Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

ΜονΔΕφΠατρών 602/2018 Ανάκτηση οικονομικής ενίσχυσης - Βιολογική Κτηνοτροφία - Κτηνοτροφική μονάδα - Πιστοποίηση - Τεκμήριο αθωότητας - Αρχή ne bis in idem -

Ανάκτηση ποσού ως αχρεωστήτως καταβληθέντος που αντιστοιχούσε σε οικονομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν κατά συγκεκριμένο χρονικό διάστημα σε κτηνοτροφική μονάδα. Δήλωση ψευδών στοιχείων από τον δικαιούχο. Μη γνήσιες βεβαιώσεις. Αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου. Δεν ανακύπτει ζήτημα εφαρμογής του τεκμηρίου της αθωότητας και της αρχής ne bis in idem διότι η αθωωτική αμετάκλητη απόφαση που αφορά στη διάπραξη των κολάσιμων πράξεων της ηθικής αυτουργίας σε πλαστογραφία και της απάτης δεν σχετίζεται με το κρίσιμο για τη διοικητική δίκη γεγονός της είσπραξης εκ μέρους του εκκαλούντος οικονομικών ενισχύσεων χωρίς τη συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων.


Αριθμός απόφασης Α602/2018
 ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΜΗΜΑ Γ' ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του (αίθουσα Κακουργιοδικείου του Δικαστικού Μεγάρου Πατρών) στις 19 Ιανουαρίου 2018, με δικαστή την Φερενίκη Φλωράτου, Εφέτη Δ.Δ. και γραμματέα την Αναστασία Θανοπούλου, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την έφεση με αριθμό και χρονολογία κατάθεσης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών ΕΦ17/2.2.2017 και αριθ. Β.Ε.Μ. του παρόντος Δικαστηρίου ΕΦ134/18.4.2017,
του ..., κατοίκου Καραβόμυλου Κεφαλληνίας, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου (Αργοστολίου) ΓΘ,
κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Περιφέρεια Ιονίων Νήσων» που εδρεύει στην Κέρκυρα, εκπροσωπείται από τον οικείο Περιφερειάρχη του και δεν παραστάθηκε, και της Α1061/2016 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (Τμήμα 2° - Μεταβατική Έδρα Αργοστολίου).
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία και τις διατάξεις του νόμου,
Η κρίση του είναι η εξής:
1. Επειδή, με την υπό κρίση έφεση, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 2546583 και 2546581 ειδικά έντυπα), επιδιώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση άλλως η μεταρρύθμιση της Α1061/2016 οριστικής απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών (Τμήμα 2ο Μονομελές - Μεταβατική Έδρα Αργοστολίου), με την οποία απορρίφθηκε η από 27.4.2012 προσφυγή του ήδη εκκαλούντος κατά της με αρ. πρωτ. 10618/2905/29.2.2012 απόφασης του Περιφερειάρχη Ιονίων Νήσων. Με την τελευταία αυτή απόφαση αποφασίσθηκε η ανάκτηση συνολικού ποσού 24.242,78 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος στον εκκαλούντα για οικονομικές ενισχύσεις κατά τα έτη 2006 έως και 2009 στα πλαίσια του καθεστώτος Βιολογικής Κτηνοτροφίας.
2. Επειδή, η υπόθεση συζητήθηκε νόμιμα παρά την απουσία του εφεσίβλητου ν.π.δ.δ., το οποίο κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί (βλ. την από 6.7.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Δ.Δ. ...).
3. Επειδή, με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1257/1999 του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1999 για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) και για την τροποποίηση και κατάργηση ορισμένων κανονισμών, θεσπίστηκε το πλαίσιο της κοινοτικής στήριξης για μια αειφόρο αγροτική ανάπτυξη, μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2000 και 1ης Ιανουαρίου 2007. Σύμφωνα με το προοίμιο του Κανονισμού αυτού (εδ. 41), το Συμβούλιο, μεταξύ άλλων, έλαβε υπόψη ότι τα ειδικά μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης μπορούν να αφορούν την παραγωγή, την μεταποίηση και την εμπορία γεωργικών προϊόντων βιολογικής παραγωγής. Τα επιλέξιμα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης με βάση αυτόν τον κανονισμό, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, μέτρα εκσυγχρονισμού και διαφοροποίησης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, με ενισχύσεις που πρέπει να αποσκοπούν στη μείωση του κόστους παραγωγής, στη βελτίωση ή στη διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων παραγωγής, καθώς και στην προώθηση της ποιότητας των προϊόντων, στη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος, στη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής ή διαβίωσης των ζώων. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την αποτελεσματική παρακολούθηση και την εφαρμογή του προγραμματισμού αγροτικής ανάπτυξης με φυσικούς και χρηματοδοτικούς δείκτες που θεσπίζουν από κοινού με την Επιτροπή και ενδεχομένως με τη δημιουργία επιτροπών παρακολούθησης. Περαιτέρω, με τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2092/91 του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 1991, περί του βιολογικού τρόπου παραγωγής γεωργικών προϊόντων και των σχετικών ενδείξεων στα γεωργικά προϊόντα και στα είδη διατροφής, περιγράφηκε το νομικό πλαίσιο που ισχύει για τα γεωργικά προϊόντα και τα είδη διατροφής που παράγονται με βιολογικές μεθόδους. Ο κανονισμός εφαρμόζεται στα ακόλουθα προϊόντα: - μη μεταποιημένα γεωργικά προϊόντα, φυτικά ή ζωικά - ζώα εκτροφής - μεταποιημένα γεωργικά φυτικά και ζωικά προϊόντα που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και έχουν παρασκευαστεί κυρίως από ένα ή περισσότερα συστατικά φυτικής ή/και ζωικής προέλευσης -ζωοτροφές, σύνθετες ζωοτροφές και πρώτες ύλες ζωοτροφών που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του κανονισμού αριθ. 223/2003/ΕΚ και ορίζει τους κανόνες βιολογικής παραγωγής, τις ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιούνται ως παρασιτοκτόνα, λιπάσματα και εδαφοβελτιωτικά, ζωοτροφές και προϊόντα καθαρισμού. Για να εξασφαλίσει την τήρηση των κανόνων παραγωγής, θεσπίζει καθεστώς τακτικού ελέγχου, σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις που παράγουν, παρασκευάζουν, αποθηκεύουν ή εισάγουν από τρίτη χώρα βιολογικά προϊόντα, οφείλουν να κοινοποιούν τις δραστηριότητες τους στις αρχές, δημόσιες ή εξουσιοδοτημένες ιδιωτικές, οι οποίες έχουν ορισθεί προς τούτο από τα κράτη μέλη. Οι εν λόγω ελεγκτικές αρχές οφείλουν να εξασφαλίζουν τουλάχιστον την εφαρμογή των ελάχιστων μέτρων ελέγχου και προφύλαξης που καθορίζονται στο παράρτημα III του κανονισμού.
4. Επειδή, περαιτέρω, με την ΚΥΑ 586/130492/11.8.2004 «Εφαρμογή του μέτρου 3.2 "Βιολογική Κτηνοτροφία" του Άξονα 3 "Γεωργοπεριβαλλοντικά μέτρα" του Εγγράφου   Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ) 2000 - 2006 - Κανονισμός (Ε.Κ.) 1257/1999 του Συμβουλίου» (ΦΕΚ Β' 1298), όπως αυτή ίσχυε πριν από την κατάργηση της με το άρθρο 13 της ΥΑ 278486 (ΦΕΚ Β 367/05.03.2008), ορίσθηκε ότι: «Στόχος του προγράμματος είναι η αειφορική διαχείριση των βοσκοτόπων, η προστασία του περιβάλλοντος, ο σεβασμός της ευημερίας των ζώων και η παραγωγή βιολογικών προϊόντων ζωικής προέλευσης» (άρθρο 1), «Το πρόγραμμα εφαρμόζεται σε όλη τη χώρα και στους παρακάτω κλάδους: Εκτατική και ημισταυλισμένη Προβατοτροφία και Αιγοτροφία, εκτατική και ημισταυλισμένη Βοοτροφία, εκτατική και ημισταυλισμένη Χοιροτροφία ...»  (άρθρο 2), «Εγκρίνεται η τροποποίηση    του προγράμματος "Βιολογικής Κτηνοτροφίας" του γεωργοπεριβαλλοντικού μέτρου 3.2 του Άξονα 3 του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (Ε.Π.Α.Α.) 2000 - 2006. Το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί από τη Δ/νση Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος σε συνεργασία με τη Δ/νση Βιολογικής Γεωργίας και τις Δ/νσεις Αγροτικής Ανάπτυξης (Δ.Α.Α.) των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων (Ν.Α.) της χώρας σε θέματα αρμοδιότητας τους. Αρμόδιοι φορείς για τις διαδικασίες ελέγχων είναι οι Δ.Α.Α. των Ν.Α. και η Δ/νση Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος. Η Διαχειριστική Αρχή του Ε.Π.Α.Α. είναι υπεύθυνη για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση του προγράμματος», (άρθρο 3), «Δικαιούχοι του προγράμματος είναι φυσικά ή και νομικά πρόσωπα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: Είναι νόμιμοι κάτοχοι γεωργικής εκμετάλλευσης υπεύθυνοι για τη διαχείριση της ... Αναλαμβάνουν τις υποχρεώσεις του άρθρου 5 της παρούσας απόφασης», (άρθρο 4), «Οι δικαιούχοι πέραν της εφαρμογής της ισχύουσας κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας οφείλουν να: Εφαρμόζουν πιστά τον Καν.(ΕΟΚ) 2092/1991 του Συμβουλίου έτσι όπως κάθε φορά ισχύει. Εφαρμόζουν το πρόγραμμα για περίοδο πέντε ετών .... Συνάψουν σύμβαση με αναγνωρισμένο Οργανισμό Ελέγχου και Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων. Σε περίπτωση διακοπής της σύμβασης, οι δικαιούχοι οφείλουν να συνάψουν νέα σύμβαση με άλλον Οργανισμό Ελέγχου και Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων εντός δέκα (10) ημερών. Η σύμβαση μπορεί να είναι ετήσια ή και πολυετής. ... Διατηρούν κατά τη διάρκεια της πενταετίας τουλάχιστον τόσα ζώα όσα αναφέρονται στη σύμβαση που έχουν υπογράψει για την ένταξη τους στο πρόγραμμα. Συνάψουν σύμβαση με Γεωτεχνικό Σύμβουλο, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για τη σύνταξη του Σχεδίου Περιβαλλοντικής Διαχείρισης Εκτροφής (Σ.Π.Δ.Ε.), καθώς και για την εν γένει παρακολούθηση και τεχνική υποστήριξη της εκμετάλλευσης. Εφαρμόζουν το Σ.Π.Δ.Ε. ή εγκεκριμένη τροποποίηση του. Διατηρούν τα δομικά χαρακτηριστικά του αγροτικού τοπίου εντός της εκμετάλλευσης τους. Συμπληρώνουν το μηχανογραφικό έντυπο του Ο.Σ.Δ.Ε. ανεξάρτητα αν διαθέτουν ζώα ή εκτάσεις που επιδοτούνται από το Ο.Σ.Δ.Ε. Διευκολύνουν την πραγματοποίηση των αναγκαίων ελέγχων από τα εντεταλμένα εθνικά και κοινοτικά όργανα, ιδιαίτερα σε απομονωμένες δυσπρόσιτες περιοχές. ... Υποβάλλουν μία φορά το έτος αίτηση πληρωμής με τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Η προθεσμία για την υποβολή της αίτησης πληρωμής θα καθοριστεί στην Υπουργική Απόφαση», (άρθρο 5), «Οι δικαιούχοι απαλλάσσονται από τις δεσμεύσεις που απορρέουν από την παρούσα στις εξής περιπτώσεις: Ανωτέρας βίας, όπως αυτές καθορίζονται στο παράρτημα I (σημείο 5) της παρούσας, εφόσον αυτές γίνουν αποδεκτές από την αρμόδια αρχή. Λήξης της σύμβασής τους. Παραχώρησης της εκμετάλλευσης σε νέο γεωργό είτε στα πλαίσια εφαρμογή το μέτρου 3.1 του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης, είτε στα πλαίσια της πρόωρης συνταξιοδότησης, με την προϋπόθεση ότι ο νέος γεωργός ή ο διάδοχος ανάλαβε, με νέα σύμβαση το σύνολο των δεσμεύσεων που απορρέουν από την παρούσα και μέχρι την ολοκλήρωση της πενταετίας», (άρθρο 6), «Το ποσό της προϋπολογισθείσας δημόσιας δαπάνης (κοινοτικής και εθνικής συμμετοχής) κατά την περίοδο εφαρμογής του προγράμματος, στο πλαίσιο του Ε.Π.Α.Α. 2000 2006, ανέρχεται σε 47 εκατ. Ε. Το ποσό αυτό βαρύνει τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων (ΚΑΕ 5323). Το 75% της δημόσιας δαπάνης προέρχεται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού & Εγγυήσεων Τμήμα Εγγυήσεων. Επιπλέον δαπάνες καλύπτονται από τον Τακτικό Προϋπολογισμό του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων (ΚΑΕ 5323) και καθορίζονται ετησίως με Κοινή Υπουργική Απόφαση», (άρθρο 8), «Με την υπ' αριθμ. 523/126710/13.3.2003 ΚΥΑ καθορίζεται η διαδικασία πληρωμής, καθώς και οι απαιτούμενοι έλεγχοι για την πραγματοποίηση των πληρωμών στους δικαιούχους του προγράμματος, ενώ λεπτομέρειες εφαρμογής του θα καθοριστούν με σχετικές εγκυκλίους που θα εκδίδονται από τον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. Κατά τη διενέργεια των επιτόπιων ελέγχων ισχύουν τα προβλεπόμενα από τον Καν.(ΕΚ)2419/2001. Για ιδιαίτερες περιπτώσεις όπως καταγγελίες, υπόνοιες για απάτη κλπ. οι έλεγχοι γίνονται πέραν του δείγματος», (άρθρο 12), «1. Δικαιούχοι που δηλώνουν ψευδή στοιχεία: Αποβάλλονται από το πρόγραμμα και τυχόν καταβληθέντα ποσά αναζητούνται σαν αχρεωστήτως καταβληθέντα. Αποκλείονται από το σύνολο των μέτρων του άξονα 3 του Ε.Π.Α.Α. τουλάχιστον για δύο έτη. 2. Δικαιούχοι που δηλώνουν ανακριβή στοιχεία, αποκλείονται για το εξεταζόμενο έτος από όλα τα μέτρα του άξονα 3 του Ε.Π.Α.Α. 3. Δικαιούχοι οι οποίοι δεν τηρούν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει για την εφαρμογή του προγράμματος, υφίστανται τις ακόλουθες κατά περίπτωση κυρώσεις: ... Οι δικαιούχοι απαλλάσσονται των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει εφόσον: συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας και φυσικών περιστάσεων, όπως καθορίζονται στο παράρτημα I της παρούσας, εκ των οποίων προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η συνέχιση της παραμονής τους στο πρόγραμμα και υπό τον όρο ότι οι σχετικές κατά περίπτωση αποδείξεις στοιχειοθέτησης τους υποβάλλονται στον φορέα εφαρμογής εγγράφως, ... ή μεταβιβάζουν την εκμετάλλευση τους σε διάδοχο, ο οποίος θα αναλάβει τη συνέχιση της τήρησης των υποχρεώσεων του δικαιούχου. 4. Δικαιούχοι, των οποίων η συσσώρευση των κυρώσεων οδηγεί σε μηδενική ενίσχυση για ένα συγκεκριμένο έτος αποκλείονται και το επόμενο. 5. Η αποβολή από το πρόγραμμα δικαιούχου ή δικαιούχων συνεπάγεται και μονομερή διακοπή της σύμβασης», (άρθρο 15). Περαιτέρω, με την με αριθμό 132752/2004 (ΦΕΚ Β' 1650) απόφαση του Υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες εφαρμογής της ως άνω υπ' αριθμ. 586/130492/11.8.2004 κοινής υπουργικής απόφασης.

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

ΜΠρΚαλ 155/18 : Καταγγελία συμβάσεως εργασίας - Συνδικαλιστική δράση - Ποινική δίωξη. Καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου - Το αναιτιώδες αυτής υπό τον περιορισμό του αρ.281 ΑΚ. Προστασία της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης με το Ν.1264/82

ΜΠρΚαλ 155/18 : Καταγγελία συμβάσεως εργασίας - Συνδικαλιστική δράση - Ποινική δίωξη. Καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου -  Το αναιτιώδες αυτής υπό τον περιορισμό του αρ.281 ΑΚ. Προστασία της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης με το Ν.1264/82 - Πότε είναι καταχρηστική η επίκληση της ως άνω προστασίας. Δυνατότητα του εργοδότη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας χωρίς αποζημίωση στην περίπτωση που έχει υποβληθεί μήνυση κατά του εργαζόμενου για πράξη που έχει διαπραχθεί κατά την υπηρεσία του. Περίπτωση υποβολής ψευδών μηνύσεων κατά του εργοδότη από το συνδικαλιστή εργαζόμενο και ακολούθως μήνυση του εργοδότη και καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του συνδικαλιστή χωρίς αποζημίωση.  Κρίση ότι ο ενάγων εν προκειμένω, συμπεριφέρθηκε εξερχόμενος των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης και  ότι η απόλυση έλαβε χώρα προς διαφύλαξη των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων της εργοδότριας. Απορρίπτει την αγωγή και τις πρόσθετες παρεμβάσεις


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 155/2018

Πρωτοδίκης: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΑΦΟΥ

I. Από τα άρθρα 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 Ν. 2112/20 και 1 και 5 Ν. 3198/55 προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται απο την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση, όμως, του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι της μη υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ (ΑΠ 282/09 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη ως καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε κακότητα, εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδικήσεως, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου η ακόμη και όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικους λόγους, οι οποίοι επιβάλλουν την μείωση του προσωπικού της επιχείρησης, χωρίς να γίνει επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (ΑΠ 927/17 ΝΟΜΟΣ). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν οι τυχόν επικαλούμενοι από τον εργοδότη λόγοι που φέρονται ότι αποτέλεσαν την αιτία της καταγγελίας, είναι αναληθείς, ή πολύ περισσότερό, όταν δεν υπάρχει κάποια αιτία, αφού, ενόψει του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε ο εργοδότης, ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να έγινε για συγκεκριμένους λόγους ―που οφείλει να επικαλεστεί με πληρότητα και να αποδείξει ο εργαζόμενος― εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει τα όρια, που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1901/05 ΕΕργΔ 65/671). Αν δεν αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά, που προβλήθηκαν από τον απολυθέντα μισθωτό προς θεμελίωση του καταχρηστικού χαρακτήρα της απολύσεώς του, ο από το άρθρο 281 ΑΚ ισχυρισμός του απορρίπτεται κατ’ ουσίαν, χωρίς να χρειάζεται να ερευνηθούν και να καθοριστούν τα πραγματικά αίτια ή κίνητρα της καταγγελίας (ΑΠ 95-97/04 ΕλλΔνη 45, 759. ΕφΛαμ 14/2013, ΕφΠατρ 578/08). Κατάχρηση του δικαιώματος καταγγελίας εκ μέρους του εργοδότη δεν συντρέχει, όταν η καταγγελία έγινε για λόγους που ανάγονται στο πρόσωπο του μισθωτού, όπως ανεπάρκεια, παραβάσεις των εργασιακών του υποχρεώσεων, κλονισμός εμπιστοσύνης κ.λπ., που δημιουργούν προβλήματα στην ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως ή όταν ο εργαζόμενος αδυνατεί να ανταποκριθεί στα εργασιακά του καθήκοντα, οπότε η μη τοποθέτησή του σε άλλη εργασιακή θέση και η καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη του δεν είναι καταχρηστική (ΑΠ 704/06 ΧρΙΔ 2006, 941).
II. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 Ν. 1264/82 «για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων», «είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση». Για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως απαιτείται νόμιμη συνδικαλιστική δράση και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου, αλλά και της διατάξεως του άρθρου 23 του Συντάγματος, η «νόμιμη συνδικαλιστική δράση» περιλαμβάνει κάθε δραστηριότητα, η οποία αποσκοπεί στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργαζομένων, εφόσον από αυτήν δεν επηρεάζεται (αμέσως ή εμμέσως) ο ρυθμός της εκτελούμενης εργασίας. Μορφές νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης αποτελούν ―ενδεικτικώς― η συλλογική δραστηριοποίηση για την ίδρυση επαγγελματικού σωματείου εργαζομένων, η υποβολή υποψηφιότητας προς εκλογή σε θέση μέλους του διοικητικού οργάνου του σωματείου, η εκλογή και η δραστηριοποίηση μέσα από τα όργανα αυτά, οι συλλογικές πρωτοβουλίες ενεργοποιήσεως σωματειακών διαδικασιών αναδείξεως νέας διοικήσεως του σωματείου προς επιδίωξη και υλοποίηση συγκεκριμένων εργασιακών ή οικονομικών στόχων, η συμμετοχή σε απεργίες ή άλλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις του σωματείου εργαζομένων για την επίτευξη κοινών συνδικαλιστικών στόχων (ΕφΑΘ 454/03 ΕλλΔνη 45, 230). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. παρ. 5, 10 και 15 Ν. 1264/82, με τις οποίες θεσπίστηκε αυξημένη ειδική προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών απέναντι στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, προκύπτει ότι κατ’ αρχήν απαγορεύεται η απόλυση συνδικαλιστικών στελεχών, εκτός εάν συντρέχει ένας από τους λόγους που περιοριστικώς αναφέρονται στην παράγραφο 10 του εν λόγω άρθρου 14 και διαπιστωθεί αυτός κατά την διαδικασία που ορίζει το άρθρο 15 του ιδίου νόμου. Εάν δεν συντρέχει ο λόγος αυτός και δεν διαπιστωθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία, η καταγγελία από τον εργοδότη της συνδέουσας αυτόν με το συνδικαλιστικό στέλεχος συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται ότι δεν έγινε (άρθρο 180 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού συνδικαλιστικού στελέχους, περιέρχεται σε υπερημερία εργοδότη και οφείλει μισθούς υπερημερίας (ΑΠ 455/04 ΝΟΜΟΣ). Και ναι μεν η απαρίθμηση των λόγων καταγγελίας είναι, όπως προαναφέρθηκε, περιοριστική και έτσι δεν επιτρέπεται αυτή για λόγους άλλους που δεν προβλέπει η παραπάνω διάταξη, ούτε με διεύρυνσή τους με την μέθοδο της αναλογίας, πλην όμως, η επίκληση της προστασίας των άρθρων 14 και 15 Ν. 1264/82 και η άσκηση αξιώσεων που προϋποθέτουν την ακυρότητα της απολύσεως, όπως αυτή για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 ΑΚ και είναι καταχρηστική, όταν το συνδικαλιστικό στέλεχος με κακόβουλη συμπεριφορά του, εξερχομένη των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης, με την οποία πράγματι επιδιώκεται, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 1264/82, η διαφύλαξη και η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων, έχει κλονίσει κατ’ αντικειμενική κρίση, σε τέτοιο βαθμό το αναγκαίο κλίμα εμπιστοσύνης και συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των μερών, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία της σχέσεως εργασίας στο μέλλον. Αυτό δε, μπορεί να συμβεί και με την διάπραξη εις βάρος του εργοδότη, και αν αυτός είναι προσωπική εταιρία, εις βάρος των μελών της, ποινικών αδικημάτων, μη προβλεπόμενων από τον νόμο ως λόγων καταγγελίας, μείζονος ή και ίσης ηθικής και κοινωνικής απαξίας με αυτά που προβλέπονται. Γιατί, ναι μεν οι πιo πάνω διατάξεις τέθηκαν για να διαφυλαχθεί το συνδικαλιστικό στέλεχος, το οποίο, λόγω της αναπτυσσόμενης συνδικαλιστικής του δράσεως, έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του εργοδότη, με αποτέλεσμα την όξυνση των σχέσεών του με αυτόν, πλην όμως, αν επέδειξε την προαναφερόμενη συμπεριφορά, ο εξαναγκασμός του εργοδότη να έχει στην εργασία του τέτοιο κακόβουλο μισθωτό υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών. Η διαπίστωση δε της συνδρομής ή μη τέτοιας καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, η οποία μπορεί να θεμελιωθεί και σε συμπεριφορά που εκδηλώνεται κατά την διάρκεια της υπερημερίας του εργοδότη, δεν είναι έργο της επιτροπής του άρθρου 15 Ν. 1264/82, η οποία αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι κάποιος νόμιμος λόγος για την εγκυρότητα της απολύσεως του συνδικαλιστικού στελέχους, αλλά των Πολιτικών Δικαστηρίων, τα οποία επιλαμβάνονται σχετικής αγωγής για καταβολή αποδοχών υπερημερίας (ΑΠ 443/16 ΝΟΜΟΣ. AΠ 424/16 ΝΟΜΟΣ = ΑΠ 860/15 ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 84/10 ΔΕΝ 2010, 996. ΑΠ 364/07 ΔΕΝ 2007, 751. ΑΠ 706/06 ΔΕΝ 2006, 1549. ΑΠ 1102/01 ΝΟΜΟΣ. ΜΕφΘεσ 2482/17 ΝΟΜΟΣ. ΕφΠειρ 398/16 ΝΟΜΟΣ. ΕφΑΘ 5888/04 Αρμ 2005, 901. ΕφΠατρ 1157/03 ΔΕΕ 2004, 1196. ΕφΑΘ 388/95 ΔΕΝ 1996, 1309. ΕφΠειρ 70/1989 ΔΕΝ 1989, 670 = ΝΟΜΟΣ = ΕΕργΔ 1989, 675. ΕφΑΘ 1626/12 ΝΟΜΟΣ. ΜΠρΑΘ 1434/16 ΝΟΜΟΣ. Γ. Λεβέντης, Συλλογικό εργατικό δίκαιο, 2η έκδ., 2007, σελ. 309-311. Ι. Ληξουριώτης, Συλλογικές εργασιακές σχέσεις, 2η έκδ., 2015, σελ. 119-120).

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018

ΠολΠρΑθ 109/18: Συμφωνία εξυγίανσης επιχείρησης. Αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης επιχείρησης με αντικείμενο τη μεταβίβαση της επιχείρησης


Πολ.Πρ.Αθ. 109/18: Συμφωνία εξυγίανσης επιχείρησης. Αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης επιχείρησης με αντικείμενο τη μεταβίβαση της επιχείρησης. Πιθανολογείται εν προκειμένω, η βιωσιμότητα της επιχείρησης που θα ασκείται πλέον από νέο φορέα.  Ρύθμιση κεφαλαίου απαίτησης του Δημοσίου από την αποκτώσα εταιρία. Μεταβίβαση των απαιτήσεων ανέγγυων πιστωτών με διαγραφή τμήματος της οφειλής. Εν κατακλείδι,προκειμένου να εξασφαλισθεί η βιωσιμότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας της αιτούσας εταιρίας, υπό άλλο φορέα, από την οποία προσφέρεται εργασία σε εκατόν πενήντα δύο (152) άτομα και δεδομένου ότι έχει ήδη επιτευχθεί η συμφωνία εξυγίανσης, το Δικαστήριο προβλέπει ότι υπάρχουν βάσιμες προσδοκίες επιτυχίας της προτεινόμενης εξυγίανσης, καθώς και ότι η επικύρωσή της δεν παραβλάπτει τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών.



ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 109/2018

Πρόεδρος: Ν. Αστέρης
Εισηγητές: Σπ. Καποδίστριας


[...] Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί παραδεκτά, σύμφωνα με τις επιταγές των διατάξεων των αρ. 103 παρ. 7 και 104 παρ. 3 ΠτΚ, δεδομένου ότι συνοδεύεται από: ... γ) αντίγραφο της καρτέλας των στοιχείων οφειλών της αιτούσας προς το Ελληνικό Δημόσιο, εξαχθείσα, κατά την ημερομηνία της 18ης.06.2017, από τον διαδικτυακό τόπο taxisnet, που τηρεί η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, η οποία επαρκεί, κατά τη γνώμη του παρόντος Δικαστηρίου, για τον προσδιορισμό των χρεών της αιτούσας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και για την ικανοποίηση της προϋποθέσεως του αρ. 104 παρ. 2 περ. γ΄ ΠτΚ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της κυρίως παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «... Α.Ε.» (βλ. και ΕφΑθ 2061/2016 ΕΕμπΔ 2016, 925, με παρατηρήσεις Αλ. Ρόκα). Στο σημείο αυτό, επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός της κυρίως παρεμβαίνουσας εταιρίας με την επωνυμία «... Α.Ε.», περί του ότι η κρινόμενη αίτηση δεν συνοδεύεται, ως έδει, σύμφωνα και με την ρητή επιταγή του αρ. 104 παρ. 3 περ. β΄ ΠτΚ, από τα πλέον πρόσφατα οικονομικά στοιχεία της αιτούσας, καθώς δεν επισυνάπτονται σε αυτήν (αίτηση) οι εγκεκριμένες και δημοσιευμένες οικονομικές της καταστάσεις για τη χρήση από την 01η.01.2016 έως και την 31η.12.2016, αλλά αντιθέτως προσκομίζονται οι οικονομικές της καταστάσεις για την εταιρική χρήση της περιόδου από την 01η.01.2015 έως και την 31η.12.2015, στις οποίες δεν αποτυπώνεται, όμως, η υφιστάμενη οικονομική της κατάσταση, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της ένδικης αιτήσεως, δια της καταθέσεως του δικογράφου της στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου κατά την ημερομηνία της 28ης.06.2017, δεν είχε παρέλθει τόσο το απώτατο χρονικό σημείο, το οποίο τάσσεται από το Νόμο, για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων της αιτούσας ανώνυμης εταιρίας από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της, που ορίζεται ως η δέκατη (10η) ημερολογιακή ημέρα του ένατου μήνα μετά τη λήξη της εταιρικής χρήσεως (βλ. αρ. 25 εδ. α΄ του κ.ν. 2190/1920, ως αντικαταστάθηκε από το αρ. 4 παρ. 1 του ν. 4403/2016 - Φ.Ε.Κ. Α΄ 125/07.07.2016), όσο και η νομίμως προβλεπόμενη προθεσμία για τη δημοσίευσή τους στο ΓΕ.Μ.Η., ήτοι η προθεσμία των είκοσι (20) ημερών από της εγκρίσεως των εν λόγω οικονομικών καταστάσεων της αιτούσας από την τακτική γενική της συνέλευση (βλ. αρ. 43β παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920, ως αντικαταστάθηκε από το αρ. 4 παρ. 2 του ν. 4403/2016). Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση, η καταληκτική ημερομηνία για την έγκριση από τη Γενική Συνέλευση της αιτούσας ανώνυμης εταιρίας των οικονομικών της καταστάσεων, για την εταιρική χρήση της περιόδου από την 01η.01.2016 έως και την 31η.12.2016, ήταν η 10η.09.2017, ενώ η δημοσίευση τους στο ΓΕ.Μ.Η. θα έπρεπε να έχει λάβει χώρα έως και την 30η.09.2017. Ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο ασκήσεως της κρινόμενης αιτήσεως (28.06.2017), η υποχρέωση της αιτούσας, περί συνυποβολής των δημοσιευμένων και εγκεκριμένων οικονομικών καταστάσεών της, αφορούσε στις ήδη προσκομισθείσες με την αίτηση καταστάσεις της αμέσως προηγούμενης εταιρικής χρήσεώς της, ήτοι της περιόδου από την 01η.01.2015 έως και την 31η.12.2015, που ήταν και η τελευταία χρήση, για την οποία αυτές ήταν διαθέσιμες, κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο, και όχι στις καταστάσεις της εταιρικής χρήσεως του 2016, για τις οποίες δεν είχε παρέλθει η κατά τα ως αναφερόμενη νόμιμη προθεσμία εγκρίσεως και δημοσιεύσεώς τους (ΕφΑθ 2061/2016 ΕΕμπΔ 2016, 925, με παρατηρήσεις Αλ. Ρόκα).
[...] Ο παρεμβαίνων ζητεί να κριθούν αμφότερες οι απαιτήσεις του κατά της αιτούσας, ως εργατικές, να καταταγούν ως προνομιακές τοιαύτες, ικανοποιούμενες μαζί με τις λοιπές απαιτήσεις των λοιπών εργαζομένων της από τη νέα εταιρία και να συμπεριληφθούν στον σχετικό πίνακα οφειλών της νέας εταιρίας για αποζημιώσεις προς τους εργαζόμενούς της, κατά το χρηματικό ποσό που περιγράφεται στα δικόγραφα των ασκηθεισών [...] αγωγών του, ή καθ’ όποιο ποσό συμφωνηθεί ότι του οφείλει η αιτούσα εταιρία, μετά από σχετικό συμβιβασμό, ή του επιδικασθεί με τις εκδοθησόμενες αποφάσεις του ανωτέρω Δικαστηρίου επί των ασκηθεισών αγωγών του. [...] Διώκεται, δηλαδή, η διόρθωση της συνταγείσης καταστάσεως των πιστωτών της αιτούσας και συνακόλουθα η, συνεπεία αυτής της διορθώσεως, τροποποίηση της συναφθείσης συμφωνίας εξυγιάνσεως, ως προς το ύψος και τους όρους αποπληρωμής των καταβλητέων οφειλών της αιτούσας, έναντι αυτού. Το ανωτέρω, ωστόσο, αίτημα της κρινόμενης κυρίας παρεμβάσεως, περί τροποποιήσεως της καταστάσεως των πιστωτών της αιτούσας, ως προς το ύψος και την αιτία των οφειλών της, και εντεύθεν ρυθμίσεως των όρων αποπληρωμής των υποχρεώσεών της και του υποχρέου προς καταβολή τους, κατά τρόπο διαφορετικό από αυτόν που διαλαμβάνεται στην υπό επικύρωση συμφωνία εξυγίανσης, τυγχάνει νόμω αβάσιμο, δοθέντος ότι στο πλαίσιο της προκείμενης δίκης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, το Δικαστήριο δε δύναται να προβεί σε διάγνωση των αμφισβητούμενων ή μη απαιτήσεων των πιστωτών της αιτούσας, ούτε να επέμβει μονομερώς στη συμφωνία εξυγίανσης, που έχουν συνάψει τα συμβαλλόμενα μέρη και να τροποποιήσει ή να επικυρώσει μερικώς αυτήν, αλλά αντιθέτως μπορεί μόνον είτε να επικυρώσει τη συμφωνία εξυγίανσης, ως έχει, είτε να απορρίψει την αίτηση, είτε, τέλος, εφόσον, κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχο της ορθότητας της καταστάσεως των πιστωτών της αιτούσας ως προς την ύπαρξη και το ύψος των απαιτήσεών τους, διαπιστώσει ορισμένη ανακρίβεια, δύναται, αντί να απορρίψει την αίτηση, να τάξει προθεσμία, με μη οριστική απόφασή του, για την παροχή διευκρινίσεων ή την τροποποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης, επί τη βάσει μίας διορθωμένης καταστάσεως πιστωτών, σύμφωνα με τη διάταξη του αρ. 106β παρ. 5 ΠτΚ (βλ. Ευ. Περάκη, Πτωχευτικό Δίκαιο, 3η έκδοση, § 12Α, σ. 82, Αλ. Ρόκα, Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης επιχειρήσεων, 2η έκδοση, σ. 185, τον ίδιο, παρατηρήσεις υπό την ΠΠρΑθ 8/2017, ΕΕμπΔ 2017, 172). Το ίδιο, όμως, αίτημα της κρινόμενης κυρίας παρεμβάσεως, εκτιμώμενο από το παρόν Δικαστήριο ως αίτημα μεταρρυθμίσεως των όρων της υπό επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης από τους συμβαλλομένους σε αυτήν – και όχι από το Δικαστήριο –, επί τη βάσει μίας διορθωμένης καταστάσεως πιστωτών, εφόσον προκύψει ότι έχουν εμφιλοχωρήσει ανακρίβειες σε αυτήν, τυγχάνει νόμω βάσιμο, ως ερειδόμενο στη διάταξη του αρ. 106β παρ. 5 ΠτΚ.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Απόλυση εργαζομένης η οποία υποβαλλόταν σε τεχνητή γονιμοποίηση (ΔΕΕ С – 506/06)

Άκυρη η απόλυση εργαζόμενης που υποβλήθηκε σε επέμβαση τεχνητής γονιμοποίησης. Η διαδικασία της τεχνητής γονιμοποίησης δεν συνιστά έναρξη κυήσεως κατά το στάδιο όπου το ωάριο της γυναίκας έχει γονιμοποιηθεί από σπερματοζωάριο, όμως η εμφύτευσή του στην μήτρα της δεν έχει πραγματοποιηθεί. Ωστόσο, σύμφωνα με την αρχή προστασίας των εργαζομένων κατά την διαδικασία υποβολής τους σε ιατρική θεραπεία και την αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, η τεχνητή γονιμοποίηση είναι άξια ισοδύναμης προστασίας με την ιατρική θεραπεία.
Δείτε την απόφαση εδώ

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

ΜονΕφΠατρών 279/2018 : Αοριστία αγωγής - Παράνομη βλάβη της υγείας ή του σώματος -Αγωγή για επιδίκαση δαπάνης μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης - Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης – Αντέφεση

Ο παθών παράνομη βλάβη της υγείας ή του σώματος μπορεί να επιδιώξει τη δαπάνη εκτέλεσης μίας επιβαλλόμενης κοσμητικής ή πλαστικής εγχείρησης. Δεν απαιτείται οπωσδήποτε εκτέλεση της εγχείρησης, αλλά αρκεί η πρόθεσή του να υποβληθεί σε μία τέτοια επέμβαση. Για την πληρότητα όμως της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της μελλοντικής ζημίας πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής κατά τρόπο σαφή η ασκούμενη επί μέρους αξίωση κατά ποσό και είδος. Προκειμένου περί αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δαπάνης μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης πρέπει να εκτίθεται η αμοιβή του χειρουργού ιατρού, του αναισθησιολόγου, τα έξοδα του χειρουργείου, η δαπάνη παραμονής στην κλινική και η διάρκεια αυτής. Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνο κατά τα καθοριζόμενα με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους όρια. Επί εφέσεως του εναγομένου, αν η αγωγή είναι αβάσιμη κατά το νόμο, αόριστη ή απαράδεκτη και έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσία, ολικά ή κατά ένα μέρος, το δευτεροβάθμιο δίκαιο μπορεί και χωρίς την υποβολή ειδικού παραπόνου, να εξετάσει αυτεπάγγελτα τις άνω ελλείψεις και να την απορρίψει ως αόριστη ή ως αβάσιμη κατά νόμο κ.λπ., αρκεί ο εκκαλών να ζητεί την απόρριψή της έστω και για άλλους λόγους και να μην εκδοθεί επιβλαβέστερη απόφαση γι’ αυτόν, χωρίς αντέφεση του ενάγοντα.

Αριθμός 279/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαϊωάννου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Εφετών, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Μαΐου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΗΣ: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ ΑΕΓΑ» που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, ΑΦΜ ..., η οποία εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ΚΚ.
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ... και 2) ..., κατοίκων Τ/Κ Κάρδαμα Δ/Ε Αμαλιάδας Δήμου Ήλιδας, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ΑΤ, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας την από 24.11.2014 και με αριθ. εκθ. καταθ. 957/ΕΜ/281/14 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθ. 63/2016 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που δίκασε αντιμωλία και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την από 28.11.2016 και με αριθ. εκθ.καταθ. 49/2016 και προσδ. 412/2016 έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόρος των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.


ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσης κατά της υπ'αριθμ. 63/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αμαλιάδας, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητιστικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα με την κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του ανωτέρω Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και εμπροθέσμως, εφόσον προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται ότι το πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε στην γραμματεία του πρωτόδικου δικαστηρίου στις 8.12.2016 και η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε στις 22.11.2016 (βλ. επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας  στο  Πρωτοδικείο Αμαλιάδας, ..., επί του επιδοθέντος επισήμου αντιγράφου της ως άνω εκκαλουμένης αποφάσεως, που προσκομίζει με επίκληση η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα), (άρθρ. 511, 513 παρ. 1, 518 παρ.1 και 614.6Κ.Πολ.Δ). Επομένως, η έφεση η οποία αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία που εφάρμοσε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ που προβλέπεται από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του Κ.Πολ.Δ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/6-7-2012, με έναρξη ισχύος από 2.4.2012 (βλ. υπ' αριθμ. 0686176 παράβολο Δημοσίου).
Κατά το άρθρο 216.1 Κ.Πολ.Δ η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 177, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται όλα τα παραπάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται ασαφώς ή ελλιπώς, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά το δικόγραφο αυτής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, με αποτέλεσμα το απαράδεκτο αυτού. Το  απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907, ΑΠ 252/2006 Δ 2006.1066). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την ύπαρξη της αδικοπραξίας και την απ' αυτή υποχρέωση του δράστη σε αποζημίωση του παθόντος απαιτείται: α) επέλευση ζημίας και τα στοιχεία που την προσδιορίζουν ως θετική ή αποθετική, β) η ζημία αυτή να επήλθε από το δράστη παρανόμως, συγχρόνως δε και υπαιτίως, ήτοι από δόλο ή αμέλεια (330ΑΚ), γ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια και δ) να υφίσταται πρόσφορη (αιτιώδης) συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας η οποία συντρέχει όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τη λογική, η συμπεριφορά αυτή στο χρόνο και με τις συνθήκες που έλαβε χώρα, ήταν ικανή, κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα το οποίο και πράγματι επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1067/2009 δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις των άρθρων 928 και 298 Α.Κ. προκύπτει ότι η αποζημίωση εκείνου που έπαθε παράνομη βλάβη της υγείας του ή του σώματος του περιλαμβάνει και τη μελλοντική ζημία αυτού. Η μελλοντική περιουσιακή ζημία, την οποία υφίσταται ο παθών, δεν είναι μόνο αποθετική ή διαφυγόν κέρδος λόγω της ανικανότητας του για εργασία με συνέπεια τον μερικό ή πλήρη περιορισμό των εισοδημάτων του αλλά μπορεί να είναι και μελλοντική θετική ζημία, όπως στην περίπτωση που ο παθών πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση προς ολοκλήρωση της αποθεραπείας του (ιδιαίτερα στα κατάγματα   και   στην πλαστική χειρουργική αποκατάσταση του σώματός του). Αποκαθίσταται δε η εν λόγω ζημία, εφόσον η επέλευση της είναι βέβαιη και η έκταση της μπορεί από τώρα να προσδιορισθεί, όχι όμως όταν είναι ενδεχομένη και υποθετική (ΕφΘεσ 949/2000 Αρμ. 2001.324, ΕφΔωδ107/1997 ΕπΣυγκΔ 1997.558, ΕφΑθ 331/1991 ΕΣυγκΔ 1994.387). Την επιδίκαση της σχετικής δαπάνης μπορεί να ζητήσει ο παθών και πριν από την πραγματοποίηση της, ήδη αμέσως μετά την προσβολή του σώματος ή της υγείας του (ΕφΑΘ 4754/1995 ΕΣυγκΔ. 1996.547). Κατά συνέπεια μπορεί να επιδιώξει ο παθών τη δαπάνη εκτέλεσης μίας επιβαλλόμενης κοσμητικής ή πλαστικής εγχείρησης, όπως είναι η διόρθωση ουλών στο πρόσωπο. Δεν απαιτείται η οπωσδήποτε εκτέλεση της εγχείρησης, αλλά αρκεί η πρόθεση του να υποβληθεί σε μία τέτοια επέμβαση. Για την πληρότητα όμως της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται η αποκατάσταση της μελλοντικής ζημίας πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο αυτής κατά τρόπο σαφή η ασκούμενη επί μέρους αξίωση κατά ποσό και είδος. Ειδικότερα προκειμένου περί αγωγής με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δαπάνης μελλοντικής χειρουργικής επέμβασης πρέπει να εκτίθεται η αμοιβή του χειρουργού ιατρού, του αναισθησιολόγου, τα έξοδα του χειρουργείου, η δαπάνη παραμονής στην κλινική και η διάρκεια αυτής. Αν η αναφορά αυτή δεν συγκεντρώνει την απαιτούμενη κατά νόμο επάρκεια δημιουργείται αοριστία, η οποία δεν θεραπεύεται ούτε με παραπομπή σε έγγραφα (ΕφΛαρ. 305/2007 δημ. στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ).

ΤρΕφΠατρών 15/18 : Αυτοκινητικό ατύχημα - Φθορές αυτοκινήτου εταιρίας leasing. Πρόκληση φθορών και βλαβών σε αυτοκίνητο ιδιοκτησίας εταιρίας Leasing από τροχαίο ατύχημα - Αξίωση αποζημίωσης - Ενεργητική νομιμοποίηση - Δικαιούται να απαιτήσει την αποζημίωση, ο δυνάμει της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης, κάτοχος - μισθωτής του αυτοκινήτου, ο οποίος και φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής, απώλειας ή βλάβης του πράγματος.

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 15/2018

Δικαστής : Γ. Αλεξόπουλος, Πρόεδρος Εφετών
Εισηγητής : Η. Σταυρόπουλος, Εφέτης

Εισάγονται προς εκδίκαση δύο εφέσεις (με αριθ. κατ. .../2010 και .../2011) κατά της υπ α­ριθ. .../2010 οριστικής απόφασης του Μονομε­λούς Πρωτοδικείου Πατρών, η οποία εκδόθηκε επί αντίθετων αγωγών (των με αριθ. κατ. .../2009, .../ 2010), που συνεκδικάστηκαν, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των αυτο­κινητικών διαφορών, με την οποία απορρίφθηκε η πρώτη, ενώ έγινε εν μέρει δεκτή η δεύτερη. Οι ως άνω εφέσεις, που λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους πρέπει να συνεκδικαστοόν, έχουν α­σκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού τούτο δεν αμφισβητείται από τους εφεσίβλητους και δεν συνάγεται το αντίθετο από τα έγγραφα της δικο­γραφίας. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δε­κτές και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ ουσία.
Ο ενάγων ... εξέθεσε με την υπό κρίση αγωγή του ότι ο ..., οδηγώντας το ασφαλισμένο για τις ζημίες, που προξενούνται σε τρίτους στην ασφα­λιστική εταιρεία Α.** Α.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησί­ας της Π.** BEST LEASING, προκάλεσε από υπαιτιότητά του φθορές και βλάβες στο αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του, που εκείνη τη στιγμή το είχε πα­ραχωρήσει και το οδηγούσε ο αδερφός του ..., κατά τη σύγκρουση των οχημάτων τους, που έγινε κάτω από τις συνθήκες, που αναφέρονται στην αγωγή. Ζήτησε δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρο, το πο­σό των 23.812,34 ευρώ ως αποζημίωση και χρημα­τική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης με το νό­μιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Η ενάγουσα Α.Η.** Α.Τ.Ε.Ε. εξέθεσε με την υπό κρίση αγωγή της ότι ο ..., οδηγώντας το ασφαλι­σμένο για τις ζημίες, που προξενούνται σε τρίτους στην ασφαλιστική εταιρεία Ε.Π.** Α.Ε.Γ.Α. αυτο­κίνητο, ιδιοκτησίας του αδελφού του ..., που εκείνη τη στιγμή του το είχε παραχωρήσει και το οδη­γούσε ο ίδιος, προκάλεσε από υπαιτιότητά του φθορές και βλάβες στο αυτοκίνητο, που νόμιμα κατέχει με χρηματοδοτική μίσθωση από την Π.** BEST LEASING, κατά τη σύγκρουση των οχημά­των τους, που έγινε κάτω από τις συνθήκες, που αναφέρονται στην αγωγή. Ζήτησε δε, να υποχρε­ωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρο, το ποσό των 6.352,95 ευρώ ως απο­ζημίωση με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (...).
Αντικείμενο χρηματοδοτικής μίσθωσης (lea­sing), κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 1665/1986, μπορεί μεταξύ άλλων να αποτελέσει και το αυτοκίνητο. Στη χρηματοδοτική αυτή μίσθωση, ο μισθωτής αναλαμβάνει με τη σύμβαση τον κίνδυ­νο της τυχαίας καταστροφής, απώλειας ή βλάβης του πράγματος. Αυτό σημαίνει ότι στις περιπτώ­σεις αυτές είναι υποχρεωμένος να αντικαταστήσει το μίσθιο πράγμα με άλλο ίσης αξίας ή να το επι­διορθώσει με δικά του έξοδα. Η νομική θέση του μισθωτή μοιάζει με τη θέση του αγοραστή, που έ­χει αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος. Ε­νόψει της νομικής αυτής θέσης του μισθωτή, πρέ­πει να γίνει δεκτό, ότι σε περίπτωση ολικής καταστροφής του πράγματος, για την οποία ευθύνεται τρίτος, τη σχετική αξίωση αποζημίωσης έχει όχι ο εκμισθωτής του αυτοκινήτου, ο οποίος διατηρεί απλώς την ιδιότητα του κυρίου, αλλά ο μισθωτής, ο οποίος από πλευράς υποχρεώσεων και δικαιω­μάτων χαρακτηρίζεται ως κάτοχος κατά την έν­νοια του άρθρου 4 ν. ΓπΝ/1911. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση επισκευάσιμης ζημίας. Δηλαδή τη δαπάνη αποκατάστασης αυτής ως και την αποζη­μίωση για την μείωση της εμπορικής αξίας του πράγματος (αυτοκινήτου), δικαιούται να απαιτή­σει, από το ζημιώσαντα τρίτο, ο μισθωτής (ΑΠ 1661/2007 στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου) ... (παρατίθενται στη συνέχεια οι συνθήκες του ατυ­χήματος και η με βάση αυτές κρίση περί της υπαι­τιότητας, που δεν αφορούν το ενδιαφέρον ζήτημα της αποφάσεως για το οποίο γίνεται ο παρακάτω σχολιασμός της). (...). Περαιτέρω, όσον αφορά την παραδοχή της άλλης αγωγής (της ενάγουσας Α.Η.** Α.Τ.Ε.Ε.) και στα πλαίσια του μεταβιβα­στικού αποτελέσματος των εφέσεων, σχετικά με τη μείωση της αξίας του αυτοκινήτου της ενάγουσας, που οδηγούσε ο ..., προέκυψε ότι αυτό ήταν μάρ­κας OPEL ASTRA 1.4 Essentia, έτους πρώτης κυ­κλοφορίας τον Ιούλιο του 2007, είχε αγοραστική αξία πριν το ατύχημα, λαμβανομένης υπόψη της χρήσης για την οποία προοριζόταν ως επιβατηγό ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητο εκμίσθωσης και του ότι διατηρούταν σε καλή κατάσταση, 10.000 ευρώ. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ζημία, που υπέστη από το επίδικο ατύχημα ήταν μικρής έ­κτασης, για την οποία απαιτήθηκαν δαπάνες α­ποκατάστασης - επισκευής 4.406,95 ευρώ με την τοποθέτηση καινούργιων ανταλλακτικών, χωρίς βλάβη των μηχανικών μερών του, όπως δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν αμφισβη­τείται από τους αντίδικους εκκαλούντες (ως προς την έκταση και το ύψος της ζημίας), υπέστη μείω­ση της αξίας του, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ. Το εν λόγω ποσό δικαιούται να απαιτή­σει, η δυνάμει της ως άνω σύμβασης χρηματοδο­τικής μίσθωσης, κάτοχος αυτού, Α.Η.** Α.Τ.Ε.Ε, ως φέρουσα τον κίνδυνο της τυχαίας καταστρο­φής, απώλειας ή βλάβης του πράγματος, σύμφω­να με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη (...).

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018

Αποζημίωση λόγω τρομοκρατικής ενέργειας σε δικαστικό λειτουργό [υπ' αριθμ. 2718/2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 25ο Μονομελές)]

Με την 2718/2018 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα 25ο Μονομελές), το Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή αγωγή των εναγουσών, γειτόνων δικαστικής λειτουργού, στην οικία της οποίας είχε τεθεί εκρηκτικός μηχανισμός και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στην 1η ενάγουσα το συνολικό ποσό των 34.625 ευρώ (= 27.625 υλική ζημία + 7.000 ηθική βλάβη ), και στη 2η ενάγουσα το συνολικό ποσό των 17.850 ευρώ (= 10.850 υλική ζημία + 7.000 ηθική βλάβη) νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής (Σ.τ.Ε. 3236/2013, σκ.7), έως την εξόφληση, με 6% επιτόκιο υπερημερίας (25/2012 Α.Ε.Δ.), κατ’ άρθρο 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944, Α΄139). 
Το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη αφενός μεν, ότι, υποχρέωση για την προστασία τόσο του γενικού συμφέροντος, όσο και της ζωής και περιουσίας των πολιτών, καθώς και για τη λήψη προληπτικών μέτρων αποτροπής τρομοκρατικών ενεργειών έχει το Ελληνικό Δημόσιο δια των αστυνομικών του οργάνων, ενώ, έξαλλου, τρίτοι που υπέστησαν υλική ζημία από τρομοκρατική ενέργεια δεν είναι υποχρεωμένοι να επιδιώξουν την αποζημίωσή τους από το Δημόσιο αποκλειστικά βάσει των ειδικών διατάξεων, αλλά και βάσει της διάταξης του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., αφετέρου δε, σύμφωνα με προσκομιζόμενο από τη Διοίκηση, έγγραφό της, κατά το χρόνο του ένδικου συμβάντος (22.11.2012 και ώρα 1:45), και ενώ, ήδη από το έτος 2011 είχε εκδοθεί διαταγή από τη Διεύθυνση Αστυνομίας Βορειοανατολικής Αττικής για την καθημερινή νυχτερινή φύλαξη (κατά τις ώρες 22:00΄έως 06:00΄) της οικίας Προέδρου Εφετών, δε διατίθετο αστυνομικός σκοπός προς φύλαξη της ανωτέρω από το αρμόδιο Α.Τ., με αποτέλεσμα λόγω της μη φύλαξης της οικίας της εν λόγω δικαστικού λειτουργού, να τοποθετηθεί και να εκραγεί αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός, ενέργεια με χαρακτήρα «τυφλού χτυπήματος» που χαρακτηρίστηκε ως τρομοκρατική, έκρινε ότι εν προκειμένω συντρέχει παράνομη παράλειψη των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου κατ’ άρθρο 105 ΕΙΣ.Ν.Α.Κ. Ακολούθως, από την έκρηξη και το ωστικό κύμα του αυτοσχέδιου αυτού εκρηκτικού μηχανισμού που ήταν απόρροια της παράνομης κατά τα προαναφερόμενα παράλειψης των αστυνομικών οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, συνιστάμενης στη διακοπή φύλαξης κατά τις νυχτερινές ώρες της οικίας της ανωτέρω δικαστικού λειτουργού, υπέστησαν οι ενάγουσες, οι οποίες διαμένουν και στην κυριότητα των οποίων ανήκουν ακίνητα όμορα της οικίας της εν λόγω δικαστικής λειτουργού, υλική ζημία.  
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα του βιβλίου αδικημάτων και συμβάντων, τα αναλυτικά περιγραφόμενα στις προαναφερόμενες τεχνικές εκθέσεις και τα μη ειδικότερα αμφισβητούμενα από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, αφενός μεν η 1η ενάγουσα υπέστη ζημία όσον αφορά στο ισόγειο οροφοδιαμέρισμα επιφάνειας και στην υπό στοιχείο Α΄ μεζονέτα της και στο αυτοκίνητο της, ανερχόμενης συνολικά στο ποσό των 27.625 ευρώ, αφετέρου δε η 2η ενάγουσα υπέστη ζημία όσον αφορά στην υπό στοιχείο Β΄ μεζονέτα κυριότητάς της, στην ως άνω διεύθυνση, ανερχόμενης στο ποσό των 10.850 ευρώ.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υλική ζημία που καθεμία των εναγουσών υπέστη τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την κατά τα ανωτέρω παράνομη παράλειψη των αστυνομικών οργάνων του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, δεδομένου ότι οι πιο πάνω παραλείψεις των αστυνομικών οργάνων συνιστούν αντικειμενικώς πρόσφορη αιτία για τη μη αποτροπή της ως άνω ισχυρής έκρηξης που χαρακτηρίστηκε τρομοκρατική ενέργεια και είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση των ανωτέρω υλικών ζημιών των εναγουσών.  Συνεπώς, στοιχειοθετείται αποζημιωτική ευθύνη του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, κατ’ άρθρο 105 ΕΙΣ.Ν.Α.Κ. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη ότι από την ισχυρή έκρηξη αυτή και το ωστικό κύμα που χαρακτηρίστηκε τρομοκρατική ενέργεια, ενόψει και των συνθηκών της παράνομης παράλειψης των οργάνων του εναγομένου (ισχυρή έκρηξη και ωστικό κύμα σε απόσταση 50 μέτρων, κατά τις νυκτερινές ώρες, με χαρακτήρα τυφλού χτυπήματος λόγω παράλειψης φύλαξης της οικίας προσώπου παρά την έκδοση σχετικής οδηγίας καθημερινής φύλαξης), το είδος και την έκταση των ζημιών που προκλήθηκαν (σοβαρές και εκτεταμένες ζημίες στις οικίες των εναγουσών, όπου, όπως προκύπτει και από τα προσκομιζόμενα αποσπάσματα βιβλίου συμβάντων, πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης και την ένορκη βεβαίωση, συνοικούν με την οικογένεια και τα ανήλικα τέκνα τους), οι ενάγουσες βίωσαν μεγάλη στεναχώρια, ψυχική ταλαιπωρία και αναστάτωση, έκρινε ότι αυτές υπέστησαν ηθική βλάβη, για την ικανοποίηση της οποίας καθεμία από αυτές δικαιούται το δίκαιο και εύλογο ποσό των 7.000 ευρώ. 

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

ΜονΠρΑθ 1685/18: Ομαδική ασφάλιση - Όροι. Περίπτωση όρου σε ομαδικό ασφαλιστήριο περί πρόσθετου ασφαλίστρου εξισορρόπησης. Με τον εξεταζόμενο συμβατικό όρο περί πρόσθετου «ασφαλίστρου εξισορρόπησης», η ενάγουσα δεν αναλαμβάνει να καλύψει τον ένδικο κίνδυνο από τα κεφάλαιά της, τα οποία σχηματίζει από το μεγάλο αριθμό των μελών της κοινωνίας των κινδύνων, αλλά ζητεί από το λήπτη της ασφάλισης να καλύψει τη διαφορά, που θα προκύπτει κάθε φορά, μεταξύ του τακτικού ασφαλίστρου και των αποζημιώσεων, που εκείνη θα έχει ήδη καταβάλει.

ΜονΠρΑθ 1685/18: Ομαδική ασφάλιση - Όροι. Περίπτωση όρου σε ομαδικό ασφαλιστήριο περί πρόσθετου ασφαλίστρου εξισορρόπησης. Με τον εξεταζόμενο συμβατικό όρο περί πρόσθετου «ασφαλίστρου εξισορρόπησης», η ενάγουσα δεν αναλαμβάνει να καλύψει τον ένδικο κίνδυνο από τα κεφάλαιά της, τα οποία σχηματίζει από το μεγάλο αριθμό των μελών της κοινωνίας των κινδύνων, αλλά ζητεί από το λήπτη της ασφάλισης να καλύψει τη διαφορά, που θα προκύπτει κάθε φορά, μεταξύ του τακτικού ασφαλίστρου και των αποζημιώσεων, που εκείνη θα έχει ήδη καταβάλει.Τα χαρακτηριστικά του εν λόγω συμβατικού όρου δεν συνάδουν με τα βασικά χαρακτηριστικά της σύμβασης ασφάλισης. Μοιάζουν περισσότερο με «διαχειριστική ασφάλιση», η οποία μόνο, κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να ασκείται από ασφαλιστική εταιρία στην περίπτωση της διαχείρισης των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων προσωπικού επιχείρησης. Όμως, εν προκειμένω δεν είναι αυτή η πραγματική και νομική βάση της κρινόμενης αγωγής. Η εξεταζόμενη λοιπόν, συμβατική πρόβλεψη δεν λαμβάνει υπ’ όψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου και έρχεται σε αντίθεση με το αρ. 2 παρ. 8 ν. 2496/1997 και, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη αναφορικά με την κύρια νομική βάση της.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1685/2018

Πρόεδρος: Γ. Τζιώτης

Από τις διατάξεις των αρ. 1 παρ. 1, 2, 9 παρ. 1 και 27 παρ. 1 ν. 2496/1997 προκύπτει ότι με την ασφαλιστική σύμβαση, που αποδεικνύεται με έγγραφο, που εκδίδεται από τον ασφαλιστή, η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον αντισυμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτο, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση της (ασφαλιστική περίπτωση), ότι ο λήπτης της ασφάλισης μπορεί να συμβληθεί στην ασφαλιστική σύμβαση με τον ασφαλιστή στο δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου (τρίτου) προσώπου, που κατονομάζεται ή δεν κατονομάζεται στη σύμβαση, το οποίο είναι ο ασφαλισμένος και ότι στην ασφάλιση προσώπων το ασφάλισμα συνίσταται είτε στην καταβολή ορισμένου χρηματικού ποσού εφάπαξ ή σε περιοδικές προσόδους (ασφάλιση ποσού) είτε στην αποκατάσταση της συγκεκριμένης οικονομικής ζημίας που προήλθε εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. Τα χαρακτηριστικά κάθε ασφάλισης είναι τα εξής: α) Ο κίνδυνος, δηλαδή η δυνατότητα επέλευσης ενός περιστατικού, που είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα οικονομικό βάρος (οικονομική ανάγκη) είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό της ασφάλισης. Χωρίς κίνδυνο δεν υπάρχει ασφάλιση. Από τη φύση της η ασφαλιστική σύμβαση εμπεριέχει την αβεβαιότητα ως προς το αν ή πότε θα καταβληθεί το ασφάλισμα. Κίνδυνος, λοιπόν, είναι η επέλευση ενός περιστατικού, που είτε είναι αβέβαιο αν θα επέλθει, είτε είναι αβέβαιο το πότε θα επέλθει και το οποίο, πιθανόν, να επιφέρει δυσμενείς οικονομικές συνέπειες. β) Η ένωση προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε ομοειδείς, κατά κανόνα κινδύνους (κοινωνία των κινδύνων), την οποία προϋποθέτει το αξίωμα του «μεγάλου αριθμού». Κάθε ασφάλιση βασίζεται στο αξίωμα του «μεγάλου αριθμού» (των μελών της κοινωνίας των κινδύνων), δηλαδή στον κατακερματισμό του κινδύνου, που, σύμφωνα με το νόμο των πιθανοτήτων, πραγματοποιείται σε βάρος ενός πολύ μικρότερου αριθμού προσώπων από όσα απειλεί. Βασίζεται, λοιπόν, η ασφάλιση στο «νόμο των πιθανοτήτων», που επιτρέπει να υπολογίζεται με μαθηματική ακρίβεια το ύφος του ασφαλίστρου. γ) Η μετάθεση των κινδύνων στο φορέα της ασφάλισης. δ) Η δυνατότητα δημιουργίας οικονομικού βάρους (οικονομικής ανάγκης) από την επέλευση του κινδύνου (στενή ή χαλαρή αναφορά της ασφάλισης προς οικονομική ανάγκη. ε) Το αντάλλαγμα για την κάλυψη της οικονομικής ανάγκης (ασφάλιστρο ή εισφορά). Κύρια ενοχική υποχρέωση του λήπτη της ασφάλισης, που βρίσκεται σε σχέση παροχής - αντιπαροχής με την ανάληψη του κινδύνου από τον ασφαλιστή, είναι η καταβολή ασφαλίστρου. Το ύψος του ασφαλίστρου κάθε ασφάλισης δεν αρκεί να έχει υπολογισθεί απλώς από τον ασφαλιστή αλλά πρέπει και να έχει συμπεριληφθεί στο περιεχόμενο των ασφαλιστικών συμβάσεων, ήτοι να έχει συμφωνηθεί μεταξύ του ασφαλιστή και του λήπτη της ασφάλισης. Η συμφωνία για το ασφάλιστρο μπορεί να αναφέρεται τόσο στο καθαρό ασφάλιστρο όσο και στις υπόλοιπες επιβαρύνσεις, το άθροισμα των οποίων αποτελεί το μεικτό ασφάλιστρο. Αν δεν έχει προβλεφθεί ασφάλιστρο στη σύμβαση θα πρέπει κατά περίπτωση είτε να κριθεί άκυρη η σύμβαση, καθόσον λείπει ένα συστατικό στοιχείο αυτής είτε, ανάλογα με το είδος της ασφάλισης να υπολογισθεί το σύνηθες ασφάλιστρο. Χαρακτηριστικό της ασφάλισης με ασφάλιστρο είναι η σταθερότητα του ύψους του ασφαλίστρου κατά κανόνα σε όλη τη διάρκεια της ασφάλισης (βλ. Κ. Νούσια σε I. Ρόκα «Ασφαλιστική Σύμβαση, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του ν. 2496/1997», 2014, αρ. 6 αριθ. 11 σελ. 124) στ) Η νομική αξίωση κατά του φορέα ασφάλισης προς ασφαλιστική παροχή. Κεφαλαιώδους σημασίας είναι η διάταξη του αρ. 33 παρ. 1 ν. 2496/1997 (ΑσφΝ), που καθιστά «ημιαναγκαστικού» δικαίου το σύνολο των διατάξεων του νόμου αυτού, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον ΑσφΝ, δεν επιτρέπεται με την ασφαλιστική σύμβαση να περιοριστούν τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, παρά μόνο να διευρυνθούν. Μεταξύ, λοιπόν, των «ημιαναγκαστικού» δικαίου διατάξεων του ΑσφΝ είναι και το αρ. 2 παρ. 8, το οποίο ορίζει ότι όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου και να γράφονται με σαφήνεια και με ευδιάκριτα στοιχεία. Εξάλλου, ασφαλιστική επιχείρηση είναι η επιχείρηση, που έχει αποκλειστικό αντικείμενο τις ασφαλιστικές εργασίες (βλ. αρ. 2 παρ. 1 εδ. α΄ ν.δ. 400/1970, πριν την κατάργηση και αντικατάστασή του από τα αρ. 1-3 ν. 4364/2016). Η κύρια δε ασφαλιστική εργασία της ασφαλιστικής επιχείρησης είναι η σύναψη ασφαλιστικών (πρωτασφαλιστικών) συμβάσεων με σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη κινδύνων (άσκηση ιδιωτικής ασφάλισης για δικό της λογαριασμό), των οποίων τα ουσιώδη χαρακτηριστικά εκτέθηκαν ανωτέρω. Μεταξύ των συμβάσεων, που επιτρέπεται να συνάπτει μια ασφαλιστική επιχείρηση, είναι και η «ομαδική ασφάλιση», για την οποία δεν υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη και ο νόμος δεν δίδει ειδικά την έννοια του όρου, αλλά μόνον αποσπασματικά στο αρ. 29 παρ. 3 ν. 2496/1997, όπου γίνεται λόγος για την εξαγορά της ομαδικής ασφάλισης. Πρόκειται, λοιπόν, για μορφή ασφάλισης με την οποία, με μία ασφαλιστική σύμβαση ιδρύονται περισσότερες ασφαλιστικές σχέσεις, έτσι ώστε να υπάρχουν απέναντι στον ασφαλιστή ένας αντισυμβαλλόμενος και πολλοί ασφαλισμένοι, οι οποίοι κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους. Η ομαδική ασφάλιση, μπορεί να αφορά το προσωπικό μιας επιχείρησης ή και κάποια άλλη κατηγορία προσώπων και λειτουργεί κυρίως ως ασφάλιση ποσού, με την έννοια ότι ο ασφαλιστής υποχρεώνεται να καταβάλει σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου ένα ορισμένο χρηματικό ποσό στο δικαιούχο του ασφαλίσματος (τρίτο). Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος, το δικαίωμα του οποίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της πλήρωσης των όρων της σύμβασης (αρ. 201 επ. ΑΚ), έχει άμεσο, ίδιο και αποκλειστικό δικαίωμα να απαιτήσει από τον υποσχεθέντα ασφαλιστή (και όχι από τον αντισυμβαλλόμενο - δέκτη της υπόσχεσης), το συμφωνηθέν ασφάλισμα σε περίπτωση πραγματοποίησης του ασφαλισμένου κινδύνου (ασφαλιστική περίπτωση) και πλήρωσης των όρων της σύμβασης. Πρόκειται περί γνήσιας ομαδικής ασφάλισης, η οποία λειτουργεί ως γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (αρ. 411 ΑΚ), κατά την οποία, όταν επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, υπό τους όρους που ορίζει η σύμβαση, ο δικαιούχος τρίτος αποκτά το ασφάλισμα εξ ιδίου δικαίου και δικαιούται να ασκήσει απευθείας αγωγή κατά του υποσχεθέντος (ασφαλιστή) και να απαιτήσει την προς αυτόν καταβολή της υποσχεθείσας παροχής (βλ. ΑΠ 162/2017, ΑΠ 11/2006, ΑΠ 1895/2008 ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ εξαίρεση, πάντως, βάσει ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης, επιτρέπεται σε ασφαλιστική επιχείρηση να ασκεί «διαχειριστική ασφάλιση» δηλαδή μια επενδυτικής φύσης εργασία, η οποία δεν έχει σχέση με την κλασική μορφή ομαδικής ασφάλισης με την έννοια της ανάληψης ασφαλιστικού κινδύνου εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχείρησης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το αρ. 13 κεφ. VII παρ. 2 α΄ ν.δ. 400/ 1970 «Περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως» επιτρέπεται στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να συμβάλλονται με άλλη επιχείρηση ή νομικό πρόσωπο για τη διαχείριση των ομαδικών συνταξιοδοτικών κεφαλαίων του προσωπικού της. 

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

MονΠρΑθ 49/18: Καταγγελία συμβάσεως εργασίας συνδικαλιστή - Άγνοια εργοδότη για την ιδιότητα του εργαζομένου.

MονΠρΑθ 49/18: Καταγγελία συμβάσεως εργασίας συνδικαλιστή - Άγνοια εργοδότη για την ιδιότητα του εργαζομένου. Η προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών προϋποθέτει ότι ο εργοδότης γνωρίζει τη συνδικαλιστική ιδιότητα του προστατευόμενου γι' αυτό το λόγο εργαζομένου - Εν προκειμένω, ο ενάγων, μολονότι αδιαμφισβήτητα τυγχάνει συνδικαλιστικό στέλεχος, προστατευόμενο από τις διατάξεις του Ν. 1264/82, ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι σε κάποια στιγμή πριν από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας γνωστοποίησε στη νόμιμη εκπρόσωπο της εργοδότριας εναγόμενης εταιρίας την ιδιότητά του αυτή. Επίσης, οι αναρτήσεις του εργαζόμενου συνδικαλιστή σε ιστότοπους ή και γενικότερα η αναγνωρισιμότητά του στους τοπικούς συνδικαλιστικούς κύκλους δεν αρκεί για να προσδώσει στην εναγόμενη την απαιτούμενη γνώση περί αυτής του της ιδιότητας.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 49/2018

Πρόεδρος Πρωτοδικών: ΚΩΝ/ΝΟΣ ΑΛΕΞΙΟΥ

(...) Λόγω των προσόντων που διέθετε ο ενάγων έγινε αμέσως αποδεκτός ―άλλωστε ήταν και ο μόνος - ως υποψήφιος, τόσο από τον Η.Μ., όσο και από την υπεύθυνη του προσωπικού και μάρτυρα ανταπόδειξης, οι οποίοι μάλλον υπεραισιοδοξούσαν για τα αποτελέσματα της πρόσληψης αυτής. Η τελευταία έλαβε χώρα στις 11-4-2016 και ο ενάγων αμέσως ανέλαβε, κατόπιν σχετικής βραχυχρόνιας εκπαιδεύσεως από τον Η.Μ. καθήκοντα ιατρικού επισκέπτη στο γεωγραφικό διαμέρισμα της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, με ιδιαίτερο (και κύριο) βάρος την Καβάλα και τη Δράμα. Παράλληλα ο ενάγων τυγχάνει και συνδικαλιστής, κατέχων τη θέση του Γενικού Γραμματέα στο πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό σωματείο ―1ο προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνον, και ως αντιπρόσωπος στη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση- 2η προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνουσα. Ωστόσο ο ενάγων, μολονότι αδιαμφισβήτητα τυγχάνει συνδικαλιστικό στέλεχος, προστατευόμενο από τις διατάξεις του Ν. 1264/82, ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι σε κάποια στιγμή πριν από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας γνωστοποίησε στη νόμιμη εκπρόσωπο της εργοδότριας εναγόμενης εταιρίας την ιδιότητά του αυτή. Την κρίση του αυτή αντλεί το Δικαστήριο κυρίως από την παντελή έλλειψη οιουδήποτε εγγράφου σε ύποπτο ή και ανύποπτο χρόνο από τις 11-4-2016 έως και τις 16-2-2017 που να καταδεικνύει τη γνωστοποίηση της ιδιότητας αυτής προς τη νόμιμη εκπρόσωπο της εργαζόμενης, είτε κατά τη στιγμή της πρόσληψής του είτε μεταγενέστερα μέχρι και την 17η-2-2017 οπότε και απολύθηκε, οι δε μάρτυρες απόδειξης καταθέτοντας περί του θέματος αυτού απλώς αναμεταδίδουν πληροφορίες που τους γνωστοποιήθηκαν από τον ενάγοντα, μείζον δε βάρος προσδίδουν στην δημόσια συνδικαλιστική δράση του συναδέλφου τους, παρορώντας ότι για την εφαρμογή των ιδιαίτερα εξαιρετικών, και αμφιβόλου αντικειμενικότητας έναντι των λοιπών εργαζομένων - μη συνδικαλιστών, προστατευτικών διατάξεων της διάταξης του άρθρου 14 Ν. 1264/82, απαιτείται κατά την κρατούσα θέση της Νομολογίας που υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο ως την ορθή, σαφής και πλήρη γνώση του εργοδότη περί της συνδικαλιστικής ιδιότητας του απολυτέου, που στην προκείμενη περίπτωση ουδόλως αποδείχθηκε ούτε τυπικά, ούτε ατύπως, οι δε αναρτήσεις του ενάγοντος σε ιστότοπους ή τα μηνύματα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από προσωπικούς του λογαριασμούς, στους οποίους δεν είχε πρόσβαση η εναγόμενη εργοδότης ή και γενικότερα η αναγνωρισιμότητά του στους τοπικούς συνδικαλιστικούς κύκλους δεν αρκεί για να προσδώσει στην εναγόμενη την απαιτούμενη γνώση περί αυτής του της ιδιότητας. Σε συνάρτηση με τα παραπάνω δεν αποδείχθηκε ούτε προφορική ενημέρωση του άμεσου ιεραρχικά ανωτέρου του, Η.Μ. περί αυτής του της ιδιότητας, παρά μόνο στις 17-2-2017 που ο ίδιος μαζί με τον έτερο ενόρκως βεβαιούντα «Κ» του εγχείρισε το έγγραφο της απόλυσής του, την οποία (απόλυση) ο ενάγων, απέκρουσε επικαλούμενος τότε για πρώτη φορά την συνδικαλιστική του ιδιότητα. Ούτε επιχείρημα περί υπάρξεως γνώσης θα μπορούσε επιτυχώς να αντληθεί από το γεγονός της ειδοποίησης μέσω μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της προθέσεως του ενάγοντος να συμμετέχει στην πανελλαδική απεργία της 8ης-12-2016 της ΓΣΕΕ, καθόσον μόνο η συμμετοχή σε μία ευρείας κλίμακας πανελλαδική απεργία δεν αρκεί για να εγείρει υποψίες στον εργοδότη ότι ο απεργών τυγχάνει και συνδικαλιστής, ούτε η δήλωση βούλησής του αυτή συνοδευόταν από σχετική γνωστοποίηση της ιδιότητας που τυχόν επέτασσε την ενεργό συμμετοχή του, σε κάθε δε, περίπτωση επρόκειτο για μία καθολική και ευρείας κλίμακας απεργία με υψηλό ποσοστό συμμετοχής. Η άγνοια της εναγόμενης σαφώς καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο ενάγων καθόλο το χρονικό διάστημα της εργασίας του επί δέκα μήνες, ουδέποτε έκανε χρήση των ευεργετικών διατάξεων για λήψη συνδικαλιστικών αδειών, στοιχείο που θα οδηγούσε στη γνώση της εναγόμενης περί της ιδιότητάς του αυτής, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων παρακίνησε επικαλούμενος τη συνδικαλιστική του ιδιότητα έτερους υπαλλήλους της εναγόμενης για το δικαίωμα λήψης πρόσθετης αποζημίωσης για εργασία τα Σαββατοκύριακα ή τις αργίες των εορτών, ή ότι έθεσε στην εναγόμενη το θέμα αυτό υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά του, ώστε να αντληθεί τυχόν επιχείρημα περί γνώσεως της εναγόμενης. Τέλος δεν αντέχει στην κοινή λογική η σκέψη του να αναθέσει η εναγόμενη ένα εγχείρημα με αμφίβολο αποτέλεσμα, όπως οι αριθμοί αποτύπωναν ήδη, σε έναν εργαζόμενο συνδικαλιστή, ανεξαρτήτως των γνώσεων και της εμπειρίας που διέθετε, τον οποίο δεν θα μπορούσε να απολύσει άμα τη αποτυχία του εγχειρήματος, πράγμα που σαφώς γνώριζε καθόσον τυγχάνει εταιρία με πολλούς εργαζόμενους, μεταξύ των οποίων και συνδικαλιστές. Με βάση τα ανωτέρω η αγωγή κατά το μέρος της που αφορά στην ακυρότητά της λόγω της συνδικαλιστικής ιδιότητας του ενάγοντος κατ’ αμφότερα τα σκέλη αυτής τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκε η γνώση της ιδιότητας αυτής στο πρόσωπο της εναγόμενης μέχρι τη στιγμή της καταγγελίας (...).

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Αίτηση ανήλικης για άδεια γάμου - ΕιρΚαλαβρύτων 4/2015

[Διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας - Αίτηση ανήλικης στο Ειρηνοδικείο Καλαβρύτων για άδεια γάμου - Κύρια παρέμβαση γονέων. Λαμβάνοντας υπόψη την ωριμότητα της αιτούσας, την ψυχική επαφή και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των μελλονύμφων, κρίνεται ότι δεν είναι προς το συμφέρον της ανήλικης η τέλεση γάμου πριν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας της. Συνεκδικάζει αίτηση και κύρια παρέμβαση. Απορρίπτει αίτηση. Δέχεται κύρια παρέμβαση].

(...) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1350 παρ. 2 εδ. α' ΑΚ, οι μελλόνυμφοι πρέπει να έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο νόμος συγχωρεί το γάμο σε πρόσωπα μικρότερης ηλικίας από το 18° έτος. Η εξαίρεση αυτή, που μπορεί να αφορά τον ένα ή και τους δύο μελλονύμφους, προβλέπεται στο άρθρο 1350 παρ. 2 εδ. β' ΑΚ. Μία από τις προϋποθέσεις της είναι η ύπαρξη σπουδαίου λόγου για την τέλεση του γόμου σε μικρότερη ηλικία. Ο σπουδαίος λόγος θα κριθεί βασικά από το συμφέρον του ανήλικου μελλονύμφου, π.χ. εγκυμοσύνη, κίνδυνος από αναβολή γάμου, μακρά ολοκληρωμένη σχέση των μελλονύμφων κ.λπ. Με τον πρόωρο γάμο δεν αρκεί να μη βλάπτεται το συμφέρον του ανηλίκου (π.χ. να μην υπάρχουν σοβαρές αντενδείξεις για την τέλεση του γάμου), αλλά πρέπει και να εξυπηρετείται το συμφέρον αυτό (κοινωνικό ή οικονομικό ή ηθικό κ.λπ.) (βλ. Α. Γεωργιάδης - Μ. Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ, Κατ' άρθρο ερμηνεία, Τόμος VII, άρθρα 1350-1352, αρ. 26). Το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει σοβαρώς υπόψη την ωριμότητα, τη σταθερότητα των απόψεων, την όλη προσωπικότητα, την ψυχική επαφή και την ηλικία των μελλονύμφων, εφόσον, από την λεκτική διατύπωση του άρθρου 1350 ΑΚ (όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του ΑΚ με τις διατάξεις του ν. 1329/83) προκύπτει ότι ο γάμος μεταξύ ατόμων, εκ των οποίων το ένα τουλάχιστον είναι ανήλικο, επιτρέπεται μόνο μετά από άδεια του Δικαστηρίου (ασχέτως συναινέσεως ή μη των ασκούντων τη γονική μέριμνα στον ανήλικο) και μόνον εφόσον επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο, τον οποίο καλείται να κρισιολογήσει και αποδεχθεί ή απορρίψει το Δικαστήριο αυτό, η απόφαση του οποίου πρέπει να έχει, ως αποκλειστικό γνώμονα, το αληθές συμφέρον του ανηλίκου και μάλιστα μακροπροθέσμως (βλ. ΜΠρΚατερ 644/1988 ΑρχΝ 1998. 687).
Με την κρινόμενη αίτηση της, η αιτούσα εκθέτει ότι άγει το 17ο έτος της ζωής της, ότι τον μήνα Αύγουστο του έτους 2011 αναπτύχθηκε ερωτικό αίσθημα μετά του Ι.Λ., κάτοικο Καλαβρύτων, ότι ήδη η σχέση τους διανύει τον τέταρτο χρόνο και επικαλούμενη την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, αφού ήδη βρίσκονται μαζί με τη θέληση της και αποχώρησε εκουσίως από το σπίτι της, εξαιτίας του ότι οι σχέσεις της με τον πατέρα και τη μητέρα της είναι ιδιαίτερα τεταμένες και οι συγκρούσεις τους καθημερινές, ενώ συνεπεία της άρνησης τους, μετά βεβαιότητας θα βιώσει σε ένα μικρό κοινωνικό περίγυρο τα ιδιαίτερα δυσμενή σχόλια, ούσα ανύπαντρη, με όλες τις άσχημες συνέπειες και τις αρνητικές κοινωνικές προεκτάσεις, ήτοι υφίσταται ανάγκη προστασίας της από τέτοιου είδους κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης και συνάδει προς το συμφέρον της η ένδικη αίτηση της, ότι με την τέλεση του γάμου της θα αποκατασταθούν και οι σχέσεις της με την οικογένεια της, αφού θα πάψει να υπάρχει ο καθημερινός φόβος της βίας και απειλής από μέρους τους στο άτομο της, προκειμένου να αναγκασθεί να διακόψει οποιαδήποτε επαφή και σχέση με τον άντρα που αγαπά, ότι το συμφέρον της επιβάλλει την τέλεση του γάμου όσο το δυνατόν γρηγορότερα με τον Ι. Λ. και την επιστροφή της στο σχολείο, ώστε να καταστεί δυνατή η αποφοίτηση της και ότι ο πατέρας της αρνείται αδικαιολόγητα να συναινέσει στο γάμο της, παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις του με το συγκεκριμένο άνθρωπο ήταν άριστες και τον γνωρίζει από μικρό παιδί, απασχολούμενοι και οι δύο με κτηνοτροφικές εργασίες, ζητά, κατ' ορθή εκτίμηση του αιτήματος της, να δοθεί σε αυτήν η άδεια να τελέσει γάμο πριν από την ενηλικίωσή της με τον ανωτέρω ενήλικο, Ι. Λ. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπον εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 παρ. 1, 742, 797 ΚΠολΔ και 121 ΕισΝΑΚ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 1350 παρ. 2 εδ. β' ΑΚ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί κατ' ουσίαν, αφού για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει τηρηθεί η προδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 748 παρ. 2 και 4 ΚΠολΔ (βλ. την υπ' αριθμ. 5109/10-11-2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καλαβρύτων ..., που νομίμως προσκομίζει μετ' επικλήσεως η αιτούσα, προς την αρμόδια Εισαγγελέα Πρωτοδικών Καλαβρύτων) και του άρθρου 742 εδ. β' ΚΠολΔ [βλ. τις υπ' αριθμ. 5103/6-11-2014 και 5104/6-11-2014 εκθέσεις επιδόσεως της ίδιας ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, που νομίμως προσκομίζει μετ' επικλήσεως η αιτούσα, προς τον Α. Σ. (πατέρα της ανήλικης) και τη Σ.Σ. (μητέρα της ανήλικης)].
Αν ο νόμιμος εκπρόσωπος του ανηλίκου εκφράζει αντιρρήσεις για την πρωτοβουλία του, μπορεί να ασκήσει παρέμβαση, η οποία τότε χαρακτηρίζεται ως κύρια (Αρβανιτάκη, σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα Ερμ. ΚΠολΔ, αρθρ. 742 αρ. 3- ΕφΑΘ 2891/1972 ΕΕΝ 1972.498- Δεληγιάννης, ΟικΔ Ι [1986] 99• αντίθ. ΜΠΘηβ 227/1986 ΕΕΝ 1987.221). Επομένως, η παρέμβαση την οποία οι διαφωνούντες με τον γάμο γονείς του ανηλίκου μελλονύμφου ασκούν στην εκκρεμή δίκη για παροχή στον αιτούντα ανήλικο αδείας γάμου (αρθρ. 742 του ΚΠολΔ) είναι κύρια παρέμβαση και κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 752 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο όπως και η αίτηση (αρθρ. 747 επ. ΚΠολΔ), αλλιώς είναι απαράδεκτη και απορριπτέα (βλ. όμως, ΜΠρΑγρ 226/2001 ΑρχΝ 2003.685, καθώς και Β. Μπρακατσούλα, Εκούσια Δικαιοδοσία, Θεωρία - Νομολογία - Πράξη, Έβδομη Έκδοση, 2002, σελ.62).

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

ΜονΠρΑθ 359/18 : Μεταβίβαση επιχείρησης - Πτώχευση. Ο εργοδότης που διαδέχεται ή υποκαθιστά τον αρχικό εργοδότη στην άσκηση ορισμένης επιχείρησης, υπεισέρχεται στις υποχρεώσεις του αρχικού εργοδότη έναντι του προσωπικού και σε περίπτωση απόλυσης αυτού οφείλει να τηρήσει τις νόμιμες διατυπώσεις και να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση με βάση το συνολικό χρόνο του μισθωτού στον αρχικό και στο νέο εργοδότη

ΜονΠρΑθ 359/18 : Μεταβίβαση επιχείρησης - Πτώχευση. Ο εργοδότης που διαδέχεται ή υποκαθιστά τον αρχικό εργοδότη στην άσκηση ορισμένης επιχείρησης, υπεισέρχεται στις υποχρεώσεις του αρχικού εργοδότη έναντι του προσωπικού και σε περίπτωση απόλυσης αυτού οφείλει να τηρήσει τις νόμιμες διατυπώσεις και να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση με βάση το συνολικό χρόνο του μισθωτού στον αρχικό και στο νέο εργοδότη. Έννοια μεταβίβασης της επιχείρησης. Εάν επέλθει μεταβίβαση επιχείρησης στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει αρχίσει αλλά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η διαδικασία της πτώχευσης ή της κήρυξης σε αφερεγγυότητα, το προσωπικό της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης υπάγεται πλήρως στην προστασία που παρέχεται. Εάν όμως ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία με την έκδοση της, κατά περίπτωση, απαιτούμενης δικαστικής απόφασης, τότε από τη δημοσίευση αυτής παύει η προστασία. Περίπτωση συστάσεως ΙΚΕ ως συνέχεια προηγουμένης ατομικής επιχειρήσεως - Η ΙΚΕ αποτελεί διάδοχο εργοδότρια - Διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών σε απολυθέντα μισθωτό.  Η κρινόμενη αγωγή πρέπει γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη εν μέρει.


ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ 359/2018

Πρωτοδίκης: Δ. ΝΙΚΗΤΟΠΟΥΛΟΣ

Α.Ι. Από τις ταυτόσημες διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 του Ν. 2112/20 και παρ. 1 του ΒΔ από 16/18 Ιουλίου 1920, κατά τις οποίες η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, οπωσδήποτε και αν επέλθει, δεν επηρεάζει την εφαρμογή των νομοθετημάτων αυτών υπέρ του μισθωτού (υπαλλήλου ή εργάτη), καθώς και από εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 εδ. β’ και 4 παρ. 1 του ΠΔ 178/02, κατά την πρώτη των οποίων «ως μεταβίβαση κατά την έννοια του παρόντος διατάγματος θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κύριας είτε δευτερεύουσας» και κατά τη δεύτερη των οποίων «δια της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στο διάδοχο», προκύπτει ότι ο εργοδότης που διαδέχεται ή υποκαθιστά με οποιονδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε νομική μορφή τον αρχικό εργοδότη στην άσκηση ορισμένης επιχείρησης, υπεισέρχεται στις υποχρεώσεις του αρχικού εργοδότη έναντι του προσωπικού και σε περίπτωση απόλυσης αυτού οφείλει να τηρήσει τις νόμιμες διατυπώσεις και να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση με βάση το συνολικό χρόνο του μισθωτού στον αρχικό και στο νέο εργοδότη (ΑΠ 1839/08 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 193/91 ΕΕΝ 1990.692 = ΕΕργΔ 1990.720 ΕφΛαρ 71/02 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2002.397). Οι έννομες αυτές συνέπειες επέρχονται και στην περίπτωση που, προς καταστρατήγηση των παραπάνω προστατευτικών διατάξεων, υποχρεωθεί ο μισθωτός που συνεχίζει αδιάλειπτα την εργασία του να καταγγείλει τη σύμβαση με τον αρχικό εργοδότη και ευθύς εν συνεχεία υπογράφει νέα σύμβαση εργασίας με τον διάδοχο εργοδότη (ΑΠ 259/06 ΤΝΠ Νόμος). Για την επέλευση των συνεπειών αυτών απαιτείται α) το πραγματικό γεγονός ότι η επιχείρηση συνεχίζει χωρίς διακοπή τη λειτουργία της ως οικονομική μονάδα και διατηρεί την ταυτότητά της και στο πρόσωπο του διαδόχου, άσχετα αν συνδυάζεται η αλλαγή του φορέα αυτής και με αλλαγή τίτλου, νομικής μορφής ή με άλλες μεταβολές (ΟλΑΠ 5/94 ΕλλΔνη 1995.1252, ΑΠ 318/10 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 564/05 ΕλλΔνη 48.469, ΑΠ 1723/95 ΕΕργΔ 1997.747) β) υφιστάμενη κατά το χρόνο της μεταβίβασης εργασιακή σχέση (ΑΠ 259/06 οπ, ΑΠ 318/98 ΕλλΔνη 1998.1573 = ΕΕργΔ 1999.355, ΕφΠειρ 833/01 ΔΕΕ 2002.884) και ειδικότερα η σχέση αυτή (εργασιακή) να μην είχε λυθεί πριν από τη μεταβίβαση με νόμιμο τρόπο (ΕφΑθ 6363/07 ΕΕργΔ 2008.760). Η μεταβολή δε του προσώπου του εργοδότη επέρχεται με τη μεταβίβαση της επιχείρησης με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με δικαιοπραξία, έστω και άκυρη ή κατ’ εφαρμογή νομικής διάταξης και σημασία έχει η μεταβίβαση ως πραγματικό γεγονός, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή το κύρος (ΑΠ 1181/96 ΕΑσφλΔ 30.119, ΑΠ 891/92 ΕΕργΔ 1993.454 = ΔΕΝ 1992.1231, ΕφΑθ 6635/00 ΕλλΔνη 2003.535, ΕφΑθ 2398/06 ΔΕΕ 2006.1183, ΕφΑθ 6635/00 ΕλλΔνη 2003.535 ΕφΠειρ 833/01 ο.π.). Με την έννοια αυτή μεταβίβαση αποτελεί τόσο η εκποίηση της επιχείρησης όσο και η απλή παραχώρηση της εκμετάλλευσής της [(Ληξουριώτης σε ΕΕργΔ 1990.719, Βλαστός σε ΕΕργΔ 1999.981 ΑΠ 602/80 ΝοΒ 1980.1974, ΕφΠειρ. 833/01 ο.π., ΕφΠειρ 142/16 ΤΝΠ Νόμος)]. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 του ΠΔ 178/02 «1. Τα άρθρα 4 και 5 του παρόντος δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία ορίζεται στο άρθρο 44 παράγραφος 5 του Ν. 2648/98 (Α’ 238), η οποία κινήθηκε με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος και σύμφωνα με διαδικασίες που διεξάγονται υπό την εποπτεία της κατά περίπτωση αρμόδιας Αρχής. 2. Η εφαρμογή της παρ. 1 του παρόντος άρθρου αρχίζει από την έκδοση της σχετικής κατά περίπτωση δικαστικής απόφασης». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι εάν επέλθει μεταβίβαση επιχείρησης στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο έχει αρχίσει αλλά δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η διαδικασία της πτώχευσης ή της κήρυξης σε αφερεγγυότητα, το προσωπικό της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης υπάγεται πλήρως στην προστασία που παρέχεται. Εάν όμως ολοκληρωθεί η σχετική διαδικασία με την έκδοση της, κατά περίπτωση, απαιτούμενης δικαστικής απόφασης, τότε από τη δημοσίευση αυτής παύει η προστασία (βλ. Κων. Γαζετά, Μεταβίβαση επιχείρησης και έννομες συνέπειες για τις εργασιακές σχέσεις - Δικαστική προστασία, Αθήνα 2007, σελ. 155 - 156).
Β. (...) Αποδεικνύονται τα ακόλουθα, κρίσιμα για την υπόθεση, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων στις 1-10-2010 προσλήφθηκε από το Σ.Κ. ο οποίος διατηρούσε στην Αθήνα ατομική επιχείρηση ψητοπωλείου - ψησταριάς, με προφορικά καταρτισθείσα σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να απασχοληθεί ως διανομέας, χρησιμοποιώντας προς τούτο δική του μοτοσικλέτα, έναντι συμφωνηθέντος ωρομισθίου ποσού 5,22 ευρώ (μικτά). Οι πραγματικές συνθήκες της εργασίας του ήταν αυτές της πλήρους απασχόλησης, αφού από τις 1-10-2010 έως τις 31-1-2012 παρείχε την εργασία του επί 51 ώρες σε 6ήμερη εβδομαδιαία βάση (από Δευτέρα έως Κυριακή με ρεπό την Πέμπτη) και με ημερήσιο ωράριο από τις 12.00 έως τις 17.00 και από τις 20.00 έως τις 23.00 (8ωρο), εκτός από την Τετάρτη, όπου παρείχε την εργασία του από τις 12.00 έως τις 23.00 (11ωρο), και από τις 1-2-2012 έως τις 30-6-2013 παρείχε την εργασία του επί 54 ώρες σε 6ήμερη εβδομαδιαία βάση (από Δευτέρα έως Κυριακή με ρεπό την Πέμπτη) και ημερήσιο ωράριο από τις 12.00 έως τις 17.00 και από τις 20.00 έως τις 23.00 (8ωρο) κατά τις ημέρες Δευτέρα, Τρίτη, Παρασκευή και Κυριακή και από τις 12.00 μέχρι τις 23.00 (11ωρο) κατά τις ημέρες Τετάρτη και Σάββατο. Στις 13.5.2013 συστάθηκε η εταιρία με την επωνυμία «Μ.Γ. ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΣΤΙΑΣΗΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΙΚΕ» και με το διακριτικό τίτλο «Γ» ΕΣΤΙΑΣΗ ΙΚΕ» (στο εξής εναγομένη) με μοναδική εταίρο και νόμιμη εκπρόσωπό της τη Μ.Γ., σύζυγο του ανωτέρω αναφερθέντος Σ.Κ., με επιχειρηματικό αντικείμενο δραστηριότητας τη διαχείριση και εκμετάλλευση επιχείρησης και διαχείρισης οβελιστηρίου, εστιατορίου και χώρου εστίασης.

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

ΔιοικΠρΝαυπλίου 85/18 : Χρέη προς το Δημόσιο - ΑΕ - Κατάσχεση ακινήτου - Ανακοπή. Ανακοπή κατά αναγκαστικής κατάσχεσης που επιβλήθηκε από το Δημόσιο επί ακινήτου του ανακόπτοντος ως Διευθύνοντος Συμβούλου ΑΕ, για την είσπραξη χρέους της εταιρίας προς το Δημόσιο που προέρχεται από φόρους.

ΔιοικΠρΝαυπλίου 85/18 : Χρέη προς το Δημόσιο - ΑΕ - Κατάσχεση ακινήτου - Ανακοπή. Ανακοπή κατά αναγκαστικής κατάσχεσης που επιβλήθηκε από το Δημόσιο επί ακινήτου του ανακόπτοντος ως Διευθύνοντος Συμβούλου ΑΕ, για την είσπραξη χρέους της εταιρίας προς το Δημόσιο που προέρχεται από φόρους. Με διάταξη δε, του Προέδου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, είχε ήδη απαγορευθεί η εκποίηση του επίμαχου ακινήτου έως ότου περατωθεί η ποινική διαδικασία. Η απαγόρευση της εκποίησης ορισμένου ακινήτου κατηγορουμένου, που επιβάλλεται με διάταξη του ανακριτή ή του δικαστικού συμβουλίου ή του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, αποσκοπεί στο να εμποδίσει οποιαδήποτε διάθεση του συγκεκριμένου ακινήτου από οποιονδήποτε, περιλαμβανομένου και του  Δημοσίου, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, έτσι ώστε  να εξασφαλιστεί ότι σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης θα είναι δυνατή η δήμευση του ακινήτου είτε ως παρεπόμενη ποινή, είτε ως μέτρο ασφαλείας. Ο χαρακτήρας αυτός της δέσμευσης ως μέτρου εξασφαλιστικού, καθιστά μη νόμιμη οποιαδήποτε πράξη εκποίησης του δεσμευθέντος ακινήτου μέχρι την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας. Ως απαγορευμένη, ιδιόρρυθμης μορφής, διάθεση του δεσμευθέντος ακίνητου, εξάλλου, πρέπει να θεωρηθεί και η επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης σ' αυτό. Επομένως, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ένδικη πράξη αναγκαστικής κατάσχεσης από το Δημόσιο είναι μη νόμιμη και, συνεπώς, ακυρωτέα. Η ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αυτή πράξη διοικητικής εκτέλεσης.


ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 85/2018

Συνεδρίασε δημόσιο, στο ακροατήριο του (αίθουσα Κακουργιοδικείου), στις 9 Ιανουαρίου 2018, με δικαστή την Ευδοξία Γουδή, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Βασιλική Ζέρβα, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την ανακοπή, με χρονολογία κατάθεσης 31-10-2016 (Α.Κ.Β. ...),
του …. του ..., κατοίκου Αγίου Δημητρίου Αττικής (οδός … αρ….), ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε με την υποβολή στις 5-1-2018 δήλωσης (κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 παρ.4 του ν.4446/2016, ΦΕΚ Α' 240/22-12-2016) του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Κ. Γ.,
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, ο οποίος επίσης δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε με την υποβολή στις 8-1-2018 δήλωσης (κατά το ίδιο ως άνω άρθρο 133 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας) της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Α Χ.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τη δικογραφία και σκέφτηκε σύμφωνα με τον νόμο,

Η κρίση του είναι η εξής :

1. Με την κρινόμενη ανακοπή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. Τα .... σειράς A', ειδικά έντυπα), επιδιώκεται, παραδεκτά, η ακύρωση της …/28-9-2016 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Ναυπλίου, ..., με την οποία κατασχέθηκε, σε εκτέλεση της …/30-6-2016 (με αριθμ. πρωτ….) έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Πειραιά, το περιγραφόμενο στην έκθεση αυτή ακίνητο, ιδιοκτησίας του ανακόπτοντος σε ποσοστό 50%, με την ιδιότητά του ως Διευθύνοντος Συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…». Η εν λόγω κατάσχεση επιβλήθηκε για την είσπραξη χρέους της ως άνω ανώνυμης εταιρίας προς το Ελληνικό Δημόσιο, συνολικού ποσού 620.985,59 ευρώ, προερχόμενου από φόρους (φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, Φ.Π.Α., Φ.Μ.Υ. κ.λπ.) και λοιπά συνεισπραττόμενα.
2. Ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, (Φ.Ε.Κ. Α'97/17-5-1999) προβλέπει στο άρθρο 217 παρ.1 ότι «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α)... β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ)...», στο άρθρο 224 παρ.1 ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημα της» και στο άρθρο 225 ότι «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε-ν.δ.356/1974, Φ.Ε.Κ. A' 9075-4-1974), «1. Δύναται να γίνη κατάσχεσις ακινήτου ανήκοντος κατά κυριότητα εις τον οφειλέτην ή εμπραγμάτου δικαιώματος του οφειλέτου επί ακινήτου...».
3. Περαιτέρω, με το άρθρο 7 του ν.3691/2008 «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας...» (Φ.Ε.Κ. Α' 166/5-8-2008), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ.1 του ν.3932/2011 (Φ.Ε.Κ. Α' 49/10-3-2011), συνεστήθη η "Αρχή Καταπολέμησης της; Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης" που απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, τη λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Με το άρθρο 7Α του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Ειδικότερα δε η A' Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών» «...συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις αναφορές υπόπτων ή ασυνηθών συναλλαγών που υποβάλλουν στην Αρχή τα υπόχρεα πρόσωπα, καθώς και τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς ή περιέρχονται σε αυτήν άπατα μέσα ενημέρωσης, το διαδίκτυο ή οποιαδήποτε άλλη πηγή και αφορούν επιχειρηματικές, επαγγελματικές ή συναλλακτικές δραστηριότητες που ενδεχομένως σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας... Σε επείγουσες περιπτώσεις ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων φυσικών ή νομικών προσώπων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 48 παράγραφος 5...». Εξάλλου, στις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του νόμου αυτού καταγράφονται αναλυτικά οι εγκληματικές δραστηριότητες –«βασικά αδικήματα», η τέλεση των οποίων στοιχειοθετεί το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων απρ τις εγκληματικές δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος), μεταξύ δε αυτών και το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 του ν.1882/1990, Φ.Ε.Κ. Α' 43), καθώς και της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές ή άλλες αρχές [άρθρο 3 περίπτωση ιη, η οποία προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 77 του ν.3842/2010 (Φ.Ε.Κ. А 58/23-4-2010) και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 68 παρ.1 (και ήδη άρθρο 74) του ν.4174/2013 (Φ.Ε.Κ. Α' 170/26-7-2013)]. Τέλος, ο ίδιος ως άνω v.3691/2008 στο άρθρο 46 παρ.1 (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο) προέβλεπε ότι «Τα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν προϊόν βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 ή που αποκτήθηκαν αμέσως ή εμμέσως από προϊόν τέτοιων αδικημάτων ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ή προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν προς τέλεση αυτών των αδικημάτων, κατάσχονται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεως τους στον ιδιόκτητη κατά την παρ.2 του άρθρου 310 και του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 373 Κ.Π.Δ., δημεύονται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν τα περιουσιακά στοιχεία ή μέσα ανήκουν σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει του βασικού αδικήματος ή των αδικημάτων του άρθρου 2 κατά το χρόνο κτήσεως αυτών. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και σε περίπτωση απόπειρας των ανωτέρω αδικημάτων», ενώ στο άρθρο 48 προβλέπει ότι «1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, γα απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλος τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 46 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που αναφέρεται στην παρ 1 του άρθρου 44 ή στον διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας,-Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων, χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο. 2. [...] 3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται να προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου μετά την εγγραφή της πιο πάνω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. 4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 3 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος... 5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Α’ Μονάδα της Αρχής, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης, διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 4. 6.[...]».