Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

ΜΕφΝαυπλίου 333/17 : Αλληλόχρεος λογαριασμός - ΓΟΣ - Ακυρότητα. Διαταγή πληρωμής - Ανακοπή - Έφεση. Διαταγή πληρωμής απο οφειλόμενο οριστικό κατάλοιπο ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού - Ανακοπή.

ΜΕφΝαυπλίου 333/17 Αλληλόχρεος λογαριασμός - ΓΟΣ - Ακυρότητα. Διαταγή πληρωμής - Ανακοπή - Έφεση.  Διαταγή πληρωμής απο οφειλόμενο οριστικό κατάλοιπο ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού - Ανακοπή.  Έφεση της εκκαλούσας Τράπεζας κατά της υπ' αρ. 80/14 αποφάσεως του ΜΠρΣπάρτης, με την οποία ακυρώθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κρίθηκε ότι ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360  ημερών αντί 365  ημερών,  έχει ως  αποτέλεσμα τη  σημαντική διατάραξη  της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων εις βάρος του καταναλωτή δανειολήπτη και εγγυητή και, ως εκ τούτου, είναι παράνομος και άκυρος κατ’ άρθρο 2 παρ. 6 εδ. α' Ν. 2251/1994, ενώ προσκρούει και στην αρχή της διαφάνειας. Συνάγεται λοιπόν, ότι η  διαμόρφωση της οφειλής των εφεσίβλητων από την επίμαχη σύμβαση είναι, κατά ένα τουλάχιστον μέρος, αποτέλεσμα εφαρμογής παράνομης τακτικής. Επιπλέον, το ακριβές ύψος αυτής της παράνομης χρέωσης, στην προκείμενη περίπτωση, δεν μπορεί να προσδιοριστεί από τους τηρούμενους λογαριασμούς και εγγραφές από την εκκαλούσα στα αποσπάσματα των λογαριασμών αυτών, με βάση τα οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, διότι δεν προκύπτει από αυτά, ούτε το επιτόκιο υπολογισμού των συμβατικών τόκων, ούτε των τόκων υπερημερίας, με αποτέλεσμα η απαίτηση να καθίσταται ανεκκαθάριστη, κατά τη διάταξη του άρθρου 624 παρ. 1 ΚΠολΔ. Απορρίπτει την έφεση ως κατ' ουσίαν αβάσιμη.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 333/2017

Αποτελούμενο από το Δικαστή Νικηφόρο Πρίντζη, Εφέτη και από τη Γραμματέα Ειρήνη Κορδώνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στο Ναύπλιο στις 15 Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την επόμενη υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία «...........ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «...................», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου της ΕΑ
Των εφεσίβλητων: 1) ……..και 3) …….. το γένος ………, κατοίκου ομοίως, οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους ΠΦ.
Οι εφεσίβλητοι με την από 13.6.2013 και υπ’ αρ. εκθ. καταθ. ανακ. …. ανακοπή τους προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν.
Το ανωτέρω Δικαστήριο εξέδωσε την 80/2014 οριστική απόφαση του με την οποία δέχθηκε εν όλω την ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε προς το Δικαστήριο αυτό η καθής η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα με την από 16.11.2015 και υπ' αρ. εκθ. καταθ. …. έφεση της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε στο Δικαστήριο αυτό με την ….. πράξη του Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού, ζητώντας να γίνει δεκτή για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις, στις οποίες αναφέρθηκαν και ζήτησαν όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ' αρ. εκθ. καταθ. ….. έφεση της εν όλω ηττηθείσας  πρωτοδίκως καθής η ανακοπή κατά της 80/21.3.2014 οριστικής  απόφασης  του   Μονομελούς  Πρωτοδικείου   Σπάρτης,   που εκδόθηκε κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία υπάγεται στη λειτουργική αρμοδιότητα του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου,  στο  οποίο  και  απευθύνεται,  δηλαδή  του   Μονομελούς Εφετείου Ναυπλίου, σύμφωνα με το (εφαρμοστέο κατ' άρθρο 72 παρ. 13 Ν. 3994/2011) νέο άρθρο 19 περ. α' ΚΠολΔ, όπως τούτο ισχύει μετά από την τροποποίηση του από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, αφού η έφεση αυτή ασκήθηκε, δηλαδή κατατέθηκε από την εκκαλούσα στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη (εκκαλούμενη) απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης κατ άρθρο 495 παρ. 1 και παρ. 2 ΚΠολΔ, μετά από τις 25.7.2011 και συγκεκριμένα στις 20.11.2015. Επίσης, η κρινόμενη υπ' αρ. εκθ. καταθ… έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως, εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς σύμφωνα με τα άρθρα 495 παρ. 1, παρ. 2 και παρ. 4 εδ. α' και γ' (όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 που ισχύει για τις κατατιθέμενες από τις 2.4.2012 και εφεξής εφέσεις κατά τα άρθρα 113 Ν. 4055/2012 και 25 παρ. 2 ΕισΝΚΠολΔ), 511,513 παρ. 1 εδ. α' στ. β', 516 παρ. 1, 517 εδ. α', 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ, επειδή α) κατά την (μεταγενέστερη της 2.4.2012) από 20.11.2015 άσκηση της ως άνω   εφέσεως   (κατάθεση   της   στη   Γραμματεία   του   Μονομελούς Πρωτοδικείου    Σπάρτης)    καταβλήθηκε    το    προσήκον    παράβολο, κατατεθέντος του υπ' αρ. …. διπλοτύπου στο Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης, όπως βεβαιώνει τούτος κάτω από το εφετήριο δικόγραφο, β) από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση στην εκκαλούσα (ή από αυτήν) της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι' αυτήν η καταχρηστική προθεσμία της τριετίας από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής, σύμφωνα με το προμνησθέν άρθρο 518 παρ, 2 ΚΠολΔ (όπως τούτο ίσχυε πριν από το Ν. 4335/2015) και γ) από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου της ως άνω εφέσεως. Μόλις που χρειάζεται να σημειωθεί, ότι επί της κρινόμενης έφεσης εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη ρητή μεταβατική διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. του Ν. 4335/2015, τα (παλαιά) άρθρα 495 έως και 500 και 511 έως και 537 ΚΠολΔ, όπως τούτα ίσχυαν πριν από την τροποποίηση τους από το Ν. 4335/2015, γιατί η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε κατ' άρθρο 495 παρ. 1 και παρ. 2 ΚΠολΔ, ήτοι κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σπάρτης πριν από την 1.1.2016 και δη στις 26.7.2013 [Απαλαγάκη Συστηματική Παρουσίαση των Βασικών Τροποποιήσεων του ΚΠολΔ από το Ν. 4335/2015 (2016), σελ. 39 και 227]. Επομένως, η έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, ήτοι ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Τρίτη 5 Δεκεμβρίου 2017

ΜονΠρΗρ 195/17 : ΔΕΗ - Διακοπή ρεύματος. Διαρκείς έννομες σχέσεις - Προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Το ζήτημα του παραδεκτού της αίτησης για απαγόρευση διακοπής της ηλεκτροδότησης και γενικώς παροχών κοινής ωφέλειας στο πλαίσιο ασφαλιστικών μέτρων ρύθμισης κατάστασης. Στο πλαίσιο διαρκούς έννομης σχέσης, δύναται να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η έννομη σχέση από την οποία απορρέουν διαρκείς παροχές, με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι "προσωρινές" παροχές έχουν περιορισμένη έκταση σε σύγκριση με εκείνες που θα κριθούν στο πλαίσιο της κύριας δίκης.

ΜονΠρΗρ 195/17 : ΔΕΗ - Διακοπή ρεύματος. Διαρκείς έννομες σχέσεις - Προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης. Το ζήτημα του παραδεκτού της αίτησης για απαγόρευση διακοπής της ηλεκτροδότησης και γενικώς παροχών κοινής ωφέλειας στο πλαίσιο ασφαλιστικών μέτρων ρύθμισης κατάστασης. Στο πλαίσιο διαρκούς έννομης σχέσης, δύναται να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η έννομη σχέση από την οποία απορρέουν διαρκείς παροχές, με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι "προσωρινές" παροχές έχουν περιορισμένη έκταση σε σύγκριση με εκείνες που θα κριθούν στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Περίπτωση παράνομης επέμβασης σε μετρητή ρεύματος/ρευματοκλοπής - έκδοση εξ αυτού του λόγου έκτακτου λογαριασμού σε βάρος της αιτούσας, η οποία και δεν τον πλήρωσε - Διακοπή της σύνδεσης του ρεύματος. Δεν πιθανολογηθηκε ως βάσιμος ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι το ακίνητο ήταν μισθωμένο κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα. Κρίση ότι η ως άνω ρευματοκλοπή συνέβη πράγματι από υπαιτιότητα της αιτούσας και των συνιδιοκτητών του διαμερίσματος και δη από αμέλειά τους, οι οποίοι, αν και όφειλαν και μπορούσαν, δεν φρόντισαν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας του μετρητή του διαμερίσματος τους από τις παρεμβάσεις τρίτων, εφόσον αυτός όπως η αιτούσα ομολογεί ήταν σε εξωτερικό σημείο της οικοδομής και είχε πρόσβαση σε αυτόν ο οποιοσδήποτε. Απορρίπτει την αίτηση.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 195/2017

Πρόεδρος: Μ. Σγουρού

[...] Η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης δεν αποτελεί ασφαλιστικό μέτρο με προκαθορισμένο περιεχόμενο, αλλά το πλαίσιο για τη λήψη πρόσφορων μέτρων (πρβλ. 692 παρ. 1 ΚΠολΔ), με τα οποία ορισμένη κατάσταση (682 ΚΠολΔ) που έχει διαμορφωθεί ή τείνει να διαμορφωθεί στις έννομες σχέσεις των διαδίκων, αντιμετωπίζεται προσωρινά, ωσότου κριθούν οριστικά οι έννομες σχέσεις τους, ως προς τις οποίες έχει προκύψει έριδα και εφόσον υπάρχει άμεση και πιεστική ανάγκη (επείγουσα περίπτωση) να ενεργοποιηθούν ως τότε ή ανάλογα να αδρανοποιηθούν εν όλω ή εν μέρει, για να αποφευχθεί η δημιουργία αμετάκλητων ή δυσβάστακτων συνεπειών ως προς το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κύριας δίκης (βλ. Κράνη σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα εκδ. 2000 άρθ. 731). Στη βάση, δηλαδή, της ρυθμιστέας κατάστασης πρέπει να υπάρχει ορισμένο δικαίωμα που προσβλήθηκε ή κινδυνεύει να προσβληθεί, ή έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, γι' αυτό δεν αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης απλές πραγματικές καταστάσεις (βλ. Κράνη, ό.π. άρ. 682 αρ. 8).
Υπό την έννοια αυτή η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης καλύπτεται από τα άρθρα 731 - 736 και έχει ευρύτερο περιεχόμενο από απλή εξασφάλιση ή διατήρηση του δικαιώματος με μέτρα ρυθμιστικού χαρακτήρα, αφού μπορεί να αφορά και κάθε άλλου είδους ρύθμιση, με την οποία εξυπηρετούνται οι ανεπίδεκτες αναβολής έννομες σχέσεις των διαδίκων και παράλληλα εμπεδώνεται η δικαιική ειρήνη. Στο πλαίσιο αυτό το άρθ. 731 προβλέπει ως πρόσφορο ασφαλιστικό μέτρο με το οποίο εκδηλώνεται η ρυθμιστική επέμβαση του δικαστηρίου, την επιβολή υποχρέωσης για ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή ορισμένης πράξης. Αντίθετα, καταδίκη σε δήλωση βούλησης (ενέργεια νομικής πράξης) δεν είναι επιτρεπτή με ασφαλιστικά μέτρα, αφού προϋποθέτει τελεσίδικη απόφαση στην κύρια διαγνωστική δίκη (949 ΚΠολΔ), ενώ οδηγεί και σε πλήρη ικανοποίηση του αντίστοιχου δικαιώματος (βλ. Κράνη ό.π άρθ. 731 αρ. 3). Αϊτών μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ισχυρίζεται διατάραξη στις έννομες σχέσεις του με τον αντίδικό του. Η προβλεπόμενη στο άρ. 731 ΚΠολΔ πράξη πρέπει να τελεί σε αντιστοιχία με τη διατάραξη και τα όρια της ουσιαστικής αξίωσής του. Στην ουσία η ρύθμιση του άρ. 731 ΚΠολΔ αποτελεί προσωρινή επιδίκαση της αντίστοιχης αξίωσης προς ενέργεια, παράλειψη, ή ανοχή πράξης. Το είδος της διατάραξης στις έννομες σχέσεις των διαδίκων είναι αδιάφορο και μπορεί να προέρχεται από όλο το φάσμα των ουσιαστικών εννόμων σχέσεών τους, σε οποιοδήποτε κλάδο του δικαίου και αν εντάσσονται, αρκεί να υπάρχει δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. Κράνη ό.π άρ. 683 αρ.1).
Αν η ασφαλιστέα αξίωση έχει ως αντικείμενο επαναλαμβανόμενες παροχές με μεγάλη χρονική διάρκεια, όταν δηλαδή η ασφαλιστέα αξίωση αφορά την απόλαυση αγαθών διαρκώς, στο πλαίσιο διαρκούς έννομης σχέσης, δύναται να τεθεί σε προσωρινή λειτουργία η έννομη σχέση από την οποία απορρέουν διαρκείς παροχές, με τη μορφή της προσωρινής ρύθμισης της κατάστασης, τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις που οι "προσωρινές" παροχές έχουν περιορισμένη έκταση σε σύγκριση με εκείνες που θα κριθούν στο πλαίσιο της κύριας δίκης. Στην κατηγορία αυτή θα πρέπει να υπαχθούν και οι παροχές που η εκπλήρωσή τους γίνεται περιοδικώς, περιλαμβάνουν πολλές στιγμιαίες πράξεις, οι οποίες όμως παρουσιάζουν μια ενότητα και συνέχεια κατά την εκτέλεσή (λειτουργία) τους και επιπλέον τα μέρη δεν ενδιαφέρονται μόνο για το αποτέλεσμα αλλά και για την ομαλή εκπλήρωση κατά τις ενδιάμεσες φάσεις (βλ. Στέλιος Σταματόπουλος, "Αρχές (όρια και μέτρο) των ασφαλιστικών μέτρων στην πράξη" Δ 2003, 816 επ.).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αξίωσης διαρκούς παροχής είναι από παροχή κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, ΟΤΕ κ.λπ.) (προμηθευτικές συμβάσεις) ή οι διαφορές που προκύπτουν από τη σύμβαση εργασίας και την άκυρη καταγγελία αυτής, ώστε να παρίσταται αναγκαία η προσωρινή επαναπρόσληψη αυτού (βλ. Σταματόπουλο, ό.π., σελ. 825).
Κατά μια άποψη, στην περίπτωση των προμηθευτικών συμβάσεων, εφόσον το αντικείμενο των ασφαλιστικών μέτρων είναι η προσωρινή απαγόρευση της διακοπής της κοινωφελούς παροχής (π.χ. ηλεκτροδότησης, υδροδότησης κ.λπ.), τότε ζητείται παραδεκτά η απαγόρευση διακοπής της στο πλαίσιο προσωρινών μέτρων ρύθμισης κατάστασης (βλ. σχετ. παρατηρήσεις Παν. Γιαννόπουλου σε ΕΠολΔ 2012, 491 υπό την ΜΠρΑγρ 441/2012 ΕΠολΔ 2012, 485, Κράνη σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα, Κονδύλη, Νίκα εκδ. 2000 άρθ. 731/732 αρ. 5 in fine, Στ. Σταματόπουλος, ό.π., σελ. 826, Βαθρακοκοίλης Ασφαλιστικά Μέτρα εκδ. 2012 άρ. 731 - 732 αριθ. 232, ΜΠρΧαλκ 203/1991 Δ 1992, 223 με σημείωμα Σταματόπουλου, ΜΠρΚοζ 56/2009, ΜΠρΑθ 3745/2005 ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 9275/2005 Δ 2006,395), με επίκληση προεχόντως του διαρκούς χαρακτήρα της σύμβασης, του επιχειρήματος ότι σε ανάλογες περιπτώσεις δεν εγείρεται ζήτημα εξασφάλισης ή διατήρησης του ασφαλιστέου δικαιώματος, αλλά προσωρινής διατήρησης των συνθηκών εκείνων που υπήρχαν στη διαμορφωμένη κατά το χρόνο που επιχειρήθηκε η μεταβολή ή άλλη αλλοίωση της εριζόμενης έννομης σχέσης και την αποτροπή δημιουργίας ανεπανόρθωτης βλάβης καθ' όλο το χρονικό διάστημα, εωσότου κριθεί οριστικά το ασφαλιστέο δικαίωμα (ΜΠρΚοζ 56/2009 ΝΟΜΟΣ) και τέλος, ότι στις περιπτώσεις που ο πάροχος των κοινωφελών υπηρεσιών έχει δεσπόζουσα ή καθολική θέση στην αγορά, η απειλή διακοπής της παροχής των υπηρεσιών του λόγω μη ικανοποίησης των οικονομικών απαιτήσεών του, υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης και συνιστά καταχρηστική άσκηση δικαιώματος (ΜΠρΑγρ 441/2012 ΕΠολΔ 2012, 485, ΜΠρΑθ 3745/2005 ΝΟΜΟΣ).

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

ΣτΕ (Ε') 1907/17 : Αιγιαλός - Λιμένες - Ιδιωτικά ακίνητα - Απαλλοτρίωση - Άρση.

ΣτΕ (Ε') 1907/17 : Αιγιαλός - Λιμένες - Ιδιωτικά ακίνητα - Απαλλοτρίωση - Άρση. Ζητείται η ακύρωση αποφάσεως του Νομάρχη Αττικής περί καθορισμού χερσαίας ζώνης λιμένος Πόρτο Ράφτη και β) η παράλειψη της Διοικήσεως να επιληφθεί του αιτήματος περί άρσεως αφενός της μη συντελεσθείσας απαλλοτρίωσης τμήματος ακινήτου ευρισκόμενου εντός της παραλίας Πόρτο Ράφτη και αφετέρου της δέσμευσης που συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός τμήματος του επίμαχου ακινήτου ως ευρισκόμενου εντός της χερσαίας ζώνης λιμένος. O αιγιαλός και η παραλία περιλαμβάνονται στα κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού. O καθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού και της παραλίας επάγεται την κήρυξη ως αναγκαστικώς απαλλοτριωτέων τυχόν ιδιωτικών ακινήτων κειμένων εντός των καθοριζομένων ορίων. Oι περιλαμβανόμενοι στη χερσαία ζώνη λιμένος χώροι (αιγιαλός και συνεχόμενοι παραλιακοί) αποτελούν κοινόχρηστους χώρους, προοριζόμενους μόνο για έργα και εγκαταστάσεις που εξυπηρετούν την εμπορική, επιβατική, ναυτιλιακή, τουριστική και αλιευτική κίνηση και γενικότερα τις λειτουργικές ανάγκες του λιμένος. Με την πράξη καθορισμού χερσαίας ζώνης λιμένος δεν κηρύσσεται ταυτόχρονα αναγκαστική απαλλοτρίωση των τυχόν ευρισκόμενων εντός αυτής ιδιωτικών ακινήτων, αλλά απαιτείται η έκδοση αυτοτελούς διοικητικής πράξεως περί κηρύξεως αυτής.Υποχρέωση της Διοίκησης να άρει την αναγκαστική απαλλοτρίωση σε περίπτωση κήρυξής της, αλλά μη συντέλεσής της επί μακρό χρονικό διάστημα, που υπερβαίνει τα εύλογα όρια. Εν προκειμένω λοιπόν, ακυρώνει τη σιωπηρή άρνηση της Διοίκησης να επιληφθεί του αιτήματος περί άρσεως της μη συντελεσθείσας απαλλοτρίωσης τμήματος ακινήτου χαρακτηρισθέντος ως ευρισκόμενου εντός της παραλίας Πόρτο Ράφτη και της δέσμευσης που συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός τμήματος του επίμαχου ακινήτου ως ευρισκόμενου εντός της χερσαίας ζώνης λιμένος. Δέχεται εν μέρει την υπό κρίση αίτηση.

Αριθμός 1907/2017
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2015, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Σύμβουλος της Επικρατείας, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος και του αναπληρωτή της Αντιπροέδρου, καθώς και των αρχαιοτέρων της Συμβούλων, που είχαν κώλυμα, Π. Καρλή, Θ. Αραβάνης, Σύμβουλοι, Ρ. Γιαννουλάτου, Μ. Μπαμπίλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Οικονόμου.
Για να δικάσει την από 22 Μαρτίου 2007 αίτηση:
των: 1) ………….και 10) Ομόρρυθμης Εταιρείας με την επωνυμία «……..O.Ε.», που εδρεύει στο Πόρτο Ράφτη Αττικής, η οποία παρέστη με τον δικηγόρο ΑΣ (Α.Μ. ….), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
κατά των: 1) Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Ε… Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Μαρκοπούλου Μεσογαίας, που εδρεύει στο Πόρτο Ράφτη του Δήμου Μαρκοπούλου Μεσογαίας Αττικής, το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο ΑΠ (Α.Μ.….), που τον διόρισε με απόφαση το Διοικητικό του Συμβούλιο.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 41582/21.10.1969 απόφαση του Νομάρχη Αττικής (ΦΕΚ 239 τ. Δ 1969) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Μ. Μπαμπίλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας εταιρείας που παρέστη, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του καθ’ ου Λιμενικού Ταμείου και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά έντυπα υπ’ αριθμ. ….. και ……2013).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία παραπέμφθηκε στο δικαστήριο λόγω αρμοδιότητας με την 18466/2013 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, ζητείται, καθ’ ερμηνεία του σχετικού δικογράφου, η ακύρωση α) της υπ’ αριθμ. 41582/21.10.1969 αποφάσεως του Νομάρχη Αττικής περί καθορισμού χερσαίας ζώνης λιμένος Πόρτο Ράφτη Αττικής (Δ΄ 239) και β) η παράλειψη της Διοικήσεως να επιληφθεί του αιτήματος περί άρσεως αφενός της μη συντελεσθείσας απαλλοτρίωσης τμήματος ακινήτου ευρισκόμενου εντός της παραλίας Πόρτο Ράφτη και αφετέρου της δέσμευσης που συνεπάγεται ο χαρακτηρισμός τμήματος του επίμαχου ακινήτου ως ευρισκόμενου εντός της χερσαίας ζώνης λιμένος.
3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεδομένου ότι, όπως έχει κριθεί, οι διαφορές που ανακύπτουν από τη σιωπηρή άρνηση αποχαρακτηρισμού ιδιωτικού ακινήτου ως ευρισκόμενου εντός παραλίας ή χερσαίας ζώνης λιμένος έχουν το χαρακτήρα ακυρωτικής διαφοράς υπαγόμενης στην αρμοδιότητα του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως διαφορές αναφυόμενες κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί αιγιαλού και παραλίας (βλ. ΣτΕ 582/2016 7μ., 565/2016, 1949/2014, πρβλ. ΣτΕ 565/2016).
4. Επειδή, οι εκ των αιτούντων Α., Α., Μ., Θ., Β., Μ., Ε., Μ. και Φ. δεν παρέστησαν στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε εμφανίσθηκαν για να εγκρίνουν την άσκηση του ενδίκου μέσου, δεν προσκομίσθηκε δε γι’ αυτούς συμβολαιογραφικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας στον υπογράφοντα το δικόγραφο δικηγόρο, ενώ η μνεία στο δικόγραφο περί ορισμού ως αντικλήτου όλων των ανωτέρω του X….., ο οποίος είναι νόμιμος εκπρόσωπος της αιτούσης εταιρείας «.…. Ο.Ε.» δεν νομιμοποιεί ως προς τους ως άνω διαδίκους τον παραστάντα δικηγόρο Ευάγγελο Μπίκα. Συνεπώς, ως προς αυτούς η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη [άρθρ. 27 παρ. 2 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2479/1997 (Α΄ 67)] (βλ. ΣτΕ 4115/2013 σκ. 4).
5. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον από την εταιρία «….. Ο.Ε.», φερόμενη ως μισθώτρια του καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος με την επωνυμία «…………..», το οποίο βρίσκεται εντός της επίμαχης εκτάσεως (πρβλ. ΣτΕ 1155/2016 Ολ., 3760/2014 7μ., 3908/2012 κ.ά.), συνιδιοκτήτες της οποίας, κατά ποσοστό 113/160, φέρονται οι Χ. και Σ. (συμβόλαιο υπ’ αριθμ. …. της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. …).
6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, με την υπ’ αριθ. Δ. 13682/7915/18.12.1965 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Περί επικυρώσεως εκθέσεων και διαγράμματος Επιτροπής καθορισμού της οριογραμμής του αιγιαλού, εις περιοχήν Πόρτο - Ράφτη – Σχοινιά Μαραθώνος» (ΦΕΚ παράρτημα 28/11.2.1966) επικυρώθηκαν οι από 13.10.1961, 10.10.1961 και από 20.10.1961 και 17.11.1961 εκθέσεις της Επιτροπής Καθορισμού Χειμαρίου Κύματος στην περιοχή Πόρτο Ράφτη Σχοινιά (Μαραθώνος) καθώς και το συνοδεύον τις εκθέσεις αυτές από 5.5.1960 διάγραμμα, ενώ με το β. δ/γμα υπ’ αριθ. 173/16.2.1966 «Περί δημιουργίας παραλίας εν τη από Πόρτο Ράφτη μέχρι και του Ακρωτηρίου Αγ. Μαρίνης Μαραθώνος περιοχή» (ΦΕΚ Α΄ 43/2.3.1966) εγκρίθηκε «προς προσαύξηση του αιγιαλού» η δημιουργία «παραλίας» στην περιοχή Πόρτο Ράφτη μέχρι το ακρωτήριο της Αγ. Μαρίνας Μαραθώνος, όπως αυτή καθορίσθηκε από την αρμόδια Επιτροπή και χαράχθηκε στο από 5.5.1960 σχετικό διάγραμμα. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 41582/21.10.1969 και ήδη προσβαλλόμενη απόφαση του Νομάρχη Αττικής (ΦΕΚ Δ΄ 239/16.12.1969), εκδοθείσα κατ’ εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των διατάξεων του α.ν. 2344/1940, εγκρίθηκε ο καθορισμός της χερσαίας ζώνης του λιμένος Πόρτο Ράφτη, όπως τα όρια της ζώνης αυτής εμφαίνονται στο συνδημοσιευθέν με την ως άνω απόφαση τοπογραφικό διάγραμμα. Στη συνέχεια, με την υπ’ αριθ. 2669/7.4.1982 απόφαση του Νομάρχη Αττικής (ΦΕΚ Δ΄ 449/13.9.1982) επικυρώθηκαν οι από 13.10.1961, 20.10.1961, 10.11.1961 και 17.11.1961 εκθέσεις της Επιτροπής που καθόρισε τα όρια του αιγιαλού και της παραλίας στην περιοχή από Πόρτο Ράφτη μέχρι την περιοχή Αγίου Παντελεήμονος Μαραθώνος καθώς και τα σχετικά συνδημοσιευθέντα τοπογραφικά και υψομετρικά διαγράμματα που συνοδεύουν τις ανωτέρω εκθέσεις. Ακολούθησε η έκδοση της υπ’ αριθ. Α 5404/692 π.ε./8.2.1983 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Δ΄ 52/7.3.1983) περί εγκρίσεως δημιουργίας ζώνης παραλίας «για την προσαύξηση του αιγιαλού» στην περιοχή από Πόρτο Ράφτη μέχρι την περιοχή Αγίου Παντελεήμονος Μαραθώνος.

Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017

ΕιρΠάρου 3/17: Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Ν.3869/10. Στοιχεία της αίτησης υπαγωγής στο Ν. 3869/2010 - Προϋποθέσεις υπαγωγής. Μείωση εισοδήματος αιτούσας - Αδυναμία - Έλλειψη δόλου.

ΕιρΠάρου 3/17Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα - Ν.3869/10. Στοιχεία της αίτησης υπαγωγής στο Ν. 3869/2010 - Προϋποθέσεις υπαγωγής. Μείωση εισοδήματος αιτούσας - Αδυναμία - Έλλειψη δόλου. Ρύθμιση των χρεών της με μηνιαίες καταβολές επί πενταετία. Το δικαστήριο έκρινε ότι η εκποίηση της ακίνητης περιουσίας της αιτούσας είναι απρόσφορη, καθώς οι αντικειμενικές αξίες είναι χαμηλές συγκριτικά με το ύψος των οφειλών της και, λαμβάνοντας υπόψη την κρίση που επικρατεί στην αγορά ακινήτων, τυχόν ρευστοποίησή τους δεν θα απέφερε τον επιδιωκόμενο σκοπό. Ορίζει μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας μετά την πενταετία. Δεκτή η αίτηση.


ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΡΟΥ
ΑΡΙΘΜΟΣ 3/2017

Πρόεδρος: Κ. Ζορμπά (Ειρηνοδίκης)

[…Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 3869/2010, που αφορά «Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις», ορίζεται ότι: «1. Φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. 2. Δεν επιτρέπεται η ρύθμιση οφειλών που: α) έχουν αναληφθεί το τελευταίο έτος πριν την υποβολή της αίτησης για την έναρξη διαδικασίας κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου και β) που προέκυψαν από αδικοπραξία που διαπράχθηκε με δόλο, διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δευτέρου βαθμού, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης. Απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου μπορεί να γίνει μόνο μία φορά».
Από το συνδυασμό των άρθρων 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και 4 του Ν. 3869/2010 προκύπτει ότι η αίτηση οφειλέτη για υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του Ν. 3869/2010, για να είναι ορισμένη, πρέπει να γίνεται αναφορά σε αυτήν: 1) της μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών του αιτούντος φυσικού προσώπου, 2) της κατάστασης της περιουσίας του, 3) της κατάστασης των πιστωτών του και των απαιτήσεών τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, 4) σχεδίου διευθέτησης των οφειλών του και 5) αιτήματος ρύθμισης αυτών, με σκοπό την προβλεπόμενη από το νόμο απαλλαγή του (Αθ. Κρητικός, Ερμηνεία Ν. 3869/2010, έκδοση 2010, σελ. 64 και Ε. Κιουπτσίδου, Αρμ. 64, σελ. 1477), παράλληλα δε πρέπει να περιλαμβάνει σε αυτή αίτημα προς επικύρωση του προτεινόμενου σχεδίου διευθέτησης, ώστε να αποκτήσει αυτό ισχύ δικαστικού συμβιβασμού και επικουρικά να ζητεί την ρύθμιση των χρεών από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 3869/2010. Λοιπά στοιχεία, όπως ο χρόνος ανάληψης των δανειακών υποχρεώσεων, τα αίτια της πολλαπλής δανειοδότησης (υπερδανεισμού) του αιτούντα και οι συγκυρίες που τον οδήγησαν στην αδυναμία πληρωμής των χρεών του, καθώς και το ακριβές χρονικό σημείο από το οποίο και εντεύθεν αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις, δεν αποτελούν απαιτούμενα στοιχεία για το ορισμένο της αίτησης κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 3869/2010, αλλά ανάγονται στην ουσιαστική βασιμότητά της, αποτελούν αντικείμενο απόδειξης και θα εξεταστούν περαιτέρω.
Επιπλέον, ο Ν. 3869/2010 έχει ως σκοπό να διευκολύνει την, έστω και μερική, εξόφληση των χρεών, στην οποία δεν θα μπορούσαν να προβούν οι οφειλέτες χωρίς τη ρύθμιση, όπως και να τους ανακουφίσει κατά το δυνατόν από τη διαρκή πίεση των ατομικών καταδιώξεων. Δεν περιλαμβάνεται, όμως, στις επιδιώξεις του νομοθέτη η απαλλαγή από χρέη ή από υπόλοιπά τους, όταν είναι δυνατή –ή σε όποιο βαθμό είναι δυνατή– η ικανοποίησή τους βάσει της υπάρχουσας περιουσιακής κατάστασης του οφειλέτη. Αυτός είναι σε κάθε περίπτωση υποχρεωμένος να εξυπηρετήσει τις οφειλές του και με τα εισοδήματα από την εργασία του, αλλά και με την περιουσία του. Το δικαστήριο δε, εάν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παραδοχή της αίτησης, λαμβάνει υπόψη του, για τη μορφή της ρύθμισης που θα διατάξει, όλα τα υποβαλλόμενα ενώπιόν του στοιχεία και πρέπει βάσει των διατάξεων του νόμου: α) να προβεί σε ρύθμιση μηνιαίων καταβολών από τα εισοδήματα του οφειλέτη για χρονικό διάστημα από τρία έως πέντε έτη, ώστε να επέλθει από αυτή την πηγή, μερική τουλάχιστον, εξόφληση των χρεών του, αν αυτός δεν έχει επαρκή περιουσιακά στοιχεία, β) να διατάξει την εκποίηση της τυχόν υφιστάμενης ρευστοποιήσιμης περιουσίας του οφειλέτη διορίζοντας και εκκαθαριστή, και τέλος γ) να προβεί σε περαιτέρω ρύθμιση σταδιακών καταβολών του οφειλέτη, προκειμένου να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμεύει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύρια κατοικία του. Οι τρεις προαναφερόμενες ρυθμίσεις δεν αποκλείουν η μία την άλλη και συχνά θα πρέπει να διαταχθούν σωρευτικά (Ε. Κιουπτσίδου, Αρμ. 64, σελ. 1486). Επομένως, οι επιμέρους δυνατότητες ρυθμίσεων που προσδιορίζονται από το νόμο και ο τρόπος με τον οποίο θα τα καθορίσει το Δικαστήριο συμπλέκονται μεταξύ τους.

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017

ΣυμβΕφΠατρών 120/2017 : "Υπάλληλοι νομαρχιακής αυτοδιοικήσεως - Πλαστογραφία με χρήση - Απιστία στην υπηρεσία - Υπεξαίρεση στην υπηρεσία - Απάτη - Περιουσία νπδδ - Πλαστογράφηση επιταγών"

Εγκλήματα τελεσθέντα στην υπηρεσία από υπάλληλο της διευθύνσεως οικονομικών υπηρεσιών νομαρχιακής αυτοδιοικήσεως. Κατάρτιση ψευδών εγγράφων και συγκεκριμένα επιταγών εκδόσεως της υπηρεσίας του, παράδοση σε ανύποπτους συναδέλφους του με την εντολή να τις εμφανίσουν στις συνεργαζόμενες με τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση τράπεζες και παράνομη ιδιοποίηση των αντίστοιχων ποσών. Πλαστογράφηση επιταγών και παράδοσή τους σε συναδέλφους που αγνοούσαν την αξιόποινη αυτή συμπεριφορά με την εντολή να τις εμφανίσουν σε συνεργαζόμενες με τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση τράπεζες. Παράνομη ιδιοποίηση των χρημάτων. Βλάβη της περιουσίας του νομικού προσώπου της νομαρχιακής αυτοδιοικήσεως κατά ποσό που υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ. Τέλεση της αξιόποινης αυτής πράξης κατ’ επάγγελμα. Παράνομη ιδιοποίηση ποσού από την είσπραξη επιταγών. Απόφαση περί μη απαγγελίας κατηγορίας σε βάρος των κατηγορουμένων συναδέλφων του ως άνω υπαλλήλου για τις αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδονται. Παραπομπή για πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα με σκοπό οφέλους άνω των 150.000 ευρώ, για απάτη κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα με αντικείμενο αξίας άνω των 150.000, για υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση από κοινού με συγκατηγορούμενή του, που επίσης υπηρετούσε στην οικονομική διεύθυνση της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, χρημάτων, τα οποία έλαβαν στην κατοχή τους λόγω της υπαλληλικής ιδιότητάς τους, τα οποία υπερέβαιναν το χρηματικό ποσό των 120.000 ευρώ.

Αριθμός: 120/2017
(Αριθ. Ειδ. Βιβλίου: 120/2017)
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Στεφανία Καρατζά, Πρόεδρο Εφετών, Μηλιά Καραγκιοζίδου Εισηγήτρια και Αγγελική ΔέτσηΕφέτες.
Συνεδρίασε στο γραφείο των διασκέψεων στις 14  Ιουνίου 2017 με παρουσία και του Γραμματέως Δημητρίου Παπαπάνου.
Το Συμβούλιο καλείται να αποφανθεί για την ποινική υπόθεση στην οποία o Αντεισαγγελέας Εφετών Πατρών Γεώργιος Μπισμπίκης, έχει υποβάλει την πρότασή του με αριθμό 87/2017 που έχει ως εξής:

«Εισάγω, ενώπιον του Συμβουλίου Σας, κατά το άρθρο 308 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την προκείμενη ποινική δικογραφία κατά των: 1) ... - 16) ..., οποίοι κατηγορούνται: α) Για πλαστογραφία με χρήση με σκοπό οφέλους άνω των 150.000 ευρώ, β) απιστία στην υπηρεσία με αντικείμενο αξίας άνω των 150.000 ευρώ, γ) υπεξαίρεση στην υπηρεσία με αντικείμενο αξίας άνω των 150.000 ευρώ και δ) απάτη με αντικείμενο αξίας άνω των 150.000 ευρώ, τις οποίες τέλεσαν από κοινού, κατά συνήθεια και κατ΄ επάγγελμα, κατ΄εξακολούθηση, όντες υπάλληλοι και μεταχειριζόμενοι ιδιαίτερα τεχνάσματα προς διευκόλυνση των υπό στοιχ. β, γ αξιόποινων πράξεων, άπασες δε οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις στρέφονται κατά της περιουσίας νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Περαιτέρω, ο εκ των ανωτέρω κατηγορουμένων, ... κατηγορείται για δωροδοκία υπαλλήλου, ο δε ... για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, ήτοι για παράβαση των άρθρων: 1, 12, 13α και στ, 14, 27 παρ.1, 45, 51, 52, 94 παρ.1, 98 παρ.1, 216 παρ.1, 3, 256 παρ.2 περ. γ στοιχ. β, 258 παρ.2 περ. γ στοιχ. β, 236 παρ.1 και 2, 386 παρ.1, 3 και 394 παρ.1, 4 του ΠΚ και άρθρ. 1 §§ 1 Ν. 1608/1950, ως η παρ. 1 του άρθρ. 1, που είχε αντικ. με άρθρ. 4 § 5 Ν. 1738/1987 και τροπ. με άρθρ. 2 Ν. 1877/1990, αντικ. εκ νέου με άρθρ. 36 § 1 Ν. 2172/1993 και στη συνέχεια τροπ. και συμπλ. με άρθρ. 24 § 3 Ν. 2298/1995 και τροπ. με άρθρ. 4 § 3α Ν. 2408/1996 και εκθέτω τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 § 1 εδ. γ΄ και δ΄ Κ.Π.Δ., όπως η παρ.1 αντικ. με αρθρ. 15 του Ν. 3904/2010, στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του Ν. 1608/50, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο των Εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα και κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν γι΄ αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της κυρίας ανακρίσεως και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 έγκλημα. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποσκοπεί στην ταχεία εισαγωγή των σχετικών υποθέσεων προς συζήτηση στο ακροατήριο και την δικαστική εκκαθάριση των προβλεπομένων στο Ν. 1608/1950 εγκλημάτων [ΟλΑΠ 390/1992, Ποιν. Χρ. ΜΒ΄ 522, Α.Π. 1186/2007, Ποιν. Χρ. ΝΗ΄ 410, Α.Π. 1384/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ΄ 619], προκύπτει ότι, ιδρύεται υλική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών προς περάτωση της κύριας ανάκρισης, αποφαινομένου τούτου αμετακλήτως σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, σε κάθε περίπτωση που ασκήθηκε ποινική δίωξη και ενεργήθηκε ανάκριση για πράξη που προβλέπεται από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 και ο Εισαγγελέας Εφετών, εφόσον ασκήθηκε ποινική δίωξη για πράξη που εμπίπτει στον άνω νόμο, μετά την τυπική περάτωση της κύριας ανάκρισης, είναι υποχρεωμένος, εάν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, να απευθυνθεί προς το Συμβούλιο Εφετών, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο για την ουσιαστική περάτωση της ανάκρισης σε κάθε περίπτωση, υφισταμένης δηλαδή αρμοδιότητας τούτου, και όταν, κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει, ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως, όταν κριθεί, ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή των άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 1, οπότε, σ αυτή την περίπτωσηοφείλειαφού δώσειμε βάση τα περιστατικά που κατά την κυριαρχική του εκτίμηση προέκυψαν, τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, να παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο τον κατηγορούμενο, για να δικαστεί για την πράξη αυτή, όπως ορθά αυτή χαρακτηρίσθηκε από τούτο [Συμβούλιο Εφετών], το σχετικό δε βούλευμά του, δεν υπόκειται σε αναίρεση [Α.Π. 541/2008, αδημ., Α.Π. 1186/2007, Ποιν. Χρ. ΝΗ΄ 410, Α.Π. 1384/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ΄ 619, ΤρΕφΚακΑθ 2278/2008, Ποιν. Χρ. ΝΗ΄ 1002, ΣυμβΕφΑθ 1205/2009, αδημ.].

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, όπως τροποποιηθείσα και συμπληρωθείσα, κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω, ισχύει σήμερα και ίσχυε και κατά τους χρόνους που φέρεται ότι ενήργησε ο κατηγορούμενος, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 216, 218, 235, 236, 237, 242, 256, 258, 372, 375 και 386 του Ποινικού Κώδικα, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή κατ’ άλλου νομικού προσώπου απόεκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263Α του Ποινικού Κώδικα και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών [ήδη 150.000 ευρώ], επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης, και αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Από την άνω διάταξη προκύπτει, ότι ο νόμος 1608, δεν καθιερώνει αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μεταβάλλει τους όρους και τα στοιχεία των αναφερομένων στο άρθρο 1 αυτού εγκλημάτων, αλλά απλώς επαυξάνει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, την ποινή [βλ. τον χαρακτηριστικό τίτλο του: «Περί αυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων δια τους καταχραστάς του Δημοσίου»] και καθιστά την πράξη κακούργημα. Δηλαδή ο νόμος (1608/50) δεν διαπλάσσει νέα εγκλήματα, αφού είναι τα αυτά εγκλήματα του Π.Κ., απλώς σε διακεκριμένη μορφή [βλ. ΟλΑΠ 3/2008, Ποιν. Χρ. ΝΗ΄ 404, Α.Π. 222/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ΄ 43, Α.Π. 298/2008, αδημ.]. Εξ΄άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι για την στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανάται κάποιος και πείθεται να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος [Α.Π. 471/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ΄ 153, Α.Π. 407/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ΄139, Α.Π. 211/2008, Ποιν. Χρ. ΝΘ΄38, Α.Π. 1636/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ΄ 734, Α.Π. 1394/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ΄ 621, Α.Π. 1167/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ΄ 428, Α.Π. 2203/2006, Ποιν. Χρ. ΝΖ΄ 209]. Υποκειμενικώς απαιτείται ο δράστης να γνωρίζει τα ουσιαστικά περιστατικά της πράξης αυτής, δηλαδή τα ανωτέρω στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και να θέλει να τα παραγάγει. ]. Η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000  και ήδη των 120.000 ευρώ [παρ. 3 άρθρου 386 του Π.Κ.]. Περαιτέρωγια τη στοιχειοθέτηση της πλαστογραφίαςκατ άρθρο 216§ΠΚπου αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και της ακεραιότητας των εγγράφων συναλλαγών, απαιτείται αντικειμενικά είτε η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου (κατασκευή) από τον αυτουργό, που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη ή και με τα δύο, λέξεων, αριθμών ή σημείων, για την υποκειμενική δε θεμελίωσή του, απαιτείται δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και επί πλέον το σκοπό του δράστη (υπερχειλή δόλο), ηθελημένη ενέργεια να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης, ενώ είναι αδιάφορο αν η παραπλάνηση και ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Ειδικότερα ως κατάρτιση πλαστού νοείται η από την αρχή σύνθεση εγγράφου, που δεν υπήρχε προηγουμένως, από τον δράστη, που με την πράξη του αυτή εμφανίζει το έγγραφο ως προερχόμενο από άλλο πρόσωπο, το οποίο μπορεί να είναι και φανταστικό, ανύπαρκτο ή πεθαμένο, αρκεί από το περιεχόμενο του εγγράφου να προκύπτει το πρόσωπο του φερόμενου ως εκδότη του, είτε άμεσα, είτε έμμεσα βάσει του νόμου, της συνήθειας ή της συμφωνίας των μερών, και ως χρήση του νοείται το να καταστήσει ο δράστης αυτό προσιτό σε τρίτον του οποίου σκοπείται η παραπλάνηση (ΑΠ 3/2008 (Ολομ) ΠΧ ΝΗ 404, 35/2008(Σ) ΠΧ ΝΗ 835, 2247/2008(Σ) Πρξ&ΛογΠΔ 2008 764, 1306/2010 Πρξ&ΛογΠΔ 2010 396, 1141/2011 ΠΧ ΞΒ 421, 1712/2011(Σ) ΠΧ ΞΒ 515, 172/2012 ΤΝΠ Νόμος, 1380/2012 ΠΧ ΞΓ 465, 652/2013 ΠΧ 2014 113, 738/2013 ΤΝΠ Νόμος, 64/2014 ΤΝΠ Νόμος, 128/2015 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω για τη θεμελίωση της, κατ' άρθρο 216§§3α-1 ΠΚ, κακουργηματικής λόγω ποσού (άνω των 120.000με τοάρθρο 25§1β Ν. 4055/2012) πλαστογραφίας που στοιχειοθετείταιεφόσον σκοπείται ή επέρχεται σε τρίτον περιουσιακή βλάβη ή όφελος με την τέλεση της πλαστογραφίας, δεν είναι αναγκαίο η περιουσιακή μετακίνηση να είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πλαστογραφία, με την έννοια ότι θα πρέπει να επέρχεται ευθέως και αμέσως διά μόνης της υλικής πράξης της κατάρτισης ή νόθευσης εγγράφου. Αρκεί ότι το όφελος ή η περιουσιακή ζημία έχουν ενταχθεί στον επιδιωκόμενο σκοπό και στο εν γένει με την πλαστογραφία παραπλανητικό σχέδιο του δράστη και με την κατάρτιση του πλαστού εγγράφου διαμορφώνονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για να υπάρξει στη συνέχεια η δυνατότητα, έστω και με την παρεμβολή άλλων ενεργειών του δράστη, χρονικώς επομένων της καταρτίσεως του πλαστού εγγράφου, να επέλθει το σκοπηθέν όφελος ή η περιουσιακή ζημία. Οι τυχόν επιπρόσθετες και επόμενες ενέργειες του δράστη δεν αναιρούν το πρόσφορο της πλαστογραφίας να επιφέρει το περιουσιακό όφελος ή την περιουσιακή ζημία, την οποία επιδιώκει ο δράστης, αφού, κατά την έννοια της ερμηνευομένης διατάξεως, για τη θεμελίωση του αξιοποίνου ο νόμος απέβλεπε όχι στην αμεσότητα της ενέργειας του δράστη σε σχέση με το αποτέλεσμα της περιουσιακής βλάβης ή του οφέλους, αλλά στην αμεσότητα του κινδύνου, τον οποίο έχει αυτή καθ` εαυτή η υλική πράξη της πλαστογραφίας, έστω και αν πρέπει να ακολουθήσει ενδεχομένως και περαιτέρω ενέργεια αυτού, η οποία ουσιαστικώς ενεργοποιεί τον κίνδυνο της επελεύσεως του οφέλους ή της βλάβης. Σχετικά, τέλος, συνηγορεί και το γεγονός ότι στην πλαστογραφία με οποιαδήποτε μορφή (κατάρτιση πλαστού ή νόθευση γνησίου εγγράφου) η διαβάθμιση του αξιοποίνου της διαπλάσσεται στο νόμο ως έγκλημα σκοπού και με αυτήν, διαμέσου της συστηματικής ένταξής της στο κεφάλαιο του ΠΚ που περιέχει το εγκλήματα περί τα υπομνήματα, σκοπείται η ασφάλεια και η ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών και όχι των περιουσιακών δικαίων. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία από μόνη της αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 120.000 ή τα 150.000 σε περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 1§Ν. 1608/1950. Αμέσως ζημιούμενος από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του (ΑΠ 1034/2007 ΠΧ ΝΖ 694, 3/2008 (Ολομ) ΠΧ ΝΖ 404, 2247/2008(Σ) ΠΧ ΝΘ 128, 1913/2010(Σ) ΤΝΠ Νόμος, 2075/2010 Πρξ&ΛογΠΔ 2011 78, 461/2011 ΠΧ ΞΒ 102, 817/2011 ΤΝΠ Νόμος, 1627/2011(Σ) ΠοινΔικ 2013 488, 1712/2011(Σ) ΠΧ ΞΒ 515, 131/2013 ΠΧ ΞΔ 185, 303/2013 ΠΧ ΞΔ 30, 41/2014 ΠΧ ΞΕ 129) . Εξάλλου για τη θεμελίωση του εγκλήματος της χρήσης πλαστού εγγράφου απαιτείται αντικειμενικά ενέργεια του δράστη με την οποία αυτός επιτυγχάνει να καταστήσει το πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο προσιτό σε τρίτον, του οποίου και επιδιώκει την παραπλάνηση και υποκειμενικά δόλος, που συνίσταται στο ηθελημένο της ενέργειας αυτής του δράστη και στη γνώση του ότι το χρησιμοποιηθέν έγγραφο είναι πλαστό ή νοθευμένο, καθώς και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του εγγράφου αυτού άλλον για γεγονός που έχει έννομες συνέπειες, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 415/2007 ΠΧ ΝΗ 66, 1541/2007 Πρξ&ΛογΠΔ 2007 674, 1536/2008 Πρξ&ΛογΠΔ 2009 138, 269/2010 Πρξ&ΛογΠΔ 2010 399, 2041/2010 Πρξ&ΛογΠΔ 2011 73, 172/2012 ΤΝΠ Νόμος, 393/2013 ΠΧ ΞΔ 375) Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 256 Π.Κ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απιστίας περί την υπηρεσία απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικώς: ελάττωση της δημόσιας, δημοτικής κ.λ.π. περιουσίας, η διαχείριση της οποίας είναι εμπιστευμένη στον υπάλληλο, η ελάττωση να λαμβάνει χώρα κατά τον προσδιορισμό, την είσπραξη ή κατά την διαχείριση των φόρων, των δασμών, των τελών ή άλλων φορολογημάτων ή των οιωνδήποτε εσόδων και άμεσος δόλος του υπαλλήλου, ο οποίος συνίσταται στη θέλησή του να ελαττώσει τη δημόσια κ.λ.π. περιουσία και τη γνώση του, ότι με την πράξη ή την παράλειψή του επέρχεται ελάττωση, ως και σκοπός του να ωφεληθεί ο ίδιος ή άλλος, ανεξαρτήτως της πραγματοποιήσεώς του.
 Από την ίδια διάταξη περαιτέρω προκύπτει ότι από τις τρείς αναφερόμενες σ΄ αυτή δραστηριότητες του υπαλλήλου προηγείται ο προσδιορισμός, έπεται η είσπραξη και ακολουθεί η διαχείριση των εσόδων, που αφενός εναρμονίζονται μεταξύ τους και συνδέονται κατά χρονική ακολουθία. Έτσι είναι προφανές ότι ο προσδιορισμός και η είσπραξη των εσόδων αναφέρονται στη εισροή αυτών στα δημόσια ταμεία, οπότε από τον χρόνο της εισροής τους αποτελούν το «δημόσιο χρήμα» και μέρος της δημόσιας περιουσίας στην οποία ενσωματώθηκαν, η δε «διαχείρισή τους» αναφέρεται λογικά στις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που λαμβάνουν χώρα μετά την εισροή των εσόδων στα δημόσια ταμεία και την ταυτόχρονη ενσωμάτωσή τους στη δημόσια περιουσία, η οποία «διαχείριση» τους διαρκεί εφεξής χρονικά μέχρι την εκπλήρωση του συγκεκριμένου κάθε φορά κρατικού σκοπού. Επομένως η κατά το άρθρο τούτο «διαχείριση των εσόδων» αναφέρεται και καταλαμβάνει αναγκαίως τις διαχειριστικές πράξεις του υπαλλήλου, που έπονται της εισροής, αφού αυτή (εισροή) έχει ήδη επιτευχθεί και σκοπό έχουν (τα έσοδα) την ικανοποίηση των κρατικών αναγκών με διάθεση ή δαπάνη αυτών. Ετσι λοιπόν και, ενόψει του ότι ο σκοπός του κράτους παραμένει στο διηνεκές ο ίδιος (είσπραξη των εσόδων  διάθεσή τους προς ικανοποίηση των αναγκών του), επιτυγχάνεται δε δια μέσου διαφορετικής κατηγορίας υπαλλήλωνάλλων κατά τον προσδιορισμό και άλλων κατά την είσπραξηπρέπει να γίνει αναγκαίως δεκτό, ότι με τον όρο «διαχείριση των εσόδων» ο νόμος καταλαμβάνει και τις διαχειριστικές πράξεις των υπαλλήλων εκείνων, που διενεργούνται προς ολοκλήρωση του τελικού σκοπού του κράτους, οποίος είναι, όπως προεκτέθηκε, η ικανοποίηση των αναγκών του, που επιτυγχάνεται με διάθεση ή δαπάνη των εσόδων του. Συνεπώς ο νόμος (256 ΠΚ) ποινικοποιεί την συμπεριφορά των υπαλλήλων που προσδιορίζουν τα έσοδα, των υπαλλήλων που εισπράττουν αυτά και των υπαλλήλων που διαχειρίζονται τα ήδη εισπραχθέντα από το κράτος έσοδα, προς ικανοποίηση των αναγκών του, με νόμιμες διαθέσεις και δαπάνες, όπως εκείνο επιλέγει.
 Άλλως, στην περίπτωση που η εισροή έχει επιτευχθεί, η διάταξη «διαχείριση των εσόδων» θα ήταν περιττή, πλην όμως, όπως προαναφέρθηκε, εφόσον ο κρατικός σκοπός δεν έχει ακόμη τελειωθεί με την ικανοποίηση των κρατικών αναγκών, η ως άνω διάταξη του άρθρου 256 ΠΚ λειτουργεί μέχρι την ικανοποίηση του κρατικού σκοπού και απαιτεί την ίδια χρηστή διαχείριση και από τους τελευταίους υπαλλήλους που διαχειρίζονται τα ήδη αποκτηθέντα από το κράτος έσοδα. Άλλωστε, ο όρος διαχείριση εμπεριέχει αυτού την επιμέλεια, τόσο των εισπράξεων, όσο και των πληρωμών. Η ανωτέρω άποψη ενισχύεται και από το ότι θα αποτελούσε νομικό παράδοξο το άρθρο αυτό (256 ΠΚ) να έχει θεσπιστεί μόνο για τους υπαλλήλους που προσδιορίζουν και εισπράττουν τα έσοδα, όχι όμως και για εκείνους που διαχειρίζονται τα ήδη αποκτηθέντα από το δημόσιο έσοδα ή να εννοεί, ότι οι τελευταίοι απειλούνται από άλλη διάταξη, αφού, άλλωστε, δε γίνεται τέτοια παραπομπή (βλ. σχετΟλ.ΑΠ αριθμ.2/2009, Π.Χ/2009, σελ.504 επ.). Εξ΄ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 258 του ΠΚ, όπως η περ. γ΄ αντικαταστάθηκε με το άρ. 14 παρ. 5β του Ν. 2721/1999, «Υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι’ αυτότιμωρείταιαμε φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών· βαν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίαςμε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών· γμε κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: (α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή (β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ». Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρ. 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους, υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική τους μεταφορά στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη ή, καθ’ υπόδειξη του τελευταίουσε λογαριασμό τρίτου σε τράπεζαοπότε γίνεται δικαιούχος αυτός (δράστης ή τρίτοςκαι αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους κατά τις διατάξεις που διέπουν το τραπεζικό σύστημαβΙδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρ. 13 στοιχ. α του ΠΚόπως αυτή διευρύνεται με το άρ. 263α του ίδιου ΚώδικαΚαι γο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητααδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι’ αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Τέτοια βούληση υφίσταται και όταν εκμεταλλεύεται το πράγμα προς ίδιο όφελος και αντίθετα με τις δοθείσες οδηγίες του κυρίου του πράγματος. Εξάλλου, στοιχειοθετείται υπεξαίρεση και όταν πρόκειται για παραστατικά αξίας έγγραφα, όπως είναι οι πιστωτικοί τίτλοι, καθόσον αντικείμενο ιδιοποιήσεως εδώ είναι η ενσωματωμένη σε αυτά αξία. Περαιτέρω, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο, και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Έτσι, και ο εντολοδόχος που διαχειρίζεται χρήματα για λογαριασμό του εντολέα του δεν αποκτά κυριότητα επ’ αυτώνΑπό τη διάταξη δε του άρ. 719 ΑΚ προκύπτει ότιαν ο εντολοδόχος απέκτησε από την εκτέλεσητης εντολής χρήματα και αρνείται να τα διαθέσει προς περαιτέρω τυχόν εκτέλεση της εντολής ή να τα αποδώσει στον εντολέα, ιδιοποιούμενος αυτά, δεν αθετεί μόνο την υποχρέωσή του από το νόμο ή τη σύμβαση της εντολής, αλλά διαπράττει και την παράνομη πράξη της υπεξαιρέσεως. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει ένα πράγμα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί που μπορεί κανείς να μην έχει in concreto” αρμοδιότητατο πράγμα όμως δίνεται σ αυτόν ως υπάλληλο.
Για τη στοιχειοθέτηση δε του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία σε βαθμό κακουργήματος απαιτείται ή ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 ευρώ, ή το αντικείμενο της πράξεως να έχει αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ και ήδη 120.000 ευρώ(ΑΠ 50/2011, ΠΧ/2012 σελ. 30). Περαιτέρω κατά το άρθρο 236 του Π 1.<<Όποιος προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή μέσω τρίτου, «οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα», για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή ήδη τελειωμένη, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 5.000 έως 50.000 ευρώ.
*** Οι μέσα σε «» λέξεις της παραγράφου 1 αντικαταστάθηκαν ως άνω με το άρθρο 32 παρ.1 Ν.4258/2014, ΦΕΚ Α 94/14.4.2014.
 2. Αν η ως άνω ενέργεια ή παράλειψη αντίκειται στα καθήκοντα του υπαλλήλου, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή 15.000 έως 150.000 ευρώ.
*** Το άρθρο 236, το οποίο είχε τροποποιηθεί διαδοχικά με το άρθρο δεύτερο Ν.3666/2008 (ΦΕΚ Α΄ 105), άρθρο 22 Ν. 3849/2010, την παρ.1 άρθρου 2 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51, και αντικατασταθεί με το άρθρο 69 Ν.4139/2013 ΦΕΚ Α 74, αντικαταστάθηκε ως άνω με την υποπαράγραφο ΙΕ.7. άρθρου
 πρώτου Ν.4254/2014, ΦΕΚ Α 85/7.4.2014. Τέλος κατ΄ άρθρο 394.
 1. Οποιος με πρόθεση αποκρύπτει, αγοράζει, λαμβάνει ως ενέχυρο ή με άλλον τρόπο δέχεται στην κατοχή του πράγμα που προήλθε από αξιόποινη πράξη ή μεταβιβάζει σε άλλον την κατοχή τέτοιου πράγματος ή συνεργεί σε μεταβίβαση ή με οποιονδήποτε τρόπο ασφαλίζει την κατοχή του σε άλλον, τιμωρείται με Φυλάκιση, ανεξάρτητα αν είναι τιμωρητέος ή όχι ο υπαίτιος του εγκλήματος από τον οποίον προέρχεται το πράγμα.
 2. Αν το αντικείμενο της πράξης της προηγούμενης παραγράφου είναι ευτελούς αξίας, ο δράστης τιμωρείται με Φυλάκιση μέχρι έξι μηνών και η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση.
 3. Με τα πράγματα που προέρχονται από αξιόποινη πράξη εξομοιώνεται και το τίμημά τους, καθώς επίσης και τα αντικείμενα που αποκτήθηκαν μέσω αυτών.
 4. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί τέτοιες πράξεις κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενήργησε από ιδιοτέλεια ή αν πρόκειται για πράγμα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται Φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.
 Το άρθρο 72 για την παραπομπή σε κατάστημα εργασίας εφαρμόζεται και στην προκείμενη περίπτωση.
(ΑΠ 1583/94 ΠΧ ΜΔ 1371, 754/98(Σ) ΠΧ ΜΘ 338, 1757/2001 ΠοινΔικ 2002 332, 1688/2002 Πρξ&ΛογΠΔ 2002 582, 1242/2005(Σ) ΠΧ ΝΣΤ 220, 887/2008 ΠοινΔικ 2008 1414, 110/2013 ΠΧ ΞΓ 511, 550/2014 ΠΧ ΞΕ 192) . Το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών πρέπει να αναφέρεται σε γεγονός που αφορά τον συντάκτη της υπεύθυνης δήλωσης και όχι τρίτο πρόσωπο (ΑΠ 610/86 Αρχ Ν 38 362, 314/89 ΠΧ ΛΘ 887, 1886/89 ΠΧ Μ 888, 517/93 ΠΧ ΜΓ 293, ΑΠ 1070/1996 ΝοΒ 45/488, 754/98(Σ) ΠΧ ΜΘ 338, 419/99 ΠΧ Ν 42, Ν. Ανδρουλάκης: ΠΧ ΚΘ 833 επ, Λ. Μαργαρίτης: Τα εγκλήματα περί την απονομή της δικαιοσύνης 99-100).

Από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα πορίσματα του πειθαρχικού και διοικητικού ελέγχου, το πόρισμα του ορκωτού λογιστή και τα λοιπά έγγραφα καθώς και τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν παρακάτω : Οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, πλην των αιρετών, ..., που είναι υπάλληλοι με την λειτουργική έννοια του όρου (άρθρ. 263Α ΠΚ), καθώς και του ιδιώτη, ..., είναι υπάλληλοι με την οργανική έννοια του άρθρου 13α του ΠΚ της τέως Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κεφ/νιας κ΄ Ιθάκης, η οποία στην συνέχεια με την εφαρμογή του Ν.3852/2010 «Πρόγραμμα Καλλικράτης» καταργήθηκε και καθολικός διάδοχος αυτής κατέστη η Περιφέρεια Ιονίων Νήσων με τις Περιφερειακές της Ενότητες και δη την Περιφερειακή Ενότητα Κεφαλληνίας & την Περιφερειακή Ενότητα Ιθάκης.

Κατά το πρώτο χρονικό διάστημα λειτουργίας του νέου θεσμού υπέπεσαν στην αντίληψη του Αντιπεριφερειάρχη Π.Ε. Κεφαλληνίας & Π.Ε. Ιθάκης κ. ... στοιχεία που δημιουργούσαν αμφιβολίες για την σωστή και νόμιμη λειτουργία της τέως Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κεφαλληνίας & Ιθάκης. Συγκεκριμένα προέκυψαν ασυμφωνίες και έλλειψη οικονομικών στοιχείων που θα έπρεπε να είναι διαθέσιμα και προσβάσιμα στα αρχεία της παραπάνω Οικονομικής Υπηρεσίας και επιπλέον παρατηρούνταν αναντιστοιχίες στα υπόλοιπα των λογαριασμών που δημιούργησαν εύλογα ερωτήματα περί πιθανής άτακτης οικονομικής διαχείρισης.

Προς τούτο ο Αντιπεριφερειάρχης ζήτησε με το αριθ. ΕΜΠ 124/24-05-2011 έγγραφό του τον ορισμό Ορκωτού Λογιστή για να διενεργήσει σχετικό οικονομικό έλεγχο στην ως άνω Οικονομική Υπηρεσία προκειμένου να υπάρξει μία ξεκάθαρη, πραγματική και πλήρη αποτύπωση των οικονομικών στοιχείων της Π.Ε. Κεφαλληνίας, ώστε με τεκμηριωμένο τρόπο να διαπιστωθεί αν υπήρξε στην ανωτέρω υπηρεσία κακοδιαχείριση με ζημιώδεις συνέπειες στην περιουσία του φορέα.
Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω ο Περιφερειάρχης, που κατέστη εν τω μεταξύ αποδέκτης των ανωτέρω ανησυχιών του Αντιπεριφερειάρχη, με το αριθ. 24207/8804/08-06-2011 έγγραφό του, που συνόδευε και την αριθ. 130-10/2011 σχετική απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων, διέταξε την διενέργεια οικονομικού ελέγχου από Ορκωτούς Λογιστές, ο οποίος, πράγματι, ξεκίνησε την 14/06/2011.

Από τον διενεργηθέντα έλεγχο από τους Ορκωτούς Λογιστές αλλά και από αυτεπάγγελτο έλεγχο που διεξήγαγε παράλληλα η Διεύθυνση Διοικητικού  Οικονομικού της Π.ΕΚεφαλληνίαςστα πλαίσια των οποίων έγινε διασταύρωση των οικονομικών στοιχείωνπου υπήρχαν στο ηλεκτρονικό λογιστικό αρχείο της υπηρεσίας και τα extrait εξόφλησης των επιταγών που χορήγησαν οι συνεργαζόμενες με το φορέα τράπεζες (ALPHA BANK, EUROBANK και ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ) , προέκυψε ότι είχε εκδοθεί και εξοφληθεί σημαντικός αριθμός επιταγών που δεν αντιστοιχούσαν σε νόμιμες οικονομικές ή εμπορικές συναλλαγές της τέως Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κεφαλληνίας & Ιθάκης.

Ακολούθως με την αριθ. ΕΜΠ 150/20-07-2011 Έκθεση Αξιόποινων Πράξεων της Διεύθυνσης Διοικητικού Οικονομικού της Π.Ε. Κεφαλληνίας ενημερώθηκε ο Περιφερειάρχης Ιονίων Νήσων για τα ως άνω συγκεντρωθέντα από τους διενεργήσαντες τους ελέγχους δεδομένα, από τα οποία προέκυπταν βάσιμα στοιχεία και γεγονότα που συνιστούσαν πειθαρχικά παραπτώματα κατ’’ άρθρα 106, 107 και 108 του Ν.3528/2007 και ποινικά κολάσιμες πράξεις κατά τον Ποινικό Κώδικα διαπραχθείσες από υπαλλήλους της Οικονομικής Υπηρεσίας της τέως Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κεφαλληνίας & Ιθάκης. Προς περαιτέρω λοιπόν διερεύνησή τους για μεν τα πειθαρχικά παραπτώματα ο Περιφερειάρχης Ιονίων Νήσων διέταξε την διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου, για δε την διερεύνηση τυχόν ποινικής ευθύνης των εμπλεκομένων υπαλλήλων ενημέρωσε εγγράφως την εισαγγελική αρχή της Κεφ/νιας. Πράγματι τόσο ο πειθαρχικός έλεγχος όσο και η ποινική διερεύνηση της υποθέσεως αυτής εντόπισαν στοιχεία αποκαλυπτικά μιας σε βάθος χρόνου οργανωμένης και επαναληπτικά εκδηλούμενης εγκληματικής δραστηριότητας με στόχο την περιουσιακή ζημία του ανωτέρω δημοσίου φορέα και ανέδειξαν σε ρόλο πρωταγωνιστή αυτής τον κατέχοντα νευραλγική θέση, ως υπόλογος  διαχειριστήςτων οικονομικών υποθέσεων στην οικονομική υπηρεσία της τέως Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κεφ/νιας και Ιθάκης, υπάλληλο, ... (πρώτο κατηγορούμενο) και δευτερευόντως την έχουσα την αυτή ιδιότητα υπάλληλο, ...(Δευτέρα κατηγορουμένη), τους οποίους, ας σημειωθεί, η υπηρεσία τους τούς έθεσε σε αργία μετά την παραπομπή τους στο πειθαρχικό συμβούλιο και καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα που θα διεξαγόταν η πειθαρχική ανακριτική διαδικασία από την υπάλληλο, ..., προϊσταμένη της Διεύθυνσης Διοικητικού Οικονομικού της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων (Π.Ι.Ν.), (Περιφερειακή Ενότητα Κεφαλληνίας).

Ειδικότερα, και κατά το πραγματολογικό μέρος της υποθέσεως αυτής, ο πρώτος κατηγορούμενος, ..., με την ανωτέρω ιδιότητά του είτε κατά μόνας είτε από κοινού με άλλους, στο Αργοστόλι Κεφ/νιας, κατά το χρονικό διάστημα από την 01-01-2002 έως την 31-12-2010, προσπόρισε στον εαυτό σου και σε τρίτα πρόσωπα περιουσιακό όφελος ανερχόμενο στο ποσό των (390.782, 50+239.930+136.923, 50=) 766.636 ευρώ βλάπτοντας αντιστοίχως την περιουσία του προαναφερομένου δημοσίου φορέα κατά το ποσό αυτό. Τούτο συγκεκριμένα έπραξε εκδίδοντας εκατοντάδες επιταγές της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Κεφ/νιας και Ιθάκης, όπως αυτές παριστώνται στους κατωτέρω πίνακες, τα επιμέρους ποσά των οποίων αθροιζόμενα έφθαναν στο ύψος του προαναφερομένου συνολικού ποσού, με το πρόσχημα ότι με τα ποσά των επιταγών αυτών έπρεπε να πληρωθούν οι αντιστοίχως αναγραφόμενοι στα σώματα των επιταγών δικαιούχοι, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβανόταν συχνά και ο ίδιος, χωρίς όμως στην πραγματικότητα οι τελευταίοι να έχουν πραγματοποιήσει οποιαδήποτε εμπορική ή άλλης φύσεως συναλλαγή με την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, αφού τα ποσά των επιταγών δεν αντικρύζονταν σε οποιοδήποτε παραστατικό δηλωτικό μιας οποιασδήποτε συναλλαγής. Μετά δε την έκδοσή τους, επί του σώματος των οποίων πλαστογραφούσε στην θέση της δεύτερης υπογραφής αυτή των αρμοδίων υπολόγων υπαλλήλων, όπως κατά χρονικά διαστήματα είχαν την ιδιότητα αυτή κατηγορούμενοι όπως ..., παρέδιδε τις επιταγές σε συναδέλφους του, κυρίως κλητήρες, οι οποίοι αγνοούσαν την αξιόποινη αυτή συμπεριφορά του ..., με την εντολή να τις εμφανίσουν στις συνεργαζόμενες με την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση τράπεζες, ήτοι την ALPHA BANK ή την EUROBANK, αναλόγως δηλαδή του αναγραφομένου επ΄ αυτών τραπεζικού λογαριασμούπου διατηρούσε η υπηρεσία στην μία ή στην άλλη ως άνω τράπεζα. Με αυτό δε τον τρόπο παραπλανούσε μέσω των ανύποπτων συναδέλφων του τον εκάστοτε ταμία της τράπεζας για το νομότυπο της εκδόσεως των εμφανιζομένων ενώπιόν τους επιταγών με συνέπεια να εξοφλούντο στους εμφανίζοντες τις επιταγές υπαλλήλους. Ακολούθως οι τελευταίοι επιστρέφοντες στην υπηρεσία παρέδιδαν τα χρήματα στον ίδιο τον ..., ο οποίος τα ιδιοποιείτο είτε μόνος του είτε από κοινού με τους συναδέλφους του, ... και τον ιδιώτη .... Πιο αναλυτικά, ο πρώτος κατηγορούμενος εξέδωσε τις παρακάτω επιταγές, χωρίς αυτές να αντιπροσωπεύουν κάποια υπαρκτή συναλλαγή της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αυτοδιοικήσεως με οποιονδήποτε εκ των αναγραφομένων στο σώμα κάθε επιταγής δικαιούχο, που αυθαιρέτως και εξ΄ αρχής ανέγραφε επ΄ αυτής ο ... ή διέγραφε το ήδη επ΄ αυτών αναγεγραμμένο όνομα κάποιου δικαιούχου και πρόσθετε κάποιο άλλο όνομα δικαιούχου, που επίσης δεν είχε ενεργήσει οποιαδήποτε συναλλαγή με την υπηρεσία του.