αναφοράς εναντίον του της ……….., ελεγκτού της πρώτης εναγομένης, επειδή, σύμφωνα με το περιεχόμενο της, στις 15-3-2011 ο ενάγων, ενώ εκτελούσε το δρομολόγιο των 7.30' για Βέροια, αρνήθηκε να επιβιβάσει έναν επιβάτη, με το πρόσχημα ότι το συγκεκριμένο δρομολόγιο είχε τερματισμό στην Αλεξάνδρεια, με αποτέλεσμα ο εν λόγω επιβάτης να ταξιδέψει με το λεωφορείο των 8.15', β)η με αριθ. πρωτ. ………… κλήση προς απολογία, με την οποία διωκόταν βάσει της από 9-6-2011 καταγγελίας εναντίον του, της …………….., επειδή, σύμφωνα και πάλι με το περιεχόμενο της, στις 8-6-2011 ο ενάγων, ενώ εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη - Αλεξάνδρεια, αρνήθηκε να επιβιβάσει την ανωτέρω επιβάτιδα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία προβλήματος σ' αυτή, και γ) η με αριθ. πρωτ. ……… κλήση προς απολογία, με την οποία διωκόταν βάσει της από 6-6-2011 αναφοράς του τρίτου εναγομένου - ελεγκτή της πρώτης, διότι κατά την ημέρα εκείνη (6-6-2011), ενώ εκτελούσε το δρομολόγιο Βέροια - Θεσσαλονίκη, στο .. χιλιόμετρο της οδού, παρόλο που εισέπραξε από επιβάτη το ποσό των 3,90 ευρώ για εισιτήριο, του έδωσε εισιτήριο αξίας 1,60 ευρώ, κατά παράβαση των προβλέψεων του Κανονισμού. Επί πλέον, στις 13-10-2011 του επιδόθηκε δ) ή με αριθ. πρωτ. ……….. κλήση προς απολογία, με την οποία διωκόταν βάσει της από 24-8-2011 καταγγελίας εναντίον του, κατά το περιεχόμενο της οποίας, στις 18-8-2011 και στο δρομολόγιο Βέροια - Βεργίνα - Συκιά, δεν πέρασε στην επιστροφή από τη Βεργίνα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πρόβλημα με τους επιβάτες. Ο ενάγων διατείνεται ότι οι διώξεις αυτές ασκήθηκαν παρανόμως, ειδικότερα δε κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. α' του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της πρώτης εναγομένης, που προβλέπει την παραγραφή των πειθαρχικών παραπτωμάτων και σύμφωνα με την οποία «Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται α) Εάν πέρασε ένα έτος από την ημέρα που διαπράχθηκαν ή τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημέρα που έγιναν γνωστά στο οικείο ΚΤΕΛ και δεν κινήθηκε η πειθαρχική διαδικασία.....», καθώς οι φερόμενες άνω ως τελεσθείσες από μέρους του πειθαρχικές παραβάσεις έγιναν γνωστές στην πρώτη εναγομένη πολλούς μήνες πριν κινηθεί η πειθαρχική διαδικασία, παρόλα αυτά όμως ο δεύτερος, με την ιδιότητα του Προέδρου του Διοικητικού της Συμβουλίου, εξέδωσε, υπέγραψε και έδωσε προς επίδοση τις προαναφερόμενες κλήσεις προς απολογία, αν και γνώριζε ότι αυτά είχαν παραγραφεί. Η παραγραφή του υπό στοιχ. δ' παραπτώματος συνομολογείται ρητά από τους εναγομένους (βλ. και-σελ. 10 των ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου υποβληθεισών εγγράφων προτάσεων τους). Όσον αφορά, ωστόσο, στα υπό στοιχ. α', β' και γ' παραπτώματα, αποδεικνύεται ότι η πειθαρχική γι' αυτά διαδικασία κινήθηκε εντός της προβλεπόμενης άνω προθεσμίας των τριάντα ημερολογιακών ημερών, καθώς, άπαντα, περιήλθαν σε γνώση της πρώτης εναγομένης στις 22-8-2011, όπως συνάγεται από την επί την επί του σώματος των σχετικών αναφορών - καταγγελιών επισημείωση του αριθμού πρωτοκόλλου, και δη του αριθ. πρωτοκόλλου ……….. για την αναφορά της ……………, για την καταγγελία της ………………. και …………. για την αναφορά του τρίτου εναγομένου. Μόνη η συμπτωματική κατάθεση, όλων αυτών, την ίδια ημέρα στα γραφεία του εναγομένου, παρόλο που αναφέρονται σε περιστατικά διαφόρων ημερομηνιών, και δη αρκετά προγενεστέρων, δεν αποδεικνύει την περί της «μη παραγραφής» μεθόδευση των εναγομένων, οι οποίοι προφανώς, σε μια τέτοια περίπτωση, θα είχαν μεθοδεύσει τη «μη παραγραφή» και του τετάρτου, άνω, παραπτώματος, που όμως δεν το έπραξαν. Εξάλλου, και ο ενάγων επιστηρίζει σε εικασίες και μόνον τον περί τούτου ισχυρισμό του, επικαλούμενος γνώση της εναγομένης «...πολλούς μήνες πριν κινηθεί η πειθαρχική διαδικασία», και όχι σαφή και συγκεκριμένη ημερομηνία γνώσης, διαφορετική της προαναφερομένης (22-8-2011), που όμως δεν είναι ικανές (οι εικασίες) να δημιουργήσουν στο Δικαστήριο δικανική πεποίθηση περί της βασιμότητας του περί τούτου ισχυρισμού του. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι επί των εν λόγω διώξεων ο ενάγων απολογήθηκε εγγράφως, προβάλλοντας τους ισχυρισμούς του περί παραγραφής των παραπτωμάτων και περί έλλειψης ουσιαστικής βασιμότητας των καταγγελλομένων. Ενώ, όμως, για τις λοιπές διώξεις δεν εξακολούθησε η πειθαρχική διαδικασία, με την από 28-9-2011 κλήση του δευτέρου εναγομένου, ως Προέδρου του Δ.Σ. της πρώτης, κλήθηκε ο ενάγων ενώπιον του Δ.Σ. της εναγομένης, που θα συνεδρίαζε ως Πειθαρχικό Συμβούλιο στις 10-10-2011, για την εκδίκαση του υπό στοιχ. γ' πειθαρχικού παραπτώματος, ήτοι του σχετιζομένου με την από 6-6-2011 αναφορά του τρίτου εναγομένου, …………………. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο, με την προσκομιζόμενη με επίκληση με αριθ. ………….. απόφαση του, έκρινε ότι ο ενάγων υπέπεσε στην καταγγελλόμενη παράβαση, πλην όμως από αμέλεια, και, μετά ταύτα, παρέπεμψε την υπόθεση για την επιβολή ποινής στον Πρόεδρο του Δ.Σ. της πρώτης, δηλαδή στον δεύτερο εναγόμενο, ήτοι για την επιβολή ελαφρύτερης ποινής. Παρά ταύτα, ουδέποτε του επιβλήθηκε κάποια ποινή. Η τελευταία, τούτη, απόφαση του πειθαρχικού οργάνου της πρώτης εναγομένης κρίνεται ορθή, όχι μόνο από πλευράς τυπικής νομιμότητας, αλλά και από άποψη ουσιαστικής έρευνας αυτής, υπό τους όρους της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, όπου δηλαδή ερευνάται αν κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης κρίθηκε τιμωρητέος ο ενάγων και ελέγχεται η σχετική ουσιαστική κρίση. Τούτο, δε, καθόσον από τα υπάρχοντα ενώπιον του (του Πειθαρχικού Συμβουλίου) αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι την από 6-6-2011 έγγραφη αναφορά του τρίτου εναγομένου, που συνοδεύεται και από την εκτύπωση της αναλυτικής κατάστασης εισπράξεων του εναγομένου με την, καταγραφή του εκδοθέντος εισιτηρίου των 1,60 ευρώ), την από 14-9-2001 έγγραφη απολογία του διωκομένου ενάγοντος, σε συνδυασμό και με το περιεχόμενο της ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου απολογίας του, τα οποία έλαβε υπόψη του και το πειθαρχικό όργανο της πρώτης εναγομένης και τα οποία προσκομίζονται και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, συνάγεται πράγματι η τέλεση αυτού. Ουδόλως, δε, αποδυναμώνει τη βασιμότητα της κατηγορίας το γεγονός ότι στην αναφορά τούτη του τρίτου εναγομένου δεν γίνεται μνεία του ονόματος του επιβάτη προς τον οποίο είχε εκδοθεί το άνω εισιτήριο των 1,60 ευρώ, αντί του πραγματικού των 3,90 ευρώ, καθώς η αναφορά αυτή, παρά το συνοπτικό περιεχόμενο της, έχει σαφή καταγραφή του γεγονότος, ο δε τρίτος εναγόμενος - αναφερών ελεγκτής δεν διατηρεί κάποια εμπάθεια ή έχθρα προς τον ενάγοντα και δεν αποδείχθηκε ότι ωθήθηκε εκ δόλου στην υποβολή ψευδούς και αβάσιμης αναφοράς σε βάρος του, όπως αβασίμως ο τελευταίος υποστηρίζει. Κατά την άσκηση, συνεπώς, του δικαιώματος της πειθαρχικού ελέγχου, για το ερευνώμενο εν προκειμένω υπό στοιχ. γ' παράπτωμα, η πρώτη εναγομένη και ο εκπροσωπών αυτή δεύτερος εναγόμενος δεν αποδείχθηκε ότι υπερέβησαν, και δη προφανώς, τα όρια που επιβάλλονται από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, έστω και αν ο τελευταίος, μετά την έκδοση της απόφασης του, ως Πειθαρχικού οργάνου λειτουργούντος, διοικητικού της συμβουλίου, δεν επιλήφθηκε της υπόθεσης προς επιβολή ποινής, παράλειψη από την οποία, εξάλλου, ουδεμία ηθική βλάβη προκλήθηκε στον ενάγοντα. Όσον αφορά, όμως, στα λοιπά πειθαρχικά παραπτώματα, αποδεικνύεται, κατά τα προαναφερόμενα, ότι, για μεν το τέταρτο (υπό στοιχ. δ') παράπτωμα, ο δεύτερος εναγόμενος, ως όργανο της πρώτης, κίνησε τη σε βάρος του πειθαρχική διαδικασία, παρά το γεγονός ότι αυτό είχε ήδη υποπέσει σε παραγραφή και εν γνώσει τελών του γεγονότος αυτού (προέκυπτε από το ίδιο το περιεχόμενο των εγγράφων), τόσο δε για το παράπτωμα αυτό, όσο και για τα πρώτα δύο αποδιδόμενα παραπτώματα (υπό στοιχ. α' και β'), μετά τις κλήσεις του ενάγοντος σε απολογία και την κατάθεση από αυτόν των εγγράφων απολογιών του δεν εξακολούθησε η πειθαρχική διαδικασία, όπως έπρεπε, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της-πρώτης, στο άρθρο 20 παρ. 4, 6 και 7 του οποίου ορίζεται, ειδικότερα, ότι «Η εκδίκαση του πειθαρχικού παραπτώματος γίνεται το αργότερο εντός εξήντα (60) ημερολογιακών ημερών από την επομένη της επίδοσης στον εγκαλούμενο της κλήσης σε απολογία» (παρ. 4), «Το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση, με την οποία επιβάλλεται ποινή ή απαλλάσσεται ο εγκαλούμενος με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης» (παρ. 6) και «Η απόφαση του πειθαρχικού οργάνου επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο με απόδειξη και κοινοποιείται στην αρμόδια υπηρεσία του οικείου ΚΤΕΛ για υλοποίηση εντός δύο μηνών από την παραλαβή της απόφασης, στην πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση του ΚΤΕΛ (αν υπάρχει), στον εκπρόσωπο των εργαζομένων του άρθρου 25 του παρόντος Κανονισμού και αντίγραφο αυτής τίθεται στον υπηρεσιακό φάκελο του εγκαλουμένου» (παρ. 7). Ισχυρίζονται, βεβαίως, οι άνω εναγόμενοι ότι ο φάκελος της υπό στοιχ. δ' πειθαρχικής δίωξης αποσύρθηκε από τον δεύτερο εναγόμενο, λόγω της παρέλευσης μηνός (προφανώς των τριάντα ημερολογιακών ημερών που ορίζονται στο άρθρο 23 παρ. 2α), τα δε ύπό στοιχ., α' και β' παραπτώματα κρίθηκαν από τον Πρόεδρο του Δ.Σ., ως μονομελές πειθαρχικό όργανο, όπως απαιτεί ο νόμος βάσει της βαρύτητας της προβλεπόμενης ποινής, πλην όμως αβασίμως, αφού ουδεμία αναφορά κάνουν σχετικά με την κρίση του μονομελούς τούτου πειθαρχικού οργάνου επί της βασιμότητας των καταγγελλομένων, και ούτε προσκομίζουν το οποιοδήποτε αποδεικτικό των ισχυρισμών τους αυτών στοιχείο (πράξη αρχειοθέτησης της υπόθεσης του υπό στοιχ. δ' παραπτώματος και αποφάσεις του πειθαρχικού οργάνου για τα λοιπά δύο). Πρόθεση, επομένως, του δευτέρου εναγομένου δεν ήταν η ευταξία της επιχείρησης και η αποκατάσταση της εύρυθμης λειτουργίας της, που αποτελεί και τον σκοπό της πειθαρχικής διαδικασίας, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα ασκείτο εμπρόθεσμα η πειθαρχική δίωξη για το αποδιδόμενο τέταρτο παράπτωμα και, σε κάθε περίπτωση, θα εξακολουθούσε η πειθαρχική διαδικασία για τα παραπτώματα αυτά με την έκδοση απόφασης, είτε απαλλακτικής είτε δεχόμενης ενοχή, είτε με την αρχειοθέτηση της υπόθεσης για το πρώτο (το υπό στοιχ. δ'). Αντιθέτως, όπως αποδείχθηκε από τη σαφή κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, που ενισχύεται και από το περιεχόμενο των εγγράφων που προσκομίζονται (το δικόγραφο της από 8-2-2011 αγωγής κλπ.), η άσκηση των συνεχόμενων τούτων διώξεων έγινε με προφανή σκοπό την εκδίκηση του δευτέρου εναγομένου λόγω της άσκησης της αγωγής σε βάρος της πρώτης εναγομένης, προς εκφοβισμό και σπίλωση της προσωπικότητας του ενάγοντος. Η δρομολόγηση πειθαρχικής διαδικασίας χωρίς την έκδοση απαλλακτικής απόφασης, σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί η αθωότητα του ενάγοντος από το προσκομιζόμενο ενώπιον του πειθαρχικού οργάνου αποδεικτικό υλικό, διατηρεί σε εκκρεμότητα την κατηγορία και την υποψία ότι ίσως ο εγκαλούμενος και να έχει διαπράξει το παράπτωμα που του αποδίδεται. Σε περίπτωση, δε, που η απόφαση του πειθαρχικού οργάνου θα δεχόταν ενοχή, θα είχε τη δυνατότητα ο ενάγων να την προσβάλλει αρμοδίως ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Δεν αναιρεί, δε, τις προαναφερθείσες παραδοχές του Δικαστηρίου το γεγονός ότι ο ενάγων είχε κριθεί και σε προγενέστερους χρόνους πειθαρχικά ελεγκτέος (κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2003 μέχρι και το 2008 είχαν κινηθεί σε βάρος του τέσσερις συνολικά πειθαρχικές διώξεις, όπως συνάγεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα), καθώς την κρινόμενη περίπτωση ενδιαφέρουν οι επίμαχες και μόνον διώξεις και τα κίνητρα που ώθησαν τον δεύτερο εναγόμενο σ' αυτές. Συνάγεται, λοιπόν, από τα ανωτέρω ότι με τις υπαίτιες αυτές πράξεις και παραλείψεις των ενεργειών στις οποίες είχε νομική υποχρέωση να προβεί ο δεύτερος εναγόμενος, υποχρέωση που απέρρεε από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού, άσκησε το διευθυντικό δικαίωμα της πρώτης εναγομένης για πειθαρχικό έλεγχο του προσωπικού της κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτού (ΑΚ 281). Οι ενέργειες, δε, και οι παραλείψεις του αυτές είναι παράνομες, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, και συνιστούν αδικοπρακτική προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος (ΑΚ 57, 59, 914) στην εκδήλωση της επαγγελματικής και κοινωνικής του ζωής, καθώς οι συνεχείς πειθαρχικές διώξεις του, που δεν ήταν επιβεβλημένες από τις ανάγκες διαφύλαξης των συμφερόντων της πρώτης εναγομένης (άλλως, η σχετική διαδικασία θα είχε συνεχιστεί), έγιναν γνωστές στο ευρύτερο επαγγελματικό και κοινωνικό του περιβάλλον. Οι διώξεις αυτές εξακολουθούν να παραμένουν σε εκκρεμότητα, συντηρώντας υποψίες για τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων από μέρους του, και μάλιστα σημαντικής βαρύτητας, καθώς προβλέπεται γι' αυτά από τη διάταξη του άρθρου 18 του Κανονισμού η ποινή της αργίας έξι έως δέκα πέντε ημερών. Υπέστη, συνεπώς, ο ενάγων ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας υφίσταται παράλληλη και εις ολόκληρον ευθύνη, τόσο του δευτέρου εναγομένου - υπαιτίου οργάνου της πρώτης, όσο και της πρώτης εναγομένης, ως ευθυνόμενης σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 εδ, α' ΑΚ για τις παράνομες πράξεις και τις παραλείψεις του δευτέρου, ως οργάνου που την αντιπροσωπεύει, και εφόσον, επιπρόσθετα, οι πράξεις και οι παραλείψεις του αυτές έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του είχαν ανατεθεί. Αφού, δε, ληφθούν υπόψη οι πιο πάνω συνθήκες των ενδίκων περιστατικών, το είδος και η βαρύτητα της προσβολής, η έκταση που αυτή έλαβε στον επαγγελματικό και κοινωνικό κύκλο του ενάγοντος, η υπαιτιότητα του δευτέρου εναγομένου (δόλος) ως προς την προκληθεισα προσβολή και την έκταση της βλάβης, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και οι εν γένει περιστάσεις, όπως εκτιμούνται με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής (ΑΠ 433/2008, ΑΠ 195/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 132/2006 Αρμ 2006, 757), το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να του επιδικαστεί το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Το ποσό αυτό είναι εύλογο (άρθρο 932 του ΑΚ), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της ένδικης περίπτωσης (ΟλΑΠ 9/2015 ΤΝΠ Νόμος), αλλά και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 25 § 1 του Συντάγματος, 9 § 2 και 10 § 2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του ΑΚ για τον՛προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. ΟλΑΠ 6/2009 ΤΝΠ Νόμος).
Βάσει των ως άνω εκτιθεμένων, η αγωγή, που κρίνεται βάσιμη κατά νόμο, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 914, 932, 345, 340 ΑΚ, 1, 2, 16 έως 23 του ΠΔ/τας 246/2006 και 176 Κ.Πολ.Δ. (οι διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και του ΠΔ/τος 246/2006 δεν έχουν εφαρμογή στην κατά του τρίτου εναγομένου αγωγική αξίωση), πρέπει, ως προς μεν τον τρίτο εναγόμενο να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, ως προς δε τους λοιπούς να γίνει δεκτή ως κατά ένα μέρος βάσιμη και κατ' ουσία και να υποχρεωθούν αυτοί να καταβάλουν στον ενάγοντα, για την προδιαληφθείσα αιτία, εις ολόκληρο έκαστος, то χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως και πιο πάνω αναφέρεται απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κρίνοντας έτσι σχετικά με τον τρίτο εναγόμενο, ορθά μεν τον νόμο (ήτοι τις νομικές διατάξεις που πιο πάνω αναφέρονται) εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και δεν έσφαλε, τα δε αντίθετα από τον εκκαλούντα υποστηριζόμενα με τους πρώτο και δεύτερο αντίστοιχα λόγους της έφεσης (κατά το μέρος που αυτοί αναφέρονται στον προκείμενο εναγόμενο κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα. Απορρίπτοντας, όμως, την αγωγή ως προς τους λοιπούς εναγομένους, εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 16, 18, 20 παρ. 4, 6, 7 και 23 παρ. 2α' του ΠΔ/τος 246/2006 που πιο πάνω αναφέρονται, καθώς και αυτές των άρθρων 57, 59, 914 και 281 ΑΚ, και εσφαλμένα εκτίμησε και αξιολόγησε το ενώπιον του προσαχθέν αποδεικτικό υλικό, γι' αυτό και οι λόγοι τούτοι της έφεσης, κατά το μέρος που αναφέρονται στους εν λόγω εναγομένους, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι. Μη υπάρχοντος, δε, άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η έφεση, ως προς μεν τον τρίτο εφεσίβλητο να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, ο δε εκκαλών να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (Κ.Πολ.Δ. 176, 183, 189 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), να γίνει, όμως, δεκτή ως κατ' ουσία βάσιμη ως προς τους πρώτη και δεύτερο εφεσίβλητους, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση κατά τις διατάξεις της που αναφέρονται σ' αυτούς (πρώτη και δεύτερο εφεσίβλητους - εναγομένους), καθώς και κατά τις συνεχόμενες διατάξεις της περί των δικαστικών εξόδων που αναφέρονται στους εν λόγω εναγομένους, ειδικότερα δε (να εξαφανιστεί) κατά τα 2/3 της επιβληθείσας δικαστικής δαπάνης, ήτοι κατά το ποσό των 533,30 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στους προκείμενους εναγομένους (σύνολο πρωτοδίκως επιδικασθείσας στους εναγομένους δικαστικής δαπάνης 800 ευρώ - βλ. και άρθρο 180 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., ΕφΛαμ 220/2010 ΤΝΠ Νόμος). Αφού, περαιτέρω, κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο προς κατ' ουσίαν έρευνα, πρέπει να δικαστεί η αγωγή ως προς αυτούς, να γίνει μερικώς δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη και να διαταχθούν τα όσα αμέσως ανωτέρω αναφέρονται. Οι δύο πρώτοι εναγόμενοι πρέπει να καταδικαστούν, εις ολόκληρο έκαστος, σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, αναλόγως του μεγέθους της ήττας τους (άρθρα 176, 178, 180 παρ. 3, 183, 189 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό και υπολογιζόμενα σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 1 εδ. α' Ν. 4194/2013 (Κώδικα Περί Δικηγόρων), σε συνδυασμό με τα άρθρα 68 παρ. 1 και 63 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία την έφεση κατά της με αριθ. 1/ΕΡ-ΔΙ/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 563 επ. Κ.Πολ.Δ., επί της με αριθ. κατάθεσης ……… αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση ως προς τον τρίτο εφεσίβλητο και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν στην ουσία.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του τρίτου εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία της την έφεση ως προς τους πρώτη και δεύτερο εφεσίβλητους.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση κατά τις διατάξεις της που αναφέρονται στους πρώτη και δεύτερο εφεσίβλητους - εναγομένους και κατά τη συνεχόμενη διάταξη της περί των δικαστικών εξόδων, που αναφέρεται αναλυτικά στο σκεπτικό.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή ως προς τους πρώτη και δεύτερο εναγομένους.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή εν μέρει.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους πρώτη και δεύτερο εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα, εις ολόκληρο έκαστος, το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΕΙ τους πρώτη και δεύτερο εναγομένους, εις ολόκληρο έκαστο, στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, αμφοτέρων των Βαθμών δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση του, στη Θεσσαλονίκη, στις 5-5-17 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη Γραμματέα.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου