Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

ΣτΕ 4042/2015 - ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (άρθρο 53 του ν. 4055/2012) με σχόλιο ΑΝΤΩΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (άρθρο 53 του ν. 4055/2012) Η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα. Η καθυστέρηση εκδίκασης της κρινόμενης υπόθεσης προκάλεσε, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ηθική βλάβη στον αιτούντα, συνισταμένη στην μακρά αβεβαιότητα για την έκβαση της δίκης και στην ταλαιπωρία που υπέστη κατά την διάρκεια της όλης διαδικασίας, κρίνεται δε δικαιολογημένη, για την αποκατάσταση της προκληθείσης βλάβης, η επιδίκαση στον αιτούντα εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίηση.

Αριθμός 4042/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ)
Πρόεδρος : Σύμβουλος Επικρατείας Ν. Μαρκουλάκης.
Δικηγόροι: Νικολάος Παπαδόπουλος του Γεωργίου, Ευσταθία Τσαούση(ΝΣΚ)
Για να δικάσει την από 21 Νοεμβρίου 2014 αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης (άρθρο 53 του ν. 4055/2012):
……
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ο αιτών ζητεί να του επιδικασθούν, κατά τα άρθρα 53 και 57 του ως άνω νόμου, ποσά 20.000 και 25.000 ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και οικονομικής ζημίας που υπέστη, κατά τους ισχυρισμούς του, αντίστοιχα, συνεπεία υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία άρχισε στις 2.1.2003, με την κατάθεση από τον ίδιο αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 4913/2001 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, και περατώθηκε με τη δημοσίευση στις 6.6.2014 της 2115/2014 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση.
3. Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε – κατ’ επίκληση των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. και σε συμμόρφωση προς την «απόφαση – πιλότο» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) της 21.12.2010, Αθανασίου, κ.λπ. κατά Ελλάδος – ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο (πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ε.Σ.Δ.Α.) και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση ευλόγου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ. 1 του εν λόγω νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία της υποθέσεως για τον συγκεκριμένο αιτούντα. Τέλος, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 57 του ανωτέρω νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανασίου και λοιποί κατά Ελλάδος της 21.12.2010 σκ. 56, Apicella κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 93, Scordino κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 204), αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 43, Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 27, Ανδριανέσης κατά Ελλάδος της 10.2.2005 σκ. 34, Αθανασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 28.4.2005 σκ. 27, Αγαθός και λοιποί κατά Ελλάδος της 23.9.2004 σκ. 35 και Θεοδωρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος της 15.7.2004 σκ. 35). Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την χρονική περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου, των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του Ν. 4055/2012 (βλ. Σ.τ.Ε. μονομελούς συνθέσεως 3017, 3151, 3517/2013, 1182/2014, 1535/2014, 2492/2014, 254/2015, 299/2015 κ.ά., πρβλ. και την επί του παραδεκτού απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 1.10.2013, Τεχνική Ολυμπιακή Α.Ε. κατά Ελλάδος).


4. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την 1457/1989 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών υποχρεώθηκε το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Στρατού να καταβάλει στον αιτούντα συμπληρωματικό εφάπαξ βοήθημα λόγω διοικητικής αποκατάστασής του στο βαθμό του Συνταγματάρχη. Αίτηση αναιρέσεως του Ταμείου κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε με την 5442/1995 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατόπιν τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου με την 14/24/30.8.1996 απόφαση χορήγησε στον αιτούντα ποσό 1.262.244 δραχμών ως εφάπαξ βοήθημα και τόκους σε ποσοστό 6% ετησίως επί του ανωτέρω ποσού, από 7.1.1988 έως 31.8.1996· οι τόκοι, ανερχομένοι σε 655.097 δραχμές, υπολογίστηκαν κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974. Ακολούθως, ο αιτών υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο και ζήτησε να του καταβληθούν όχι οι τόκοι που είχαν υπολογιστεί επί του επιδικασθέντος εφάπαξ βοηθήματος βάσει του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, αλλά τόκοι βάσει των επιτοκίων υπερημερίας που ίσχυαν από τον Ιούλιο του 1989 έως τις 5.9.1996 (ημερομηνία καταβολής)· οι τόκοι αυτοί ανέρχονταν, κατά τον αιτούντα, για το χρονικό τούτο διάστημα, σε 2.632.352 δραχμές (ήδη 7725,17 ευρώ). Με ένδικο βοήθημα, το οποίο ασκήθηκε ως αγωγή και χαρακτηρίστηκε ως προσφυγή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο αιτών ζήτησε να ακυρωθεί η παράλειψη του Ταμείου να απαντήσει στην πιο πάνω αίτηση και, περαιτέρω, να αναγνωριστεί ως δικαιούχος του ανωτέρω ποσού. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την 10837/1998 απόφαση απέρριψε το ένδικο βοήθημα ως αβάσιμο. Έφεση του αιτούντος κατά της πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε με την 4913/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την εφετειακή απόφαση έγινε ειδικότερα δεκτό ότι εφαρμοστέα ήταν η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 και ότι αυτή δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 20 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν την αρχή της ισότητας, της ελευθερίας της προσωπικότητας και το δικαίωμα έννομης προστασίας. Κατά της απόφασης αυτής, ο αιτών κατέθεσε, στις 2.1.2003, αίτηση αναιρέσεως, η οποία περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 14.2.2003 (αριθμός κατάθεσης Ε 1459/2003). Αρχική δικάσιμος ορίσθηκε η 29.11.2004 ενώπιον του Α΄ Τμήματος. Ακολούθως, η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως για τις δικασίμους των 6.6.2005, 13.2.2006, 9.10.2006, 22.1.2007, 7.5.2007, 17.12.2007, 19.5.2008, 10.11.2008, 16.2.2009, 11.1.2010 και 17.5.2010. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του ως άνω χρονικού διαστήματος εκκρεμούσε αρχικά ενώπιον της πενταμελούς σύνθεσης του Α΄ Τμήματος, ακολούθως ενώπιον της επταμελούς σύνθεσης αυτού και, τέλος, ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, υπόθεση περί της συνταγματικότητας και της συμβατότητας προς την ΕΣΔΑ της, ταυτόσημης προς την ανωτέρω, διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου ֹ· για την υπόθεση αυτή εκδόθηκαν αντίστοιχα οι 3651/2002, 802/2007 και 1663/2009 αποφάσεις. Η κρίση στην τελευταία αυτή υπόθεση αποτελούσε πρόκριμα για την υπόθεση του αιτούντος. Μετά την έκδοση στις 13.5.2009 της 1663/2009 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατεί ας, με την οποία έγινε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, η υπόθεση του αιτούντος συζητήθηκε ενώπιον του Α΄ Τμήματος στις 17.5.2010ֹ η διάσκεψη έγινε στις 25.5.2010 και εκδόθηκε η 2094/6.7.2011 απόφαση. Με αυτήν, και κατ’ ακολουθία της άνω 1663/2009 απόφασης της Ολομέλειας-σε αντίθεση δε με την εν τω μεταξύ δημοσιευθείσα 1620/30.5.2011 απόφαση του Στ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτό ότι η ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και η υπόθεση παραπέμφθηκε εκ νέου στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου-έγινε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 (Α΄ 204), κατά την οποία «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου, άρχεται δε από της επιδόσεως της αγωγής», αντίκειται σε κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος. Λόγω όμως της αντίθετης κρίσης του Αρείου Πάγου επί του ζητήματος αυτού (αποφάσεις 3/2006 Ολομ. και 972/2009), το Τμήμα δεν είχε τη δυνατότητα να εκφέρει οριστική κρίσηֹ· κατόπιν τούτου, παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, λόγω της ως άνω αντίθετης κρίσης του Αρείου Πάγου αλλά και λόγω σπουδαιότητας (άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄, 4 και 5 του π.δ. 18/1989). Η υπόθεση παρελήφθη από την Ολομέλεια στις 13.7.2011 και η εκδίκασή της προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 7.10.2011, ακολούθως δε για τις 2.12.2011, οπότε και συζητήθηκε. Εν τω μεταξύ, με την 2812/2011 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που δημοσιεύθηκε στις 2.11.2011, παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, λόγω αντίθεσης της νομολογίας του προς τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Με την 3990/2012 απόφαση της Ολομέλειας το Συμβούλιο της Επικρατείας ανέβαλε την εκδίκαση της αίτησης αναιρέσεως του αιτούντος μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, με την οποία θα ήρετο η αμφισβήτηση περί της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, η οποία, κατά τα ανωτέρω, έχει το ίδιο περιεχόμενο με την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974. Μετά τη δημοσίευση της 25/2012 απόφασης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η υπόθεση προσδιορίσθηκε εκ νέου για τις 11.1.2013, οπότε ανεβλήθη λόγω αποχής των δικηγόρων για τη δικάσιμο της 15.2.2013, οπότε και συζητήθηκε. Η υπόθεση περατώθηκε με την 2115/2014 απόφαση της Ολομελείας, που δημοσιεύθηκε στις 6.6.2014, με την οποία κρίθηκε ότι το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 περί επιτοκίου 6% για τις οφειλές των νπδδ δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, καθώς και στα άρθρα 2 παρ. 3 περ. α΄, β΄, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αφού ελήφθη υπόψη ότι η διατήρηση για τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης επιτοκίου μικρότερου από εκείνο που ισχύει για τις οφειλές των ιδιωτών δικαιολογείται από λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, είναι αναγκαία προς αποφυγή περαιτέρω διατάραξης της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας, δεδομένου ότι η επιβάρυνση του προϋπολογισμού των εν λόγω νομικών προσώπων με μεγαλύτερο επιτόκιο θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του ύψους του δημοσίου χρέους, καθώς και ότι, ιδίως, ως προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως συντρέχει και ειδικότερος λόγος δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί την ανωτέρω ρύθμιση, συνδεόμενος με την διαφύλαξη του υπάρχοντος ασφαλιστικού κεφαλαίου, προκειμένου να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα των οργανισμών αυτών. Κατόπιν αυτών, απερρίφθη η αίτηση αναιρέσεως του αιτούντος, διετάχθη η κατάπτωση του παραβόλου και απηλλάγη ο αιτών από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου Ταμείου.
5. Επειδή, ο αιτών προβάλλει ότι το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία κατάθεσης της αιτήσεως αναιρέσεως μέχρι τη δημοσίευση της αποφάσεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου στις 6.6.2014, κατά το οποίο καθυστέρησε η εκδίκαση της υποθέσεως χωρίς υπαιτιότητα του ιδίου και ενώ το κρίσιμο ζήτημα περί συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 7 ν.δ. 496/1974 είχε ήδη επιλυθεί με την 1663/2009 απόφαση της Ολομελείας, υπερβαίνει κατά πολύ τα ανεκτά όρια της ευλόγου προθεσμίας που επιτάσσεται από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Συναφώς, προβάλλεται ότι η εν λόγω παντελώς αδικαιολόγητη καθυστέρηση ήταν πολύ επιζήμια για τον αιτούντα, διότι εάν η υπόθεσή του είχε εκδικασθεί εγκαίρως, δηλαδή πριν από τη μεταβολή των οικονομικών και λοιπών συνθηκών της χώρας και πριν από την παραπομπή στο ΑΕΔ του ζητήματος, επί του οποίου εκδόθηκε η 25/2012 απόφαση, συνεπεία των οποίων μετεβλήθη η μέχρι τότε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, θα είχε γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως που είχε ασκήσει και θα είχε αποφευχθεί η απώλεια του μετά βεβαιότητας προσδοκωμένου δικαιώματός του για την καταβολή σ’ αυτόν 7.725,17 ευρώ, ως και των αναλογούντων τόκων υπερημερίας επί του ποσού αυτού. To Eλληνικό Δημόσιο με το από 27.4.2015 υπόμνημά του προβάλλει ότι η καθυστέρηση εκδικάσεως της κρινόμενης υπόθεσης, λόγω της παραπομπής της στην Ολομέλεια και της αναμονής εκδίκασής της μέχρις ότου εκδοθεί η 25/2012 απόφαση του ΑΕΔ, αφενός ήταν επιβεβλημένη, αφετέρου σκοπούσε στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, όπως πολύ καλά γνώριζε ο αιτών, ο οποίος ήταν δικηγόρος. Επίσης, προβάλλει ότι ενώ οι αξιώσεις του αιτούντος είχαν πλήρως ικανοποιηθεί από τον Αύγουστο του 1996 με την καταβολή σ’ αυτόν ποσού συμπληρωματικού εφάπαξ βοηθήματος με νόμιμο τόκο που υπολογίσθηκε σε ποσοστό 6%, ο ίδιος προκάλεσε μία «άδικη» δίκη που απασχόλησε επί έτη τα διοικητικά δικαστήρια.
6. Επειδή, στην υπό κρίση υπόθεση, το διάστημα που πρέπει να ληφθεί υπ’όψιν, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, άρχισε στις 2.1.2003 με την κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως του αιτούντος κατά της αποφάσεως 4913/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και έληξε με τη δημοσίευση της αποφάσεως 2115/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή χρονικό διάστημα έντεκα ετών και πέντε μηνών περίπου για ένα βαθμό δικαιοδοσίας. Εξάλλου, το χρονικό διάστημα από 11.1.2013 έως 15.2.2013 (ενός μηνός περίπου), κατά το οποίο αναβλήθηκε η υπόθεση λόγω αποχής δικηγόρων, δεν ήταν μεγάλης διάρκειας σε σχέση με το συνολικό χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως και ο μη υπολογισμός του εν λόγω χρονικού διαστήματος δεν επηρεάζει πραγματικά το ύψος της αποζημιώσεως που ήθελε τυχόν επιδικασθεί (βλ. ΣτΕ 254/2015, πρβλ. ΣτΕ 3217/2013, 214, 1114-5, 1275-6, 1340/2014 κ.ά.).
7. Επειδή όσον αφορά τα κατά το άρθρο 57 παρ. 1 του ν. 4055/2012 κριτήρια, σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται, κατά τα προεκτεθέντα, η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης σημειώνονται τα εξής: α) Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι όλες οι αναβολές συζητήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως του αιτούντος, πλην μιας, εκείνης που χορηγήθηκε κατά τη δικάσιμο της 11.1.2013, εδόθησαν αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ενώ δεν προκύπτει ότι ο αιτών συνέβαλε με τη συμπεριφορά του στην καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης. Εξάλλου, το πραγματικό μέρος της υποθέσεως ήταν εκκαθαρισμένο εφόσον επρόκειτο περί αιτήσεως αναιρέσεως και ο φάκελος της υποθέσεως περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας από το δικάσαν την έφεση Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ο δε τελικώς, παθητικώς νομιμοποιούμενος Ειδικός Λογαριασμός Αλληλοβοηθείας Στρατού του Μετοχικού Ταμείου Στρατού δεν συνέβαλε με τη συμπεριφορά του στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως. β) Ωστόσο, για την επίλυση του τιθέμενου στην υπόθεσ η του αιτούντος ζητήματος της συνταγματικότητας και της συμβατότητας προς την ΕΣΔΑ του προβλεπόμενου στο άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 επιτοκίου 6% για τις οφειλές των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδίως των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως που ήταν ιδιαίτερης σπουδαιότητας και γενικότερης σημασίας, έπρεπε να επιλυθεί, ως πρόκριμα, το αντίστοιχο ζήτημα για την ομοίου περιεχομένου διάταξη υπέρ του Δημοσίου, που εκκρεμούσε ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου και επιλύθηκε τελικά με την 1663/2009 απόφασή της, η οποία και ελήφθη υπόψη για την έκδοση της 2094/2011 απόφασης του Α΄ Τμήματος, στην οποία και μνημονεύεται. Λόγω, δε, της σπουδαιότητας του ζητήματος και ιδίως εν όψει της αντίθετης νομολογίας του Αρείου Πάγου ως προς τη συνταγματικότητα της ένδικης διάταξης για το επιτόκιο των νπδδ, το Α΄ Τμήμα του Δικαστηρίου ήταν υποχρεωμένο να παραπέμψει την υπόθεση στην Ολομέλειά του, κατ’ άρθρο 14 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, ενώ εκκρεμούσης της υποθέσεως ανέκυψε ζήτημα αναβολής εκδικάσεώς της λόγω της παραπομπής στο ΑΕΔ του ζητήματος άρσης της αμφισβήτησης περί της συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, η οποία έχει το ίδιο περιεχόμενο με την προαναφερθείσα διάταξη περί νπδδ. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 50 παρ. 3 του ν. 345/1976, το Συμβούλιο της Επικρατείας όφειλε να αναβάλει αυτεπαγγέλτως την έκδοση οριστικής αποφάσεως μέχρι να αποφανθεί το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ανακριβώς, δε, προβάλλεται από τον αιτούντα ότι το ζήτημα που αποτελούσε πρόκριμα της υπόθεση ς είχε ήδη επιλυθεί από το έτος 2003, καθώς και ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας με την 1663/2009 απόφαση της Ολομελείας του παρέβλεψε την αντίθετη νομολογία του Αρείου Πάγου (3/2006 απόφαση), καθόσον η μεν απόφαση της Ολομελείας αφορούσε το επιτόκιο υπέρ του Δημοσίου, ενώ η απόφαση του Αρείου Πάγου αφορούσε το επιτόκιο υπέρ νπδδ. Βεβαίως, το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, υπό το φως του οποίου εξετάζεται η υπό κρίση διαδικασία, υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να οργανώσουν το δικαιοδοτικό τους σύστημα ούτως ώστε να επιτυγχάνεται η απαίτηση του ίδιου άρθρου για έκδοση οριστικής αποφάσεως εντός ευλόγου χρόνου (βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ Χατζητζανής κατά Ελλάδος, της 28.4.2005, σκ. 29, και Γερομανώλης κατά Ελλάδος, της 16.10.2008, σκ. 11, επίσης ΕΔΔΑ Φεργαδιώτη - Ριζάκη κατά Ελλάδος, απόφαση της 18.4.2013, σκ. 15, ΣτΕ 3017/2013, 3151/2013, 3517/2013,1182/2014, 2492/2014, 4093/2014). γ) Περαιτέρω, η αξίωση που αποτελούσε αντικείμενο της υποθέσεως, ύψους 7725,17 ευρώ, αφορούσε τη διαφορά του συνολικού ποσού τόκων που διεκδικούσε ο αιτών, σύμφωνα με το επιτόκιο που ίσχυε γενικά για τους ιδιώτες και του ποσού των τόκων που καταβλήθηκαν σ’αυτόν από το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Στρατού (Τ.Α.Σ), τα οποία ποσά προέρχονταν από τόκους υπερημερίας επιδικασθέντος και ήδη καταβληθέντος στον αιτούντα συμπληρωματικού εφάπαξ βοηθήματος, από διοικητική αποκατάστασή του στο βαθμό του Συνταγματάρχη. Επομένως, η υπόθεση είχε ως αντικείμενο αίτημα καταβολής επιπλέον ποσού τόκων, δηλαδή αίτημα παρακολουθηματικό επιδικασθείσας κυρίας απαιτήσεως, που δε ν συνδεόταν με την διασφάλιση των μέσων βιοπορισμού του αιτούντος, ο οποίος ως συνταξιούχος στρατιωτικός υπάλληλος ελάμβανε τη σύνταξή του, παράλληλα δε εργαζόταν και ως δικηγόρος και, συνεπώς, δεν είχε άμεσα οικονομικό πρόβλημα από την καθυστέρηση εκδικάσεως της αιτήσεως αναιρέσεως ούτε η καθυστέρηση αυτή επηρέαζε κατ’ άλλον τρόπο την προσωπική του κατάσταση (πρβλ. ΣτΕ 3151/2012, 4676/2014). Με τα δεδομένα αυτά, το διακύβευμα της υποθέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό για τον αιτούντα, κατά την έννοια της νομολογίας του ΕΔΔΑ (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ Vilho Eskelinen κ.λπ. κατά Φινλανδίας της 19.4.2007 σκ. 68, Αρβανιτάκη – Ρομποτή και λοιποί κατά Ελλάδος της 15.2.2008 σκ. 35, Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 43 και Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 27). Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της προκειμένης υποθέσεως με βάση τα ως άνω κριτήρια, κρίνει ότι το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η εκδίκασή της (έντεκα χρόνια και πέντε μήνες περίπου για ένα βαθμό δικαιοδοσίας) δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, ούτε, άλλωστε, τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας», εντός της οποίας πρέπει να δικασθεί η υπόθεση κατά το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
8. Επειδή, ο αιτών με την κρινόμενη αίτηση ζητεί να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει τα ποσά των 20.000 και 25.000 ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και οικονομικής ζημίας, που υπέστη, αντίστοιχα, συνεπεία υπεβ άσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης. Απεναντίας, το Ελληνικό Δημόσιο με το από 27.4.2015 υπόμνημά του προβάλλει ότι ο αιτών ουδεμία ζημία υπέστη, δεν μπορεί δε να γίνει δεκτό ότι υπέστη ηθική βλάβη λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης που αδίκως προκάλεσε. Επίσης, προβάλλει ότι σε περίπτωση κατά την οποία κριθεί ότι ο αιτών υπέστη ηθική βλάβη, εν όψει του ανύπαρκτου ή του όλως ασήμαντου διακυβεύματος, δεν πρέπει να καταβληθεί σ’ αυτόν χρηματικό ποσό για δίκαιη ικανοποίηση, διότι αρκεί η διαπίστωση της παραβιάσεως, άλλως το ύψος της δίκαιης αποζημιώσεως δεν πρέπει να υπερβεί το ποσό των διακοσίων (200) ευρώ, με επίκληση α) της καθιερώσεως με τις διατάξεις του ν. 4055/2012 ειδικού ενδίκου βοηθήματος για την δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, γεγονός το οποίο δικαιολογεί την επιδίκαση μειωμένου χρηματικού ποσού σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το ΕΔΑΔ, εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιόν του, β) του σημερινού βιοτικού επιπέδου της Χώρας, γ) του όλως ελάσσονος χαρακτήρα του διακυβεύματος και δ) του ύψους της αποζημιώσεως που έχει επιδικάσει το Δικαστήριο σε άλλες όμοιες περιπτώσεις.
9. Επειδή, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4055/2012, το δικαστήριο σε περίπτωση που κρίνει ότι υπήρξε υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης χορηγεί δίκαιη ικανοποίηση αποκλειστικά για την προκληθείσα ηθική βλάβη λόγω της προσβολής του δικαιώματος του πολίτη για ταχεία δίκη. Συνεπώς, αποκατάσταση τυχόν υλικής ζημίας δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμ ενο της αίτησης για δίκαιη ικανοποίηση, όταν δεν συνδέεται αιτιωδώς η τυχόν υλική ζημία, της οποίας γίνεται επίκληση, με την καθυστέρηση της δίκης. Εν προκειμένω, ως προς την οικονομική ζημία, ο αιτών προβάλλει ότι λόγω της καθυστέρησης εκδικάσεως της υποθέσεως απώλεσε τις «μετά βεβαιότητας προσδοκώμενες» απαιτήσεις του έναντι του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Στρατού, συνεπεία της μεταστροφής της νομολογίας του Δικαστηρίου μετά την απόφαση 25/2012 του ΑΕΔ, δηλαδή, κατ’ ουσίαν ζητεί να αποκατασταθεί η οικονομική ζημία που υπέστη λόγω της δυσμενούς γι’ αυτόν έκβασης της δίκης που δεν περαιώθηκε σε εύλογο χρόνο με αποτέλεσμα την εν τω μεταξύ μεταστροφή της νομολογίας. Ωστόσο, το εν λόγω αίτημα είναι νομικά αβάσιμο, διότι δεν προκύπτει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της διαπιστωθείσας παραβάσεως και της υλικής ζημίας που επικαλείται ο αιτών, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι ως προς τη συνταγματικότητα της διάταξης τους άρθρου 7 του ν.δ. 496/74 υπήρχε ήδη από το 2006 αντίθετη νομολογία του Αρείου Πάγου και, συνεπώς, το Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να παραπέμψει την υπόθεση στο ΑΕΔ, το οποίο θα επέλυε τελικά το ζήτημα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να θεωρηθούν «μετά βεβαιότητας προσδοκώμενες» οι επίδικες απαιτήσεις, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο αιτών. Εξάλλου, η οικονομική βλάβη που επικαλείται ο αιτών δεν εμπίπτει στο σκοπό του ν. 4055/2012, που σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ζημίας του διαδίκου από την δυσμενή έκβαση της δίκης, η οποία θα ανέτρεπε κατ’ ουσίαν το δεδικασμένο που απορρέει από τη δικαστική απόφ αση με την οποία περατώθηκε η κύρια διαφορά (πρβλ. ΣτΕ 2975/2013, σκ. 8, που απορρίπτει υλική βλάβη λόγω ανυπαρξίας αιτιώδους συνδέσμου προς διαπιστωθείσα παράβαση, ΣτΕ 3517/2013, όπου σιωπηρά απορρίπτεται το αίτημα για οικονομική βλάβη, σκ. 2 και 7, βλ. αποφάσεις ΕΔΔΑ που απορρίπτουν αίτημα για υλική ζημία: Αppietto κατά Γαλλίας της 25.2.2003, σκ. 21, Λουμίδης κατά Ελλάδος της 4.8.2005, σκ. 21, Κοροσίδου κατά Ελλάδος της 10.2.2011, σκ. 74-76, Μάντζος κ.ά. κατά Ελλάδος της 2.4.2009, σκ. 29-31, Γκόγιας κατά Ελλάδος της 2.4.2009, σκ. 38-40, Παπαστεφάνου κατά Ελλάδος της 20.3.2008, σκ. 22, 24, Θ.Α κατά Ελλάδος της 24.4.2014, σκ. 32, 34, κ.ά., καθώς και αποφάσεις ΕΔΔΑ που επιδικάζουν ποσά λόγω υλικής ζημίας αποκλειστικά σε περιπτώσεις όπου ο προσφεύγων είχε δικαιωθεί στην κύρια δίκη, απόφαση Μεσοχωρίτης κατά Ελλάδος της 12.4.2009, σκ. 32, 34, Βαρυπάτη κατά Ελλάδος της 26.10.1999, σκ. 34, 36, Μπεκιάρη κατά Ελλάδος της 2.4.2009, σκ. 20, 22, και Μεταξά κατά Ελλάδος της 27.3.2014, σκ. 35). Εν όψει των προαναφερθέντων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το αίτημα επιδικάσεως του ποσού των 25.000 ευρώ για δίκαιη ικανοποίηση λόγω οικονομικής ζημίας του αιτούντος πρέπει ν’ απορριφθεί.
10. Επειδή, η καθυστέρηση εκδίκασης της κρινόμενης υπόθεσης προκάλεσε, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ηθική βλάβη στον αιτούντα, συνισταμένη στην μακρά αβεβαιότητα για την έκβαση της δίκης και στην ταλαιπωρία που υπέστη κατά την διάρκεια της όλης διαδικασίας, κρίνεται δε δικαιολογημένη, για την αποκατάσταση της προκληθείσης βλάβης, η επιδίκαση στον αιτούντα εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίηση.
11. Επειδή, όπως έχει κριθεί από το Δικαστήριο, κατά συνεκτίμηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ, η θέσπιση με τον ν. 4055/2012 ειδικού ένδικου βοηθήματος για την δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης δικαιολογεί την επιδίκαση ποσού μειωμένου σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το ΕΔΔΑ, εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιόν του, εφ’ όσον το ποσό που θα επιδικασθεί δεν θα είναι πολύ κατώτερο ενός ευλόγου ορίου («unreasonable»), θα στοιχεί προς την νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της Χώρας και η σχετική απόφαση θα εκδοθεί ταχέως, θα είναι αιτιολογημένη και θα εκτελεσθεί αμέσως. Στο πλαίσιο αυτό, συνεκτιμάται η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, η οποία συνδέεται με τον σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του Ελληνικού Κράτους λόγω της εκτόξευσης σε πρωτοφανή επίπεδα του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και αντικατοπτρίζεται στην οικονομική ύφεση και μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος αλλά και του διαθέσιμου κατά κεφαλήν εισοδήματος (βλ., μεταξύ άλλων, ΣτΕ 1423/2014, 1340, 1275/2014 με παραπομπές στη νομολογία του ΕΔΔΑ). Περαιτέρω, το ποσό της επιδικαζομένης ικανοποιήσεως πρέπει να τελεί σε αναλογία προς το οικονομικό αντικείμενο της κύριας διαφοράς (βλ. ΣτΕ 3151-2/2013, 100/2014, πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 43 και Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 27). Υπό τα δεδομένα αυτά και συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως, ιδιαιτέρως δε ότι το διακύβευμα της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η 2115/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν ήταν σημαντικό για τον αιτούντα, το οικονομικό αντικείμενο της κύριας διαφοράς, καθώς και τα κριθέντα από τη νομολογία του ΣτΕ επί αντίστοιχων υποθέσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, κατά μερική παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως, να επιδικασθεί στον αιτούντα, το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5500) ευρώ, για ηθική βλάβη.
12. Επειδή, εξάλλου, η κρινόμενη αίτηση δεν έχει το χαρακτήρα ενδίκου μέσου κατά αποφάσεως και συνεπώς, πρέπει ν’ απορριφθούν ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι οι ισχυρισμοί του αιτούντος ως προς την ορθότητα της 2115/2014 αποφάσεως της Ολομελείας με την οποία περατώθηκε η υπόθεση, η οποία, κατά τα προβαλλόμενα, αντίκειται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, επειδή το Δικαστήριο επικαλέσθηκε την 25/2012 απόφαση του ΑΕΔ για να δικαιολογήσει τη μεταστροφή της νομολογίας του επί υποθέσεως εκκρεμούσης από το έτος 2003, οπότε επικρατούσαν διαφορετικές οικονομικές συνθήκες.
13. Επειδή, περαιτέρω, πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη του αιτούντος, του οποίου γίνεται εν μέρει μόνο δεκτή η κρινόμενη αίτηση, και του Δημοσίου.
Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αίτηση.
Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5500) ευρώ, σύμφωνα με το αιτιολογικό. Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου. Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

ΣΥΝΤΟΜΟ ΣΧΟΛΙΟ:
Το Συμβούλιο της Επικρατείας το έτος 2015, έχει εκδώσει μέχρι σήμερα  36 Αποφάσεις[1] για δίκαιη ικανοποίηση[2] ,η σχολιαζομένη είναι πρώτη της Ολομελείας και αξίζει ιδιαιτέρας προσοχής, αφ’ ενός για την δημιουργία πάγιας νομολογίας στα κρίσιμα θέματα  του ν. 4055/2012.αφ’ετέρου για την πληρότητα και εξαιρετική της αιτιολογηση. Γίνεται  εν  μέρει δεκτή η  αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης (κατ' άρθρο 53 του ν.4055/2012, διαπιστώνεται   ότι  υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης  και  κρίνεται ότι   η διαπίστωση αυτή αποτελεί  επαρκή δίκαιη ικανοποίηση   για την ηθική βλάβη   του αιτούντος:   Το  Δικαστήριο δέχεται ότι το διάστημα που  μεσολάβησε, υπερβαίνει το λογικό  και  δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 57 του ν. 4055/2012 ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας» κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ  ( ΣτΕ 4062/2013).  Με δεδομένο, όμως, ότι το αδικαιολόγητο του συστημικού  προβλήματος  της Ελληνικής Δικαιοσύνης  έχει πολλές φορές αναγνωριστεί με αποφάσεις του ΕΔΔΑ και ήδη των Δικαστηρίων της Χώρας  και, κυρίως,   ότι « ιδιαιτέρως δε ότι το διακύβευμα της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η 2115/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν ήταν σημαντικό για τον αιτούντα, το οικονομικό αντικείμενο της κύριας διαφοράς, καθώς και τα κριθέντα από τη νομολογία του ΣτΕ επί αντίστοιχων υποθέσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, κατά μερική παραδοχή της κρινόμενης αιτήσεως, να επιδικασθεί στον αιτούντα, το ποσό των πέντε χιλιάδων πεντακοσίων (5500) ευρώ, για ηθική βλάβη». Έτσι αποδεικνύεται περίτρανα ότι η επιδικασθείσα αποζημίωση είναι εξαιρετικά μικρή, πράγμα που παγίως επιδικάζεται  πλέον σε όλες τις αποφάσεις με αντικείμενο την «δίκαιη ικανοποιήση». Αξίζει ν’ αναφέρουμε ότι το ΕΔΔΑ στην υπόθεση  «ΕΔΔΑ 29.10.2015, Valada Matos das Neves v. Portugal (73798/13)[3]» εκρινε ότι : «Σε υποθέσεις αιτιάσεων περί υπερβολικής διάρκειας της δίκης, ένα μέσο είναι αποτελεσματικό εφόσον είτε επιτρέπει τη συντόμευση της δικαιοδοτικής διαδικασίας είτε (ελλείψει βοηθήματος προληπτικού χαρακτήρα) παρέχει επαρκή αποζημίωση για την καθυστέρηση – Το αποζημιωτικό μέσο, για να είναι αποτελεσματικό, πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια: (α) το μέσο πρέπει να εκδικάζεται εντός ευλόγου χρόνου, (β) η αποζημίωση πρέπει να καταβάλλεται σύντομα, καταρχήν εντός εξαμήνου από την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση που τη χορηγεί καθίσταται εκτελεστή, (γ) οι διαδικαστικοί κανόνες εκδίκασης του μέσου πρέπει να συνάδουν προς την αρχή της δίκαιης δίκης, κατά το άρ. 6 ΕΣΔΑ, (δ) οι κανόνες περί δικαστικών δαπανημάτων πρέπει να μην δημιουργούν υπερβολικό βάρος για τον αιτούντα και (ε) τα ποσά των αποζημιώσεων πρέπει να μην είναι ανεπαρκή σε σχέση με εκείνα που επιδικάζει το ΕΔΔΑ σε παρόμοιες υποθέσεις (νομολογία Bourdov no 2)»
ΑΝΤΩΝΗΣ  Π.ΑΡΓΥΡΟΣ 
14/12/2015





[1] 4341/2015 (Ε), 4237/2015 (Γ) ,4236/2015 (Γ) ,4094/2015 (Στ) ,4042/2015 (Ολ),4011/2015 (Α), 3870/2015 (Στ) ,3869/2015 (Στ) ,3792/2015 (Στ) ,3571/2015 (Στ/ΔΙ) ,3570/2015 (Στ) ,3206/2015 (Γ), 3205/2015 (Γ), 2800/2015 (Στ) ,2658/2015 (Ε) ,2603/2015 (Γ) ,2530/2015 (Στ) με σχόλιο Αντώνη Αργυρού σε ΝοΒ 63,1790 επ ,2529/2015 (Στ) 2478/2015 (Στ) ,2477/2015 (Στ) ,2460/2015 (Στ) ,2389/2015 (Γ) ,2388/2015 (Γ) ,2294/2015 (Στ), 1977/2015 (Στ) , 1843/2015 (Γ) ,1842/2015 (Γ) ,1436/2015 (Στ) ,1435/2015 (Στ),1242/2015 (Στ) 1018/2015 (Δ) ,977/2015 (Ε) ,299/2015 (Στ) ,254/2015 (Ε) ,2/2015 (Γ) 1/2015 (
[2] Βλ: Αντώνη Αργυρού «Η δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διαρκείας της δίκης» (Ν. 4055/2012,4239/2014), εκδόσεις Σάκκουλα ΑΕ
[3] Βλ σε «www.humanrightscaselaw.gr»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου