Τρίτη 19 Απριλίου 2016

«Η χρησιμότητα και τα όρια των αναλύσεων DNA στην ποινική δίκη. Ο ρόλος του πραγματογνώμονα στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων» [Δρ. Φιτσιάλος Γεώργιος Διδάκτωρ Γενετιστής, Μοριακός Βιολόγος, Πραγματογνώμων των Ελληνικών Δικαστικών Αρχών σε Θέματα Ταυτοποίησης Βιολογικού Υλικού και Ανάλυσης DNA Διευθυντής των Διαπιστευμένων Εργαστηρίων Δικανικής Γενετικής DNAlogy]

[Εισήγηση στο 7ο Συνέδριο της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων με θέμα : "ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ - Όψεις και Όρια" (Πάτρα 15-16/4/2016)]

DNA και γενετικό αποτύπωμα
To DNA, ή αλλιώς δεσοξυριβο-νουκλεϊκό οξύ, είναι το γενετικό υλικό του κυττάρου.  Το DNA φέρει όλη την πληροφορία που είναι απαραίτητη για την ύπαρξή μας και η οποία βρίσκεται κωδικοποιημένη σε τμήματα που ονομάζονται γονίδια. Ανάμεσα στα γονίδια, τα οποία καταλαμβάνουν μόλις το 1% του συνολικού μήκους του, υπάρχουν τμήματα DNA τα οποία δεν κωδικοποιούν καμία πληροφορία. Τα τμήματα αυτά περιλαμβάνουν μικρές επαναλαμβανόμενες περιοχές (STRshort tandem repeats) που εμφανίζουν υψηλό βαθμό ποικιλομορφίας μεταξύ των ατόμων και χρησιμοποιούνται στα εγκληματολογικά εργαστήρια για την ταυτοποίηση των ατόμων ή/και την μελέτη της βιολογικής συγγένειας. Η μελέτη τουλάχιστον 16 τέτοιων πολυμορφικών περιοχών (γενετικοί δείκτες) οδηγεί στην εξαγωγή του μοναδικού γενετικού προφίλ κάθε ατόμου, του γενετικού αποτυπώματος, ενώ σε πιο απαιτητικές υποθέσεις υπάρχει δυνατότητα μελέτης μεγαλύτερου αριθμού δεικτών.

Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να μας πει η ανάλυση του DNA
Όλα τα κύτταρα του σώματος φέρουν ακριβώς την ίδια πληροφορία και συνεπώς οποιαδήποτε πηγή DNA είναι εξίσου χρήσιμη (αίμα, σάλιο, τρίχες, νύχια, δέρμα, σωματικές εκκρίσεις κτλ.). Στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης, τα πειστήρια τα οποία συλλέγονται στα πλαίσια των ποινικών υποθέσεων εξετάζονται με ειδικά τεστ ανίχνευσης προκειμένου να προσδιοριστεί η φύση του βιολογικού υλικού, αν πρόκειται δηλαδή για αίμα, σάλιο, σπέρμα, ούρα ή άλλου είδους βιολογικό υλικό. Η ανάλυση του DNA που ακολουθεί, μπορεί να μας πληροφορήσει:
α) για τον αριθμό των ατόμων από τα οποία προέρχεται το υλικό, αν πρόκειται δηλαδή για ένα η περισσότερα άτομα
β) για το φύλο του ατόμου ή των ατόμων, αν πρόκειται δηλαδή για αρσενικά ή θηλυκά άτομα
γ) για το γενετικό προφίλ/αποτύπωμα του ατόμου ή των ατόμων. Η σύγκριση των ευρημάτων με τα γενετικά προφίλ των υπόπτων (δείγματα αναφοράς) μπορεί να μας πληροφορήσει αν πρόκειται πράγματι για τα άτομα αυτά.
Από την άλλη, τα αποτελέσματα της ανάλυσης του DNA δεν μπορούν να μας πληροφορήσουν:
α) για το χρόνο εναπόθεσης του γενετικού υλικού στα πειστήρια, αν πρόκειται δηλαδή για πρόσφατη ή παλαιότερη εναπόθεση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ληστείας που συνέβη σε κοσμηματοπωλείο, την οποία χειρίστηκαν οι Πραγματογνώμονες της DNAlogy και στην οποία συλλέχθηκε και εξετάστηκε ως πειστήριο ένα μπουφάν που βρέθηκε στο κατάστημα και φορούσε ένας από τους δράστες. Η ανάλυση του DNA που πραγματοποιήθηκε έδωσε ένα μεικτό γενετικό προφίλ τριών ατόμων. Καθώς μόνο ένα άτομο θα μπορούσε να φοράει το μπουφάν την ώρα της ληστείας, τα άλλα δύο άτομα ενδέχεται να είχαν έρθει σε επαφή με αυτό σε προγενέστερο χρόνο, χωρίς να υπάρχει τρόπος να ταυτοποιηθεί ο πιο πρόσφατος χρήστης.
β)για τον τρόπο της εναπόθεσης, αν δηλαδή το άτομο ήρθε σε άμεση επαφή με το πειστήριο ή αν το γενετικό του υλικό μεταφέρθηκε εκεί από κάποιο άλλο άτομο ή επιφάνεια. Για παράδειγμα, αν ένα άτομο καπνίσει ένα τσιγάρο και στη συνέχεια κάποιος κακόβουλα τρίψει αυτό το τσιγάρο στη λαβή ενός όπλου, τότε το γενετικό υλικό από το τσιγάρο θα μεταφερθεί στη λαβή και τελικά το άτομο που το κάπνισε θα ανιχνευθεί στο όπλο χωρίς να έχει έρθει ποτέ σε επαφή με αυτό.
Οι μεθοδολογίες που χρησιμοποιούνται σήμερα παγκοσμίως στα εγκληματολογικά εργαστήρια για την ανάλυση του γενετικού υλικού χαρακτηρίζονται πλέον από μεγάλη ευαισθησία και βελτιώνονται συνεχώς, ώστε να μπορούν να δώσουν αποτέλεσμα ακόμα και από υλικό χαμηλής ποσότητας ή/και ποιότητας. Η υψηλή ευαισθησία των τεστ πολλές φορές οδηγεί σε αποτελέσματα μη σχετικά με το πλαίσιο της υπόθεσης αφού ανιχνεύεται και κάθε άλλη μικροποσότητα γενετικού υλικού που προϋπήρχε στο χώρο. Αν φανταστεί κανείς ότι μόλις ένα με δύο κύτταρα αρκούν για την ανάλυση και την εξαγωγή ενός πλήρους γενετικού προφίλ, ενώ ένα φτέρνισμα εκτοξεύει εκατοντάδες κύτταρα, τότε μπορεί να κατανοήσει πόσο εύκολο είναι να βρεθεί το γενετικό υλικό ενός ατόμου σε ένα σημείο από το οποίο πέρασε και στη συνέχεια έλαβε χώρα ένας φόνος. Για αυτό το λόγο, δεν αρκεί η απλή παρουσίαση των αποτελεσμάτων, αλλά κρίνεται επιβεβλημένη η ερμηνεία των αποτελεσμάτων από εξειδικευμένους επιστήμονες με βαθιά γνώση των αρχών της επιστήμης της γενετικής εγκληματολογίας, οι οποίοι θα θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου όλα τα πιθανά σενάρια που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τα αποτελέσματα.
Η αξία του Τεχνικού Συμβούλου στην Ποινική Δίκη

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

ΣυμβΕφΑθηνών 302/2016 : Ψευδής βεβαίωση – Απιστία

Η εφαρμογή του Ν. 4022/2011 εκτείνεται τόσο στα υπηρεσιακά όσο και στα μη υπηρεσιακά εγκλήματα που τελούν τα μνημονευόμενα στην περίπτ. β΄ του άρθρου 1 του νόμου αυτού πρόσωπα (γραμματείς Υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι ΝΠΔΔ κλπ, αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των ΟΤΑ και υπάλληλοι). Αδίκημα ψευδούς βεβαίωσης. Βεβαίωση υπαλλήλου Νοσοκομείου για την καλή λειτουργία ιατρικών μηχανημάτων και την τεχνική τους κάλυψη από συγκεκριμένη εταιρεία. Δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την τέλεση του ως άνω αδικήματος. Αδίκημα απιστίας. Απόφαση Διοικητικού Συμβουλίου Νοσοκομείου, ληφθείσα κατά πλειοψηφία, για μη αποδοχή δωρεάς μεταχειρισμένου ιατρικού μηχανήματος που προσέφερε έτερο Νοσοκομείο. Δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την τέλεση του ως άνω αδικήματος εκ μέρους των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που έλαβαν την ως άνω απόφαση. Ουδεμία ζημία επήλθε με την μη αποδοχή της δωρεάς. Τουναντίον, η αποδοχή της δωρεάς θα προκαλούσε ζημία στο Νοσοκομείο (Η αποδοχή της δωρεάς θα επαγόταν υψηλό κόστος για το Νοσοκομείο συγκρινόμενο με το κόστος αγοράς ενός καινούριου αντίστοιχου μηχανήματος. Το μεταχειρισμένο μηχάνημα δεν θα υποστηριζόταν πλέον από την παραγωγό εταιρεία. Το Νοσοκομείο δεν είχε ανάγκη να αποκτήσει αντίστοιχο μηχάνημα, αφού ήδη κάλυπτε τις ανάγκες των ασθενών του με άλλο μηχάνημα). Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου με την απόφασή τους να μην αποδεχθούν τη δωρεά δεν παραβίασαν τους κανόνες επιμελούς διαχείρισης της (ξένης) περιουσίας του Νοσοκομείου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν ήθελαν με την ως άνω απόφασή τους να ελαττώσουν την περιουσία του Νοσοκομείου και δεν είχαν σκοπό να ωφεληθεί κάποιος άλλος.

ΑΡΙΘΜΟΣ: 302/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σταματική Μιχαλέτου Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Βενιζελέα και Παναγιώτα Διακουμάκου-Εισηγήτρια, Εφέτες. 
Συνεδρίασε στο ειδικό δωμάτιο διασκέψεων στις 28 Ιανουαρίου 2016.
Στη συνεδρίαση παραστάθηκε η Γραμματέας Στυλιανή Τζανιδάκη.
Κατά των κατηγορουμένων: 1) … και 8) …, ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ποινική δίωξη, ο πρώτος για: α) ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου και το όφελος που πέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και β) άμεση συνέργεια σε απιστία από κοινού εκ της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, ο δεύτερος, τέταρτος, πέμπτη, έκτος, έβδομη και όγδοη για απιστία από κοινού εκ της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των ευρώ και ο τρίτος για άμεση συνέργεια στην ως άνω πράξη της απιστίας.

Για την υπόθεση αυτή διατάχθηκε και διενεργήθηκε κυρία ανάκριση, μετά το πέρας της οποίας, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών διαβίβασε τη σχηματισθείσα δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, η οποία και εισάγεται στον παρόν Συμβούλιο, μαζί με την 1815/2015 πρόταση της Αντεισαγγελέα Εφετών Ουρανίας Σταθέα, που έχει ως εξής:

Εισάγω, ενώπιον του Συμβουλίου Σας, κατά το άρθρο 3 του Ν. 4022/2011, την προκείμενη ποινική δικογραφία κατά των: 1) … και 8) …  κατηγορουμένων ο πρώτος για : α) ψευδή βεβαίωση κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου και το όφελος που πέτυχε ή επεδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και β) άμεση συνέργεια σε απιστία από κοινού εκ της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ (αρ.13α, γ, 45, 46παρ.1β, 98, 94 παρ.1, 242 παρ. 3-1 ΠΚ σε συνδ. με αρ.1 παρ.1 Ν.1ό08/1950 και- αρ.ίεβ.β Ν.4022/2011, 390 ΠΚ), ο δεύτερος, τέταρτος, πέμπτη, έκτος, έβδομη και όγδοη για απιστία από κοινού εκ της οποίας η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ (αρ. 45, 390 ΠΚ) και ο τρίτος, για άμεση συνέργεια (αρ. 46παρ,1β ΠΚ) στην ως άνω πράξη της απιστίας και εκθέτω τα εξής:

Με αφορμή το με αριθμό πρωτοκόλλου ΕΜΠ 5352/11-4-2012 πληροφοριακό δελτίο του Σ.Δ.Ο.Ε., κατόπιν της από 4- 4-2012 έγγραφης ανώνυμης καταγγελίας, η οποία, όπως εκ των υστέρων προέκυψε, έγινε από τον …, διενεργήθηκε από τον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος προκαταρκτική εξέταση και εν συνεχεία ασκήθηκε στις 26-2-2015, ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων δια παραγγελίας για κύρια ανάκριση από τον Ανακριτή Ν.4022/2011, η δε παραγγελθείσα κυρία ανάκριση περατώθηκε νομοτύπως, κατ’ άρθρο 270 παρ. ια ΚΠΔ . Κατά το άρθρο 3 του Ν. 4022/2011 «Στα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο 1, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών με βούλευμα. Για τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα της εισάγει με πρόταση του στο συμβούλιο των εφετών, το οποίο, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, αποφαίνεται αμετακλήτως, είτε να μη γίνει κατηγορία, είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα....» Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως τροποποιηθείσα και συμπληρωθείσα ισχύει σήμερα, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237, 242, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατ’ άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών [ήδη 150.000 ευρώ], επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης, και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.

Επειδή κατά το άρθρο 242 παρ.1 ΠΚ «Υπάλληλος που στα καθήκοντα του ανάγεται η έκδοση ή η σύνταξη ορισμένων δημόσιων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους» συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση του, εγκλήματος της ψευδούς βεβαίωσης απαιτείται: α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13α και 263 ΠΚ, αρμόδιος καθ' ύλη και κατά τόπο για τη σύνταξη ή την έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο, κατά την έννοια του άρθρου 13γ ΠΚ και δη δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου 438ΚΠολΔ και έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη έναντι όλων για κάθε γεγονός που βεβαιώνεται σε αυτό, γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες, όπως εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια ενός δικαιώματος ή μιας έννομης σχέσης ή κατάστασης και δ) δόλος του δράστη που συνίσταται στη γνώση και στη θέληση του να βεβαιώσει ψευδή περιστατικά (ΑΠ 1176/2013 ΠοινΧρ ΞΔ'348, ΑΠ 540/2013 ΠοινΧρ ΞΔ' 349). Η ως άνω πράξη μορφοποιείται σε κακούργημα και επιβάλλεται κάθειρξη, αν ο υπαίτιος είχε σκοπό να προσπορίσει στο εαυτό του ή σε άλλον αθέμιτο όφελος ή να βλάψει παράνομα άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 390ΠΚ «Όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχε την επιμέλεια ή διαχείριση( ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη)τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών(3) μηνών». Από την διάταξη αυτή, που προβλέπει το έγκλημα της απιστίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικά μεν η επέλευση βλάβης στη περιουσία τρίτου προσώπου, της οποίας ο δράστης έχει την διαχείριση ή επιμέλεια με βάση το νόμο ή τη δικαιοπραξία, υποκειμενικά δε δόλος και δη άμεσος, δηλαδή γνώση του δράστη ότι με την πράξη του επιφέρει ζημία στην περιουσία τρίτου. Βλάβη της περιουσίας είναι η μείωσή της που επέρχεται με την μεταβίβαση πράγματος ή παροχής ή με την πληρωμή σε χρήμα, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας του συνόλου της περιουσίας προ της διαθέσεως αυτής και της αξίας της περιουσίας που απομένει μετά την διάθεσή της από τον δράστη. Επίσης, βλάβη της περιουσίας είναι και το με βεβαιότητα αναμενόμενο, αλλά διαφυγόν κέρδος (ΑΠ 682/2013 ΠοινΧρ ΞΔ'370). Κατά το δεύτερο εδάφιο του ιδίου ως άνω άρθρου «εάν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών».

Δευτέρα 4 Απριλίου 2016

ΜΕφΘεσ 219/16: Σύμβαση εργασίας - Μετατροπή σε μερικής απασχόλησης - Άρνηση εργαζομένου - Αναστολή εργασιακής σχέσης. Συνταγματικότητα Ν.4046/12 και ΠΥΣ 6/12. Πρόταση του εργοδότη - επιχείρησης φύλαξης του ΑΠΘ, να μειώσει το ωράριο εργασίας από οκτώ σε έξι ώρες, ήτοι να μετατραπούν οι συμβάσεις εργασίας σε μερικής απασχόλησης, διαφορετικά θα ήταν αναγκαία η μετακίνηση των εργαζομένων στη φύλαξη άλλης εγκατάστασης. Ο ενάγων αρνήθηκε την ανωτέρω πρόταση της εναγομένης, ενώ η εργοδότρια επιχείρηση τον κάλεσε να προσκομίσει την απαιτούμενη από το νόμο άδεια εργασίας του. Η εν λόγω πρόταση δεν συνιστά δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας. Η δήλωση της επιχειρήσεως ότι οι υπηρεσίες του μισθωτού θα γίνουν αποδεκτές όταν προσκομίσει την άδεια, και μέχρι τότε η εργασιακή σχέση τελεί σε αναστολή, δεν συνιστά καταγγελία της συμβάσεως. Τέλος, η αδυναμία προσκομίσεως της αδείας λόγω προηγούμενης καταδίκης του ενάγοντος για παράνομη οπλοφορία, δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση νόμιμης αξίωσης για αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού από την επιχείρηση. Κρίθηκε ότι οι μεταβατικές (ως προς τη λήξη των ΣΣΕ κλπ) διατάξεις του Ν.4046/12 και της ΠΥΣ 6/12 δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα (άρθρα 22 και 23).

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 219/2016

Εφέτης: ΒΑΣ. ΣΤΕΦΟΣ

(...) Από την γραμματική διατύπωση και την χρονική αλληλουχία των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 1 της ΠΥΣ 6/12(παρ. 13) και του Ν. 4093/12, (παρ. 14) σε συνδυασμό και με τις σχετικές διατάξεις του Ν. 4046/12(παρ. 15) και την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4093/12, προκύπτει ότι το ύψος του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου, καθώς και τα συναφή ζητήματα ρυθμίζονται πλέον από τον τελευταίο νόμο. Περαιτέρω, το άρθρο 22 του Συντάγματος ορίζει ότι «1. Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. ... 2. Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία. 3. ...». 
Το δε άρθρο 23 του Συντάγματος ορίζει ότι «1. Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου. 2. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων...». Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 22 του Συντάγματος, η ρύθμιση από τον νομοθέτη κατ’ αποκλειστικό τρόπο όρων εργασίας και ζητημάτων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις και, συνακόλουθα, η αφαίρεσή τους από την ύλη της συλλογικής αυτονομίας, που αποτελεί περιεχόμενο της συνδικαλιστικής ελευθερίας, είναι επιτρεπτή όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου και γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, συνδεόμενοι με την λειτουργία της Εθνικής Οικονομίας και ενόσω αυτοί διαρκούν (πρβλ. ΣτΕ 2426/83, 2370/84, 2289/87, 2377/88, 4063/89, 2190/91, 4555/96 κ.α.). 
Οι ρυθμίσεις των άρθρων 2 έως 5 της ΠΥΣ 6/12 περιορίζουν το πεδίο συλλογικής αυτονομίας, καθώς και μισθολογικά και εν γένει εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και των δημοσίων επιχειρήσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές, συνεκτιμώμενες και με τις ρυθμίσεις των νόμων, που θεσπίσθηκαν πριν από την έκδοση της εν λόγω ΠΥΣ (και αναφέρονται σε προηγούμενη σκέψη), καθώς και με τη μείωση του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου, που επιβλήθηκε αρχικά με το άρθρο 1 της ΠΥΣ 6/12 και, ακολούθως, με τον μεταγενέστερο νόμο 4093/12, συνιστούν σοβαρή υποχώρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και αντίστοιχη εξασθένηση της θέσης τους έναντι των εργοδοτών. Εντάσσονται, όμως, σε ένα ευρύτερο σύστημα ρυθμίσεων και μέτρων, τα οποία εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα τομέων της δημόσιας πολιτικής και περιγράφονται αναλυτικά στο Μνημόνιο, κείμενο κατ’ εξοχήν τεχνικού χαρακτήρα, και του οποίου το σχέδιο εγκρίθηκε με τον Ν. 4046/12, και αποσκοπούν ―όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού και αναλύεται εκτενέστερα στο Μνημόνιο― στην αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της διόγκωσης του δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μέσω, μεταξύ άλλων, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, της μείωσης του κόστους εργασίας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της Eλληνικής Oικονομίας.