Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

ΕιρΠάρου 3/17: Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Ν.3869/10. Στοιχεία της αίτησης υπαγωγής στο Ν. 3869/2010 - Προϋποθέσεις υπαγωγής. Μείωση εισοδήματος αιτούσας - Αδυναμία - Έλλειψη δόλου.

ΕιρΠάρου 3/17Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Ν.3869/10. Στοιχεία της αίτησης υπαγωγής στο Ν. 3869/2010 - Προϋποθέσεις υπαγωγής. Μείωση εισοδήματος αιτούσας - Αδυναμία - Έλλειψη δόλου. Ρύθμιση των χρεών της με μηνιαίες καταβολές επί πενταετία. Το δικαστήριο έκρινε ότι η εκποίηση της ακίνητης περιουσίας της αιτούσας είναι απρόσφορη, καθώς οι αντικειμενικές αξίες είναι χαμηλές συγκριτικά με το ύψος των οφειλών της και, λαμβάνοντας υπόψη την κρίση που επικρατεί στην αγορά ακινήτων, τυχόν ρευστοποίησή τους δεν θα απέφερε τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ορίζει μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας μετά την πενταετία. Δεκτή η αίτηση.


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΡΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 3/2017

Πρόεδρος: Κ. Ζορμπά (Ειρηνοδίκης)

[…Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, που αφορά «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», ορίζεται ότι: «1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. 2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών που: α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου και β) που προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά».
Από το συνδυασμό των άρθρων 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και 4 του Ν. 3869/2010 προκύπτει ότι η αίτηση οφειλέτη για υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010, για να είναι ορισμένη, πρέπει να γίνεται αναφορά σε αυτήν: 1) της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του αιτούντος φυσικού προσώπου, 2) της κατάστασης της περιουσίας του, 3) της κατάστασης των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 4) σχεδίου διευθέτησης των οφειλών του και 5) αιτήματος ρύθμισης αυτών, με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή του (Αθ. Κρητικός, Ερμηνεία Ν. 3869/2010, έκδοση 2010, σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου, Αρμ. 64, σελ. 1477), παράλληλα δε πρέπει να περιλαμβάνει σε αυτή αίτημα προς επικύρωση του προτεινόμενου σχεδίου διευθέτησης, ώστε να αποκτήσει αυτό ισχύ δικαστικού συμβιβασμού και επικουρικά να ζητεί την ρύθμιση των χρεών από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Λοιπά στοιχεία, όπως ο χρόνος ανάληψης των δανειακών υποχρεώσεων, τα αίτια της πολλαπλής δανειοδότησης (υπερδανεισμού) του αιτούντα και οι συγκυρίες που τον οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμής των χρεών του, καθώς και το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και εντεύθεν αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις, δεν αποτελούν απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο της αίτησης κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητά της, αποτελούν αντικείμενο απόδειξης και θα εξεταστούν περαιτέρω.
Επιπλέον, ο Ν. 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την, έστω και μερική, εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων. Δεν περιλαμβάνεται, όμως, στις επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή από υπόλοιπά τους, όταν είναι δυνατή –ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή– η ικανοποίησή τους βάσει της υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Αυτός είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του. Το δικαστήριο δε, εάν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραδοχή της αίτησης, λαμβάνει υπόψη του, για τη μορφή της ρύθμισης που θα διατάξει, όλα τα υποβαλλόμενα ενώπιόν του στοιχεία και πρέπει βάσει των διατάξεων του νόμου: α) να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη για χρονικό διάστημα από τρία έως πέντε έτη, ώστε να επέλθει από αυτή την πηγή, μερική τουλάχιστον, εξόφληση των χρεών του, αν αυτός δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία, β) να διατάξει την εκποίηση της τυχόν υφιστάμενης ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη διορίζοντας και εκκαθαριστή, και τέλος γ) να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών του οφειλέτη, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του. Οι τρεις προαναφερόμενες ρυθμίσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη και συχνά θα πρέπει να διαταχθούν σωρευτικά (Ε. Κιουπτσίδου, Αρμ. 64, σελ. 1486). Επομένως, οι επιμέρους δυνατότητες ρυθμίσεων που προσδιορίζονται από το νόμο και ο τρόπος με τον οποίο θα τα καθορίσει το Δικαστήριο συμπλέκονται μεταξύ τους.

[…] Η αιτούσα […], ηλικίας σήμερα 63 ετών, βρίσκεται σε διάσταση με τον σύζυγό της από το έτος 1994, με τον οποίο έχει αποκτήσει τέσσερα άρρενα τέκνα, όλα ενήλικα σήμερα, διαμένει δε σε ιδιόκτητη κατοικία. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης είχε αναλάβει από την καθ’ ης πιστώτρια τα παρακάτω χρέη, τα οποία, τόσο τα ανέγγυα όσο και τα ενέγγυα κατά πλάσμα του νόμου, θεωρούνται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα και υπολογίζονται με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης (Κρητικός, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, σελ. 99), με εξαίρεση τα εμπραγμάτως ασφαλισμένα δάνεια, των οποίων ο εκτοκισμός συνεχίζεται με το επιτόκιο ενήμερης οφειλής μέχρι το χρόνο έκδοσης της απόφασης (άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3869/2010), και συγκεκριμένα της είχε χορηγηθεί: 1) με την υπ’ αριθμ. […] σύμβαση επισκευαστικό δάνειο, που σήμερα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 123.544,16 ευρώ (κεφάλαιο 121.749,18 + τόκοι 1.571,46 + έξοδα 223,52)· 2) με την υπ’ αριθμ. […] σύμβαση δάνειο […], ρύθμιση, που σήμερα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1,963,98 ευρώ (κεφάλαιο 1.880,28 + τόκοι 83,70)· και 3) Με την υπ’ αριθμ. […] σύμβαση καταναλωτικό δάνειο, που σήμερα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.387,67 ευρώ (κεφάλαιο 3.213,59 + τόκοι 174,08). Σημειώνεται ότι το πρώτο ως άνω δάνειο, είναι εξασφαλισμένο με εμπράγματη ασφάλεια, και συγκεκριμένα με προσημειώσεις υποθήκης Α΄, Β΄, και Γ΄ σειράς ([…]) επί της κύριας κατοικίας της αιτούσας στην οποία ανήκει κατά πλήρη κυριότητα σε ποσοστό 67% εξ αδιαιρέτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 1.484 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «[…]» του Δήμου Πάρου, επί του οποίου έχει ανεγερθεί οικοδομή και κατόπιν σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών, της αντιστοιχεί και αναλογεί κατά πλήρη κυριότητα μία οριζόντια ιδιοκτησία, εμβαδού 110,60 τ.μ. η οποία αποτελείται από δύο βόρειες ισόγειες γκαρσονιέρες, το νότιο ισόγειο δωμάτιο με WC, τον πρώτο πάνω από το ισόγειο όροφο που αποτελείται από δύο δωμάτια και δύο WC με εξωτερικό κλιμακοστάσιο, η δε αντικειμενική αξία του ανέρχεται στο ποσό των 52.873,57 ευρώ ([…]) και του οποίου αιτείται την εξαίρεση από την ρευστοποίηση. Επίσης, είναι κυρία κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου, συνολικής έκτασης 4.010 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «[…]» του Δήμου Πάρου, εντός του οποίου υπάρχουν αποθήκες (βοηθητικοί χώροι), εμβαδού 78,61 τ.μ., η δε αντικειμενική αξία του ως άνω εμπράγματου δικαιώματός της ανέρχεται στο ποσό των 15.687 ευρώ, διαθέτει δε την πλήρη κυριότητα μιας διώροφης οικίας, που βρίσκεται στην επαρχιακή οδό […] του Δήμου Πάρου, εμβαδού 99,88 τ.μ., εντός οικοπέδου έκτασης 49,94 τ.μ., η αντικειμενική αξία της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 33.559,68 ευρώ. Τέλος, έχει την πλήρη κυριότητα ενός αυτοκινήτου, μάρκας […], μοντέλο […], παλαιότητας 13 ετών. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι το έτος 1990 η αιτούσα ανέλαβε από κοινού με τον εν διαστάσει σύζυγό της το πρώτο από τα ως άνω δάνεια, προκειμένου να αποπερατώσουν την οικοδομή, στην οποία υπάρχει σήμερα η κύρια κατοικία της. Στη συνέχεια και μετά την εγκατάλειψη από τον σύζυγό της το έτος 1994, η αιτούσα, που είχε πλέον να διαθρέψει τον εαυτό της και τα τέσσερα, ανήλικα τότε, τέκνα της, διατηρούσε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες επιχείρηση ψητοπωλείου, που στεγάζονταν σε ισόγειο κατάστημα ιδιοκτησίας του συζύγου της. Εργαζόταν με τον προσωπικό, σωματικό της κόπο και μόχθο, χωρίς να απασχολεί προσωπικό, βοηθούμενη από τα τέκνα της και συνεπώς δεν είναι έμπορος κατά την έννοια του νόμου, καθόσον ανήκει στην κατηγορία των «μικρεμπόρων». Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η αιτούσα το 2002 μετέφερε το υπόλοιπο του δανείου της στην […] Τράπεζα και ήταν συνεπής στην αποπληρωμή των δόσεων των δανείων της, με αποτέλεσμα η ως άνω τράπεζα το έτος 2006 να της προσφέρει αύξηση του δανείου της, τα χρήματα του οποίου επένδυσε στην επιχείρηση του ψητοπωλείου, ενώ το έτος 2007 της προτάθηκε νέα αύξηση που επίσης αποδέχθηκε. Το έτος 2013 υπέγραψε πράξη ρύθμισης με την καθ’ ης, η οποία είχε πλέον υπεισέλθει στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της […] Τράπεζας, την οποία ρύθμιση δεν κατάφερε να τηρήσει, καθώς ήδη από το έτος 2010 δεν ήταν πλέον σε θέση να εξυπηρετεί τις δόσεις των δανείων της. Όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα, το μηνιαίο εισόδημα της αιτούσας ανέρχονταν το οικονομικό έτος 2009 (χρήση 2008) στο ποσό των 778 ευρώ, το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 2009) στο ποσό των 776,55 ευρώ, το οικονομικό έτος 2011 (χρήση 2010) στο ποσό των 900 ευρώ, το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011) στο ποσό των 352,61 ευρώ, το οικονομικό έτος 2013 (χρήση 2012) δεν δήλωσε εισόδημα, καθόσον η επιχείρησή της παρουσίασε ζημιές, το ίδιο δε συνέβη και το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013), ενώ το φορολογικό έτος 2015 το δηλωθέν μηνιαίο εισόδημά της ανήλθε στο ποσό των 140,75 ευρώ.
Από την παράθεση των ως άνω δεδομένων προκύπτει ότι το εισόδημα της αιτούσας μειώθηκε αισθητά τα τελευταία πέντε έτη, με αποτέλεσμα από το έτος 2011 περίπου να μην είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις προς την καθ’ ης πιστώτρια τράπεζα και έτσι η αιτούσα να περιέλθει χωρίς υπαιτιότητά της σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της, καθώς αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα της οφειλέτριας να εξοφλήσει τους πιστωτές της λόγω έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί αυτή ν’ ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη της, η δε αδυναμία της αυτή δεν οφείλεται σε δόλο, εφόσον κάτι τέτοιο δεν αποδείχτηκε, απορριπτόμενης ως ουσία αβάσιμης της σχετικής ένστασης που προβλήθηκε από την καθ’ ης. Περαιτέρω, στην ανωμοτί κατάθεσή της η αιτούσα ανέφερε ότι φροντίζει δύο ηλικιωμένα άτομα, λαμβάνοντας το συνολικό ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, το εισόδημά της όμως αυτό δεν εμφαίνεται στη φορολογική της δήλωση. Επίσης, από την ενοικίαση της οικίας της κατά τους θερινούς μήνες του 2016 αποκόμισε το συνολικό ποσό των 3.000 ευρώ, έτσι το συνολικό μηνιαίο εισόδημά της σήμερα ανέρχεται στο ποσό των 750 ευρώ. Όσον αφορά το μηνιαίο κόστος διαβίωσής της, ανέρχεται κατά δήλωσή της σε 400 ευρώ περίπου, ποσό που κατά την κρίση του Δικαστηρίου είναι εύλογο και μετριοπαθές, δεδομένου ότι διαμένει σε ιδιόκτητη κατοικία και τουλάχιστον τα τρία από τα τέσσερα τέκνα της, τα οποία δεν έχουν δικές τους οικογενειακές υποχρεώσεις, μπορούν να συμμετέχουν στα έξοδα της μητέρας τους.
Με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του Ν. 3869/2010, και ειδικότερα σ’ αυτές των άρθρων 8 παρ. 2 του Ν. 3869/2010 (όπως αντικ. από το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 4161/2013) και άρθρο 9 παρ. 2 (όπως αντικ. με το άρθρο 17 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 4161/2013). Θα πρέπει, δηλαδή, να γίνει συνδυασμός των δύο ρυθμίσεων του νόμου, και συγκεκριμένα αυτής του άρθρου 8 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, για μηνιαίες καταβολές επί πενταετία και αυτής του άρθρου 9 παρ. 2, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, για σταδιακές καταβολές, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση η κύρια κατοικία της. Ακόμη, θα πρέπει να εξαιρεθούν της εκποίησης τόσο το ποσοστό συνιδιοκτησίας της (1/2 εξ αδιαιρέτου) του αγροτεμαχίου, συνολικής έκτασης 4.010 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «[…]» του Δήμου Πάρου, εντός του οποίου υπάρχουν αποθήκες (βοηθητικοί χώροι), εμβαδού 78,61 τ.μ., και του οποίου η αντικειμενική αξία του ως άνω εμπράγματου δικαιώματός της ανέρχεται στο ποσό των 15.687 ευρώ όσο και η διώροφη οικία, που βρίσκεται στην επαρχιακή οδό […] του Δήμου Πάρου, εμβαδού 99,88 τ.μ., εντός οικοπέδου έκτασης 49,94 τ.μ., η αντικειμενική αξία της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 33.559,68 ευρώ, την οποία έχει παραχωρήσει στα δύο τέκνα της για να διαμένουν. Το δικαστήριο κρίνει ότι η εκποίησή τους κρίνεται απρόσφορη, οι αντικειμενικές τους αξίες είναι χαμηλές συγκριτικά με το ύψος των οφειλών της και, λαμβάνοντας υπόψη την κρίση που επικρατεί στην αγορά ακινήτων, τυχόν ρευστοποίησή τους δεν θα απέφερε τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν θα προκαλέσει ιδιαίτερο αγοραστικό ενδιαφέρον, λαμβανομένων υπόψη και των εξόδων που απαιτούνται για τη διαδικασία εκποίησής τους. Απρόσφορη, εξάλλου, κρίνεται και η εκποίηση του αυτοκινήτου της, το οποίο λόγω της παλαιότητας και του μικρού κυβισμού του δεν θα αποφέρει αξιόλογο τίμημα.
Έτσι, η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απ’ ευθείας στην πιο πάνω πιστώτρια, με χρήματα από το μηνιαίο εισόδημά της, επί πενταετία (60 μήνες) που θα αρχίζει την πρώτη μέρα του πρώτου μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης. Το συνολικό προς διάθεση από την αιτούσα προς την μοναδική πιστώτρια ποσό, λαμβανομένων υπόψη των βασικών προσωπικών αναγκών της και της μη διαφαινόμενης βελτίωσης στο μέλλον της οικονομικής της κατάστασης, ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ το μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες και το οποίο θα καταβάλλεται το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον πρώτο μήνα μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης. Επισημαίνεται ότι δεν απαιτείται, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ορισμός μηδενικών καταβολών, καθώς η δόση που ορίζει το δικαστήριο ως καταβλητέα κρίνεται σύμφωνα με τα ως άνω διαλαμβανόμενα εφικτή. Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της πενταετίας και εκ του συνόλου της οφειλής που ανέρχεται στο ποσό των 128.895,81 ευρώ, η αιτούσα θα έχει καταβάλει το ποσό των 18.000 ευρώ (300 ευρώ x 60 μήνες) και το υπόλοιπο της οφειλής της θα ανέρχεται στο ποσό των (128.895,81 - 18.000 =) 110.895,81 ευρώ. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι η αιτούσα δεν υποχρεώθηκε σε μηνιαίες καταβολές με την προσωρινή διαταγή που εκδόθηκε την 16.12.2015 από το παρόν Δικαστήριο. Πέραν αυτού, όμως, και επειδή με την ως άνω ρύθμιση δεν επέρχεται εξόφληση των οφειλών της κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, θα πρέπει να οριστούν οι μηνιαίες καταβολές για την διάσωση της κύριας κατοικίας της, για την εμπραγμάτως ασφαλισμένη απαίτησή της καθ’ ης, η αντικειμενική δε αξία της ανέρχεται στο ποσό των 52.873,57 ευρώ και το 80% αυτού, στο ποσό των (52.873,57 x 80% =) 42.298,85 ευρώ, ενώ οι καταβολές θα αρχίσουν μετά την περίοδο χάριτος των πέντε (5) ετών και για χρονικό διάστημα δέκα ετών (120 μήνες), ποσού 352,49 ευρώ εκάστη. Ως προς το υπόλοιπο ποσό των απαιτήσεων της πιστώτριας, που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, απαλλάσσεται η αιτούσα, η απαλλαγή της όμως από κάθε υφιστάμενο υπόλοιπο οφειλής έναντι της πιστώτριας θα επέλθει σύμφωνα με το νόμο (άρθρο 11 παρ. 1 Ν. 3869/2010).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, θα πρέπει η κρινομένη αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να ρυθμιστούν οι οφειλές της αιτούσας κατά το διατακτικό, ενώ δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 6 του Ν. 3869/2010…]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου