ΜονΠρΗρ 195/17 : ΔΕΗ - Διακοπή ρεύματος. Διαρκείς έννομες σχέσεις - Προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Το ζήτημα του παραδεκτού της αίτησης για απαγόρευση διακοπής της ηλεκτροδότησης και γενικώς παροχών κοινής ωφέλειας στο πλαίσιο ασφαλιστικών μέτρων ρύθμισης κατάστασης. Στο πλαίσιο διαρκούς έννομης σχέσης, δύναται να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η έννομη σχέση από την οποία απορρέουν διαρκείς παροχές, με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι "προσωρινές" παροχές έχουν περιορισμένη έκταση σε σύγκριση με εκείνες που θα κριθούν στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Περίπτωση παράνομης επέμβασης σε μετρητή ρεύματος/ρευματοκλοπής - έκδοση εξ αυτού του λόγου έκτακτου λογαριασμού σε βάρος της αιτούσας, η οποία και δεν τον πλήρωσε - Διακοπή της σύνδεσης του ρεύματος. Δεν πιθανολογηθηκε ως βάσιμος ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι το ακίνητο ήταν μισθωμένο κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Κρίση ότι η ως άνω ρευματοκλοπή συνέβη πράγματι από υπαιτιότητα της αιτούσας και των συνιδιοκτητών του διαμερίσματος και δη από αμέλειά τους, οι οποίοι, αν και όφειλαν και μπορούσαν, δεν φρόντισαν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας του μετρητή του διαμερίσματος τους από τις παρεμβάσεις τρίτων, εφόσον αυτός όπως η αιτούσα ομολογεί ήταν σε εξωτερικό σημείο της οικοδομής και είχε πρόσβαση σε αυτόν ο οποιοσδήποτε. Απορρίπτει την αίτηση.
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 195/2017
Πρόεδρος: Μ. Σγουρού
[...] Η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης δεν αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο με προκαθορισμένο περιεχόμενο, αλλά το πλαίσιο για τη λήψη πρόσφορων μέτρων (πρβλ. 692 παρ. 1 ΚΠολΔ), με τα οποία ορισμένη κατάσταση (682 ΚΠολΔ) που έχει διαμορφωθεί ή τείνει να διαμορφωθεί στις έννομες σχέσεις των διαδίκων, αντιμετωπίζεται προσωρινά, ωσότου κριθούν οριστικά οι έννομες σχέσεις τους, ως προς τις οποίες έχει προκύψει έριδα και εφόσον υπάρχει άμεση και πιεστική ανάγκη (επείγουσα περίπτωση) να ενεργοποιηθούν ως τότε ή ανάλογα να αδρανοποιηθούν εν όλω ή εν μέρει, για να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δυσβάστακτων συνεπειών ως προς το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης (βλ. Κράνη σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα εκδ. 2000 άρθ. 731). Στη βάση, δηλαδή, της ρυθμιστέας κατάστασης πρέπει να υπάρχει ορισμένο δικαίωμα που προσβλήθηκε ή κινδυνεύει να προσβληθεί, ή έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, γι' αυτό δεν αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης απλές πραγματικές καταστάσεις (βλ. Κράνη, ό.π. άρ. 682 αρ. 8).
Υπό την έννοια αυτή η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης καλύπτεται από τα άρθρα 731 - 736 και έχει ευρύτερο περιεχόμενο από απλή εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος με μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα, αφού μπορεί να αφορά και κάθε άλλου είδους ρύθμιση, με την οποία εξυπηρετούνται οι ανεπίδεκτες αναβολής έννομες σχέσεις των διαδίκων και παράλληλα εμπεδώνεται η δικαιική ειρήνη. Στο πλαίσιο αυτό το άρθ. 731 προβλέπει ως πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο με το οποίο εκδηλώνεται η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου, την επιβολή υποχρέωσης για ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης. Αντίθετα, καταδίκη σε δήλωση βούλησης (ενέργεια νομικής πράξης) δεν είναι επιτρεπτή με ασφαλιστικά μέτρα, αφού προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση στην κύρια διαγνωστική δίκη (949 ΚΠολΔ), ενώ οδηγεί και σε πλήρη ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος (βλ. Κράνη ό.π άρθ. 731 αρ. 3). Αϊτών μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ισχυρίζεται διατάραξη στις έννομες σχέσεις του με τον αντίδικό του. Η προβλεπόμενη στο άρ. 731 ΚΠολΔ πράξη πρέπει να τελεί σε αντιστοιχία με τη διατάραξη και τα όρια της ουσιαστικής αξίωσής του. Στην ουσία η ρύθμιση του άρ. 731 ΚΠολΔ αποτελεί προσωρινή επιδίκαση της αντίστοιχης αξίωσης προς ενέργεια, παράλειψη, ή ανοχή πράξης. Το είδος της διατάραξης στις έννομες σχέσεις των διαδίκων είναι αδιάφορο και μπορεί να προέρχεται από όλο το φάσμα των ουσιαστικών εννόμων σχέσεών τους, σε οποιοδήποτε κλάδο του δικαίου και αν εντάσσονται, αρκεί να υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. Κράνη ό.π άρ. 683 αρ.1).
Αν η ασφαλιστέα αξίωση έχει ως αντικείμενο επαναλαμβανόμενες παροχές με μεγάλη χρονική διάρκεια, όταν δηλαδή η ασφαλιστέα αξίωση αφορά την απόλαυση αγαθών διαρκώς, στο πλαίσιο διαρκούς έννομης σχέσης, δύναται να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η έννομη σχέση από την οποία απορρέουν διαρκείς παροχές, με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι "προσωρινές" παροχές έχουν περιορισμένη έκταση σε σύγκριση με εκείνες που θα κριθούν στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Στην κατηγορία αυτή θα πρέπει να υπαχθούν και οι παροχές που η εκπλήρωσή τους γίνεται περιοδικώς, περιλαμβάνουν πολλές στιγμιαίες πράξεις, οι οποίες όμως παρουσιάζουν μια ενότητα και συνέχεια κατά την εκτέλεσή (λειτουργία) τους και επιπλέον τα μέρη δεν ενδιαφέρονται μόνο για το αποτέλεσμα αλλά και για την ομαλή εκπλήρωση κατά τις ενδιάμεσες φάσεις (βλ. Στέλιος Σταματόπουλος, "Αρχές (όρια και μέτρο) των ασφαλιστικών μέτρων στην πράξη" Δ 2003, 816 επ.).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αξίωσης διαρκούς παροχής είναι από παροχή κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ κ.λπ.) (προμηθευτικές συμβάσεις) ή οι διαφορές που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας και την άκυρη καταγγελία αυτής, ώστε να παρίσταται αναγκαία η προσωρινή επαναπρόσληψη αυτού (βλ. Σταματόπουλο, ό.π., σελ. 825).
Κατά μια άποψη, στην περίπτωση των προμηθευτικών συμβάσεων, εφόσον το αντικείμενο των ασφαλιστικών μέτρων είναι η προσωρινή απαγόρευση της διακοπής της κοινωφελούς παροχής (π.χ. ηλεκτροδότησης, υδροδότησης κ.λπ.), τότε ζητείται παραδεκτά η απαγόρευση διακοπής της στο πλαίσιο προσωρινών μέτρων ρύθμισης κατάστασης (βλ. σχετ. παρατηρήσεις Παν. Γιαννόπουλου σε ΕΠολΔ 2012, 491 υπό την ΜΠρΑγρ 441/2012 ΕΠολΔ 2012, 485, Κράνη σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα εκδ. 2000 άρθ. 731/732 αρ. 5 in fine, Στ. Σταματόπουλος, ό.π., σελ. 826, Βαθρακοκοίλης Ασφαλιστικά Μέτρα εκδ. 2012 άρ. 731 - 732 αριθ. 232, ΜΠρΧαλκ 203/1991 Δ 1992, 223 με σημείωμα Σταματόπουλου, ΜΠρΚοζ 56/2009, ΜΠρΑθ 3745/2005 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 9275/2005 Δ 2006,395), με επίκληση προεχόντως του διαρκούς χαρακτήρα της σύμβασης, του επιχειρήματος ότι σε ανάλογες περιπτώσεις δεν εγείρεται ζήτημα εξασφάλισης ή διατήρησης του ασφαλιστέου δικαιώματος, αλλά προσωρινής διατήρησης των συνθηκών εκείνων που υπήρχαν στη διαμορφωμένη κατά το χρόνο που επιχειρήθηκε η μεταβολή ή άλλη αλλοίωση της εριζόμενης έννομης σχέσης και την αποτροπή δημιουργίας ανεπανόρθωτης βλάβης καθ' όλο το χρονικό διάστημα, εωσότου κριθεί οριστικά το ασφαλιστέο δικαίωμα (ΜΠρΚοζ 56/2009 ΝΟΜΟΣ) και τέλος, ότι στις περιπτώσεις που ο πάροχος των κοινωφελών υπηρεσιών έχει δεσπόζουσα ή καθολική θέση στην αγορά, η απειλή διακοπής της παροχής των υπηρεσιών του λόγω μη ικανοποίησης των οικονομικών απαιτήσεών του, υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης και συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (ΜΠρΑγρ 441/2012 ΕΠολΔ 2012, 485, ΜΠρΑθ 3745/2005 ΝΟΜΟΣ).
Η αντίθετη άποψη, αποκρούει τη δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης με το ως άνω αντικείμενο, επικαλούμενη το ότι η υποχρέωση προς μη διακοπή της παροχής αντιστοιχεί σε υποχρέωση προς παράλειψη, η οποία είναι μη αυτοτελής και παρεπόμενη υποχρέωση σε σχέση με την υποχρέωση προς θετική παροχή, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται εν προκειμένω ασφαλιστέα αξίωση (ΜΠρΖακ 622/2010 ΕφΑΔ 2011, 339).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής (αρθρ. 287 ΑΚ) με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Η σύμβαση από την ίδια την έννοια της είναι πράξη της ελεύθερης βούλησης του προσώπου και έργο της αυθόρμητης πρωτοβουλίας των μερών. Εντούτοις, είναι δυνατόν, μία σύμβαση να συναφθεί όχι από ελεύθερη θέληση, αλλά από ανειλημμένη διά προσυμφώνου υποχρέωση ή τοιαύτη από το νόμο επιβαλλόμενη. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί το χαρακτήρα της ως σύμβασης. Υπάρχουν πάλι περιπτώσεις κατά τις οποίες από το νόμο είτε η σύμβαση δεν δύναται να γίνει με εκείνον που θέλει κάποιος, είτε δεν είναι κάποιος ελεύθερος να απορρίψει πρόταση για σύμβαση που του επιβάλλεται. Αυτό συμβαίνει για ορισμένα είδη συμβάσεων ένεκα μονοπωλιακών ή προνομιακών διά νόμου δικαιωμάτων υπέρ του δημοσίου, δήμων ή κοινοτήτων ή ένεκα προνομιακών διά νόμου παραχωρήσεων υπέρ άλλων νομικών ή φυσικών προσώπων. Ετσι, οι συμβάσεις που αφορούν τηλεγραφικές ή ταχυδρομικές αποστολές, τηλεφωνικές συνδέσεις και τοιαύτες αέριο φωτισμού, ηλεκτροφωτισμού κλπ. συνάπτονται με ορισμένο αποκλειστικά ανάδοχο, είτε με ορισμένους αποκλειστικά όρους. Οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας υποχρεούνται κατά τους νομοθετικούς ή συμβατικούς κανόνες που διέπουν την λειτουργία τους να παρέχουν προς το κοινό με την εκάστοτε ισχύουσα διατίμηση τα προϊόντα- αγαθά ή υπηρεσίες τους, όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, το φωταέριο, το νερό, η τηλεφωνική σύνδεση κ.λπ. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί να λεχθεί ότι η σύμβαση είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης των μερών, αλλά προϊόν καταναγκασμού (αναγκαστικές συμβάσεις) (βλ. Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. Σακ. 1997, σελ. 355 επ). Οι συμβάσεις αυτές καταρτίζονται με προσχώρηση σε τύπο σύμβασης που είναι εκ των προτέρων διατυπωμένος, απευθύνεται στο κοινό και αναγράφει όλους τους όρους των. Το πρόσωπο που θέλει να συνάψει τη σχετική σύμβαση αναγκάζεται ή να απορρίψει την πρόταση όπως έχει, ή να τη δεχθεί στη συνολική διατύπωση (Γ. Μπαλή, Γεν. Αρχαί, έκδ. 8η, παρ. 83 και 80, Απ. Γεωργιάδης ό.π.).
Η υποχρέωση όμως προς σύναψη συμβάσεως καθώς και η λειτουργία της συμβάσεως αυτής γίνεται δεκτό ότι διέπονται (μεταξύ των άλλων) από την απαγορευτική της καταχρήσεως δικαιώματος (ευχερείας) διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς και από την περί καλόπιστης εκπλήρωσης της ενοχής διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ (Βλ. ΠΠρΒερ 88/1991, Ξυπολιά, "Η αναγκαστική σύμβαση", σελ. 119, 120, επ. 211 επ., Α. Τάχου, "Διοικητικό οικονομικό δίκαιο", 1985 εκδ. 5 σελ. 260). Όταν λοιπόν κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο συνάψει τέτοια σύμβαση με μία από τις προρρηθείσες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και δεν καταβάλει το οφειλόμενο τίμημα που αντιστοιχεί στην εκπληρωθείσα παροχή της επιχείρησης, εν συνεχεία δε προβεί σε πώληση ή εκμίσθωση προς άλλους του ακινήτου, στο οποίο γίνεται η παροχή, τότε εξακολουθεί να ισχύει το συμβόλαιο, αλλά μόνο για και μέχρι την καταβολή της οφειλής από τον καταναλωτή, ο οποίος είναι και μόνος υπεύθυνος (άρθρα 513, σε συνδ. με 947 παρ. 2 ΑΚ).
Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 731 και 732 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο όχι μόνο κάποιο από τα ειδικώς και ρητώς ρυθμιζόμενα στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αλλά και κάθε άλλο, το οποίο κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος ή την ρύθμιση της καταστάσεως. Αυτονόητη, όμως, προϋπόθεση για την λήψη κάποιου ασφαλιστικού μέτρου είναι η ύπαρξη νομίμου δικαιώματος του αιτούντος, καθόσον σε περίπτωση ανυπάρκτου και μη αναγνωριζομένου από το νόμο δικαιώματος δεν μπορούν να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα. Με άλλα λόγια η παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας προϋποθέτει ύπαρξη ασφαλιστέας απαιτήσεως (Τζίφρας, ΑσφΜ, έκδ. 1973, σελ. 282).
Εξάλλου, δικαίωμα σύναψης σύμβασης ηλεκτροδότησης με την ΔΕΗ έχει ο ιδιοκτήτης ακινήτου, εφόσον αυτό πληρεί τις προδιαγραφές που απαιτούνται (π.χ. νόμιμο κτίσμα, σύννομη και τεχνικά άρτια ηλεκτρική εγκατάσταση κ.λπ.). Στην περίπτωση δε που συμβληθείς με την ΔΕΗ για την ηλεκτροδότηση κτιρίου είναι ο μισθωτής αυτού, εάν η σύμβαση καταγγελθεί εκ μέρους της παρόχου του ηλεκτρικού ρεύματος λόγω οφειλών του αντισυμβαλλομένου της, τότε μόνος υπόχρεος έναντι αυτής είναι ο τελευταίος και όχι ο ιδιοκτήτης του κτιρίου εκμισθωτής, ο οποίος έχει αυτοτελές δικαίωμα σύναψης σύμβασης ηλεκτροδότησης του ακινήτου του, εφόσον το ακίνητο έχει παραδοθεί σε αυτόν μετά τη λύση της μίσθωσης. Όταν η επιχείρηση κοινής ωφέλειας αδικαιολόγητα αρνείται την επανασύνδεση της διακοπείσης παροχής στο κτίριο, την οποία διακοπή είχε επιβάλει προς εξαναγκασμό του οφειλέτη της μισθωτή σε καταβολή, τότε δικαιούται ο αιτών την επανασύνδεση στο όνομα και για λογαριασμό του πλέον, ιδιοκτήτης του κτιρίου, εφόσον η μίσθωση λύθηκε και παραδόθηκε σε αυτόν το μίσθιο, να ζητήσει από το δικαστήριο να ρυθμίσει την κατάσταση με ασφαλιστικά μέτρα κατά την έννοια των άρθρων 731, 732 ΚΠολΔ (βλ. Π. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 4η, σελ. 361).
Στο πλαίσιο της ως άνω προσωρινής ρυθμίσεως το δικαστήριο μπορεί να υποχρεώσει την επιχείρηση να παρέχει προσωρινώς τα προϊόντα ή υπηρεσίες της προς τον καταναλωτή θέτοντας έτσι την εριζόμενη διαρκούς χαρακτήρα έννομη σχέση τους σε προσωρινή λειτουργία. Η εν λόγω ρύθμιση δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ, που απαγορεύει την ικανοποίηση δικαιώματος, αφού αυτή δεν διατάσσεται για την εξασφάλιση ή διατήρηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, αλλά για την προσωρινή διατήρηση των συνθηκών εκείνων που υπήρχαν στην διαμορφωμένη κατά τον χρόνο που επιχειρήθηκε η μεταβολή ή άλλη αλλοίωση της εριζόμενης έννομης σχέσεως και την αποτροπή δημιουργίας ανεπανόρθωτης βλάβης καθ' όλο το χρονικό διάστημα, εωσότου κριθεί οριστικά το ασφαλιστέο δικαίωμα.
Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ συνάγεται ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής, αιτήσεως κ.λπ. που πρέπει να υφίσταται κατά τον χρόνο συζητήσεως της αγωγής, αιτήσεως κ.λπ. και να είναι άμεσο υπό την έννοια ότι η έννομη προστασία που ζητείται να αποτελεί πρόσφορο και μοναδικό μέσο για την εξάλειψη της αβεβαιότητας που δυσχεραίνει την άσκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος, αιτούντος κ.λπ. ή προκαλεί άλλο κίνδυνο στα έννομα συμφέροντα του (ΑΠ 640/2003 ΕλλΔνη 45, 1347).
Με την υπό κρίση αίτηση, η αιτούσα, εκθέτει ότι ως κάτοχος του περιγραφόμενου στην αίτηση διαμερίσματος δυνάμει εννόμου σχέσεως, συνήψε με την καθής η αίτηση στις 13.2.2016 στο Ηράκλειο σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος οικιακού πελάτη. Ότι η καθής προέβη σε διακοπή της εν λόγω σύνδεσης λόγω της μη πληρωμής από την αιτούσα της αξίας του καταναλωθέντος σε προγενέστερο της σύναψης της σύμβασης χρόνο ρεύματος, που ήταν όπως διαπιστώθηκε προϊόν ρευματοκλοπής. Ότι η καθής αρνείται παράνομα και καταχρηστικά να εξακολουθήσει να ρευματοδοτεί το εν λόγω ακίνητο, αν και η ρευματοκλοπή δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα της αιτούσας ή των συνιδιοκτητών του ακινήτου υιών της, αλλά σε προγενέστερο μισθωτή αυτού. Επικαλούμενη δε επείγουσα περίπτωση συνιστάμενη στην αδυναμία τους εκμετάλλευσης του ακινήτου και προς αποτροπή δημιουργίας ανεπανόρθωτης οικονομικής της βλάβης, ζητά να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα για την προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως και ειδικότερα να υποχρεωθεί η καθής να ηλεκτροδοτήσει το ακίνητο, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης και να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική της δαπάνη.
Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, η υπό κρίση αίτηση, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (686 επ. ΚΠολΔ). Είναι δε αυτή νόμιμη, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 176, 731, 732 ΚΠολΔ, σε συνδ. με τα άρθρα 281, 288 ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νομίμως στο ακροατήριο, και των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, και την εν γένει διαδικασία πιθανολογούνται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η αιτούσα από το έτος 2010 κατέχει και εκμεταλλεύεται δυνάμει σχετικής εντολής των συγκυριών του, διαμέρισμα πρώτου ορόφου εμβαδού 60 τ.μ. επί οικοδομής κείμενης επί της οδού … αρ. … στην περιοχή … της πόλης του Ηρακλείου. Στις 13.2.2016 συνήφθη μεταξύ της αιτούσας και της καθής η αίτηση ΔΕΗ ΑΕ στο υποκατάστημα της τελευταίας στο Ηράκλειο, η με αριθ. κωδ. συμβολαίου … σύμβαση προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας οικιακού πελάτη με αόριστη διάρκεια. Μέχρι τότε αντισυμβαλλόμενος της ΔΕΗ ΑΕ για την ηλεκτροδότηση του διαμερίσματος φερόταν κάποιος …, στο όνομα του οποίου εκδίδοντο οι σχετικοί λογαριασμοί κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, πρώην μισθωτής του ακινήτου (πριν το 2010), χωρίς η αιτούσα να προβεί μέχρι το 2016 σε μεταφορά στο όνομά της της σύνδεσης.
Προκειμένου να καταστεί δυνατή η σύναψη της νέας στο όνομά της και για λογαριασμό της σύμβασης ηλεκτροδότησης του ακινήτου, η αιτούσα εξόφλησε ανεξόφλητους λογαριασμούς, ύψους 1.306,91 ευρώ που αφορούσαν το ακίνητο και είχαν εκδοθεί στο όνομα …. Έκτοτε οι διάδικοι συμβαλλόμενοι εκπλήρωναν προσηκόντως τις υποχρεώσεις τους από την σύμβαση, μέχρι και τον Οκτώβριο του 2016, όταν διαπιστώθηκε κατόπιν νομίμου ελέγχου από τους αρμοδίους υπαλλήλους της ΔΕΔΔΗΕ στον μετρητή κατανάλωσης ρεύματος του εν λόγω διαμερίσματος (ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας Ανώνυμη Εταιρεία" και τον διακριτικό τίτλο "Δ.Ε.Δ.Δ.Η.Ε. Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα) παράνομη επέμβαση επί του μετρητή που συνέβη κατά το χρονικό διάστημα από 10.9.2010 έως 11.3.2014, η δε κλαπείσα ηλεκτρική ενέργεια υπολογίστηκε σε 10.462 KWh. Περί τούτου ενημέρωσε η καθής την αιτούσα με την με αριθ. …/3.10.2016 επιστολή της και εν συνεχεία, εξέδωσε τον με αριθ. … έκτακτο λογαριασμό στο όνομα της συμβαλλομένης της αιτούσας, συνολικού ποσού 1.906 ευρώ με ημερομηνία λήξης 11.10.2016.
Κατόπιν αρνήσεως της αιτούσας να πληρώσει το καταλογισθέν σε αυτήν ποσό για την ως άνω αιτία, η καθής μετά την λήξη του λογαριασμού αυτού, και ενώ εκκρεμούσε απάντησή της σε έγγραφη ένσταση που υπέβαλε στα γραφεία της η αιτούσα, προέβη στις 25.11.2016 σε διακοπή της σύνδεσης. Η ενέργειά της αυτή πιθανολογείται ότι δεν αντίκειται στη σύμβαση, ούτε είναι παράνομη ή καταχρηστική όπως ισχυρίζεται η αιτούσα. Τούτο διότι η καθής έχει συμβατικό δικαίωμα διακοπής της ηλεκτροδότησης του ακινήτου σε περίπτωση παραβίασης του μετρητή (βλ. άρθ. 5.7 της σύμβασης), ενώ δεν πιθανολογείται βάσιμος ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (από 10.9.2010 έως 11.3.2014) το διαμέρισμα ήταν μισθωμένο από τον …, καθώς το μισθωτήριο συμβόλαιο που προσκομίζεται στο Ειρηνοδικείο Ηρακλείου για την έκδοση της με αριθ. .../2015 διαταγής απόδοσης μισθίου, αναφέρεται σε ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης με ημερομηνία κατάρτισης 31.5.2015 και διάρκεια μίσθωσης ενός έτους, ενώ στα από 10.2.2014 και 20.1.2015 ιδιωτικά συμφωνητικά αναγνώρισης χρέους από μισθώματα, γίνεται λόγος για μισθώματα χρονικού διαστήματος από 1.9.2013 έως 31.1.2014 και από 1.9.2014 έως 28.2.2015, ενώ δεν κρίνεται πειστική η κατάθεση της μάρτυρος, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τα προσκομισθέντα έγγραφα. Εξάλλου, εάν ήταν αληθής ο ισχυρισμός της αιτούσας σχετικά με την διάρκεια της μίσθωσης, τότε σίγουρα θα είχε φροντίσει, προς όφελός της, την ανάληψη από τον νέο μισθωτή της υποχρέωσης πληρωμής των λογαριασμών κατανάλωσης ρεύματος. Σε κάθε δε περίπτωση, η ως άνω ρευματοκλοπή συνέβη πράγματι από υπαιτιότητα της αιτούσας και των συνιδιοκτητών του διαμερίσματος και δη από αμέλειά τους, οι οποίοι, αν και όφειλαν και μπορούσαν, δεν φρόντισαν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας του μετρητή του διαμερίσματος τους από τις παρεμβάσεις τρίτων, εφόσον αυτός όπως η αιτούσα ομολογεί ήταν σε εξωτερικό σημείο της οικοδομής και είχε πρόσβαση σε αυτόν ο οποιοσδήποτε.
Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον δεν πιθανολογείται εν προκειμένω ουσιαστικό δικαίωμα της αιτούσας, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αιτούσα στη δικαστική δαπάνη της καθής η αίτηση, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, λόγω της ήττας της (176 ΚΠολΔ). [...]
Το ζήτημα της προσωρινής ρύθμισης κατά τη διακοπή ρεύματος είναι επίκαιρο όσο ποτέ καθώς απασχολεί πλέον χιλιάδες καταναλωτές που ψάχνουν να βρουν έννομες λύσεις. Νομίζω ότι η ανάρτησή σας με τις παραπάνω αποφάσεις βοηθάει αρκετούς συμπολίτες μας που βρίσκονται σε δύσκολη θέση αυτή τη στιγμή!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος πρέπει να είναι παράνομη ειδικά σε οικονομικά ευάλωτους πολίτες και σε πολίτες που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. Δυστυχώς το ηλεκτρικό ρεύμα είναι πολύ ακριβό στην Ελλάδα και σάν να μήν έφτανε αυτό η σύγκριση παρόχων ρεύματος δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τους καταναλωτές να διαλέξουν ένα τιμολόγιο ρεύματος που θα τους συμφέρει οικονομικά.
ΑπάντησηΔιαγραφή