ΔιοικΠρΝαυπλίου 85/18 : Χρέη προς το Δημόσιο - ΑΕ - Κατάσχεση ακινήτου - Ανακοπή. Ανακοπή κατά αναγκαστικής κατάσχεσης που επιβλήθηκε από το Δημόσιο επί ακινήτου του ανακόπτοντος ως Διευθύνοντος Συμβούλου ΑΕ, για την είσπραξη χρέους της εταιρίας προς το Δημόσιο που προέρχεται από φόρους. Με διάταξη δε, του Προέδου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, είχε ήδη απαγορευθεί η εκποίηση του επίμαχου ακινήτου έως ότου περατωθεί η ποινική διαδικασία. Η απαγόρευση της εκποίησης ορισμένου ακινήτου κατηγορουμένου, που επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, αποσκοπεί στο να εμποδίσει οποιαδήποτε διάθεση του συγκεκριμένου ακινήτου από οποιονδήποτε, περιλαμβανομένου και του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί ότι σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης θα είναι δυνατή η δήμευση του ακινήτου είτε ως παρεπόμενη ποινή, είτε ως μέτρο ασφαλείας. Ο χαρακτήρας αυτός της δέσμευσης ως μέτρου εξασφαλιστικού, καθιστά μη νόμιμη οποιαδήποτε πράξη εκποίησης του δεσμευθέντος ακινήτου μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας. Ως απαγορευμένη, ιδιόρρυθμης μορφής, διάθεση του δεσμευθέντος ακίνητου, εξάλλου, πρέπει να θεωρηθεί και η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης σ' αυτό. Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ένδικη πράξη αναγκαστικής κατάσχεσης από το Δημόσιο είναι μη νόμιμη και, συνεπώς, ακυρωτέα. Η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτή πράξη διοικητικής εκτέλεσης.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 85/2018
Συνεδρίασε δημόσιο, στο ακροατήριο του (αίθουσα Κακουργιοδικείου), στις 9 Ιανουαρίου 2018, με δικαστή την Ευδοξία Γουδή, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Βασιλική Ζέρβα, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την ανακοπή, με χρονολογία κατάθεσης 31-10-2016 (Α.Κ.Β. ...),
του …. του ..., κατοίκου Αγίου Δημητρίου Αττικής (οδός … αρ….), ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε με την υποβολή στις 5-1-2018 δήλωσης (κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 παρ.4 του ν.4446/2016, ΦΕΚ Α' 240/22-12-2016) του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Κ. Γ.,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, ο οποίος επίσης δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε με την υποβολή στις 8-1-2018 δήλωσης (κατά το ίδιο ως άνω άρθρο 133 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Α Χ.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία και σκέφτηκε σύμφωνα με τον νόμο,
Η κρίση του είναι η εξής :
1. Με την κρινόμενη ανακοπή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. Τα .... σειράς A', ειδικά έντυπα), επιδιώκεται, παραδεκτά, η ακύρωση της …/28-9-2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ναυπλίου, ..., με την οποία κατασχέθηκε, σε εκτέλεση της …/30-6-2016 (με αριθμ. πρωτ….) έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, το περιγραφόμενο στην έκθεση αυτή ακίνητο, ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος σε ποσοστό 50%, με την ιδιότητά του ως Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…». Η εν λόγω κατάσχεση επιβλήθηκε για την είσπραξη χρέους της ως άνω ανώνυμης εταιρίας προς το Ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ποσού 620.985,59 ευρώ, προερχόμενου από φόρους (φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ. κ.λπ.) και λοιπά συνεισπραττόμενα.
2. Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, (Φ.Ε.Κ. Α'97/17-5-1999) προβλέπει στο άρθρο 217 παρ.1 ότι «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α)... β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ)...», στο άρθρο 224 παρ.1 ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημα της» και στο άρθρο 225 ότι «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε-ν.δ.356/1974, Φ.Ε.Κ. A' 9075-4-1974), «1. Δύναται να γίνη κατάσχεσις ακινήτου ανήκοντος κατά κυριότητα εις τον οφειλέτην ή εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτου επί ακινήτου...».
3. Περαιτέρω, με το άρθρο 7 του ν.3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας...» (Φ.Ε.Κ. Α' 166/5-8-2008), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.1 του ν.3932/2011 (Φ.Ε.Κ. Α' 49/10-3-2011), συνεστήθη η "Αρχή Καταπολέμησης της; Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης" που απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, τη λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Με το άρθρο 7Α του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Ειδικότερα δε η A' Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών» «...συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις αναφορές υπόπτων ή ασυνηθών συναλλαγών που υποβάλλουν στην Αρχή τα υπόχρεα πρόσωπα, καθώς και τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς ή περιέρχονται σε αυτήν άπατα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή οποιαδήποτε άλλη πηγή και αφορούν επιχειρηματικές, επαγγελματικές ή συναλλακτικές δραστηριότητες που ενδεχομένως σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας... Σε επείγουσες περιπτώσεις ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων φυσικών ή νομικών προσώπων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 48 παράγραφος 5...». Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του νόμου αυτού καταγράφονται αναλυτικά οι εγκληματικές δραστηριότητες –«βασικά αδικήματα», η τέλεση των οποίων στοιχειοθετεί το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων απρ τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), μεταξύ δε αυτών και το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 του ν.1882/1990, Φ.Ε.Κ. Α' 43), καθώς και της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές ή άλλες αρχές [άρθρο 3 περίπτωση ιη, η οποία προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 77 του ν.3842/2010 (Φ.Ε.Κ. А 58/23-4-2010) και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 68 παρ.1 (και ήδη άρθρο 74) του ν.4174/2013 (Φ.Ε.Κ. Α' 170/26-7-2013)]. Τέλος, ο ίδιος ως άνω v.3691/2008 στο άρθρο 46 παρ.1 (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο) προέβλεπε ότι «Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεως τους στον ιδιόκτητη κατά την παρ.2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 Κ.Π.Δ., δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων», ενώ στο άρθρο 48 προβλέπει ότι «1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, γα απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλος τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που αναφέρεται στην παρ 1 του άρθρου 44 ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας,-Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο. 2. [...] 3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. 4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος... 5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Α’ Μονάδα της Αρχής, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης, διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 4. 6.[...]».
4. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 46 του ν.3691/2008 (που επαναλαμβάνουν ρυθμίσεις που ίσχυαν και υπό το καθεστώς του προηγούμενου ν.2331/1995 με ορισμένες διαφοροποιήσεις) προκύπτει, ότι η προβλεπόμενη σ' αυτές δήμευση περιουσιακών στοιχείων αποτελεί ιδιόμορφο αποκαταστατικό μέτρο και φέρει τον χαρακτήρα παρεπόμενης ποινής (πρβλ. Α.Π.1879/2010). Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων του ν.3691/2008, σκοπός των οποίων, κατά τη ρητή διατύπωση του άρθρου 1, είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, προκύπτει ότι η απαγόρευση της εκποίησης ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου, που επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, αποσκοπεί στο να εμποδίσει οποιαδήποτε διάθεση του συγκεκριμένου ακινήτου, είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, είτε από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, περιλαμβανομένου και του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, έτσι ώστε -εκτός από την εξυπηρέτηση των σκοπών της ανάκρισης- να εξασφαλιστεί ότι σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης θα είναι δυνατή η δήμευση του ακινήτου είτε ως παρεπόμενη ποινή (άρθρο 46 παρ.1) είτε ως μέτρο ασφαλείας (άρθρο 46 παρ.8). Ο χαρακτήρας αυτός της δέσμευσης ως μέτρου εξασφαλιστικού της δήμευσης, ο οποίος εξυπηρετεί, όπως προειπώθηκε, τον ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος σκοπό της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, καθιστά μη νόμιμη οποιαδήποτε πράξη εκποίησης του δεσμευθέντος ακινήτου μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, -δηλαδή μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου ή την ανάκληση για οποιονδήποτε λόγο της διάταξης με την οποία επιβλήθηκε η δέσμευση. Μέχρι τότε, άλλωστε, δεν έχει κριθεί αμετάκλητα αν το δεσμευμένο ακίνητο θα αποδοθεί στον κατηγορούμενο (εφόσον κριθεί ότι δεν τέλεσε την πράξη) ή αν θα δημευτεί υπέρ του Δημοσίου (εφόσον επιβληθεί δήμευση είτε ως παρεπόμενη ποινή είτε ως μέτρο ασφαλείας) (βλ. Γνωμ. Ολομ. Ν.Σ.Κ. 399/2013 και A' Τμ. Ν.Σ.Κ. 214/2014). Ως απαγορευμένη, ιδιόρρυθμης μορφής, διάθεση του δεσμευθέντος ακίνητου, εξάλλου, πρέπει να θεωρηθεί και η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης σ' αυτό (πρβλ. Α.Π. 642/2017, Εφ.Θες.2023/2012), δεδομένου ότι η κατάσχεση, αν και διακριτή πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, αποβλέπει ουσιαστικά στη διενέργεια πλειστηριασμού, ο οποίος συνιστά πράξη εκποίησης του δεσμευθέντος ακινήτου. Το ίδιο ισχύει και στην Περίπτωση που η κατάσχεση επισπεύδεται από την πλευρά του Ελληνικού Δημοσίου, αφού τα συμφέροντα του τελευταίου διασφαλίζονται πλήρως κατά τη διάρκεια ισχύος της διάταξης περί δέσμευσης (η οποία ρητά επέχει θέση κατάσχεσης), ενόψει της πρόβλεψης του τελευταίου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 48 του ν.3691/2008 ότι κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου μετά την εγγραφή της σημείωσης της ως άνω διάταξης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου.
5. Στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την …/28-9-2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ναυπλίου, ... κατασχέθηκε, σε εκτέλεση της …/30-6-2016 (με αριθμ. πρωτ….) έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ. Πειραιά, το περιγραφόμενο στην έκθεση αυτή ακίνητο, ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος σε ποσοστό 50%, ως Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…». Η εν λόγω κατάσχεση επιβλήθηκε για την είσπραξη χρέους της ως άνω ανώνυμης εταιρίας προς το Ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ποσού 620.985,59 ευρώ, προερχόμενου από φόρους (φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, Φ.Π.Α, Φ.Μ.Υ. κ.λπ.) και λοιπά συνεισπραττόμενα (προσαυξήσεις, τόκους κ.λ.π.). Επιβλήθηκε δε στο 50% εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου το οποίο βρίσκεται στη θέση «……» της κτηματικής περιφέρειας Ερμιόνης του Δήμου Ερμιονίδας, έχει έκταση 4.273 τ.μ., απέχει 350 μέτρα περίπου από τη θάλασσα και συνορεύει βόρεια και δυτικά με ιδιωτικές ιδιοκτησίες, νότια με την επαρχιακή οδό Ερμιόνης Πορτοχελίου και ανατολικά με αγροτική οδό. Επί του αγροτεμαχίου αυτού υφίστανται: α) διώροφη κατοικία ολικής επιφάνειας 205,11 τ.μ., ανεγερθείσα με βάση την …/2004 οικοδομική άδεια, β) ανοικτή υδατοδεξαμενή-πισίνα εμβαδού 72 τ.μ., που κατασκευάστηκε δυνάμει της …/2006 οικοδομικής άδειας γ) γήπεδο αθλοπαιδιών επιφάνειας περίπου 300 τ.μ., βοηθητικό κτίσμα-υπόστεγο πισίνας εμβαδού περίπου 30 τ.μ., περιτοίχιση αγροτεμαχίου και παρτέρι καλλωπιστικών δέντρων περιμετρικά του αγροτεμαχίου ως ανεμοφρακτών, καθώς και λοιπές διαμορφώσεις επί του εδάφους. Το παραπάνω ακίνητο περιήλθε κατά το προαναφερόμενο ποσοστό στον ανακόπτοντα δυνάμει του …/8-11-2000 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου .... (μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μάσσητος, στον τόμο … και με αριθμό …) και απεικονίζεται (περιμετρικά με τα κεφαλαία γράμματα Α-Β-Γ-Δ- Α) στο από 22-5-1991 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Χ. Χ., προσαρτημένου στο ως άνω συμβόλαιο. Η αξία δε του ½ του ακινήτου αυτού εκτιμήθηκες από τον διενεργούντα την κατάσχεση δικαστικό επιμελητή στο ποσό των 150.000,00 ευρώ.
6. Ήδη, με την κρινόμενη ανακοπή, όπως παραδεκτά αναπτύσσεται με τα από 5-1-2018 και 11-1-2018 υπομνήματα, ο ανακόπτων αμφισβητεί τη νομιμότητα κι ορθότητα της εν λόγω έκθεσης κατάσχεσης και ζητά την ακύρωσή της. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι η επιβληθείσα στο παραπάνω ακίνητο κατάσχεση είναι άκυρη, αφού με την .... διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης απαγορεύθηκε η εκποίηση ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβαση του εν λόγω ακινήτου, ενόψει του ότι αυτό υπόκειται σε κατάσχεση και δήμευση, σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 48 του ν.3691/2008. Η απορρέουσα δηλαδή από την παραπάνω διάταξη απαγόρευση εκποίησης, του επίμαχου ακινήτου καταλαμβάνει και την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από το Ελληνικό Δημόσιο, αφού, αποσκοπώντας στη διενέργεια, πλειστηριασμού, αποτελεί ουσιαστικά πράξη διάθεσης αυτού. Εξάλλου, η απαγόρευση αυτή παραμένει σε ισχύ, δεδομένου ότι ούτε η εν λόγω διάταξη έχει μέχρι σήμερα ανακληθεί ούτε έχει περατωθεί αμετάκλητα η σχετική ποινική δίκη.
7. Το καθού, από την άλλη πλευρά, με την από 21-12-2017 έκθεση απόψεων της αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ. Πειραιά, ζητά την απόρριψη της ανακοπής αυτής. Προς αντίκρουση δε του προαναφερόμενου ισχυρισμού του ανακόπτοντος, προβάλλει ότι η απαγόρευση εκποίησης του δεσμευθέντος με την …/14-4-2016 διάταξη ακινήτου δεν περιλαμβάνει την ένδικη, επιβαλλόμενη από το Δημόσιο, κατάσχεση. Και τούτο διότι τυχόν αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 48 του ν.3691/2008 θα οδηγούσε στο οξύμωρο σχήμα αφενός να επιτρέπεται στο Δημόσιο να εκδίδει τις σχετικές πράξεις απαγόρευσης εκποίησης ακίνητης περιουσίας οι οποίες εξομοιώνονται με έκθεση κατάσχεσης- και αφετέρου να απαγορεύεται η επιβολή κατάσχεσης από το ίδιο και μάλιστα για οφειλές προς τη φορολογική διοίκηση που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν.3691/2008. Προς επίρρωση δε αυτού επικαλείται την ερμηνευτική του ως άνω νόμου εγκύκλιο ПОΛ. 1194/14-8-2014 της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, στην οποία επισημαίνεται ότι η απαγόρευση εκποίησης ακίνητης περιουσίας που επιβλήθηκε με διάταξη του Προέδρου της Αρχής του άρθρου 7 του ν.3691/2008 εμποδίζει την επίσπευση προγράμματος πλειστηριασμού του ακινήτου αυτού εκ μέρους του Δημοσίου λόγω ανεξόφλητων οφειλών προς το Δημόσιο μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας (δηλαδή την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμοδίου ποινικού Δικαστηρίου ή την για οποιοδήποτε λόγο ανάκληση της διάταξης, με την οποία επιβλήθηκε η δέσμευση), δεν εμποδίζει όμως την κίνηση της διαδικασίας διοικητικής εκτέλεσης των δεσμευθέντων περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή την επιβολή κατάσχεσης σ' αυτά.
8. Σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 4η σκέψη της παρούσας, η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης από οποιονδήποτε σε ακίνητο που έχει δεσμευθεί με την προβλεπόμενη στο άρθρο 48 του ν.3691/2008 διάταξη μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας, παρίσταται μη νόμιμη. Με αυτό το δεδομένο και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση με την .... διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης απαγορεύθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 46 και 48 του ν.3691/2008, η εκποίηση ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο μεταβίβαση του ακινήτου στο οποίο επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση, καθώς και ότι η διάταξη αυτή παραμένει σε ισχύ, ενόψει του ότι δεν προκύπτει η για οποιονδήποτε λόγο ανάκληση της ούτε η έκδοση αμετάκλητης απόφασης του αρμόδιου ποινικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ένδικη πράξη αναγκαστικής κατάσχεσης είναι μη νόμιμη και, συνεπώς, ακυρωτέα, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού προβαλλόμενου λόγου της κρινόμενης ανακοπής. Ο δε αντίθετος ισχυρισμός του καθού Δημοσίου ότι η απορρέουσα από την παραπάνω διάταξη απαγόρευση εκποίησης του επίμαχου ακινήτου δεν καταλαμβάνει την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από το ίδιο τυγχάνει, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, νόμω αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η παραδοχή αυτή, άλλωστε, δεν έρχεται σε αντίφαση, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το καθού, με τη δυνατότητα του να εκδίδει (προφανώς δια μέσω του Προέδρου της Αρχής του άρθρου 7 του ν.3691/2008) σχετικές πράξεις απαγόρευσης εκποίησης ακίνητης περιουσίας που εξομοιώνονται με εκθέσεις κατάσχεσης, καθώς, εκτός των άλλων, πρόκειται σε πρώτο τουλάχιστον στάδιο για διαφορετικές διαδικασίες που επιτελούν διαφορετικό σκοπό (η μεν κατάσχεση με τη διάταξη του άρθρου 48 του ν.3691/2008 αποβλέπει στο να εξασφαλιστεί ότι σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης θα είναι δυνατή η δήμευση του ακινήτου ως παρεπόμενη ποινή ή ως μέτρο ασφαλείας, η δε κατάσχεση κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και κατά Κ.Ε.Δ.Ε. στην ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου από τον επικείμενο πλειστηριασμό). Τέλος, τα παραπάνω δε δύναται να ανατραπούν με όσα αντίθετα προβλέπει η επικαλούμενη ΠΟΛ.1194/14-8-2014 εγκύκλιος της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, με θέμα την «Αξιοποίηση των διατάξεων της Αρχής Καταπολέμησης, της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες... (Αρχή του άρθρου 7 του ν.3691/2008)», καθώς αυτή ως απλή ερμηνευτική εγκύκλιος, με την οποία παρέχονται οδηγίες και διευκρινίσεις στις αρμόδιες υπηρεσίες για τον τρόπο εφαρμογής των ρυθμίσεων του ν.3091/2008, δεν εισάγει νέα ρύθμιση και δεν επάγεται έννομες συνέπειες (πρβλ. Ολ.Σ.τ.Ε. 17/2015, 2291/2015, 3747/2013 και Σ.τ.Ε. 2657/201,5, 159/2015, 2633/2014, 3769/2012, 844/2013, 31/2008 κ.ά.).
9. Κατ' ακολουθία, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτή πράξη διοικητικής εκτέλεσης και να αποδοθεί στον ανακόπτοντα το παράβολο που κατέβαλε, σύμφωνα με. το άρθρο 277 παρ.9 εδαφ. α' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει το καθού από τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, κατ' άρθρο 275 παρ.1 εδαφ. ε' του ίδιου Κώδικα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δέχεται την ανακοπή.
Ακυρώνει την .../28-9-2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ναυπλίου, Κ. Σ..
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στον ανακόπτοντα.
Απαλλάσσει το καθού από τα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε δημόσια συνεδρίαση στις 19-3-2018.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ευδοξία Γουδή Βασιλική Ζέρβα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου