ΜΠρΚαλ 155/18 : Καταγγελία συμβάσεως εργασίας - Συνδικαλιστική δράση - Ποινική δίωξη. Καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου - Το αναιτιώδες αυτής υπό τον περιορισμό του αρ.281 ΑΚ. Προστασία της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης με το Ν.1264/82 - Πότε είναι καταχρηστική η επίκληση της ως άνω προστασίας. Δυνατότητα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας χωρίς αποζημίωση στην περίπτωση που έχει υποβληθεί μήνυση κατά του εργαζόμενου για πράξη που έχει διαπραχθεί κατά την υπηρεσία του. Περίπτωση υποβολής ψευδών μηνύσεων κατά του εργοδότη από το συνδικαλιστή εργαζόμενο και ακολούθως μήνυση του εργοδότη και καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του συνδικαλιστή χωρίς αποζημίωση. Κρίση ότι ο ενάγων εν προκειμένω, συμπεριφέρθηκε εξερχόμενος των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης και ότι η απόλυση έλαβε χώρα προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων της εργοδότριας. Απορρίπτει την αγωγή και τις πρόσθετες παρεμβάσεις
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 155/2018
Πρωτοδίκης: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΑΦΟΥ
I. Από τα άρθρα 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 Ν. 2112/20 και 1 και 5 Ν. 3198/55 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται απο την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ (ΑΠ 282/09 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου η ακόμη και όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικους λόγους, οι οποίοι επιβάλλουν την μείωση του προσωπικού της επιχείρησης, χωρίς να γίνει επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (ΑΠ 927/17 ΝΟΜΟΣ). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι που φέρονται ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς, ή πολύ περισσότερό, όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης, ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να έγινε για συγκεκριμένους λόγους ―που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος― εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια, που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1901/05 ΕΕργΔ 65/671). Αν δεν αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά, που προβλήθηκαν από τον απολυθέντα μισθωτό προς θεμελίωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της απολύσεώς του, ο από το άρθρο 281 ΑΚ ισχυρισμός του απορρίπτεται κατ’ ουσίαν, χωρίς να χρειάζεται να ερευνηθούν και να καθοριστούν τα πραγματικά αίτια ή κίνητρα της καταγγελίας (ΑΠ 95-97/04 ΕλλΔνη 45, 759. ΕφΛαμ 14/2013, ΕφΠατρ 578/08). Κατάχρηση του δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη δεν συντρέχει, όταν η καταγγελία έγινε για λόγους που ανάγονται στο πρόσωπο του μισθωτού, όπως ανεπάρκεια, παραβάσεις των εργασιακών του υποχρεώσεων, κλονισμός εμπιστοσύνης κ.λπ., που δημιουργούν προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως ή όταν ο εργαζόμενος αδυνατεί να ανταποκριθεί στα εργασιακά του καθήκοντα, οπότε η μη τοποθέτησή του σε άλλη εργασιακή θέση και η καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη του δεν είναι καταχρηστική (ΑΠ 704/06 ΧρΙΔ 2006, 941).
II. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 Ν. 1264/82 «για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων», «είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση». Για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως απαιτείται νόμιμη συνδικαλιστική δράση και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, αλλά και της διατάξεως του άρθρου 23 του Συντάγματος, η «νόμιμη συνδικαλιστική δράση» περιλαμβάνει κάθε δραστηριότητα, η οποία αποσκοπεί στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργαζομένων, εφόσον από αυτήν δεν επηρεάζεται (αμέσως ή εμμέσως) ο ρυθμός της εκτελούμενης εργασίας. Μορφές νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης αποτελούν ―ενδεικτικώς― η συλλογική δραστηριοποίηση για την ίδρυση επαγγελματικού σωματείου εργαζομένων, η υποβολή υποψηφιότητας προς εκλογή σε θέση μέλους του διοικητικού οργάνου του σωματείου, η εκλογή και η δραστηριοποίηση μέσα από τα όργανα αυτά, οι συλλογικές πρωτοβουλίες ενεργοποιήσεως σωματειακών διαδικασιών αναδείξεως νέας διοικήσεως του σωματείου προς επιδίωξη και υλοποίηση συγκεκριμένων εργασιακών ή οικονομικών στόχων, η συμμετοχή σε απεργίες ή άλλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις του σωματείου εργαζομένων για την επίτευξη κοινών συνδικαλιστικών στόχων (ΕφΑΘ 454/03 ΕλλΔνη 45, 230). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. παρ. 5, 10 και 15 Ν. 1264/82, με τις οποίες θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι κατ’ αρχήν απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παράγραφο 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά την διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού συνδικαλιστικού στελέχους, περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 455/04 ΝΟΜΟΣ). Και ναι μεν η απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, περιοριστική και έτσι δεν επιτρέπεται αυτή για λόγους άλλους που δεν προβλέπει η παραπάνω διάταξη, ούτε με διεύρυνσή τους με την μέθοδο της αναλογίας, πλην όμως, η επίκληση της προστασίας των άρθρων 14 και 15 Ν. 1264/82 και η άσκηση αξιώσεων που προϋποθέτουν την ακυρότητα της απολύσεως, όπως αυτή για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ και είναι καταχρηστική, όταν το συνδικαλιστικό στέλεχος με κακόβουλη συμπεριφορά του, εξερχομένη των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 1264/82, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, έχει κλονίσει κατ’ αντικειμενική κρίση, σε τέτοιο βαθμό το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία της σχέσεως εργασίας στο μέλλον. Αυτό δε, μπορεί να συμβεί και με την διάπραξη εις βάρος του εργοδότη, και αν αυτός είναι προσωπική εταιρία, εις βάρος των μελών της, ποινικών αδικημάτων, μη προβλεπόμενων από τον νόμο ως λόγων καταγγελίας, μείζονος ή και ίσης ηθικής και κοινωνικής απαξίας με αυτά που προβλέπονται. Γιατί, ναι μεν οι πιo πάνω διατάξεις τέθηκαν για να διαφυλαχθεί το συνδικαλιστικό στέλεχος, το οποίο, λόγω της αναπτυσσόμενης συνδικαλιστικής του δράσεως, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη, με αποτέλεσμα την όξυνση των σχέσεών του με αυτόν, πλην όμως, αν επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στην εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Η διαπίστωση δε της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί και σε συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά την διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη, δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/82, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απολύσεως του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των Πολιτικών Δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής για καταβολή αποδοχών υπερημερίας (ΑΠ 443/16 ΝΟΜΟΣ. AΠ 424/16 ΝΟΜΟΣ = ΑΠ 860/15 ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 84/10 ΔΕΝ 2010, 996. ΑΠ 364/07 ΔΕΝ 2007, 751. ΑΠ 706/06 ΔΕΝ 2006, 1549. ΑΠ 1102/01 ΝΟΜΟΣ. ΜΕφΘεσ 2482/17 ΝΟΜΟΣ. ΕφΠειρ 398/16 ΝΟΜΟΣ. ΕφΑΘ 5888/04 Αρμ 2005, 901. ΕφΠατρ 1157/03 ΔΕΕ 2004, 1196. ΕφΑΘ 388/95 ΔΕΝ 1996, 1309. ΕφΠειρ 70/1989 ΔΕΝ 1989, 670 = ΝΟΜΟΣ = ΕΕργΔ 1989, 675. ΕφΑΘ 1626/12 ΝΟΜΟΣ. ΜΠρΑΘ 1434/16 ΝΟΜΟΣ. Γ. Λεβέντης, Συλλογικό εργατικό δίκαιο, 2η έκδ., 2007, σελ. 309-311. Ι. Ληξουριώτης, Συλλογικές εργασιακές σχέσεις, 2η έκδ., 2015, σελ. 119-120).
III. Η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από την πλευρά του εργοδότη, χωρίς την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων, συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας. Ακυρότητα επέρχεται, μεταξύ άλλων, τόσο στην περίπτωση της μη τήρησης του εγγράφου τύπου, όσο και όταν δεν καταβληθεί η οφειλομένη για τον λόγο αυτό αποζημίωση. Εφόσον η καταγγελία είναι άκυρη, η σύμβαση εργασίας δεν λύνεται και επομένως οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών, που απορρέουν από αυτήν, εξακολουθούν να υφίστανται ακέραια. Επομένως, ο εργαζόμενος για όσο διάστημα ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, έχει αξίωση να του καταβάλλονται οι συμφωνημένες ή νόμιμες αποδοχές (μισθοί υπερημερίας). Εάν ο εργοδότης έχει καταγγείλει ακύρως την σύμβαση εργασίας, από την ημέρα της απόλυσης περιέρχεται αυτόματα σε υπερημερία δανειστή ως προς την αποδοχή της εργασίας, χωρίς δηλαδή να απαιτείται προσφορά των υπηρεσιών από την πλευρά του εργαζομένου κατά το άρθρο 651 ΑΚ (ΑΠ 302/84 ΕΕργΔ 1985, 336. AH 1021/00 ΕΕργΔ 2002, 99. ΑΠ 364/95 ΔΕΝ 1995, 925. Δ. Ζερδελής, Εργατικό δίκαιο ό.π. παρ. 19 αριθμ. περιθ. 1348 σελ. 694) και συνεπώς για όσο διάστημα δεν αποδέχεται τις υπηρεσίες του υποχρεούται να καταβάλει το συμφωνημένο ή νόμιμο μισθό (άρθρο 656 ΑΚ). Πάντως, σε μια τέτοια περίπτωση ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει από τους μισθούς υπερημερίας την ωφέλεια, που αποκόμισε ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη από την απασχόλησή του, εφόσον και η ωφέλεια αυτή βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την υπερημερία (άρθρο 656 εδάφ. β’ ΑΚ).
IV. Εξάλλου, όταν ο εργαζόμενος προσβάλει εμπρόθεσμα την απόλυσή του, ήτοι εντός της τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 3198/55 και διεκδικεί λόγω ακυρότητας μισθούς υπερημερίας, η αξίωσή του για τους μισθούς αυτούς λόγω της άρνησης του εργοδότη να αποδέχεται την εργασία του δεν στηρίζεται στην ακυρότητα της καταγγελίας, αλλά στην σύμβαση εργασίας, η οποία και αποτελεί και την βάση της αγωγής. Επομένως, ο εργαζόμενος, για το ορισμένο της αγωγής πρέπει να αναφέρει σε αυτή την κατάρτιση της σύμβασης, τον συμβατικό ή νόμιμο μισθό και την άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του. Αναφορά στην καταγγελία και την ακυρότητα δεν απαιτείται (ΑΠ 431/06 ΧρΙΔ 2006,658). Αν ο εργοδότης κατά την συζήτηση της αγωγής επικαλεστεί, κατ’ ένσταση, την λύση της σύμβασης λόγω καταγγελίας, ο ισχυρισμός του ενάγοντος για την ακυρότητά της αποτελεί αντένσταση, η οποία μπορεί να προταθεί με τις προτάσεις της συζήτησης στον πρώτο βαθμό ή ακόμη και στο δεύτερο βαθμό. Εάν ο εργαζόμενος περιλάβει στην αγωγή του και αυτοτελές αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας ή ασκήσει μόνο αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας αγωγή, αφού και αυτή διακόπτει την τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, τότε οφείλει να εκθέσει στο εισαγωγικό δικόγραφο με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την ακυρότητα, χωρίς να είναι δυνατή μια μεταγενέστερη, κατά την συζήτηση της υπόθεσης, διόρθωση της αοριστίας ή βελτίωση του σχετικού ισχυρισμού με την επίκληση και νέων λόγων ακυρότητας, διότι με τον τρόπο αυτό μεταβάλλεται ανεπίτρεπτα η βάση της αγωγής (άρθρο 224 ΚΠολΔ) (ΑΠ 624/2008. ΑΠ 1081/2006. Δ. Ζερδελής, Εργατικό δίκαιο ό.π. παρ. 29 αριθμ. περιθ. 2142 σελ. 1094-1096). Όταν η αγωγή του εργαζομένου έχει ως ιδιαίτερο αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, τότε ο ισχυρισμός του εναγόμενου εργοδότη οτι η καταγγελία είναι έγκυρη αποτελεί άρνηση της αγωγικής βάσης, οπότε δεν τίθεται ζήτημα πληρότητας ως προς τον τρόπο προβολής της.
V. Σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 1 Ν. 2112/20 και 7 Ν. 3198/55 δύναται ο εργοδότης να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου του εργαζομένου χωρίς προειδοποίηση, εάν εναντίον του τελευταίου υποβλήθηκε είτε από τον ίδιο τον εργοδότη είτε και από τρίτο πρόσωπο μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την εξάσκηση της υπηρεσίας του εργαζομένου ή απαγγέλθηκε κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Με βάση τις διατάξεις αυτές γίνεται δεκτό από την νομολογία ότι η αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση, εάν κατά του εργαζομένου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη την οποία τέλεσε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του (ΑΠ 726/92 ΕΕργΔ 1994, 682. ΑΠ 177/91 ΕΕργΔ 1991,1080) ή κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του (ΑΠ 429/93 ΕΕργΔ 1995, 86). Το ποινικό δε αδίκημα μπορεί να στρέφεται είτε κατά του εργοδότη είτε εναντίον τρίτων προς τον εργοδότη προσώπων, όπως είναι και τα στελέχη του εργοδότη, αρκεί να επηρεάζει την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσεως (Δ. Ζερδελής, Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2η έκδ. 2002, σελ. 482 - 483).
VI. Περαιτέρω, η άκυρη απόλυση, αυτή καθεαυτή, δεν συνιστά προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου και επομένως δεν θεμελιώνει αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 778/95 ΔΕΝ 1997, 235). Αν, όμως, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας συντελέσθηκε κάτω από συνθήκες που συνιστούν παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου, ιδίως σε ό,τι αφορά την επαγγελματική του αξία ή υπόληψη, ή αδικοπραξία, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στον εργαζόμενο και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (άρθρα 59,932 ΑΚ), το ποσό της οποίας καθορίζεται από το δικαστήριο κατ’ εύλογη κρίση (ΑΠ 22/14 ΕΕργΔ 2014, 350. ΑΠ 1289/13 ΕΕργΔ 2013, 1297. ΑΠ 282/2009. ΑΠ 161/97 - ΔΕΝ 1997, 763. ΑΠ 1540/2006. Εφ. Αθ. 2664/2007 ΔΕΝ 2007, 1492. Δ. Ζερδελής Εργατικό Δίκαιο ο.π. § 29 αρ. περ. 2141 σ. 1094).
VII. Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 946 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν ο οφειλέτης δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από την βούληση του οφειλέτη, το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν την εκτελέσει τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή έως πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ υπέρ του δανειστή και σε προσωπική κράτηση έως ένα (1) έτος. (...)
Από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος του ενάγοντος Α.Β., της από 15-2-2018 ενόρκου βεβαιώσεως του μάρτυρος της εναγομένης Γ.Π (...), εκτιμωμένων μόνων τους αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, αναλόγως προς την αξιοπιστία εκάστης, όλων των εγγράφων που νομότυπα επικαλούνται και προσάγουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΚΠολΔ 336 παρ. 3, 339 και 395), μερικών των οποίων ακολούθως γίνεται μνεία, χωρίς να παραλείπονται τα λοιπά κατά την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (ΚΠολΔ 336 παρ. 4) και θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, την συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται απο το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν (ΑΠ 1550/07 ΝΟΜΟΣ. Ολομ ΑΠ 10/05 ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 1404/12 ΝΟΜΟΣ) και των ομολογιών, άμεσων ή έμμεσων, που συνάγονται από τις προτάσεις των διαδίκων (άρθρα 352 παρ. 1 και 261 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσελήφθη υπό της εναγομένης στις 23-1-1978 με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, απασχοληθείς με καθεστώς πενθήμερης πλήρους απασχόλησης αρχικώς ως χειριστής ταινιαστικών μηχανών έως το έτος 1985, ακολούθως ως νυχτοφύλακας έως το έτος 1992, στην συνέχεια ως θυρωρός έως το έτος 1999 και έκτοτε έως τις 19-3-2013 ασκούσε τα καθήκοντα του φύλακα - νυχτοφύλακα. Ο ενάγων από το έτος 1995 και εν γνώσει της εναγομένης ασκεί συνδικαλιστική δραστηριότητα, τελών στην θέση του Προέδρου της δικαστικώς αναγνωρισθείσης πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία «ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΘΥΡΩΡΩΝ ΚΛΗΤΗΡΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ», ενώ τον Νοέμβριο του έτους 2016 εξελέγη και πάλι Πρόεδρος του ως άνω σωματείου. Ακολούθως, στις 19-3-2013 καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, κριθείσα αυτή ακολούθως με την υπ’ αριθμ. 61/14 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας ως άκυρη. Η κρίση αυτή του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 91/16 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, η οποία εκδόθηκε επί εφέσεων των αρχικών διαδίκων, με τις οποίες επιδιώκετο η εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου με την πρώτη ως άνω αγωγή ο ενάγων ζητούσε: (1) να αναγνωρισθεί δικαστικώς η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, (2) να αναγνωρισθεί η υπαλληλική ιδιότητά του, (3) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν το ποσό των 25.924,50 ευρώ, ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 19-3-2013 έως 19-12-2013, καθώς και 50 πακέτα τσιγάρα εμπορικά και 25 κουτιά γάλακτος μηνιαίως, (4) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και με απαγγελία σε βάρος του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης προσωπικής κρατήσεως ως μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως της εκδοθησομένης αποφάσεως, να του καταβάλουν το ποσό των 50.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και έως την ολοσχερή εξόφλησή του, (5) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποδέχονται την εργασία του με απειλή χρηματικής ποινής ύψους 3.000 ευρώ για εκάστη ημέρα μη συμμόρφωσής τους, (6) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και (7) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική του δαπάνη. Επί των αιτημάτων αυτών η πρωτοβάθμια απόφαση υπ’ αριθμ. 61/14 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, εκδοθείσα και δημοσιευθείσα στις 2 Απριλίου 2014, διέλαβε το ακόλουθο διατακτικό: «Αναγνωρίζει ότι είναι άκυρη η με ημερομηνία 19 Μαρτίου 2013 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, που έγινε από την πρώτη εναγόμενη. Υποχρεώνει την πρώτη εναγόμενη 1. Να αποδέχεται πραγματικά και προσηκόντως την εργασία του ενάγοντος με τους αυτούς όρους, όπως πριν τις 19-3-2013, όπου, έλαβε χώρα άκυρη απόλυσή του και 2. Να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και πέντε λεπτών (25.924,50 €), με το νόμιμο τόκο από τότε που οφείλεται κάθε επιμέρους κονδύλι, που αναφέρεται αναλυτικά στο σκεπτικό και ως την ολοσχερή εξόφληση. Απειλεί σε βάρος της πρώτης εναγόμενης χρηματική ποινή εκατόν πενήντα (150) ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής της με το υπό στοιχείο 1 του παραπάνω σκέλους του διατακτικού. Κηρύσσει την παρούσα προσωρινώς εκτελεστή για την υπό στοιχείο 2 καταψηφιστική της διάταξη. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων». Επομένως, αποδεικνύεται πλήρως ότι η ανωτέρω πρωτοβάθμια απόφαση κήρυξε την προσωρινή εκτελεστότητα αυτής μόνο ως προς την διάταξή της με την οποία καταδικάστηκαν οι τότε εναγόμενοι να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και πέντε λεπτών (25.924,50 €) και όχι ως προς την διάταξή της με την οποία υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να αποδέχεται πραγματικά και προσηκόντως την εργασία του ενάγοντος με τους αυτούς όρους, όπως προ της καταγγελίας στις 19-3-2013. Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, πέντε ημέρες μετά την δημοσίευση της ανωτέρω πρωτοβάθμιας αποφάσεως εμφανίστηκε στις 7-4-2014 στην Υπαρχιφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Καλαμάτας και ενώπιον αυτής ως ανακριτικού υπαλλήλου όσο και του αρχιφύλακα του ιδίου Αστυνομικού Τμήματος, προσληφθέντος ως Β’ ανακριτικού υπαλλήλου και υπέβαλε ενόρκως προφορική μήνυση, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «... την 19-3-2013 απολύθηκα από την παραπάνω εταιρία. Κατόπιν σχετικής αγωγής μου το Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 61/14 από 2-4-2014 απόφαση σύμφωνα με την οποία η απόλυσή μου είναι άκυρη και υποχρεώνει την παραπάνω εταιρία να αποδέχεται την εργασία μου. Την 5-4-2014 και την 7-4-2014 πήγα στην παραπάνω εταιρία προκειμένου να εργαστώ, πλην όμως, ο προσωπάρχης της εταιρίας μου αρνήθηκε να αναλάβω τα καθήκοντά μου, χωρίς να εξηγήσει για ποιο λόγο, παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο την παραπάνω απόφαση του Δικαστηρίου. Επιθυμώ την ποινική δίωξη του παραπάνω προσωπάρχη καθώς και οποιουδήποτε άλλου υπεύθυνου για το ως άνω αναφερόμενο αδίκημα». Ακολούθησε η ενώπιον της Πταισματοδίκου Καλαμάτας, διενεργούσης σχετικώς προκαταρκτική εξέταση μετά από παραγγελία του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καλαμάτας, ένορκη εξέταση του ενάγοντος ως μάρτυρος στις 26-6-2014, ο οποίος δήλωσε ότι «αναφέρομαι στην από 7-4-2014 έκθεση ένορκης εξέτασής μου ενώπιον των ανακριτικών υπαλλήλων του Α.Τ. Καλαμάτας, κατά της εταιρίας με την επωνυμία «Καπνοβιομηχανία Κ. Α.Ε.», της οποίας το περιεχόμενο και πάλι βεβαιώνω ως αληθές». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, εν συνεχεία, εμφανίστηκε και στις 18 -2-2015 στον Αρχιφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Καλαμάτας καθώς και ενώπιον του Ανθυπαστυνόμου του αυτού Αστυνομικού Τμήματος, προσληφθέντος του τελευταίου ως Β’ ανακριτικού υπαλλήλου και υπέβαλε ενόρκως προφορική μήνυση, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Μηνύω και ζητώ την νόμιμη τιμωρία της ανώνυμης βιομηχανικής εταιρίας με την επωνυμία «Καπνοβιομηχανία Κ. Α.Ε.» που εδρεύει στην Καλαμάτα όπως νομίμως εκπροσωπείται, για παράβαση άρθρου 232Α ΠΚ «παραβίαση δικαστικής απόφασης» σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 61/14 από 2-4-2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Η απόλυσή μου έλαβε χώρα στις 19 Μαρτίου 2013. Με προσωρινή διαταγή του Πρωτοδικείου Καλαμάτας επέστρεψα στην εργασία μου στις 11-6-2013 μέχρι 23-10-2013, όταν ξανααπολύθηκα με εντολή της εταιρίας, με προφορική εντολή χωρίς να μου έχει κοινοποιηθεί τίποτα». Ακολούθησε η ενώπιον της Πταισματοδίκου Καλαμάτας, διενεργούσης σχετικώς προκαταρκτική εξέταση μετά από παραγγελία του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καλαμάτας, ένορκη εξέταση του ενάγοντος ως μάρτυρος στις 13-11-2015, ο οποίος δήλωσε ότι «αναφέρομαι στην από 18-2-2015 μήνυσή μου κατά της εταιρίας «Καπνοβιομηχανία Κ. Α.Ε.» της οποίας το περιεχόμενο και πάλι βεβαιώνω ως αληθές». Από το περιεχόμενο όλων αυτών των εγγράφων είναι πρόδηλο και αναμφισβήτητο ότι εκ μέρους της εναγόμενης εταιρίας ουδεμία παραβίαση του διατακτικού της υπ’ αριθμ. 61/14 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας διαπράχθηκε, καθόσον η απόφαση αυτή, όπως ήδη αναφέρθηκε, κήρυξε προσωρινώς εκτελεστή μόνο την διάταξή της για επιδίκαση των μισθών υπερημερίας και όχι και εκείνη, με την οποία υποχρέωνε την εναγόμενη εταιρία να αποδέχεται πραγματικά και προσηκόντως την εργασία του ενάγοντος. Το ίδιο ακριβώς ομολογεί με άμεσο τρόπο και ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος στην από 7-4-2014 εξώδικη πρόσκλησή του προς την εναγόμενη αναφέρει ότι η υπ’ αριθμ. 61/14 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή «για την υπό στοιχείο 2 καταψηφιστική της διάταξη», ήτοι μόνο ως προς τους επιδικασθέντες σε αυτόν μισθούς υπερημερίας. Επομένως, ο εγκαλών - ενάγων εν γνώσει του περιεχομένου της πρωτοβάθμιας αποφάσεως υπ’ αριθμ. 61/14 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας και δη εν γνώσει του γεγονότος ότι η απόφαση αυτή, μη ούσα τελεσίδικη και σε καμία περίπτωση προσωρινώς εκτελεστή, δεν παρήγαγε δέσμευση για την εναγόμενη εταιρία να αποδεχθεί την εργασία του ενάγοντος, υπέβαλε με δόλο, επανειλημμένως, ψευδείς μηνύσεις, καθώς και κατέθεσε ενόρκως ψευδή γεγονότα. Σημειωτέον δε, ότι ο ενάγων με την από 21-5-2014 επιταγή προς εκτέλεση παρά πόδας αντιγράφου από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της ανωτέρω υπ’ αριθμ. 61/14 αποφάσεως, την οποία επέδωσε στην εταιρία, ζήτησε και έλαβε μόνο τα χρηματικά ποσά μισθών υπερημερίας για τα οποία η απόφαση αυτή κηρύχθηκε προσωρινώς εκτελεστή, χωρίς να διαλάβει στην σχετική επιταγή προς εκτέλεση αίτημα (εντολή) περί αποδοχής της εργασίας του. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει και τον δόλο του ενάγοντος, ο οποίος προδήλως γνωρίζοντας ότι η διάταξη της πρωτοβάθμιας αποφάσεως δεν ήταν εξοπλισμένη με προσωρινή εκτελεστότητα, στην σχετική επιταγή προς εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, την οποία επέδωσε στην εναγομένη, δεν διέλαβε εντολή προς εκτέλεση της μη τελεσίδικης τότε εισέτι διατάξεως περί αποδοχής της εργασίας του. Η εναγόμενη δε με την από 25-6-2014 «εξώδικη δήλωση με προσφορά και καταβολή προσωρινώς εκτελεστού ποσού οριστικής και εν μέρει προσωρινώς εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως σε πλήρη συμμόρφωση με σχετικώς επιδοθείσα επιταγή παρά πόδας επισήμου αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού και μετά από αφαίρεση του ήδη καταβληθέντος τιμήματος του επιταχθέντος κεφαλαίου καθώς και με επιφύλαξη», επιδοθείσα στον ενάγοντα στις 25-6-2014, νομίμως γνωστοποίησε ότι θα συμμορφωθεί με το προσωρινώς εκτελεστό τμήμα του διατακτικού της υπ’ αριθμ. 61/14 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, καταβάλλοντας εν συνεχεία στον ενάγοντα το (υπόλοιπο) ποσό των 15.935 ευρώ. Συνακολούθως, οι ανωτέρω υποβληθείσες μηνύσεις του ενάγοντος για μη συμμόρφωση σε δικαστική απόφαση κατά παράβαση του άρθρου 232Α παρ. 1 ΠΚ είναι ψευδείς, ενώ ψευδείς τυγχάνουν και οι ανωτέρω ένορκες καταθέσεις του ενάγοντος.
Ακολούθησε η υποβολή, εκ μέρους της εναγόμενης, της από 27-12-2016 εγκλήσεως - μηνύσεως κατά του ενάγοντος για την διάπραξη εκ μέρους του των αδικημάτων της κατ’ εξακολούθηση δυσφημήσεως ανώνυμης εταιρίας (άρθρο 364 ΠΚ), της ψευδούς καταμηνύσεως (άρθρο 229 ΠΚ) του προσωπάρχη της εναγομένης και επί εργατικών ζητημάτων εκπροσώπου αυτής Γ. Π., καθώς και της ψευδορκίας (άρθρο 224 παρ. 2 ΠΚ). Εν συνεχεία η εναγομένη λόγω της διαπράξεως εκ μέρους του ενάγοντος των ανωτέρω ποινικών αδικημάτων, ευλόγως κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας αυτού αζημίως, καθόσον η επανειλημμένη ως άνω συμπεριφορά του ενάγοντος είναι κακόβουλη και υπερβαίνει προδήλως τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ. Και τούτο, διότι ο ενάγων εν προκειμένω συμπεριφέρθηκε εξερχόμενος των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 1264/82, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων. Η εν λόγω κακόπιστη και δόλια συμπεριφορά του ενάγοντος έχει κλονίσει κατ’ αντικειμενική κρίση, σε τέτοιο βαθμό το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία της σχέσεως εργασίας στο μέλλον, θεωρούμενης της ανωτέρω συμπεριφοράς εις βάρος της εναγόμενης και του προσωπάρχη της μείζονος και πάντως ίσης ηθικής και κοινωνικής απαξίας με αυτά που προβλέπονται στην διάταξη του άρθρου 14 παρ. 10 Ν. 1264/82, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο II νομική σκέψη. Η διαπίστωση δε της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος καταγγελίας, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί και σε συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά την διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη, όπως εν προκειμένω, δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/82, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απολύσεως του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των Πολιτικών Δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής, απορριπτομένου ως αβασίμου σχετικού αντίθετου ισχυρισμού του ενάγοντος. Στην υπό κρίση δε υπόθεση η έγκληση που υποβλήθηκε εκ μέρους της εναγομένης δεν έγινε με μοναδικό σκοπό να γίνει δυνατή η απόλυση του ενάγοντος για λόγους εκδίκησης ή εχθρότητας, αλλά προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων της, καθόσον, ως αποδείχθηκε, ο ενάγων πράγματι υπέπεσε στα ανωτέρω ποινικά αδικήματα, τα οποία καθιστούν την συνέχιση της συνεργασίας τους μη ανεκτή. Ο δε εξαναγκασμός της εναγόμενης να απασχολεί τον ενάγοντα επιδείξαντα την ανωτέρω συμπεριφορά, θα υπερέβαινε προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών.
Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή κατά την κύρια βάση της, ερειδομένη στην μη εφαρμογή, στην υπό κρίση υπόθεση, των διατάξεων του Ν. 1264/82, να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη, κατά παραδοχή της ενστάσεως της εναγομένης, υπό την έννοια ότι η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των ανωτέρω προστατευτικών για τους συνδικαλιστές διατάξεων του Ν. 1264/82, προκειμένου να θεωρηθεί η εν λόγω απόλυση άκυρη, παρίσταται κατά τα προαναφερθέντα ως καταχρηστική. Ομοίως η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα και ως προς την πρώτη επικουρική της βάση, ερειδομένη στον ισχυρισμό περί μη επιτρεπτής αναλογίας των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 10 Ν. 1264/82. Και τούτο, διότι στην ανωτέρω κρίση το παρόν Δικαστήριο περί απορρίψεως της ένδικης αγωγής άγεται όχι μέσω ανεπίτρεπτης μεθοδολογικώς αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 14 παρ. 10 Ν. 1264/82, αλλά, αντιθέτως, υπό την έννοια της καταχρηστικής εκ μέρους του ενάγοντος επικλήσεως των προστατευτικών για τους συνδικαλιστές αυτών διατάξεων. Επομένως, αλυσιτελώς, ως στηριζομένη σε εσφαλμένη αφετηρία και συνακολούθως αβασίμως γίνεται η επίκληση αυτής της νομικής βάσεως για την θεμελίωση της υπό κρίση αγωγής. Ο ισχυρισμός δε του ενάγοντος (στην πρώτη αυτή επικουρική βάση της αγωγής του), ότι εν προκειμένω στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων δεν ενδιαφέρει η ποινική αξιολόγηση της συγκεκριμένης εργασιακής συμπεριφοράς, αλλά οι δυσμενείς επιδράσεις της στην ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσης, αβασίμως προβάλλεται, καθόσον η ανωτέρω συγκεκριμένη, ποινικώς κολάσιμη, συμπεριφορά του ενάγοντος είναι αυτή ακριβώς η οποία επιδρά στην ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσεως ενάγοντος και εναγομένης. Και στην επικουρική δε αυτή βάση ισχύει το ανωτέρω σημειωθέν, κατά την εξέταση της κύριας βάσης της αγωγής, ότι δηλαδή η διαπίστωση της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί και σε συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά την διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη, δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/82, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απολύσεως του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των Πολιτικών Δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής, απορριπτομένου ως αβασίμου σχετικού αντίθετου ισχυρισμού του ενάγοντος. Τέλος, για τους ίδιους λόγους είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη και η δεύτερη επικουρική βάση της υπό κρίση αγωγής, το αίτημα της οποίας στηρίζεται στην ακυρότητα της εν λόγω καταγγελίας, υπό την έννοια ότι η απόλυσή του ερείδεται σε επιλήψιμα κίνητρα της εναγόμενης. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ο ενάγων ότι ακόμη και αν διέπραξε τα ανωτέρω αδικήματα, η εν λόγω συμπεριφορά του δεν συνδέεται με την ομαλή και αποδοτική άσκηση της εργασίας του, και επομένως η απόλυσή του έγινε διότι δεν αρέσει αυτός στην εναγομένη λόγω της συνδικαλιστικής του συμπεριφοράς και της δικαστικής του δικαίωσης στο πλαίσιο του προηγηθέντος δικαστικού αγώνος, με την προσθήκη του περαιτέρω επιχειρήματος, ότι η εμπάθεια της εναγομένης και του προσωπάρχη αυτής Γ. Π. αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι, ενώ μετά την έκδοση της τελεσίδικης αποφάσεως υπ’ αριθμ. 91/16 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, με την οποία κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου ότι η πρώτη από 29-3-2013 απόλυσή του ήταν άκυρη, καίτοι προσήλθε να εργαστεί στις 23-12-2016, στις 24-12-2016, στις 25-12-2016 και στις 26-12-2016, ο ανωτέρω Γ. Π. αρνήθηκε την εργασία του. Πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός είναι άνευ εννόμου σημασίας. Και τούτο, διότι ο ενάγων προσήλθε για εργασία έχων προηγουμένως κοινοποιήσει στις 22-12-2016 την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση «προς γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες», χωρίς ουδεμία επιταγή προς εκτέλεση της αναφερομένης διατάξεως περί επαναπασχολήσεως. Η δικονομική αυτή συμπεριφορά του ιδίου του ενάγοντος δεν συνεπάγεται την κρίση περί εμπαθείας της εναγομένης και του προσωπάρχη αυτής Γ. Π. προς το πρόσωπο του ενάγοντος, αφού εν όψει της έντονης και πολυετούς δικαστικής διαμάχης των διαδίκων δεν ήταν αναμενόμενη εκ μέρους της εναγομένης η επαναπασχόληση του ενάγοντος χωρίς την κοινοποίηση επιταγής για την συγκεκριμένη διάταξη και πάροδο της τριημέρου προθεσμίας του άρθρου 926 παρ. 1 ΚΠολΔ. Μετά ταύτα, και η επικουρική αυτή βάση της αγωγής είναι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη, καθόσον αποδείχθηκε εκ των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων ότι τα κίνητρα της εναγομένης για την επίδικη απόλυσή του δεν ήταν εκείνα της εκδικήσεως και εχθρότητας προς τον ενάγοντα, αλλά είχαν ως βάση την προηγηθείσα κακόβουλη συμπεριφορά του ενάγοντος, ο οποίος επεδίωκε την ποινική τιμωρία της εναγομένης υποβάλλοντας προφανώς αστήρικτες και ψευδείς μηνύσεις. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της εξετάσεως όλων αυτών των βάσεων της αγωγής, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στο αντικείμενο της προκείμενης δίκης ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι μεσολάβησε ικανός χρόνος μεταξύ της τελέσεως του ποινικού αδικήματος (7-4-2014 και 18-2-2015) και έως την καταγγελία της εργασιακής του σχέσεως (28-12-2016). Και τούτο, διότι παγίως γίνεται δεκτό από την νομολογία και την θεωρία ότι ο εύλογος χρόνος μεταξύ τελέσεως του ποινικού αδικήματος και της ένεκα αυτού αζημίου καταγγελίας της συμβάσεως του μηνυθέντος από τον εργοδότη του προσδιορίζεται με μεγάλη ευρύτητα, αφικνουμένη και έως την τελεσίδικη καταδίκη του εργαζομένου (ΑΠ 123/03 ΕλλΔνη 2005,446. ΕφΘεσ 3977/96 Αρμ 1997,388 = ΕλλΔνη 1997,1647). Επομένως, η οποιαδήποτε καθυστέρηση στην καταγγελία δεν μπορεί να ερμηνευθεί καθ’ εαυτή ως παραίτηση από το δικαίωμα καταγγελίας, αν δεν συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να συνάγεται ότι με την συμπεριφορά του ο εργοδότης παραιτήθηκε από το δικαίωμά του αυτό ή δημιούργησε με την στάση του την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (βλ. σχετικώς Δ. Ζερδελή, Συλλογικό εργατικό δίκαιο, 2016, σελ. 959), χωρίς πάντως ο εργοδότης να υποχρεούται να αναμείνει την έκβαση της ποινικής δίκης (Γ. Λεβέντης/Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό εργατικό δίκαιο, 2011, σελ. 871). Επίσης, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στην έκβαση της δίκης ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν εξειδικευόταν στο έγγραφο της καταγγελίας η συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη του, καθόσον γίνεται δεκτό ότι είναι αρκετό να αναφέρεται ότι η καταγγελία έγινε ύστερα από υποβολή μηνύσεως για αξιόποινη πράξη, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται στο έγγραφο της καταγγελίας εάν η πράξη την οποία αφορά η μήνυση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την υπηρεσία του απολυόμενου (βλ. Δ. Ζερδελή, Εργατικό δίκαιο, ατομικές εργασιακές σχέσεις, Γ’ έκδ. 2015, παρ. 33 VI 3 αριθμ. περιθ. 2426 σελ. 1250 - 1251). Περαιτέρω, λόγω της αποδειχθείσης εγκυρότητας, κατά τα ανωτέρω, της απολύσεως του ενάγοντος και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως στην υπό στοιχείο V νομική σκέψη, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 5 παρ. 1 Ν. 2112/20 και 7 Ν. 3198/55, η επίδικη αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας νομίμως καταγγέλθηκε χωρίς να καταβληθεί αποζημίωση, καθόσον κατά του ενάγοντος - εργαζομένου υποβλήθηκε μήνυση για τις αξιόποινες πράξεις τις οποίες, όπως αποδείχθηκε, τέλεσε. Επομένως, είναι απορριπτέο ως ουσιαστικώς αβάσιμο και το επικουρικό αίτημα του ενάγοντος περί επιδικάσεως αποζημιώσεως απολύσεως ύψους 22.179,89 ευρώ.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει, κατά παραδοχή της προβληθείσης εκ μέρους της εναγομένης ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του επιδίκου δικαιώματος, λόγω της εγκυρότητας της ένδικης καταγγελίας, να απορριφθεί συνολικώς η υπό κρίση αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη και ως προς τα λοιπά αιτήματα (επιδικάσεως μισθών υπερημερίας και 50 πακέτων τσιγάρων, καθώς και 25 κουτιών γάλακτος, αποζημιώσεως για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, καταδίκης κατά το άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ και κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής), τα οποία έχουν σχέση παρεπομένων προς τα ανωτέρω κύρια αιτήματα και προϋποθέτουν την παραδοχή αυτών, παρελκομένης της εξετάσεως των λοιπών ενστάσεων της εναγόμενης, ήτοι της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως του επιδίκου δικαιώματος, υπό την έννοια ότι ο ενάγων από κακοβουλία παρέλειψε να απασχοληθεί σε άλλο εργοδότη και της ένστασης εκπτώσεως και συμψηφισμού της ωφέλειας την οποία είχε από την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας που διαθέτει, με την υποβολή παραλλήλως αιτήματος επιδείξεως των εκκαθαριστικών σημειωμάτων της αρμοδίας ΔΟΥ για τα έτη 2013 - 2016, καθόσον η εξέταση αυτών προϋποθέτει την απόρριψη της πρώτης ανωτέρω ενστάσεως. Συνακόλουθα, απορριπτέες, ως ουσιαστικώς αβάσιμες, τυγχάνουν και οι υπό κρίση πρόσθετες παρεμβάσεις. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο ενάγων στην δικαστική δαπάνη της εναγόμενης λόγω της ήττας του στο σύνολο της δικαστικής της δαπάνης (άρθρο 176 ΚΠολΔ) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου