ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 219/2016
Εφέτης: ΒΑΣ. ΣΤΕΦΟΣ
(...) Από την γραμματική διατύπωση και την χρονική αλληλουχία των παραπάνω διατάξεων του άρθρου 1 της ΠΥΣ 6/12(παρ. 13) και του Ν. 4093/12, (παρ. 14) σε συνδυασμό και με τις σχετικές διατάξεις του Ν. 4046/12(παρ. 15) και την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4093/12, προκύπτει ότι το ύψος του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου, καθώς και τα συναφή ζητήματα ρυθμίζονται πλέον από τον τελευταίο νόμο. Περαιτέρω, το άρθρο 22 του Συντάγματος ορίζει ότι «1. Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. ... 2. Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία. 3. ...».
Το δε άρθρο 23 του Συντάγματος ορίζει ότι «1. Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου. 2. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων...». Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 22 του Συντάγματος, η ρύθμιση από τον νομοθέτη κατ’ αποκλειστικό τρόπο όρων εργασίας και ζητημάτων που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις και, συνακόλουθα, η αφαίρεσή τους από την ύλη της συλλογικής αυτονομίας, που αποτελεί περιεχόμενο της συνδικαλιστικής ελευθερίας, είναι επιτρεπτή όταν συντρέχουν λόγοι δημοσίου και γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος, συνδεόμενοι με την λειτουργία της Εθνικής Οικονομίας και ενόσω αυτοί διαρκούν (πρβλ. ΣτΕ 2426/83, 2370/84, 2289/87, 2377/88, 4063/89, 2190/91, 4555/96 κ.α.).
Οι ρυθμίσεις των άρθρων 2 έως 5 της ΠΥΣ 6/12 περιορίζουν το πεδίο συλλογικής αυτονομίας, καθώς και μισθολογικά και εν γένει εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας και των δημοσίων επιχειρήσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές, συνεκτιμώμενες και με τις ρυθμίσεις των νόμων, που θεσπίσθηκαν πριν από την έκδοση της εν λόγω ΠΥΣ (και αναφέρονται σε προηγούμενη σκέψη), καθώς και με τη μείωση του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου, που επιβλήθηκε αρχικά με το άρθρο 1 της ΠΥΣ 6/12 και, ακολούθως, με τον μεταγενέστερο νόμο 4093/12, συνιστούν σοβαρή υποχώρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων και αντίστοιχη εξασθένηση της θέσης τους έναντι των εργοδοτών. Εντάσσονται, όμως, σε ένα ευρύτερο σύστημα ρυθμίσεων και μέτρων, τα οποία εκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα τομέων της δημόσιας πολιτικής και περιγράφονται αναλυτικά στο Μνημόνιο, κείμενο κατ’ εξοχήν τεχνικού χαρακτήρα, και του οποίου το σχέδιο εγκρίθηκε με τον Ν. 4046/12, και αποσκοπούν ―όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού και αναλύεται εκτενέστερα στο Μνημόνιο― στην αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος της διόγκωσης του δημοσίου χρέους και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, μέσω, μεταξύ άλλων, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, της μείωσης του κόστους εργασίας και της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της Eλληνικής Oικονομίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς το αίτημα της αγωγής, με το οποίο διώκεται να αναγνωριστεί, ότι η εφαρμογή της από 7-12-2012 επιχειρησιακής σύμβασης συνιστά δυσμενή μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Ο ενάγων επικαλείται στην αγωγή, ότι η εθνική κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφάλειας και συστημάτων ασφάλειας όλης της χώρας του Ν. 2518/97 υπογράφηκε την 1-9-2011 και, επομένως, βρισκόταν σε ισχύ για χρονικό διάστημα μικρότερο των 24 μηνών κατά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 6/12 ΠΥΣ, οπότε αυτή ίσχυε μέχρι την 1-1-2014 και, συνεπώς, είναι αυτή που ρυθμίζει και τους ευνοϊκότερους γι’ αυτόν όρους αμοιβής της εργασίας του μέχρι την καταγγελία της συμβάσεως και όχι η παραπάνω επιχειρησιακή σύμβαση, κυρίως διότι, ενόψει των ανωτέρω, η εν λόγω επιχειρησιακή σύμβαση αντίκειται στην υπ’ αριθμ. 6/12 ΠΥΣ και στον Ν. 4046/12, και επικουρικά, λόγω της αντισυνταγματικότητας των σχετικών διατάξεων των Ν. 4046/12 και 4093/12, καθώς και της ΠΥΣ 6/12. Η εναγομένη, τόσο με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και με τις προτάσεις της, αμφισβήτησε ειδικά την ιδιότητα αυτής ως μέλους της συνδικαλιστικής οργανώσεως που συμβλήθηκε από την πλευρά των εργοδοτών στην κατάρτιση της ανωτέρω ΣΣΕ, ήτοι της συνδικαλιστικής οργάνωσης «Σύνδεσμος Ελληνικών Επιχειρήσεων Ασφαλείας (ΣΕΕΑ)», ο δε ενάγων δεν συμπλήρωσε την αγωγή του, ως προς το σημείο αυτό, αφού δεν επικαλέστηκε (ούτε και απέδειξε), ότι η εναγομένη ήταν μέλος της εν λόγω συνδικαλιστικής οργανώσεως. Συνεπώς, δεν υφίσταται πεδίο εφαρμογής στην επίδικη εργασιακή σχέση της ανωτέρω ΣΣΕ και νομίμως εφαρμόζεται σ’ αυτήν η παραπάνω από 7-12-2012 επιχειρησιακή σύμβαση, η οποία δεσμεύει όλους τους εργαζομένους στην επιχείρηση της εναγομένης (άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 1876/90), καθορίζοντας δε αυτή, κατά τα επικαλούμενα στην αγωγή, τις αμοιβές των εργαζομένων με βάση το σύστημα καθορισμού νόμιμου κατωτάτου μισθού υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατοτεχνιτών, που προβλέπεται από τον Ν. 4093/12, δεν συνιστά δυσμενή μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος, εφόσον έγινε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των Ν. 4046/12, 4093/12 και της ΠΥΣ 6/12, οι οποίες δεν αντιβαίνουν προς τα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση. Επομένως, το ανωτέρω αίτημα της αγωγής είναι απορριπτέο, ως νόμω αβάσιμο. (...) Το έργο της φύλαξης, επί τετράμηνο, των χώρων του Πανεπιστημίου κατακυρώθηκε στην εναγομένη και ακολούθως, υπεγράφη μεταξύ αυτής και του Πρύτανη του ΑΠΘ σύμβαση, στην οποία ρητά προβλέφθηκε ότι όλοι οι όροι της διακηρύξεως, μεταξύ των οποίων και εκείνος περί του (μειωμένου) ημερήσιου ωραρίου των φυλάκων, αποτελούν όρους και της σύμβασης αυτής. Κατόπιν αυτού, η εναγομένη ανακοίνωσε σε όλους τους εργαζομένους της, που απασχολούντο ως φύλακες στο ΑΠΘ, ότι προκειμένου να εξακολουθήσει να τους απασχολεί εκεί, θα έπρεπε, σε εκτέλεση της σχετικής συμβατικής υποχρέωσης που είχε αναλάβει έναντι του Πανεπιστημίου, να μειωθεί το ημερήσιο ωράριο εργασίας τους από οκτώ σε έξι ώρες, ήτοι να μετατραπούν οι συμβάσεις εργασίας τους από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, με αντίστοιχη βεβαίως μείωση των αποδοχών τους, στα πλαίσια πάντοτε της από 7-12-2012 επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας, άλλως θα ήταν αναγκαία η μετακίνησή τους στη φύλαξη άλλης εγκατάστασης εντός του Νομού Θεσσαλονίκης, ώστε να συνεχίσουν να απασχολούνται επί οκτάωρο ημερησίως. Αρκετοί εργαζόμενοι αποδέχθηκαν την πρόταση αυτή και μετακινήθηκαν σε άλλες φυλάξεις (κυρίως στον ΟΣΕ) με ωράριο πλήρους απασχόλησης και με αποδοχές σύμφωνες με την προαναφερθείσα από 7-12-2012 επιχειρησιακή σύμβαση. Ο ενάγων αρνήθηκε την ανωτέρω πρόταση της εναγομένης προς μετατροπή της σύμβασης εργασίας του από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, ως είχε δικαίωμα, και τότε η τελευταία, δια της από 15-5-2013 εξώδικης δηλώσεώς της, που επιδόθηκε αυθημερόν σ’ αυτόν με δικαστικό επιμελητή, του ανακοίνωσε ότι είναι αναγκασμένη να τον μετακινήσει στη φύλαξη άλλης εγκατάστασης. Παράλληλα δε, τον κάλεσε το πρώτον να της προσκομίσει την άδεια εργασίας του. Επί της ανωτέρω εξωδίκου ο ενάγων απάντησε με την από 20-5-2013 εξώδικη δήλωσή του, που επιδόθηκε αυθημερόν στην εργοδότριά του. Με αυτήν γνωστοποίησε και εγγράφως στην εναγομένη ότι αρνείται τόσο τη μετατροπή της εργασιακής του σύμβασης από πλήρους σε μερικής απασχόλησης, όσο και τη μείωση του μισθού του και δη εντός των πλαισίων που υπαγορεύονταν από τη νέα επιχειρησιακή σύμβαση εργασίας. Κατόπιν της εξελίξεως αυτής, η εναγόμενη απέστειλε στον ενάγοντα την από 28-5-2013 εξώδικη απάντησή της, που επιδόθηκε σ’ αυτόν με τον δικαστικό επιμελητή, με την οποία του κατέστησε γνωστό ότι, εφόσον δεν αποδέχθηκε τη μετατροπή της εργασιακής του σύμβασης σε μερικής απασχόλησης και παράλληλα δεν προσκόμισε την κατά νόμον απαιτούμενη άδεια εργασίας του, εφεξής η σύμβασή του τίθεται σε καθεστώς αναστολής, έως ότου προβεί στην έκδοση της εν λόγω άδειας και την προσκομίσει σ’ αυτήν, υπό την έννοια ότι οι συμβαλλόμενοι δε θα έχουν στο διάστημα αυτό υποχρέωση προς παροχή εργασίας και καταβολή μισθού, αντιστοίχως. Έκτοτε δε, ο ενάγων έπαυσε να παρέχει την εργασία του. Με βάση τα παραπάνω καθίσταται πρόδηλο ότι η πρόταση της εναγομένης προς τους φύλακες των εγκαταστάσεων του ΑΠΘ, μεταξύ των οποίων και προς τον ενάγοντα, για μείωση του ημερησίου ωραρίου εργασίας τους, σύμφωνα με τη σύμβαση που είχε καταρτίσει με το τελευταίο, δεν αποτελούσε δυσμενή μεταβολή των όρων εργασίας του και τούτο, διότι αυτή έγινε στα πλαίσια διαβουλεύσεων με τους εργαζομένους της εταιρείας, με σκοπό την εξεύρεση συναινετικής λύσης στο ζήτημα που είχε ανακύψει και με την παροχή σ’ αυτόν της δυνατότητας να μην αποδεχθεί την τροποποίηση του ημερησίου ωραρίου εργασίας του και να μετακινηθεί στη φύλαξη άλλης εγκατάστασης, όπου θα εξακολουθούσε να εργάζεται επί οκτάωρο ημερησίως. Ούτε εξάλλου η μετακίνηση του ενάγοντος στη φύλαξη άλλης εγκατάστασης δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά δυσμενή μεταβολή των όρων υπό τους οποίους παρείχε την εργασία του, καθόσον, ενόψει της εξέλιξης αυτής, η εναγόμενη δεν είχε άλλη επιλογή από το να μεταβάλει τον τόπο εργασίας του, προκειμένου να συνεχίσει να τον απασχολεί επί οκτάωρο ημερησίως, ενώ σε κάθε περίπτωση, ο ακριβής τόπος παροχής της εργασίας του ενάγοντος ουδέποτε είχε αποτελέσει ρητό όρο της μεταξύ τους, από 7-8-1995, σύμβασης εργασίας. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει περίπτωση δυσμενούς μεταβολής των όρων της εργασιακής σχέσης του ενάγοντος και το αγωγικό αίτημα, περί αναγνωρίσεως του ότι η μεταβολή αυτή συνιστά καταγγελία της εργασιακής του σχέσης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο, όπως ορθά έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση, ο δε σχετικός λόγος της έφεσης του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, ούτε η από 28-5-2013 εξώδικη δήλωση της εναγομένης, με την οποία γνωστοποίησε στον ενάγοντα ότι εφόσον δεν προσκομίζει σ’ αυτήν την άδεια εργασίας του, η εργασιακή τους σχέση τίθεται σε επ’ αόριστο αναστολή, συνιστά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, καταγγελία της εργασιακής τους σχέσης. Τούτο, διότι η εναγομένη, με την ανωτέρω εξώδικη δήλωση, ουσιαστικά επανέλαβε το περιεχόμενο της από 15-5-2013 εξώδικης δήλωσής της και δεν εκδήλωσε την πρόθεσή της για οριστική άρνηση αποδοχής των υπηρεσιών του ενάγοντος για το μέλλον, αλλά, χρησιμοποιώντας τον αδόκιμο όρο της «αναστολής της εργασιακής σχέσης»,(παρ. 17) εξήρτησε σαφώς την αποδοχή των υπηρεσιών του από την τήρηση της νόμιμης προϋπόθεσης για έκδοση της άδειας εργασίας, την οποία, εφόσον προσκόμιζε ο ενάγων, θα αποδεχόταν τις υπηρεσίες του, μεταθέτοντας αυτόν σε άλλη υπηρεσία στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, όπως έκανε και με άλλους εργαζομένους της, η δε αδυναμία του ενάγοντος να εφοδιαστεί με άδεια εργασίας, λόγω προηγούμενης καταδίκης του, στις 19-7-1998, για παράνομη οπλοφορία, όπως, για πρώτη φορά με την κρινόμενη έφεσή του ισχυρίζεται ο τελευταίος, παραδεκτά, κατ’ άρθρον 527 του ΚΠολΔ, λόγω προαποδείξεως του ισχυρισμού με έγγραφο, αφορά τον ίδιο και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση νόμιμης αξιώσεώς του για αποδοχή των υπηρεσιών του από την εναγομένη. Συνεπώς, δεν αποδείχτηκε, ότι η ανωτέρω εξώδικη δήλωση της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας αποτελεί στην πραγματικότητα εκδήλωση της πρόθεσής της να παύσει οριστικά να αποδέχεται στο εξής την εργασία του ενάγοντος, οπότε αυτή δεν συνιστά καταγγελία της εργασιακής τους σχέσης, με συνέπεια να μην οφείλεται στον τελευταίο η καταβολή αποζημίωσης απόλυσης, το δε σχετικό αίτημα της αγωγής πρέπει να απορριφθεί, ως ουσιαστικά αβάσιμο. (...)(παρ. 18)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου