ΜΠρΚαλ 155/18 : Καταγγελία συμβάσεως εργασίας - Συνδικαλιστική δράση - Ποινική δίωξη. Καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου - Το αναιτιώδες αυτής υπό τον περιορισμό του αρ.281 ΑΚ. Προστασία της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης με το Ν.1264/82 - Πότε είναι καταχρηστική η επίκληση της ως άνω προστασίας. Δυνατότητα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας χωρίς αποζημίωση στην περίπτωση που έχει υποβληθεί μήνυση κατά του εργαζόμενου για πράξη που έχει διαπραχθεί κατά την υπηρεσία του. Περίπτωση υποβολής ψευδών μηνύσεων κατά του εργοδότη από το συνδικαλιστή εργαζόμενο και ακολούθως μήνυση του εργοδότη και καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του συνδικαλιστή χωρίς αποζημίωση. Κρίση ότι ο ενάγων εν προκειμένω, συμπεριφέρθηκε εξερχόμενος των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης και ότι η απόλυση έλαβε χώρα προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων της εργοδότριας. Απορρίπτει την αγωγή και τις πρόσθετες παρεμβάσεις
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 155/2018
Πρωτοδίκης: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΑΦΟΥ
I. Από τα άρθρα 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 Ν. 2112/20 και 1 και 5 Ν. 3198/55 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται απο την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ (ΑΠ 282/09 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου η ακόμη και όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικους λόγους, οι οποίοι επιβάλλουν την μείωση του προσωπικού της επιχείρησης, χωρίς να γίνει επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (ΑΠ 927/17 ΝΟΜΟΣ). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι που φέρονται ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς, ή πολύ περισσότερό, όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης, ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να έγινε για συγκεκριμένους λόγους ―που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος― εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια, που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1901/05 ΕΕργΔ 65/671). Αν δεν αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά, που προβλήθηκαν από τον απολυθέντα μισθωτό προς θεμελίωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της απολύσεώς του, ο από το άρθρο 281 ΑΚ ισχυρισμός του απορρίπτεται κατ’ ουσίαν, χωρίς να χρειάζεται να ερευνηθούν και να καθοριστούν τα πραγματικά αίτια ή κίνητρα της καταγγελίας (ΑΠ 95-97/04 ΕλλΔνη 45, 759. ΕφΛαμ 14/2013, ΕφΠατρ 578/08). Κατάχρηση του δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη δεν συντρέχει, όταν η καταγγελία έγινε για λόγους που ανάγονται στο πρόσωπο του μισθωτού, όπως ανεπάρκεια, παραβάσεις των εργασιακών του υποχρεώσεων, κλονισμός εμπιστοσύνης κ.λπ., που δημιουργούν προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως ή όταν ο εργαζόμενος αδυνατεί να ανταποκριθεί στα εργασιακά του καθήκοντα, οπότε η μη τοποθέτησή του σε άλλη εργασιακή θέση και η καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη του δεν είναι καταχρηστική (ΑΠ 704/06 ΧρΙΔ 2006, 941).
II. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 Ν. 1264/82 «για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων», «είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση». Για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως απαιτείται νόμιμη συνδικαλιστική δράση και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, αλλά και της διατάξεως του άρθρου 23 του Συντάγματος, η «νόμιμη συνδικαλιστική δράση» περιλαμβάνει κάθε δραστηριότητα, η οποία αποσκοπεί στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργαζομένων, εφόσον από αυτήν δεν επηρεάζεται (αμέσως ή εμμέσως) ο ρυθμός της εκτελούμενης εργασίας. Μορφές νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης αποτελούν ―ενδεικτικώς― η συλλογική δραστηριοποίηση για την ίδρυση επαγγελματικού σωματείου εργαζομένων, η υποβολή υποψηφιότητας προς εκλογή σε θέση μέλους του διοικητικού οργάνου του σωματείου, η εκλογή και η δραστηριοποίηση μέσα από τα όργανα αυτά, οι συλλογικές πρωτοβουλίες ενεργοποιήσεως σωματειακών διαδικασιών αναδείξεως νέας διοικήσεως του σωματείου προς επιδίωξη και υλοποίηση συγκεκριμένων εργασιακών ή οικονομικών στόχων, η συμμετοχή σε απεργίες ή άλλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις του σωματείου εργαζομένων για την επίτευξη κοινών συνδικαλιστικών στόχων (ΕφΑΘ 454/03 ΕλλΔνη 45, 230). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. παρ. 5, 10 και 15 Ν. 1264/82, με τις οποίες θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι κατ’ αρχήν απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παράγραφο 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά την διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού συνδικαλιστικού στελέχους, περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 455/04 ΝΟΜΟΣ). Και ναι μεν η απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, περιοριστική και έτσι δεν επιτρέπεται αυτή για λόγους άλλους που δεν προβλέπει η παραπάνω διάταξη, ούτε με διεύρυνσή τους με την μέθοδο της αναλογίας, πλην όμως, η επίκληση της προστασίας των άρθρων 14 και 15 Ν. 1264/82 και η άσκηση αξιώσεων που προϋποθέτουν την ακυρότητα της απολύσεως, όπως αυτή για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ και είναι καταχρηστική, όταν το συνδικαλιστικό στέλεχος με κακόβουλη συμπεριφορά του, εξερχομένη των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 1264/82, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, έχει κλονίσει κατ’ αντικειμενική κρίση, σε τέτοιο βαθμό το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία της σχέσεως εργασίας στο μέλλον. Αυτό δε, μπορεί να συμβεί και με την διάπραξη εις βάρος του εργοδότη, και αν αυτός είναι προσωπική εταιρία, εις βάρος των μελών της, ποινικών αδικημάτων, μη προβλεπόμενων από τον νόμο ως λόγων καταγγελίας, μείζονος ή και ίσης ηθικής και κοινωνικής απαξίας με αυτά που προβλέπονται. Γιατί, ναι μεν οι πιo πάνω διατάξεις τέθηκαν για να διαφυλαχθεί το συνδικαλιστικό στέλεχος, το οποίο, λόγω της αναπτυσσόμενης συνδικαλιστικής του δράσεως, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη, με αποτέλεσμα την όξυνση των σχέσεών του με αυτόν, πλην όμως, αν επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στην εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Η διαπίστωση δε της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί και σε συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά την διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη, δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/82, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απολύσεως του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των Πολιτικών Δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής για καταβολή αποδοχών υπερημερίας (ΑΠ 443/16 ΝΟΜΟΣ. AΠ 424/16 ΝΟΜΟΣ = ΑΠ 860/15 ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 84/10 ΔΕΝ 2010, 996. ΑΠ 364/07 ΔΕΝ 2007, 751. ΑΠ 706/06 ΔΕΝ 2006, 1549. ΑΠ 1102/01 ΝΟΜΟΣ. ΜΕφΘεσ 2482/17 ΝΟΜΟΣ. ΕφΠειρ 398/16 ΝΟΜΟΣ. ΕφΑΘ 5888/04 Αρμ 2005, 901. ΕφΠατρ 1157/03 ΔΕΕ 2004, 1196. ΕφΑΘ 388/95 ΔΕΝ 1996, 1309. ΕφΠειρ 70/1989 ΔΕΝ 1989, 670 = ΝΟΜΟΣ = ΕΕργΔ 1989, 675. ΕφΑΘ 1626/12 ΝΟΜΟΣ. ΜΠρΑΘ 1434/16 ΝΟΜΟΣ. Γ. Λεβέντης, Συλλογικό εργατικό δίκαιο, 2η έκδ., 2007, σελ. 309-311. Ι. Ληξουριώτης, Συλλογικές εργασιακές σχέσεις, 2η έκδ., 2015, σελ. 119-120).