Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

ΜΠρΑθ 6693/2015 : "Διεθνής οδική μεταφορά αλιευμάτων από την Ελλάδα στην Ιταλία - Ανάμειξη παραγγελιοδόχου μεταφοράς - Εφαρμογή CMR - Διεθνής πώληση με τη ρήτρα ex works ή ex stores - Τοκοδοσία του άρθρου 27 παρ. 1 CMR - Εφαρμογή της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών Πραγμάτων - Εξουσία διάθεσης - Περάτωση ασφαλιστικής σύμβασης"

Άσκηση πλαγιαστικής αγωγής από τον παραγγελέα και πωλητή των αλιευμάτων κατά του ασφαλιστή. Εφαρμογή CMR (Ν. 559/77). Εννοιες του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και του πραγματικού μεταφορέα. Η CMR ρυθμίζει κατ΄αρχήν μόνο την σύμβαση μεταφοράς και όχι και τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς ως προς την οποίαν εφαρμόζεται μόνο εμμέσως. CMR. Εγγυητική ευθύνη του παραγγελιοδόχου, Νόθος αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα. Διεθνής πώληση με τη ρήτρα ex works ή ex stores  σύμφωνα με την οποίαν το πράγμα παραδίδεται στις εγκαταστάσεις του πωλητή, με αποτέλεσμα  ο κίνδυνος να μεταβαίνει στον αγοραστή, ο οποίος υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα ενώ το εμπόρευμα ταξιδεύει με κίνδυνο του αγοραστή. Η τοκοδοσία του άρθρου 27 παρ. 1 CMR εφαρμόζεται μόνον ως προς το μεταφορέα και όχι και ως προς τον παραγγελιοδόχο ή στις τυχόν αξιώσεις αναγωγής καθώς πρόκειται για ζήτημα αναγόμενο στις συνέπειες της υπερημερίας του καθενός υποχρέου μετά την όχλησή του από τον δικαιούχο. Εφαρμογή της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών Πραγμάτων που έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Νόμο 2532/1997 (ΦΕΚ Α΄227/11/1997). Διεθνής σύμβαση για την πώληση κινητών πραγμάτων κατά την σύμβαση αυτή. Εξουσία διάθεσης. Εφαρμογή άρθρων 12 και 13 CMR. Η έννοια της περάτωσης της ασφαλιστικής σύμβασης. Η δήλωση του ασφαλιστή για την περάτωση της ασφαλιστικής σύμβασης  πρέπει να γίνεται εγγράφως και παράγει τα νομικά αποτελέσματά της από την περιελευσή της στον ασφαλισμένο. Το ίδιο συμβαίνει και επί λύσεως της συμβάσεως με συστημένη επιστολή. Πρέπει να αποδεικνύεται η λήψη της από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Δεκτή η πλαγιαστική αγωγή του παραγγελέα και πωλητή των αλιευμάτων κατά του ασφαλιστή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 6693/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Πολυδώρου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Σταυρούλα Λεβέντη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Φεβρουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας-ενάγουσας: της εταιρίας με την επωνυμία «Θ........................ΑΝΕ», που εδρεύει στον Ταύρο Αττικής, επί της οδού ...............αριθμ. ...... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΜΠ.

Της καθ'ης η κλήση-εναγομένης: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «I.............. ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, επί της λεωφόρου ............. και Ν................ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Α Ζ

Η καλούσα-ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15-01-2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2190/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 16906/2014 αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 04-06-2014, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε.

Ήδη η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση με την από 15-062014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1126/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 73728/2014 κλήση της καλούσας-ενάγουσας, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 03-122014, κατά την οποία η συζήτηση της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 15-06-2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1126/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης  73728/2014 κλήση της καλούσας-ενάγουσας, νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση η από 15-01-2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου2190/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 16906/2014 αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 04-06-2014, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε.

Η από 19 Μαΐου 1956 υπογραφείσα Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης επί του Συμβολαίου δια την διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων οδικώς (C.M.R.), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 559/1977, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το από 5-7-1976 πρωτόκολλο της Γενεύης [που κυρώθηκε με τον Ν. 1533/1986] και η οποία υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως Νόμου, κατά το άρθρο 28 § 1 ισχύοντος Συντάγματος, ρυθμίζει τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων, η οποία διεξάγεται οδικώς με οχήματα επ' αμοιβή σε χώρα διαφορετική από εκείνη της παραλαβής τους, εκ των οποίων μία τουλάχιστον από αυτές είναι συμβαλλόμενη χώρα στην άνω Διεθνή Σύμβαση, άσχετα από τον τόπο διαμονής ή την εθνικότητα των συμβαλλομένων. Η σύμβαση μεταφοράς, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για διεθνή μεταφορά, αφορά κατ' αρχήν τρία πρόσωπα, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, το μεταφορέα, ο οποίος διαθέτει τα μεταφορικά μέσα και εκτελεί το έργο της μεταφοράς και τον παραλήπτη. Όμως πολλές φορές στη μεταφορά παρεμβάλλεται και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 90 - 107 του ΕμπΝ, προκειμένου για μεταφορά ειδικότερα πραγμάτων οδικώς, αναλαμβάνει με σύμβαση με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως τον αποστολέα, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του παραγγελέα, ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς που αυτός του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη μ’ αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς. Η μεταξύ αποστολέως και μεταφορέως ή παραγγελιοδόχου μεταφοράς σύμβαση μεταφοράς αποτελεί μορφή της συμβάσεως μισθώσεως έργου. Η δια συμβάσεως εργολαβίας συνδέουσα τα συμβαλλόμενα μέρη σχέση δεν είναι σχέση πρόστησης, δεδομένου ότι, ουσιώδες της εν λόγω συμβάσεως στοιχείο είναι η ανεξαρτησία του εργολάβου κατά την εκτέλεση του αναληφθέντος έργου (ΕφΑθ 334/2002, ΕπισκΕμπΔ 2002.551, ΕφΑθ 4414/1975, Αρμ 1976.187). Κατά τη διάταξη του άρθρ. 97 του ΕμπΝ ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για κάθε απώλεια ή φθορά των μεταφερόμενων πραγμάτων, ανεξάρτητα από πταίσμα του, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο ή υπήρξε "ακαταμάχητη δύναμη", νομιμοποιείται δε να στραφεί απ’ ευθείας κατ’ αυτού και ο παραλήπτης των πραγμάτων που δεν συμβλήθηκε μαζί του, αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια κατά το άρθρ. 411 ΑΚ σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (ΟλΑΠ 33/1998 ΕλλΔνη 1998.1262, ΔΕΕ 1998.990).

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΣτΕ 3944/2015 [Παραχωρηση των ακτων στους ΟΤΑ εναντι ανταλλαγματος]

Περίληψη
– Η παρα­χώρηση δικαιωμάτων απλής χρήσης επί του αιγιαλού και της παραλίας, στους πρωτοβάθμιους Ο.Τ.Α. για την άσκηση δραστηριοτήτων, καταρχήν, ήπιων και συμβατών με τον προορισμό των στοιχείων αυτών του φυσικού περιβάλλοντος ως κοινοχρήστων, πρέπει να γίνεται μεμονωμένα και κατά περίπτωση. Πρέπει δε να προηγείται εξατομικευμένη κρίση της Διοικήσεως, συνοδευόμενη από τα αναγκαία διαγράμματα, με την οποία θα τίθενται και οι αναγκαίοι όροι και περιορισμοί ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του υπό παραχώρηση συγκεκριμένου τμήματος του αιγιαλού, προκειμένου να διασφαλισθεί και η κατά προορισμό χρήση του ως κοινόχρηστου αγα­θού.
Επιτρέπεται η παραχώρηση της απλής χρήσης αιγιαλού για την άσκηση δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τους λουόμενους ή την αναψυχή του κοινού, με ελαφρές και μη μόνιμες κατασκευές, όπως λ.χ. θαλάσσια μέσα αναψυχής, ομπρέλες και τροχήλατα αναψυκτήρια. Οι μόνιμες κατασκευές, πέραν της αλλοίωσης που επιφέρουν στη μορφολογία του αιγιαλού, συνδέονται με δραστηριότητες (bar-αναψυκτήρια) μη συμβατές με το χαρακτήρα και τον προορισμό του αιγιαλού, ως κοινόχρηστου φυσικού αγαθού, και συνεπώς αποτελούν μη επιτρεπόμενη χρήση εκ του νόμου. Η συλλήβδην παραχώρηση με την προσβαλλόμενη κυα του συνόλου των αιγιαλών της χώρας στους πρωτοβάθμιους Ο.Τ.Α. βρίσκεται εκτός των ορίων της σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης. Ενόψει της σημασίας του παράκτιου χώρου ως στοιχείου του φυσικού περιβάλλοντος, η έγκριση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών για την περαιτέρω μεταβίβαση σε τρίτους του δικαιώματος απλής χρήσης αιγιαλού και παραλίας εκ μέρους των Ο.Τ.Α. ως παραχωρησιούχων, χο­ρηγείται κατά περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του νο­μο­θέτη για την προστασία των παράκτιων οικοσυστημάτων, που κινδυ­νεύουν από την υπερεκμετάλλευση και να διαφυλαχθεί η κοινοχρησία τους.
Η άσκηση προληπτικού ελέγχου και εποπτείας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στο επίμαχο ζήτημα, προκειμένου να αποφεύγονται παραβιάσεις των όρων της παραχώρησης εκ μέρους των τρίτων παραχωρησιούχων (αλλοιώσεις της μορφολογίας, αναίρεση του κοινόχρηστου χαρακτήρα του αιγιαλού, οχλήσεις στους περιοίκους), αλλά και να εξασφαλίζεται, με την επιβολή αντικειμενικών όρων στη διακήρυξη, το βέλτιστο οικονομικό αντάλλαγμα για το Δημόσιο, αντί των φαινομένων «εικονικών» δημοπρασιών από τους Δήμους.
Η διάταξη της προσβαλλόμενης κ.υ.α., με την οποία εγκρίνεται η πε­ραιτέρω μεταβίβαση του δικαιώματος απλής χρήσης αιγιαλού και παρα­λίας από τους Ο.Τ.Α. Α΄ βαθμού προς τρίτους, είναι επίσης εκτός των ορίων της σχετικής εξουσιοδοτήσεως.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

ΣτΕ 4042/2015 - ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (άρθρο 53 του ν. 4055/2012) με σχόλιο ΑΝΤΩΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (άρθρο 53 του ν. 4055/2012) Η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα. Η καθυστέρηση εκδίκασης της κρινόμενης υπόθεσης προκάλεσε, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ηθική βλάβη στον αιτούντα, συνισταμένη στην μακρά αβεβαιότητα για την έκβαση της δίκης και στην ταλαιπωρία που υπέστη κατά την διάρκεια της όλης διαδικασίας, κρίνεται δε δικαιολογημένη, για την αποκατάσταση της προκληθείσης βλάβης, η επιδίκαση στον αιτούντα εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίηση.

Αριθμός 4042/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ)
Πρόεδρος : Σύμβουλος Επικρατείας Ν. Μαρκουλάκης.
Δικηγόροι: Νικολάος Παπαδόπουλος του Γεωργίου, Ευσταθία Τσαούση(ΝΣΚ)
Για να δικάσει την από 21 Νοεμβρίου 2014 αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης (άρθρο 53 του ν. 4055/2012):
……
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ο αιτών ζητεί να του επιδικασθούν, κατά τα άρθρα 53 και 57 του ως άνω νόμου, ποσά 20.000 και 25.000 ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και οικονομικής ζημίας που υπέστη, κατά τους ισχυρισμούς του, αντίστοιχα, συνεπεία υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία άρχισε στις 2.1.2003, με την κατάθεση από τον ίδιο αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 4913/2001 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, και περατώθηκε με τη δημοσίευση στις 6.6.2014 της 2115/2014 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση.
3. Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε – κατ’ επίκληση των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. και σε συμμόρφωση προς την «απόφαση – πιλότο» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) της 21.12.2010, Αθανασίου, κ.λπ. κατά Ελλάδος – ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο (πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ε.Σ.Δ.Α.) και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση ευλόγου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ. 1 του εν λόγω νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία της υποθέσεως για τον συγκεκριμένο αιτούντα. Τέλος, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 57 του ανωτέρω νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανασίου και λοιποί κατά Ελλάδος της 21.12.2010 σκ. 56, Apicella κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 93, Scordino κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 204), αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 43, Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 27, Ανδριανέσης κατά Ελλάδος της 10.2.2005 σκ. 34, Αθανασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 28.4.2005 σκ. 27, Αγαθός και λοιποί κατά Ελλάδος της 23.9.2004 σκ. 35 και Θεοδωρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος της 15.7.2004 σκ. 35). Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την χρονική περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου, των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του Ν. 4055/2012 (βλ. Σ.τ.Ε. μονομελούς συνθέσεως 3017, 3151, 3517/2013, 1182/2014, 1535/2014, 2492/2014, 254/2015, 299/2015 κ.ά., πρβλ. και την επί του παραδεκτού απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 1.10.2013, Τεχνική Ολυμπιακή Α.Ε. κατά Ελλάδος).

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Δυσχεραίνοντας τις αγωγές εναντίον των ΜΜΕ [του Βασίλη Σωτηρόπουλου, δικηγόρου, Περιφερειακού Συμπαραστάτη του Πολίτη και της Επιχείρησης (Attica Region Ombudsman)]

Μπορεί η γενική τάση του νομοθέτη αυτή την περίοδο να στοχοποιεί την λειτουργία των μέσων ενημέρωσης, υπάρχουν όμως και προτεινόμενες νομικές διατάξεις που επιχειρούν το αντίστροφο αποτέλεσμα. Ορισμένες από αυτές βρίσκονται στο νομοσχέδιο για ... το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης. Το άρθρο 38 που έχει περάσει απαρατήρητο ακόμη από τους σχολιαστές, έχει ορισμένες ενδιαφέρουσες ρυθμίσεις, υπερ των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης. 

Οι ευνοϊκές διατάξεις για τα ΜΜΕ που έχουν δοθεί προς δημόσια διαβούλευση αφορούν την τροποποίηση του Ν.1178/1981 περί αστικής ευθύνης του τύπου, σε συνδυασμό με τον "τυποκτόνο" Ν.2328/1995, ο οποίος καταργείται μόνο ως προς τις υψηλές αποζημιώσεις που ορίζει για τα μέσα ενημέρωσης σε υποθέσεις προσβολής προσωπικότητας. 

Στην πρώτη παράγραφο, η προτεινόμενη διάταξη εναρμονίζει με την νομολογία του Αρείου Πάγου την διάταξη για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάζουν οι δικαστές κατά την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης από προσβολές προσωπικότητας των μέσων ενημέρωσης. Ουσιαστικά οι δικαστές το κάνουν από μόνοι τους, αλλά καλό είναι που ο νόμος κωδικοποιεί αυτό που ακολουθείται στην πράξη: το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης θα εξαρτάται όχι μόνο από την φύση και την εμβέλεια του μέσου ενημέρωσης, αλλά και από μια σειρά άλλων κριτηρίων, όπως οι επιπτώσεις του δημοσιεύματος στον αδικηθέντα και το περιβάλλον του, η βαρύτητα των αποδιδόμενων στον αδικηθέντα πράξεων ή χαρακτηρισμών, το είδος της προσβολής, η ένταση του πταίσματος, οι συνθήκες τέλεσης, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων.

Στην δεύτερη παράγραφο, όμως, ο εν δυνάμει νομοθέτης παρεμβαίνει με αυστηρό τρόπο, θέτοντας ένα σημαντικό ανάχωμα στην άσκηση αγωγής εναντίον ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης. Όποιος σκοπεύει να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης, οφείλει πριν το κάνει, επί ποινή απαραδέκτου της αγωγής του, να στείλει ένα εξώδικο στο έντυπο και να υποδείξει την αποκατάσταση της προσβολής που υπέστη με την καταχώριση στο έντυποι "σύντομου επεξηγηματικού κειμένου που του υποδεικνύει". Στο κείμενο αυτό προσδιορίζονται και οι λέξεις και φράσεις που θεωρήθηκαν προσβλητικές και πρέπει να ανακληθούν και οι λόγοι για τους οποίους η συγκεκριμένη αναφορά κρίθηκε προσβλητική. "Η αποκατάσταση θεωρείται ότι επήλθε", σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη, αν μέσα σε 20 ημέρες ο υπεύθυνος: 

"α) ανακαλέσει ρητά την προσβολή με την παραπάνω δημοσίευση, που γίνεται στην ίδια ή, αν δεν υπάρχει αυτή, σε ανάλογη θέση και φύλλο της αντίστοιχης ημέρας κυκλοφορίας της εφημερίδας, που είχε καταχωριστεί η αρχή του επιλήψιμου δημοσιεύματος, και σε έκταση και μέγεθος ανάλογο με το τελευταίο, και 

β) κοινοποιήσει στον αδικηθέντα το ως άνω δημοσίευμα αποκατάστασης. 

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

ΠΠρΑθ 3110/2015 : "Μετατροπή καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική - Τέλος δικαστικού ενσήμου – Ερημοδικία"

Οι αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 (πριν από τις 25.7.2011) αλλά στη συνέχεια τράπηκαν σε αναγνωριστικές υπόκεινται σε υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου. Κρίσιμος χρόνος δεν είναι ο χρόνος άσκησής τους, αλλά ο χρόνος τροπής του αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Παράλειψη προκαταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου. Ο ενάγων θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση και το δικαστήριο, εφόσον η συζήτηση γίνεται με δική του επιμέλεια, απορρίπτει την αγωγή, για ουσιαστικούς λόγους, με αποτέλεσμα, αν δεν θεραπευτεί με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου κατά τη συζήτηση εφέσεως, να επέρχεται ουσιαστικό δεδικασμένο. Πλασματική ερημοδικία.
  
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3110/2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δήμητρα Μουχίμογλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννα Αλεξίδου, Πρωτοδίκη, Διονύσιο Χατζή, Δικαστικό Πάρεδρο - Εισηγητή (κωλυομένων των τακτικών Δικαστών) και από τη γραμματέα Ελένη Κρητικού.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, την 28η Μαΐου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ..., κατοίκου Λειβαδίων Χίου, επί της οδού ... ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του ΛΜ (AM ΔΣ Χίου) και ΘΛ, που κατέθεσαν προτάσεις, και

      ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. ..., χειρούργου ορθοπεδικού ιατρού, κατοίκου Πειραιά, επί της οδού ..., ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του ΚΧ (AM ΔΣΑ .......) και ΓΣ (AM ΔΣΑ ....), που κατέθεσαν προτάσεις, και
2. Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΛΙΝΙΚΗ ...............», που εδρεύει στην Αθήνα, επί των οδών Παπαδιαμαντοπούλου, αρ. 16, και Γ. Σισίνη, αρ. 1, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου της ΙΣ (AM ΔΣΑ ........), που κατάθεσε προτάσεις

      Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 50942-2393/7-3-2008 αγωγή του, που προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 8ης-10-2009, οπότε ματαιώθηκε, λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για τις εθνικές εκλογές της 4ης-10-2009. Ύστερα δε από την από 24-11-2009 κλήση του ενάγοντος προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 10ης-11-2011, οπότε η συζήτηση της αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος του πρώτου εναγόμενου, για την 15η-5-2014, οπότε ματαιώθηκε εκ νέου, λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης της 18ης-5-2014. Εν συνεχεία, βάσει της από 3-7-2014 κλήσης του ενάγοντος, προσδιορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της αγωγής η 19η-2- 2015, οπότε, όμως, αναβλήθηκε εν νέου, αιτήσει του πρώτου εναγόμενου, για την 23η-4-2015, οπότε αναβλήθηκε για την ανωτέρω αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και ανεγράφη στο οικείο πινάκιο με αριθμό ΧΗ3-7, οπότε εκφωνήθηκε και συζητήθηκε με τη σειρά του πινακίου.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
  
       Με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι, εξαιτίας των παρατιθέμενων στην αγωγή σφαλμάτων, στα οποία υπέπεσε ο πρώτος εναγόμενος, χειρούργος ορθοπεδικός ιατρός, τόσο κατά το προεγχειρητικό στάδιο και την εκτέλεση της αναφερόμενης στην αγωγή χειρουργικής επέμβασης, που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της δεύτερης εναγόμενης, με την οποία ο πρώτος εναγόμενος συνεργαζόταν σε καθεστώς ελεύθερης συνεργασίας, όσο και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, υπέστη την εκτιθέμενη στην αγωγή περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζητεί, αφότου παραδεκτά (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 εδ. β και 297 ΚΠολΔ), με τις προτάσεις και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, έτρεψε το αίτημα από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 987.881,456, κατά τα ειδικότερα αναλυόμενα στην αγωγή, νομιμοτόκως από 5-5-2005, άλλως από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, άλλως, επικουρικά, το ποσό των 789,623,25c, νομιμοτόκως από 5-5-2005, άλλως από την επόμενη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, πλέον των αναλυτικά παρατιθέμενων στην αγωγή τμηματικών παροχών, νομιμοτόκως από την επόμενη της δήλης μέρας καταβολής εκδοθησόμενης απόφασης, η προσωπική κράτηση του πρώτου εναγομένου για ένα έτος, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, πλην της διάταξης περί προσωπικής κράτησης, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Δικαστικό ένσημο: Επιστροφή του όταν η αγωγή απορρίπτεται ως τυπικά απαράδεκτη [του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου]

Με μια διάταξη του 1912 (ΓΠΟΗ/12) προβλέφθηκε η καταβολή του δικαστικού ενσήμου, ενός τέλους που υπολογίζεται επί του αντικειμένου της αγωγής. Τα δικαστικό ένσημο (αγωγόσημο) υπολογίζεται τόσο στις αστικές αγωγές, διαταγές πληρωμής κλπ όσο και στις διοικητικές αγωγές. Το 2011 με το νόμο 3994 εξαιρέθηκαν από το δικαστικό ένσημο οι αγωγές εξάλειψης υποθήκης και προσημείωσης και ακύρωσης πλειστηριασμού. Το 2012 με το νόμο 4055 εξαιρέθηκαν της υποχρέωσης καταβολής ενσήμου οι αναγνωριστικές
αγωγές των άρθρων 663,677,681Α και 681Β ΚΠολΔ. Λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού επί του αντικειμένου της αγωγής, που σήμερα είναι οκτώ τοις χιλίοις (8/οο) επί του αιτούμενου με την αγωγή κεφαλαίου πλέον διαφόρων ακόμα χρεώσεων υπέρ διαφόρων ταμείων, το ποσό που πρέπει να καταβάλει κάποιος για μια αγωγή ιδίως μεγάλου αντικειμένου, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, στην εποχή μας δε μάλλον είναι αποτρεπτικό για κάποιον να διεκδικήσει το δίκιο του μέσω των δικαστηρίων.
Και δεν πείθει καθόλου η δικαιολόγηση της καθιέρωσής του στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 3994/11 ότι δηλαδή «με την άσκηση και συζήτηση μιας αγωγής ο πολίτης κινητοποιεί ένα πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό και οφείλει συνεπώς να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης», γιατί ο πολυδάπανος αυτός δημόσιος μηχανισμός κινητοποιείται με ρυθμούς χελώνας, αργά και βασανιστικά για τον πολίτη που θέλει δικαίωση και το δικαστικό ένσημο που πληρώνει δεν ανταποκρίνεται συνήθως σε οποιοδήποτε ανταποδοτικό όφελος.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

"H ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ" [ΑΛΕΦΑΝΤΗ ΑΘΗΝΑ, Νομική Σύμβουλος του Κράτους]

Οι ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 24), αλλά υποχρεώνουν ταυτόχρονα το Κράτος να μεριμνά για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας (άρθρο 106) [1].
Από την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα άρθρα 2 και 174, προκύπτει η βούληση για ισορροπία μεταξύ προστασίας του περιβαλλοντικού αγαθού και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι η οικονομική μεγέθυνση και η βιώσιμη για το περιβάλλον ανάπτυξη μπορούν να συμβαδίζουν, εφόσον έχει δημιουργηθεί ένα υγιές πλαίσιο πολιτικής, που θα προβλέπει την ένταξη των περιβαλλοντικών στόχων σε όλους τους τομείς της (πολιτικής). [2]
 Ποιος είναι ο εξισορροπητικός ρόλος της Διοίκησης σε όλα αυτά;
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η οικονομική ανάπτυξη του Κράτους, μέσα από ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις έχει ως όριο την αδιαπραγμάτευτη ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο συγκερασμός της προστασίας του περιβάλλοντος και της  οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί έργο και ευθύνη της Διοίκησης και ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ κυρίως:
  • στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό.
  • στον προσδιορισμό των προστατευόμενων περιοχών και το είδος της προστασίας αυτών.
  • στην ολοκλήρωση του κτηματολογίου και των δασικών χαρτών.
  • στον περιβαλλοντικό έλεγχο.
  • στην ύπαρξη ενός μη χρονοβόρου, παραγωγικού και αντιγραφειοκρατικού κανονιστικού πλαισίου περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων.
  • στις πλήρεις και επιστημονικά άρτιες περιβαλλοντικές μελέτες.

ΑΠ 1133/2015 Σύμβαση έργου και εργατικό ατύχημα

Περίληψη
Ο ενάγων δεν συνδεόταν, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα ο τραυματισμός του, με τους εναγομένους, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά αντίθετα η συνδέουσα αυτούς σχέση είχε τον χαρακτήρα της συμβάσεως έργου. Και ότι, συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εργατικό ατύχημα, αφού και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν, προεχόντως, στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, και όχι στην εργασία που θα παρείχε ο ενάγων για την πραγμάτωση του αποτελέσματος αυτού, με συμμόρφωση σε οδηγίες ή στο πλαίσιο ελέγχου του εργοδότη.
Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (ΕισΝΑΚ 38), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. 
Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. 
Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν καταφάσκεται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. 
Διότι εκείνο που χαρακτηρίζει την εργασία ως εξαρτημένη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. 
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμβάσεως έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σε αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, αντικείμενο δε της συμβάσεως αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε, όμως, περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξαρτήσεως από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεώς του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. 
Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου γίνεται από το δικαστήριο και εξαρτάται, σε κάθε περίπτωση, από την εκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών κάτω από τα οποία λειτούργησε η συγκεκριμένη σχέση, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που έδωσαν σ' αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. 

ΑΠ 1133/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

(...) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (ΕισΝΑΚ 38), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν καταφάσκεται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που χαρακτηρίζει την εργασία ως εξαρτημένη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. 
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.