Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

ΜΠρΑθ 6693/2015 : "Διεθνής οδική μεταφορά αλιευμάτων από την Ελλάδα στην Ιταλία - Ανάμειξη παραγγελιοδόχου μεταφοράς - Εφαρμογή CMR - Διεθνής πώληση με τη ρήτρα ex works ή ex stores - Τοκοδοσία του άρθρου 27 παρ. 1 CMR - Εφαρμογή της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών Πραγμάτων - Εξουσία διάθεσης - Περάτωση ασφαλιστικής σύμβασης"

Άσκηση πλαγιαστικής αγωγής από τον παραγγελέα και πωλητή των αλιευμάτων κατά του ασφαλιστή. Εφαρμογή CMR (Ν. 559/77). Εννοιες του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και του πραγματικού μεταφορέα. Η CMR ρυθμίζει κατ΄αρχήν μόνο την σύμβαση μεταφοράς και όχι και τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς ως προς την οποίαν εφαρμόζεται μόνο εμμέσως. CMR. Εγγυητική ευθύνη του παραγγελιοδόχου, Νόθος αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα. Διεθνής πώληση με τη ρήτρα ex works ή ex stores  σύμφωνα με την οποίαν το πράγμα παραδίδεται στις εγκαταστάσεις του πωλητή, με αποτέλεσμα  ο κίνδυνος να μεταβαίνει στον αγοραστή, ο οποίος υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα ενώ το εμπόρευμα ταξιδεύει με κίνδυνο του αγοραστή. Η τοκοδοσία του άρθρου 27 παρ. 1 CMR εφαρμόζεται μόνον ως προς το μεταφορέα και όχι και ως προς τον παραγγελιοδόχο ή στις τυχόν αξιώσεις αναγωγής καθώς πρόκειται για ζήτημα αναγόμενο στις συνέπειες της υπερημερίας του καθενός υποχρέου μετά την όχλησή του από τον δικαιούχο. Εφαρμογή της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών Πραγμάτων που έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Νόμο 2532/1997 (ΦΕΚ Α΄227/11/1997). Διεθνής σύμβαση για την πώληση κινητών πραγμάτων κατά την σύμβαση αυτή. Εξουσία διάθεσης. Εφαρμογή άρθρων 12 και 13 CMR. Η έννοια της περάτωσης της ασφαλιστικής σύμβασης. Η δήλωση του ασφαλιστή για την περάτωση της ασφαλιστικής σύμβασης  πρέπει να γίνεται εγγράφως και παράγει τα νομικά αποτελέσματά της από την περιελευσή της στον ασφαλισμένο. Το ίδιο συμβαίνει και επί λύσεως της συμβάσεως με συστημένη επιστολή. Πρέπει να αποδεικνύεται η λήψη της από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Δεκτή η πλαγιαστική αγωγή του παραγγελέα και πωλητή των αλιευμάτων κατά του ασφαλιστή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός απόφασης 6693/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Πολυδώρου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Σταυρούλα Λεβέντη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Φεβρουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της καλούσας-ενάγουσας: της εταιρίας με την επωνυμία «Θ........................ΑΝΕ», που εδρεύει στον Ταύρο Αττικής, επί της οδού ...............αριθμ. ...... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΜΠ.

Της καθ'ης η κλήση-εναγομένης: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «I.............. ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, επί της λεωφόρου ............. και Ν................ και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Α Ζ

Η καλούσα-ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15-01-2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2190/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 16906/2014 αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 04-06-2014, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε.

Ήδη η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση με την από 15-062014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1126/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 73728/2014 κλήση της καλούσας-ενάγουσας, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 03-122014, κατά την οποία η συζήτηση της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 15-06-2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1126/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης  73728/2014 κλήση της καλούσας-ενάγουσας, νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση η από 15-01-2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου2190/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 16906/2014 αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 04-06-2014, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε.

Η από 19 Μαΐου 1956 υπογραφείσα Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης επί του Συμβολαίου δια την διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων οδικώς (C.M.R.), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 559/1977, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το από 5-7-1976 πρωτόκολλο της Γενεύης [που κυρώθηκε με τον Ν. 1533/1986] και η οποία υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως Νόμου, κατά το άρθρο 28 § 1 ισχύοντος Συντάγματος, ρυθμίζει τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων, η οποία διεξάγεται οδικώς με οχήματα επ' αμοιβή σε χώρα διαφορετική από εκείνη της παραλαβής τους, εκ των οποίων μία τουλάχιστον από αυτές είναι συμβαλλόμενη χώρα στην άνω Διεθνή Σύμβαση, άσχετα από τον τόπο διαμονής ή την εθνικότητα των συμβαλλομένων. Η σύμβαση μεταφοράς, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για διεθνή μεταφορά, αφορά κατ' αρχήν τρία πρόσωπα, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, το μεταφορέα, ο οποίος διαθέτει τα μεταφορικά μέσα και εκτελεί το έργο της μεταφοράς και τον παραλήπτη. Όμως πολλές φορές στη μεταφορά παρεμβάλλεται και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 90 - 107 του ΕμπΝ, προκειμένου για μεταφορά ειδικότερα πραγμάτων οδικώς, αναλαμβάνει με σύμβαση με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως τον αποστολέα, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του παραγγελέα, ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς που αυτός του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη μ’ αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς. Η μεταξύ αποστολέως και μεταφορέως ή παραγγελιοδόχου μεταφοράς σύμβαση μεταφοράς αποτελεί μορφή της συμβάσεως μισθώσεως έργου. Η δια συμβάσεως εργολαβίας συνδέουσα τα συμβαλλόμενα μέρη σχέση δεν είναι σχέση πρόστησης, δεδομένου ότι, ουσιώδες της εν λόγω συμβάσεως στοιχείο είναι η ανεξαρτησία του εργολάβου κατά την εκτέλεση του αναληφθέντος έργου (ΕφΑθ 334/2002, ΕπισκΕμπΔ 2002.551, ΕφΑθ 4414/1975, Αρμ 1976.187). Κατά τη διάταξη του άρθρ. 97 του ΕμπΝ ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για κάθε απώλεια ή φθορά των μεταφερόμενων πραγμάτων, ανεξάρτητα από πταίσμα του, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο ή υπήρξε "ακαταμάχητη δύναμη", νομιμοποιείται δε να στραφεί απ’ ευθείας κατ’ αυτού και ο παραλήπτης των πραγμάτων που δεν συμβλήθηκε μαζί του, αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια κατά το άρθρ. 411 ΑΚ σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (ΟλΑΠ 33/1998 ΕλλΔνη 1998.1262, ΔΕΕ 1998.990).

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

ΣτΕ 3944/2015 [Παραχωρηση των ακτων στους ΟΤΑ εναντι ανταλλαγματος]

Περίληψη
– Η παρα­χώρηση δικαιωμάτων απλής χρήσης επί του αιγιαλού και της παραλίας, στους πρωτοβάθμιους Ο.Τ.Α. για την άσκηση δραστηριοτήτων, καταρχήν, ήπιων και συμβατών με τον προορισμό των στοιχείων αυτών του φυσικού περιβάλλοντος ως κοινοχρήστων, πρέπει να γίνεται μεμονωμένα και κατά περίπτωση. Πρέπει δε να προηγείται εξατομικευμένη κρίση της Διοικήσεως, συνοδευόμενη από τα αναγκαία διαγράμματα, με την οποία θα τίθενται και οι αναγκαίοι όροι και περιορισμοί ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του υπό παραχώρηση συγκεκριμένου τμήματος του αιγιαλού, προκειμένου να διασφαλισθεί και η κατά προορισμό χρήση του ως κοινόχρηστου αγα­θού.
Επιτρέπεται η παραχώρηση της απλής χρήσης αιγιαλού για την άσκηση δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν τους λουόμενους ή την αναψυχή του κοινού, με ελαφρές και μη μόνιμες κατασκευές, όπως λ.χ. θαλάσσια μέσα αναψυχής, ομπρέλες και τροχήλατα αναψυκτήρια. Οι μόνιμες κατασκευές, πέραν της αλλοίωσης που επιφέρουν στη μορφολογία του αιγιαλού, συνδέονται με δραστηριότητες (bar-αναψυκτήρια) μη συμβατές με το χαρακτήρα και τον προορισμό του αιγιαλού, ως κοινόχρηστου φυσικού αγαθού, και συνεπώς αποτελούν μη επιτρεπόμενη χρήση εκ του νόμου. Η συλλήβδην παραχώρηση με την προσβαλλόμενη κυα του συνόλου των αιγιαλών της χώρας στους πρωτοβάθμιους Ο.Τ.Α. βρίσκεται εκτός των ορίων της σχετικής νομοθετικής εξουσιοδότησης. Ενόψει της σημασίας του παράκτιου χώρου ως στοιχείου του φυσικού περιβάλλοντος, η έγκριση των Υπουργών Οικονομικών και Εσωτερικών για την περαιτέρω μεταβίβαση σε τρίτους του δικαιώματος απλής χρήσης αιγιαλού και παραλίας εκ μέρους των Ο.Τ.Α. ως παραχωρησιούχων, χο­ρηγείται κατά περίπτωση, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του νο­μο­θέτη για την προστασία των παράκτιων οικοσυστημάτων, που κινδυ­νεύουν από την υπερεκμετάλλευση και να διαφυλαχθεί η κοινοχρησία τους.
Η άσκηση προληπτικού ελέγχου και εποπτείας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη στο επίμαχο ζήτημα, προκειμένου να αποφεύγονται παραβιάσεις των όρων της παραχώρησης εκ μέρους των τρίτων παραχωρησιούχων (αλλοιώσεις της μορφολογίας, αναίρεση του κοινόχρηστου χαρακτήρα του αιγιαλού, οχλήσεις στους περιοίκους), αλλά και να εξασφαλίζεται, με την επιβολή αντικειμενικών όρων στη διακήρυξη, το βέλτιστο οικονομικό αντάλλαγμα για το Δημόσιο, αντί των φαινομένων «εικονικών» δημοπρασιών από τους Δήμους.
Η διάταξη της προσβαλλόμενης κ.υ.α., με την οποία εγκρίνεται η πε­ραιτέρω μεταβίβαση του δικαιώματος απλής χρήσης αιγιαλού και παρα­λίας από τους Ο.Τ.Α. Α΄ βαθμού προς τρίτους, είναι επίσης εκτός των ορίων της σχετικής εξουσιοδοτήσεως.

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

ΣτΕ 4042/2015 - ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (άρθρο 53 του ν. 4055/2012) με σχόλιο ΑΝΤΩΝΗ ΑΡΓΥΡΟΥ

ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ (άρθρο 53 του ν. 4055/2012) Η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα. Η καθυστέρηση εκδίκασης της κρινόμενης υπόθεσης προκάλεσε, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, ηθική βλάβη στον αιτούντα, συνισταμένη στην μακρά αβεβαιότητα για την έκβαση της δίκης και στην ταλαιπωρία που υπέστη κατά την διάρκεια της όλης διαδικασίας, κρίνεται δε δικαιολογημένη, για την αποκατάσταση της προκληθείσης βλάβης, η επιδίκαση στον αιτούντα εύλογου χρηματικού ποσού ως δίκαιη ικανοποίηση.

Αριθμός 4042/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ)
Πρόεδρος : Σύμβουλος Επικρατείας Ν. Μαρκουλάκης.
Δικηγόροι: Νικολάος Παπαδόπουλος του Γεωργίου, Ευσταθία Τσαούση(ΝΣΚ)
Για να δικάσει την από 21 Νοεμβρίου 2014 αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης (άρθρο 53 του ν. 4055/2012):
……
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ο αιτών ζητεί να του επιδικασθούν, κατά τα άρθρα 53 και 57 του ως άνω νόμου, ποσά 20.000 και 25.000 ευρώ, ως δίκαιη ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και οικονομικής ζημίας που υπέστη, κατά τους ισχυρισμούς του, αντίστοιχα, συνεπεία υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης, η οποία άρχισε στις 2.1.2003, με την κατάθεση από τον ίδιο αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 4913/2001 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, και περατώθηκε με τη δημοσίευση στις 6.6.2014 της 2115/2014 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία απορρίφθηκε η εν λόγω αίτηση.
3. Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 θεσμοθετήθηκε – κατ’ επίκληση των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. και σε συμμόρφωση προς την «απόφαση – πιλότο» του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) της 21.12.2010, Αθανασίου, κ.λπ. κατά Ελλάδος – ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο (πλην του Δημοσίου και των δημοσίων νομικών προσώπων τα οποία συνιστούν κυβερνητικούς οργανισμούς κατά την έννοια του άρθρου 34 της Ε.Σ.Δ.Α.) και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση ευλόγου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ. 1 του εν λόγω νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία της υποθέσεως για τον συγκεκριμένο αιτούντα. Τέλος, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τρία στάδια. Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 57 του ανωτέρω νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανασίου και λοιποί κατά Ελλάδος της 21.12.2010 σκ. 56, Apicella κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 93, Scordino κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 204), αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 43, Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 27, Ανδριανέσης κατά Ελλάδος της 10.2.2005 σκ. 34, Αθανασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 28.4.2005 σκ. 27, Αγαθός και λοιποί κατά Ελλάδος της 23.9.2004 σκ. 35 και Θεοδωρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος της 15.7.2004 σκ. 35). Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την χρονική περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου, των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του Ν. 4055/2012 (βλ. Σ.τ.Ε. μονομελούς συνθέσεως 3017, 3151, 3517/2013, 1182/2014, 1535/2014, 2492/2014, 254/2015, 299/2015 κ.ά., πρβλ. και την επί του παραδεκτού απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. της 1.10.2013, Τεχνική Ολυμπιακή Α.Ε. κατά Ελλάδος).

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Δυσχεραίνοντας τις αγωγές εναντίον των ΜΜΕ [του Βασίλη Σωτηρόπουλου, δικηγόρου, Περιφερειακού Συμπαραστάτη του Πολίτη και της Επιχείρησης (Attica Region Ombudsman)]

Μπορεί η γενική τάση του νομοθέτη αυτή την περίοδο να στοχοποιεί την λειτουργία των μέσων ενημέρωσης, υπάρχουν όμως και προτεινόμενες νομικές διατάξεις που επιχειρούν το αντίστροφο αποτέλεσμα. Ορισμένες από αυτές βρίσκονται στο νομοσχέδιο για ... το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο βρίσκεται στο στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης. Το άρθρο 38 που έχει περάσει απαρατήρητο ακόμη από τους σχολιαστές, έχει ορισμένες ενδιαφέρουσες ρυθμίσεις, υπερ των ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης. 

Οι ευνοϊκές διατάξεις για τα ΜΜΕ που έχουν δοθεί προς δημόσια διαβούλευση αφορούν την τροποποίηση του Ν.1178/1981 περί αστικής ευθύνης του τύπου, σε συνδυασμό με τον "τυποκτόνο" Ν.2328/1995, ο οποίος καταργείται μόνο ως προς τις υψηλές αποζημιώσεις που ορίζει για τα μέσα ενημέρωσης σε υποθέσεις προσβολής προσωπικότητας. 

Στην πρώτη παράγραφο, η προτεινόμενη διάταξη εναρμονίζει με την νομολογία του Αρείου Πάγου την διάταξη για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που επιδικάζουν οι δικαστές κατά την εκδίκαση αγωγών αποζημίωσης από προσβολές προσωπικότητας των μέσων ενημέρωσης. Ουσιαστικά οι δικαστές το κάνουν από μόνοι τους, αλλά καλό είναι που ο νόμος κωδικοποιεί αυτό που ακολουθείται στην πράξη: το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης θα εξαρτάται όχι μόνο από την φύση και την εμβέλεια του μέσου ενημέρωσης, αλλά και από μια σειρά άλλων κριτηρίων, όπως οι επιπτώσεις του δημοσιεύματος στον αδικηθέντα και το περιβάλλον του, η βαρύτητα των αποδιδόμενων στον αδικηθέντα πράξεων ή χαρακτηρισμών, το είδος της προσβολής, η ένταση του πταίσματος, οι συνθήκες τέλεσης, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων.

Στην δεύτερη παράγραφο, όμως, ο εν δυνάμει νομοθέτης παρεμβαίνει με αυστηρό τρόπο, θέτοντας ένα σημαντικό ανάχωμα στην άσκηση αγωγής εναντίον ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης. Όποιος σκοπεύει να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης, οφείλει πριν το κάνει, επί ποινή απαραδέκτου της αγωγής του, να στείλει ένα εξώδικο στο έντυπο και να υποδείξει την αποκατάσταση της προσβολής που υπέστη με την καταχώριση στο έντυποι "σύντομου επεξηγηματικού κειμένου που του υποδεικνύει". Στο κείμενο αυτό προσδιορίζονται και οι λέξεις και φράσεις που θεωρήθηκαν προσβλητικές και πρέπει να ανακληθούν και οι λόγοι για τους οποίους η συγκεκριμένη αναφορά κρίθηκε προσβλητική. "Η αποκατάσταση θεωρείται ότι επήλθε", σύμφωνα με την προτεινόμενη διάταξη, αν μέσα σε 20 ημέρες ο υπεύθυνος: 

"α) ανακαλέσει ρητά την προσβολή με την παραπάνω δημοσίευση, που γίνεται στην ίδια ή, αν δεν υπάρχει αυτή, σε ανάλογη θέση και φύλλο της αντίστοιχης ημέρας κυκλοφορίας της εφημερίδας, που είχε καταχωριστεί η αρχή του επιλήψιμου δημοσιεύματος, και σε έκταση και μέγεθος ανάλογο με το τελευταίο, και 

β) κοινοποιήσει στον αδικηθέντα το ως άνω δημοσίευμα αποκατάστασης. 

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

ΠΠρΑθ 3110/2015 : "Μετατροπή καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική - Τέλος δικαστικού ενσήμου – Ερημοδικία"

Οι αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 (πριν από τις 25.7.2011) αλλά στη συνέχεια τράπηκαν σε αναγνωριστικές υπόκεινται σε υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου. Κρίσιμος χρόνος δεν είναι ο χρόνος άσκησής τους, αλλά ο χρόνος τροπής του αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Παράλειψη προκαταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου. Ο ενάγων θεωρείται ότι δεν εμφανίστηκε κατά τη συζήτηση και το δικαστήριο, εφόσον η συζήτηση γίνεται με δική του επιμέλεια, απορρίπτει την αγωγή, για ουσιαστικούς λόγους, με αποτέλεσμα, αν δεν θεραπευτεί με την καταβολή του δικαστικού ενσήμου κατά τη συζήτηση εφέσεως, να επέρχεται ουσιαστικό δεδικασμένο. Πλασματική ερημοδικία.
  
ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3110/2015
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Δήμητρα Μουχίμογλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννα Αλεξίδου, Πρωτοδίκη, Διονύσιο Χατζή, Δικαστικό Πάρεδρο - Εισηγητή (κωλυομένων των τακτικών Δικαστών) και από τη γραμματέα Ελένη Κρητικού.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριο του, την 28η Μαΐου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ ..., κατοίκου Λειβαδίων Χίου, επί της οδού ... ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του ΛΜ (AM ΔΣ Χίου) και ΘΛ, που κατέθεσαν προτάσεις, και

      ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. ..., χειρούργου ορθοπεδικού ιατρού, κατοίκου Πειραιά, επί της οδού ..., ο οποίος παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων του ΚΧ (AM ΔΣΑ .......) και ΓΣ (AM ΔΣΑ ....), που κατέθεσαν προτάσεις, και
2. Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΚΛΙΝΙΚΗ ...............», που εδρεύει στην Αθήνα, επί των οδών Παπαδιαμαντοπούλου, αρ. 16, και Γ. Σισίνη, αρ. 1, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίου δικηγόρου της ΙΣ (AM ΔΣΑ ........), που κατάθεσε προτάσεις

      Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 50942-2393/7-3-2008 αγωγή του, που προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 8ης-10-2009, οπότε ματαιώθηκε, λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για τις εθνικές εκλογές της 4ης-10-2009. Ύστερα δε από την από 24-11-2009 κλήση του ενάγοντος προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 10ης-11-2011, οπότε η συζήτηση της αναβλήθηκε, κατόπιν αιτήματος του πρώτου εναγόμενου, για την 15η-5-2014, οπότε ματαιώθηκε εκ νέου, λόγω αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων για τις εκλογές τοπικής αυτοδιοίκησης της 18ης-5-2014. Εν συνεχεία, βάσει της από 3-7-2014 κλήσης του ενάγοντος, προσδιορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της αγωγής η 19η-2- 2015, οπότε, όμως, αναβλήθηκε εν νέου, αιτήσει του πρώτου εναγόμενου, για την 23η-4-2015, οπότε αναβλήθηκε για την ανωτέρω αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και ανεγράφη στο οικείο πινάκιο με αριθμό ΧΗ3-7, οπότε εκφωνήθηκε και συζητήθηκε με τη σειρά του πινακίου.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
  
       Με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι, εξαιτίας των παρατιθέμενων στην αγωγή σφαλμάτων, στα οποία υπέπεσε ο πρώτος εναγόμενος, χειρούργος ορθοπεδικός ιατρός, τόσο κατά το προεγχειρητικό στάδιο και την εκτέλεση της αναφερόμενης στην αγωγή χειρουργικής επέμβασης, που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της δεύτερης εναγόμενης, με την οποία ο πρώτος εναγόμενος συνεργαζόταν σε καθεστώς ελεύθερης συνεργασίας, όσο και κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, υπέστη την εκτιθέμενη στην αγωγή περιουσιακή ζημία και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζητεί, αφότου παραδεκτά (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 εδ. β και 297 ΚΠολΔ), με τις προτάσεις και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, έτρεψε το αίτημα από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 987.881,456, κατά τα ειδικότερα αναλυόμενα στην αγωγή, νομιμοτόκως από 5-5-2005, άλλως από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής, άλλως, επικουρικά, το ποσό των 789,623,25c, νομιμοτόκως από 5-5-2005, άλλως από την επόμενη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, πλέον των αναλυτικά παρατιθέμενων στην αγωγή τμηματικών παροχών, νομιμοτόκως από την επόμενη της δήλης μέρας καταβολής εκδοθησόμενης απόφασης, η προσωπική κράτηση του πρώτου εναγομένου για ένα έτος, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, πλην της διάταξης περί προσωπικής κράτησης, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Δικαστικό ένσημο: Επιστροφή του όταν η αγωγή απορρίπτεται ως τυπικά απαράδεκτη [του Γιώργου Καζολέα, Δικηγόρου]

Με μια διάταξη του 1912 (ΓΠΟΗ/12) προβλέφθηκε η καταβολή του δικαστικού ενσήμου, ενός τέλους που υπολογίζεται επί του αντικειμένου της αγωγής. Τα δικαστικό ένσημο (αγωγόσημο) υπολογίζεται τόσο στις αστικές αγωγές, διαταγές πληρωμής κλπ όσο και στις διοικητικές αγωγές. Το 2011 με το νόμο 3994 εξαιρέθηκαν από το δικαστικό ένσημο οι αγωγές εξάλειψης υποθήκης και προσημείωσης και ακύρωσης πλειστηριασμού. Το 2012 με το νόμο 4055 εξαιρέθηκαν της υποχρέωσης καταβολής ενσήμου οι αναγνωριστικές
αγωγές των άρθρων 663,677,681Α και 681Β ΚΠολΔ. Λαμβανομένου υπόψη του ποσοστού επί του αντικειμένου της αγωγής, που σήμερα είναι οκτώ τοις χιλίοις (8/οο) επί του αιτούμενου με την αγωγή κεφαλαίου πλέον διαφόρων ακόμα χρεώσεων υπέρ διαφόρων ταμείων, το ποσό που πρέπει να καταβάλει κάποιος για μια αγωγή ιδίως μεγάλου αντικειμένου, δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο, στην εποχή μας δε μάλλον είναι αποτρεπτικό για κάποιον να διεκδικήσει το δίκιο του μέσω των δικαστηρίων.
Και δεν πείθει καθόλου η δικαιολόγηση της καθιέρωσής του στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 3994/11 ότι δηλαδή «με την άσκηση και συζήτηση μιας αγωγής ο πολίτης κινητοποιεί ένα πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό και οφείλει συνεπώς να καταβάλει τέλος, ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής δικαιοσύνης», γιατί ο πολυδάπανος αυτός δημόσιος μηχανισμός κινητοποιείται με ρυθμούς χελώνας, αργά και βασανιστικά για τον πολίτη που θέλει δικαίωση και το δικαστικό ένσημο που πληρώνει δεν ανταποκρίνεται συνήθως σε οποιοδήποτε ανταποδοτικό όφελος.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

"H ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΩΣ ΠΑΡΑΓΩΝ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ" [ΑΛΕΦΑΝΤΗ ΑΘΗΝΑ, Νομική Σύμβουλος του Κράτους]

Οι ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις αποβλέπουν στην προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 24), αλλά υποχρεώνουν ταυτόχρονα το Κράτος να μεριμνά για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και την δημιουργία θέσεων εργασίας (άρθρο 106) [1].
Από την Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στα άρθρα 2 και 174, προκύπτει η βούληση για ισορροπία μεταξύ προστασίας του περιβαλλοντικού αγαθού και της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι η οικονομική μεγέθυνση και η βιώσιμη για το περιβάλλον ανάπτυξη μπορούν να συμβαδίζουν, εφόσον έχει δημιουργηθεί ένα υγιές πλαίσιο πολιτικής, που θα προβλέπει την ένταξη των περιβαλλοντικών στόχων σε όλους τους τομείς της (πολιτικής). [2]
 Ποιος είναι ο εξισορροπητικός ρόλος της Διοίκησης σε όλα αυτά;
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η οικονομική ανάπτυξη του Κράτους, μέσα από ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις έχει ως όριο την αδιαπραγμάτευτη ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ο συγκερασμός της προστασίας του περιβάλλοντος και της  οικονομικής ανάπτυξης αποτελεί έργο και ευθύνη της Διοίκησης και ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ κυρίως:
  • στον χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό.
  • στον προσδιορισμό των προστατευόμενων περιοχών και το είδος της προστασίας αυτών.
  • στην ολοκλήρωση του κτηματολογίου και των δασικών χαρτών.
  • στον περιβαλλοντικό έλεγχο.
  • στην ύπαρξη ενός μη χρονοβόρου, παραγωγικού και αντιγραφειοκρατικού κανονιστικού πλαισίου περιβαλλοντικής αδειοδότησης των έργων.
  • στις πλήρεις και επιστημονικά άρτιες περιβαλλοντικές μελέτες.

ΑΠ 1133/2015 Σύμβαση έργου και εργατικό ατύχημα

Περίληψη
Ο ενάγων δεν συνδεόταν, κατά το χρόνο που έλαβε χώρα ο τραυματισμός του, με τους εναγομένους, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά αντίθετα η συνδέουσα αυτούς σχέση είχε τον χαρακτήρα της συμβάσεως έργου. Και ότι, συνακόλουθα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εργατικό ατύχημα, αφού και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν, προεχόντως, στην επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος, και όχι στην εργασία που θα παρείχε ο ενάγων για την πραγμάτωση του αποτελέσματος αυτού, με συμμόρφωση σε οδηγίες ή στο πλαίσιο ελέγχου του εργοδότη.
Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (ΕισΝΑΚ 38), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. 
Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. 
Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν καταφάσκεται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. 
Διότι εκείνο που χαρακτηρίζει την εργασία ως εξαρτημένη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. 
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της συμβάσεως έργου, επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σε αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της συμβάσεως, αντικείμενο δε της συμβάσεως αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές, αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε, όμως, περίπτωση τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξαρτήσεως από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτελέσεώς του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. 
Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή έργου γίνεται από το δικαστήριο και εξαρτάται, σε κάθε περίπτωση, από την εκτίμηση του συνόλου των πραγματικών περιστατικών κάτω από τα οποία λειτούργησε η συγκεκριμένη σχέση, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό που έδωσαν σ' αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. 

ΑΠ 1133/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

(...) ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (ΕισΝΑΚ 38), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξαρτήσεως, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη σε περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Οπωσδήποτε, το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η οποία, όμως, δεν καταφάσκεται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που χαρακτηρίζει την εργασία ως εξαρτημένη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει, για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο, συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεώς του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. 
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη.

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Εφετείο Αθηνών: Εφαρμόζονται οι διατάξεις περί τύπου στα ιστολόγια (blogs)

Ακολουθεί απόσπασμα της υπ'αριθμ. 1442/2015 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών

Με το άρθρο 681Δ ΚΠολΔ καθιερώνεται ειδική διαδικασία εκδίκασης των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Ειδικότερα κατά την παρ. 1 του άρθρου αυτού κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 671 παρ. 1-3, 672 και 673-676 ΚΠολΔ δικάζονται από το καθ’ύλην αρμόδιο δικαστήριο όλες οι διαφορές που αφορούν σε αποζημιώσεις οποιασδήποτε μορφής περιουσιακής ζημίας ή ηθικής βλάβης που προκλήθηκε διά του τύπου ή με ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές και οι συναφείς προς αυτές αξιώσεις προστασίας της προσωπικότητας των προσβληθέντων. Από την ευρύτητα της διατύπωσης της διάταξης του άρθρου 681Δ παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην εν λόγω ειδική διαδικασία υπάγονται όλες οι αγωγές που αποσκοπούν στην αποκατάσταση κάθε περιουσιακής ζημίας ή στην ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, καθώς και οι κάθε μορφής αξιώσεις προστασίας των προσώπων, των οποίων η περιουσία ή η προσωπικότητα προσεβλήθη από δημοσίευμα ή τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή του έντυπου ή ηλεκτρονικού τύπου, ασχέτως της ιδιότητας του εναγομένου, ο οποίος, καθώς ο νόμος δεν διακρίνει, μπορεί να είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποίου η συμπεριφορά προσέβαλε την προσωπικότητα του ενάγοντος (ΑΠ 1900/2006, ΧρΙΔ 2007/433). 
Η προαναφερόμενη διάταξη καθώς και αυτή του άρθρου μόνου παρ. 1 του ν. 1178/1981 "περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων", όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2243/1994, εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών της προσωπικότητας οι οποίες συντελούνται στο διαδίκτυο (Internet), μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων ή άλλων ιστοτόπων (όπως blogs) που λειτουργούν ως διεθνές μέσο διακίνησης πληροφοριών, δεδομένου ότι για τις προσβολές αυτές δεν υπάρχει ιδιαίτερο θεσμικό πλαίσιο και η αντιμετώπισή τους δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με την αναλογική εφαρμογή της ήδη υπάρχουσας νομοθεσίας για τις προσβολές της προσωπικότητας μέσω του έντυπου (εφημερίδες, περιοδικά) ή του ηλεκτρονικού (τηλεόραση, ραδιόφωνο) τύπου, αφού και η διαδικτυακή πληροφόρηση δεν διαφέρει ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της από εκείνη που παρέχεται από τον ηλεκτρονικό τύπο, ιδίως δε ως προς τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά της που οδήγησαν τον νομοθέτη στην καθιέρωση ειδικής διαδικασίας για την εκδίκαση των διαφορών που ανακύπτουν από την λειτουργία τους, ήτοι την εμβέλεια δράσης του, που μάλιστα στο διαδίκτυο είναι παγκόσμια, και συνακόλουθα του αριθμού των αποδεκτών όσων διά αυτού διαδίδονται, που μεγεθύνει την προσβολή εκείνου που θίγεται από την διάδοση συκοφαντικών, δυσφημιστικών ή εξυβριστικών ισχυρισμών (βλ. ΑΠ 1596/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3071/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 220/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ. 36/2011, δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 680/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 8962/2006 δημ. Νόμος). Η άποψη ότι ελλείψει νομοθετικής ρύθμισης για τα blogs, η προσήκουσα διαδικασία είναι όχι η ανωτέρω διαδικασία που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 681Δ ΚΠολΔ αλλά η τακτική διαδικασία, παραβλέπει το σύνολο των ιστολογίων που έχουν ειδησεογραφικό/ενημερωτικό περιεχόμενο μη αρκούμενα εκ του σκοπού τους μόνο σε ανταλλαγή απόψεων, ιδεών, σκέψεων και αναλύσεων μέσω διαδραστικής επικοινωνίας των χρηστών τους, κυρίως όμως παραβλέπει τηναναγκαιότητα ταχείας εκδικάσεως των αναφυουσών διαφορών, σκοπό δηλαδή που επιτελεί η διάταξη του άρθρου 681Δ ΚΠολΔ της οποίας η καθιέρωση αποβλέπει στην ταχεία περάτωση των δικών και την επίτευξη οικονομίας χρόνου και δαπάνης, λόγω της φύσης των εν λόγω διαφορών και του κινδύνου συχνότητας αυτών, ανάγκη δηλαδή που εξυπηρετεί καταλληλότερα η ανωτέρω διάταξη (βλ. και Βαθρακοκοίλη ερμηνεία στο άρθρο 681Δ παρ. 2).
Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, δέχθηκε ότι για την εκδίκαση της κρινόμενης αγωγής με το προαναφερόμενο περιεχόμενο στο οποίο περιλαμβανόταν η επίκληση ότι το επίδικο ιστολόγιο είναι ειδησεογραφικό και οι επίδικες αναρτήσεις δεν έγιναν λόγω διαδραστικής επικοινωνίας αλλά προς σκοπό ενημερώσεως μεγάλου και μη δυνάμενου να προσδιοριστεί αριθμού χρηστών του διαδικτύου, εφαρμοστέα ήταν η διαδικασία των διαφορών που αφορούν προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρο 681 Δ΄ ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο εκκαλών - εναγόμενος με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. 
Άλλωστε η εκδίκαση της υποθέσεως με εσφαλμένη διαδικασία δεν παρέχει μόνη αυτή δικαίωμα εφέσεως, εκτός αν συνδέεται με επίκληση βλάβης ή αναρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση ο παραπάνω λόγος της κρινόμενης έφεσης του εναγομένου με τον οποίο ο τελευταίος παραπονείται για εσφαλμένη σχετική κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αλυσιτελώς προτείνεται εφόσον δεν ισχυρίζεται επιπροσθέτως ότι υπέστη κάποια βλάβη και συνεπώς ο λόγος αυτός της έφεσής του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και με την πρόσθετη αυτή αιτιολογία. (βλ. ομοίως ΕφΑθ 1747/1988 Δίκη 1990, 299 και ΝΟΜΟΣ).


πηγή : http://apachejones-zone.blogspot.gr/


Πράξεις παραχώρησης ιδιαίτερων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων: ΣτΕ 3860/2002, Ολ 891/2008, Ολ 2403/2014, 646/2015, 3944/2015, Oλ 2560/2015 (Ευγενίας Πρεβεδούρου)

Στο πέμπτο μάθημα των Ειδικών Θεμάτων Σύνθεσης Δημοσίου Δικαίου (23-11-2015) θα εξετάσουμε, αφενός, τη νομική φύση των πράξεων της Διοίκησης, με τις οποίες παραχωρούνται ιδιαίτερα δικαιώματα επί κοινοχρήστων πραγμάτων, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες με τις οποίες παραχωρείται η συνολική διαχείριση και εκμετάλλευση αυτών, καθώς και των πράξεων με τις οποίες καθορίζεται χρηματικό ποσό ως αντάλλαγμα για την παραχώρηση τέτοιου δικαιώματος και, αφετέρου, το δικονομικό καθεστώς τους, δηλαδή τη φύση των διαφορών που απορρέουν από τις πράξεις αυτές. Θα αναλυθεί η απόφαση της Ολομέλειας ΣτΕ Ολ 891.2008, η οποία σηματοδοτεί νομολογιακή μεταστροφή σε σχέση με την απόφαση ΣτΕ 3860.2002 και την παραπεμπτική στην Ολομέλεια ΣτΕ 1036.2004 (όμοια η ΣτΕ 1037/2004, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, επί της οποίας εκδόθηκε η ΣτΕ Ολ 892/2008. Βλ. και ΣτΕ 1038/2004, παραπεμπτική στην Ολομέλεια, επί της οποίας εκδόθηκε η ΣτΕ Ολ 893/2008). Βλ. και μεταγενέστερες αποφάσεις ΣτΕ 257, 1521, 2478/2011.
Σημειώνεται ότι σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας (ΣτΕ Ολ 2403, 2404/2014 [ΣτΕ Ολ 2403.2014]), το Συμβούλιο της Επικρατείας ασχολείται και πάλι με το ζήτημα της διαχείρισης των κοινοχρήστων. Επαναλαμβάνει την πάγια –από την απόφαση ΣτΕ Ολ 891/2008– νομολογία του ότι τα κοινόχρηστα ανήκουν στη δημόσια κτήση και προορίζονται για την άμεση εξυπηρέτηση δημοσίου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην κοινοχρησία τους, η δε διαχείρισή τους αντιδιαστέλλεται προς τη διαχείριση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου και συνιστά άσκηση δημόσιας εξουσίας. Στο πλαίσιο της διαχείρισης των εν λόγω πραγμάτων από τη Διοίκηση είναι δυνατόν, σύμφωνα με τον βασικό κανόνα του άρθρου 970 του Α.Κ. (βλ. και τις διατάξεις των άρθρων 13, 14 και, ειδικώς για την παραχώρηση λιμένων εν γένει, του άρθρου 24 του ν. 2971/2001) να παραχωρούνται επ’ αυτών ιδιαίτερα δικαιώματα προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφ’ όσον με την παραχώρηση των ιδιαιτέρων αυτών δικαιωμάτων, τα οποία έχουν χαρακτήρα δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου, εξακολουθεί να εξυπηρετείται ή, τουλάχιστον, δεν αναιρείται η κοινή χρήση. Εξ άλλου, η παραχώρηση ιδιαιτέρων δικαιωμάτων επί κοινοχρήστων πραγμάτων αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος. Και δεν αποκλείεται μεν η επιδίωξη και ταμιευτικού σκοπού, μόνον, όμως, δευτερευόντως και εφ’ όσον δεν αναιρείται ο κατά τα ανωτέρω προέχων σκοπός (βλ. ΣτΕ Oλ 1211-1212/2010).
Εν προκειμένω, η πράξη διαχείρισης της ως άνω δημόσιας κτήσης είναι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα», με την οποία καθορίζονται τα τιμολόγια υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών σε μαρίνα που ανήκει στη διοίκηση και διαχείρισή της. Πρόκειται για πράξη διαχείρισης κοινόχρηστου πράγματος, η οποία κατά νόμο χωρεί μεν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, παραλλήλως, όμως, αποβλέπει στο δημόσιο συμφέρον και στην εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, και, συγκεκριμένα, στην ανάπτυξη του τουρισμού. Περαιτέρω, η πράξη αυτή του Διοικητικού Συμβουλίου εγκρίνεται, σύμφωνα με τον νόμο, από υπουργική απόφαση, κατόπιν ελέγχου του καθορισμού των εν λόγω τιμολογίων νόμω και ουσία, η οποία έχει κανονιστικό χαρακτήρα και εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Εν όψει των ανωτέρω, η διαφορά η οποία αναφύεται από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης, με την οποία εγκρίνεται, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 31α του ν. 2160/1993, απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα» που αφορά στον καθορισμό των τιμολογίων υπηρεσιών ελλιμενισμού σκαφών στην προαναφερθείσα Μαρίνα Αλίμου (λιμένας τουριστικών πλοίων, άρθρο 17 του Ν. 438/1976, Α΄ 256), είναι ακυρωτική διοικητική διαφορά που ανήκει στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εν προκειμένω, δηλαδή, συντρέχουν το οργανικό και το λειτουργικό κριτήριο, εφόσον πρόκειται για υπουργική απόφαση που εξυπηρετεί σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ενώ στην απόφαση ΣτΕ Ολ 891/2008 την προσβαλλόμενη πράξη [ πρόσκλησης της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ» (ΕΤΑ ΑΕ) για την εκδήλωση ενδιαφέροντος με σκοπό την ανάπτυξη υπηρεσιών διαχείρισης (διαφήμισης-επικοινωνίας-ψυχαγωγίας-επισιτισμού) των οργανωμένων ακτών Αττικής του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ)] εξέδωσε το ΔΣ της τότε ΕΤΑ ΑΕ, οπότε η Ολομέλεια προσέφυγε στο πλάσμα του νομικού προσώπου διφυούς χαρακτήρα, για να χαρακτηρίσει την πράξη ως διοικητική.
Τέλος, στο ίδιο πνεύμα, γίνεται δεκτό ότι η σύμβαση, με την οποία παραχωρείται σε ιδιώτη δικαίωμα αμμοληψίας από την κοίτη ποταμού, αφορώσα κοινόχρηστο πράγμα, είναι διοικητική, για την σύναψή της δε πρέπει να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται από την διέπουσα την παραχώρηση των ιδιαιτέρων αυτών δικαιωμάτων νομοθεσία, καθώς και να πληρούνται οι θεσπιζόμενες από την νομοθεσία αυτή και την νομοθεσία περί προστασίας του περιβάλλοντος προϋποθέσεις (ΣτΕ Ολ 2560/2015 [ΣτΕ Ολ 2560/2015]).
Η ανάλυση θα στηριχθεί στο ακόλουθο διάγραμμα.

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

"Σύγχρονες μορφές απάτης στις τραπεζικές συναλλαγές" [Οββαδίας Σ. Ναμίας Δ.Ν., Δικηγόρος]

Το ζήτημα που θα μας απασχολήσει στις αναπτύξεις που θα ακολουθήσουν είναι η εμφάνιση και η ποινική αντιμετώπιση διαφόρων μορφών απάτης στις σύγχρονες τραπεζικές συναλλαγές.
 
Ι. Σύγχρονες μορφές τραπεζικών συναλλαγών και η τυπολογία απατών σε αυτές. Το στοιχείο εκείνο που στην σημερινή εποχή αναμφίβολα συνέτεινε τα μέγιστα στην εμφάνιση νέων μορφών τραπεζικών συναλλαγών είναι η ταχύτατη εξάπλωση και εν τέλει η απόλυτη επικράτηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και γενικότερα της πληροφορικής στο πλαίσιο πάσης φύσεως τραπεζικών δραστηριοτήτων. Πριν υπεισέλθουμε στην περιγραφή κάποιων σύγχρονων μορφών τραπεζικών συναλλαγών και της τυπολογίας των απατών, που σε αυτές απαντώνται, πρέπει ευθύς εξ αρχής να διευκρινιστεί ότι εκείνες μόνον οι τραπεζικές συναλλαγές αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού μας, οι οποίες είναι κατ΄ αρχήν πρόσφορες να επιφέρουν περιουσιακή μετάθεση. Ως τέτοια δε νοείται για τις ανάγκες της παρούσας εισήγησης, και η αύξηση της περιουσίας κάποιου, που επέρχεται ήδη με την ηλεκτρονική, λογιστική εγγραφή νομισματικών μονάδων στον τραπεζικό του λογαριασμό, αφού έτσι αυτός ως δικαιούχος του λογαριασμού αποκτά απαίτηση έναντι της τράπεζας να του παραδώσει το συγκεκριμένο ποσό. Ως σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των τραπεζικών συναλλαγών, φρονώ ότι πρέπει να μνημονεύσουμε την εισαγωγή και επικράτηση του συστήματος ON LINE στις τράπεζες περί τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Με το σύστημα αυτό επετεύχθη η άμεση ηλεκτρονική διασύνδεση (δικτύωση) όλων των σημείων διενέργειας συναλλαγών μιας τράπεζας με το κεντρικό μηχανογραφικό της σύστημα, έτσι ώστε η περιουσιακή μετάθεση, που συνεπάγεται μια τραπεζική συναλλαγή να καταχωρείται απ΄ ευθείας με αυτόματη ενημέρωση των στοιχείων στο κέντρο μηχανογράφησης της τράπεζας. Περί τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έκαναν την εμφάνισή τους και στη χώρα μας τα γνωστά σε όλους μας σήμερα Αυτόματα Ταμειολογιστικά Μηχανήματα (τα λεγόμενα ΑΤΜ Automated Teller Mashines). Ο πελάτης και δικαιούχος λογαριασμού της τράπεζας εφοδιάζεται με μαγνητική κάρτα αυτόματης συναλλαγής (cashcard). Με βάση την κάρτα αυτή και έναν μυστικό προσωπικό κωδικό που του χορηγεί η τράπεζα, το γνωστό μας PIN (Personal Identification Number), αποκτά πρόσβαση σε όλα τα ΑΤΜs που διαθέτει η Τράπεζά. Το μηχάνημα (ΑΤΜ) είναι συνδεδεμένο ηλεκτρονικά ON LINE με το κέντρο μηχανογράφησης και επομένως οι περιουσιακές χρεοπιστώσεις στους λογαριασμούς των πελατών, ανάλογα με το είδος της διενεργούμενης συναλλαγής, επέρχονται άμεσα και αυτόματα χωρίς οιαδήποτε άλλη διαδικασία. Τα ΑΤΜ έμελλε να γνωρίσουν ραγδαία εξέλιξη και ευρύτατη διάδοση, ώστε πέραν του μεγάλου και διαρκώς αυξανόμενου αριθμού τους να υπάρχει σήμερα η τεχνική δυνατότητα να διενεργούνται μέσω αυτών εκτός από αναλήψεις μετρητών και πλείστες όσες άλλες τραπεζικές συναλλαγές, όπως μεταφορά χρημάτων από ένα λογαριασμό σε άλλο, του δικαιούχου ή τρίτου, καθώς επίσης και πληρωμές λογαριασμών σε διάφορες συμβεβλημένες με την τράπεζα υπηρεσίες και εταιρείες (Εφορία για πληρωμή ΦΠΑ, ΙΚΑ, Χρηματιστηριακές εταιρείες, εταιρείες κινητής τηλεφωνίας κ.λ.π.). Μια άλλη τέλος σύγχρονη μορφή τραπεζικών συναλλαγών εμφανίστηκε περί το έτος 2000, λίγα χρόνια μετά την εμφάνιση του διαδικτύου (INTERNET) στην μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα. Οι τράπεζες επεκτάθηκαν στο χώρο της ηλεκτρονικής τραπεζικής εξυπηρέτησης και προσέφεραν στην πελατεία τους ένα νέο επαναστατικό, θα έλεγε κανείς προϊόν, γνωστό ως Internet- ή Homebanking. Σύμφωνα με αυτό παρέχεται στους πελάτες της τράπεζας η δυνατότητα να πραγματοποιούν μέσω του Διαδικτύου (Internet) με χρήση προσωπικού υπολογιστή και από το χώρο στον οποίο δραστηριοποιούνται, μια σειρά τραπεζικών αλλά και χρηματιστηριακών συναλλαγών, όλες τις ώρες και τις ημέρες, ανεξαρτήτως ωραρίου λειτουργίας της Τράπεζας. Μπορούν έτσι μεταξύ άλλων να μεταφέρουν ποσά μεταξύ λογαριασμών τους ή και σε λογαριασμούς τρίτων. Να δίδουν εντολές αγοράς ή πώλησης μετοχών τους κ.λ.π. Για την διασφάλιση των συναλλαγών ο πελάτης εφοδιάζεται και χρησιμοποιεί σε κάθε συναλλαγή του μέσω του Ιnternetbanking α) ένα κωδικό ταυτότητας χρήστη (userID), β) Μυστικό κωδικό αναγνώρισης (Password) και γ) λίστα μυστικών αριθμών αυθεντικότητας συναλλαγής TAN (Transaction Authentication Number). Οι συναλλαγές ολοκληρώνονται και εδώ ηλεκτρονικά με αυτόματη καταχώρηση τους στο κέντρο μηχανογράφησης της τράπεζας.

Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η προβληματική επιτρέψτε μου στη συνέχεια να χρησιμοποιήσω ορισμένα παραδείγματα που αντιμετωπίστηκαν στη νομολογία και αναφέρονται στη θεωρία, με βάση τα οποία θα εξετάσουμε την αποτελεσματική ή μη ποινική τους αντιμετώπισή. Παράδειγμα 1ο: Υπάλληλος ταμειολογιστής τράπεζας, καταχωρεί στο τερματικό του Η/Υ του ταμείου του, ποσό εικονικής κατάθεσης στο λογαριασμό ταμιευτηρίου του προσώπου που θέλει να ωφελήσει. Παράδειγμα 2ο : Ο δράστης έχει κατά τέτοιο τρόπο επέμβει στο πρόγραμμα του υπολογιστή τραπέζης, ώστε αυτός (ο υπολογιστής) να έχει προετοιμαστεί και ουσιαστικά να περιμένει να διενεργηθεί μέσω συγκεκριμένου Α.Τ.Μ. κίνηση από συγκεκριμένο λογαριασμό, την οποία μόλις ανίχνευε, την τροποποιούσε όπως είχε από το δράστη καθοδηγηθεί προγραμματιστικά και συγκεκριμένα αντί να εκτελεί τη λειτουργία της μεταφοράς χρηματικού ποσού 10.000 δρχ. το σύστημα αντιθέτως πίστωνε συγκεκριμένο λογαριασμό με 10.000.000 δρχ. Παράδειγμα 3ο: Ο δράστης αφού αφαιρεί από συνάδελφό του την μαγνητική κάρτα τραπεζικών αναλήψεων από ΑΤΜ (cash card) καθώς και ένα μικρό χαρτί με σημειωμένο τον προσωπικό μυστικό κωδικό πρόσβασης του δικαιούχου (PIN), προβαίνει σε αναλήψεις χρηματικών ποσών από ΑΤΜ από τον λογαριασμό του δικαιούχου ή σε μεταφορά σημαντικού χρηματικού ποσού από το λογαριασμό του δικαιούχου προς το λογαριασμό τρίτου (πραγματικό ιστορικό του ΣυμβΝαυτΠειρ 418/1996, Υπερ/1997 σελ. 102). Παράδειγμα 4ο: Ο Α είναι πελάτης, δικαιούχος λογαριασμού και συμβεβλημένος με την υπηρεσία του internet Banking της τράπεζας. Ο Β, υπάλληλός του, αντιγράφει τη λεγόμενη λίστα ΤΑΝ του Α καθώς και των κωδικό πρόσβασης του Α και εν συνεχεία, αφού με την χρήση αυτών αποκτά πρόσβαση στο internet Banking της τράπεζας, προβαίνει σε μεταφορά σημαντικού χρηματικού ποσού από το λογαριασμό του Α προς το δικό του.
Από την περιγραφή και μόνον των νέων αυτών μορφών τραπεζικών συναλλαγών και μιας πρώτης τυπολογίας απατών, που απαντώνται σε αυτές, διακρίνει κανείς, ότι το κρίσιμο κοινό τους γνώρισμα από άποψη ποινικού ενδιαφέροντος είναι ότι διενεργούνται ηλεκτρονικά. Με άλλα λόγια η κρίσιμη για τη στοιχειοθέτηση του περιουσιακού αδικήματος της απάτης, μεταφορά νομισματικών μονάδων από την περιουσία του θύματος στην περιουσία του δράστη ή άλλου, ολοκληρώνεται χωρίς την παρεμβολή φυσικού προσώπου σε οποιοδήποτε στάδιο μέχρι να συντελεστεί η περιουσιακή μετάθεση.
Καθίσταται μετά ταύτα σαφές ότι κεντρική σημασία αποκτά στην έρευνά μας η διάταξη του άρθρου 386 Α του Ποινικού μας Κώδικα, που ρυθμίζει την λεγόμενη "απάτη με υπολογιστή". Και τούτο διότι κατά γενική παραδοχή η διάταξη αυτή τότε κατ΄ αρχήν διεκδικεί εφαρμογή, όταν για την επέλευση περιουσιακής μετάθεσης, σε αντιδιαστολή με την κοινή απάτη, δεν απαιτείται παρεμβολή φυσικού προσώπου. Με καθαρότητα έχει πλέον αυτό διατυπωθεί σε σχετική απόφαση του ΑΠ (ΑΠ 1152/99). Ερωτάται λοιπόν κατά πόσον η ποινική αυτή διάταξη, στην σήμερα ισχύουσα μορφή της, ή άλλη τυχόν διάταξη, είναι ικανές να καλύψουν ζητήματα που έχουν ήδη ανακύψει στη πράξη ή μπορούν να εμφανιστούν στο μέλλον σε τραπεζικές συναλλαγές που παραπάνω περιγράψαμε.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

ΜΠρΠειρ 1465/2015 : "Πνευματικά δικαιώματα - Επιβατηγά πλοία - Μετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών - Συγγενικά δικαιώματα ηθοποιών - Θανόντες ηθοποιοί"

Η τηλεοπτική μετάδοση εκπομπών σε επιβατηγά πλοία, συνιστά δημόσια εκτέλεση. Απόρριψη ένστασης ότι αρκετοί δικαιούχοι ηθοποιοί τηλεοπτικών εκπομπών, έχουν ήδη αποβιώσει κι έτσι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Δικαιωμάτων Ελλήνων Ηθοποιών ΣΥΝ.Π.Ε. να δικδικήσει τα αναλογούντα δικαιώματά τους, εφόσον δεν είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται από τον Οργανισμό η σχέση που τον συνδέει με το δικαιούχο, και νομιμοποιείται και μπορεί πάντα να ενεργεί, δικαστικώς ή εξωδίκως στο δικό του και μόνο όνομα. Μείωση της αμοιβής του Οργανισμού, επειδή δεν πιθανολογήθηκε ότι όλοι οι επιβάτες, που μετακινήθηκαν με τα πλοία της εταιρείας, έκαναν χρήση των υλικών φορέων ήχου και εικόνας, που μεταδίδονταν απευθείας από τους ελληνικούς τηλεοπτικούς σταθμούς, δεδομένου ότι πολλοί απ' αυτούς δεν βρίσκονταν, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα σαλόνια, όπου υπάρχουν οι συσκευές τηλεοράσεων, αλλά στα καταστρώματα, τους διαδρόμους ή και τα εστιατόρια, όπου δεν υπάρχουν τηλεοράσεις, επιπλέον πολλοί ήταν αλλοδαποί και βρέφη.
Αριθμός Απoφάσεως 1465/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.3 του Ν.3327/2005. 
Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 15-1-2015, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: 
ΤΟΥ ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: Του αστικού συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «Δ-ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣYΛΛOΓlKHΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΗΘΟΠΟΙΩΝ ΣΥΝ.Π.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νομίμως, που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ε Β. 
ΤΗΣ ΚΑΘ’ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «...... Α.Ν.Ε.», νομίμως εκπροσωπουμένης, που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου ΓΑ

(...) Κατά τη διάταξη του άρθρου 49 του Ν. 2121/1993, «όταν υλικός φορέας ήχου ή εικόνας ή ήχου και εικόνας, που έχει νόμιμα εγγραφεί, χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο, όπως ηλεκτρομαγνητικά κύματα, δορυφόροι, καλώδια, ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί σε υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων. Οι οργανισμοί αυτοί υποχρεούνται να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν τις αμοιβές, να προβάλλουν τις σχετικές αξιώσεις για την καταβολή και να εισπράττουν τις σχετικές αμοιβές από τους χρήστες. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, το ύψος της εύλογης αμοιβής και οι όροι πληρωμής καθορίζονται από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Οριστικά περί της αμοιβής αποφαίνεται το αρμόδιο Δικαστήριο». Με τη διάταξη αυτή, που προστατεύει τα συγγενικά δικαιώματα των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, καθώς και των παραγωγών του υλικού φορέα του πνευματικού έργου, προσδιορίζεται ο δικαστικός τρόπος επίλυσης της διαφωνίας μεταξύ των χρηστών και των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης για το ύψος της εύλογης αμοιβής και τους όρους της πληρωμής της. Ο νομοθέτης, έχοντας υπόψη του τις κατά το προγενέστερο δίκαιο δυσκολίες των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης να προστατεύουν δικαστικά ή εξώδικα τα δικαιώματα των δικαιούχων δημιουργών, καθιέρωσε υπέρ των οργανισμών αυτών, για να επιτελέσουν τους σκοπούς τους, τρία δικονομικά προνόμια: α)οι οργανισμοί μπορούν να ενεργούν πάντα, δικαστικώς ή εξωδίκως, στο δικό τους όνομα, είτε η αρμοδιότητά τους στηρίζεται σε μεταβίβαση εξουσίας, είτε σε πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 54 παρ. 3 και δεν χρειάζεται να διευκρινίζουν ποια είναι η ειδικότερη σχέση, που τους συνδέει με το δικαιούχο (άρθρο 55 παρ. 2 εδ. β'), β) για τη δικαστική επιδίωξη των άνω αξιώσεων ο οργανισμός δεν είναι αναγκαίο να αναφέρει στο δικόγραφο όλα τα έργα των δικαιούχων, που εκπροσωπεί και για τα οποία ζητείται η δικαστική προστασία, αλλά αρκεί, κατ' εξαίρεση, η δειγματοληπτική αναφορά των έργων αυτών (άρθρο 55 παρ. 3, Γ. Κουμάντου, Πνευματική Ιδιοκτησία, σελ. 359-378 και 380 επ., Μ.Θ.Μαρίνου, Πνευματική Ιδιοκτησία, εκδ. 2000 σελ 251-272, 299-317, Κωνσταντίας Κυπρούλη, Το συγγενικό δικαίωμα των ερμηνευτών καλλιτεχνών, εκδ.2000, σελ.109-149, Διονυσίας Καλλινίκου, Τα θεμελιώδη θέματα του ν.2121/1993 εκδ.1994, σελ. 158 επ., 164) και γ) τεκμαίρεται ότι οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης ή προστασίας έχουν την αρμοδιότητα διαχείρισης ή προστασίας όλων των έργων ή όλων των πνευματικών δημιουργών, για τα οποία δηλώνουν εγγράφως ότι έχουν μεταβιβαστεί σ'αυτούς οι σχετικές εξουσίες ή ότι καλύπτονται από πληρεξουσιότητα (άρθρο 55 παρ. 2 εδ. α'). Το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό και, όταν γίνεται επίκληση του σε δίκη, ο αντίδικος μπορεί να αποδείξει ότι η αλήθεια είναι διαφορετική από την τεκμαιρόμενη (Γ. Κουμάντου ο.π. σελ 368 σημ.752). Περαιτέρω, οι ως άνω οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης είναι δυνατόν να διαχειρίζονται συγγενικά δικαιώματα και αλλοδαπών φορέων, δικαιούμενοι κατά το άρθρο 72 παρ. 3 του ν.2121/1993 να συνάπτουν συμβάσεις αμοιβαιότητας με τους αντίστοιχους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης της αλλοδαπής. Με τις συμβάσεις αυτές οι αλλοδαποί οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης παρέχουν πληρεξουσιότητα ή μεταβιβάζουν στους ημεδαπούς oργανισμoύς τα δικαιώματα, που καταπιστευτικά έχουν οι πρώτοι προς το σκοπό διαχείρισης τους στην Ελλάδα. Πέραν τούτου, όμως, οι οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης συγγενικών δικαιωμάτων νομιμοποιούνται να προβαίνουν σε διαπραγμάτευση, είσπραξη, διεκδίκηση και διανομή της εύλογης αμοιβής, που δικαιούνται και οι αντίστοιχοι προς τους ημεδαπούς, αλλοδαποί δικαιούχοι συγγενικών δικαιωμάτων, ήτοι οι αλλοδαποί εκτελεστές, μουσικοί, ερμηνευτές, τραγουδιστές και παραγωγοί υλικών φορέων ήχου, για τη χρήση του καλλιτεχνικού ρεπερτορίου τους στην ημεδαπή, και με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης «περί της προστασίας των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών φωνογραφημάτων και των οργανισμών ραδιοτηλεόρασης», η οποία κυρώθηκε με το Ν.2054/1992 και αποτελεί, πλέον αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού μας δικαίου.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

"Quod ab initio non valet, in tractu temporis non convalescit: Νομική θεμελίωση της ασυμβατότητας της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ προς το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ με αναγωγή στα νομολογιακά προηγούμενα (stare decisis) του Δικαστηρίου του Στρασβούργου" [της Κωνσταντία-Χριστίνας Π. Λαχανά, Υπ. Διδάκτορας Νομικής Σχολής ΑΠΘ, ΜΔΕ Ποινικών & Εγκληματολογικών Επιστημών ΑΠΘ]

H μελέτη περιστρέφεται γύρω από την τεκμηρίωση της ασυμφωνίας της Οδηγίας 2006/24/ΕΚ (σχετικά με την υποχρεωτική προληπτική διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων για εγκληματοκατασταλτικούς σκοπούς) προς το άρθρο 8 ΕΣΔΑ, εξαιτίας της μη πλήρωσης των τασσόμενων από τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου κριτηρίων. Με μεθοδολογική πυξίδα τα στάδια μέσα από τα οποία διέρχεται η εκδίπλωση του ελεγκτικού αξιολογικού διαβήματος στο οποίο υποβάλλεται από τους δικαστές του ΕΔΔΑ η νομιμότητα των εθνικών περιοριστικών μέτρων, αντλούνται προς τούτο αναλογικά επιχειρήματα από τις πάγιες ερμηνευτικές παραδοχές του Δικαστηρίου στο περιθώριο ιδίως της νομολογίας αναφορικά με τις ειδικές ανακριτικές μεθόδους που άπτονται των τηλεπικοινωνιακών παρακολουθήσεων και υποκλοπών.
[αναδημοσίευση από ΠοινΔικ 12/2013, σελ. 1137-1153]


Διαβάστε ολόκληρη την μελέτη σε pdf Quod ab initio non valet, in tractu temporis non convalescit

 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

"Η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης σε σχέση με την καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης" [Δημητρίου Ζιγκόλη, Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ροδόπης]

Ι.    Εισαγωγικά
   Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος, κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να περιέχει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και να απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση. Ο συντακτικός νομοθέτης, θέλησε προφανώς να λάβει πρόνοια ώστε η δικαστική απόφαση να μην είναι αποτέλεσμα δικαστικής αυθαιρεσίας, αλλά προϊόν συλλογισμού του δικαστή σε σχέση με τα στοιχεία της δικογραφίας και τις διατάξεις του νόμου.
   Πέρα όμως από αυτά, είναι πλέον κοινός τόπος ότι οι περισσότερες δικαστικές αποφάσεις, ιδιαίτερα των πολιτικών δικαστηρίων, αναλίσκονται σε απέραντους συλλογισμούς με αποτέλεσμα να δίνεται η εικόνα σε έναν τρίτο παρατηρητή, ότι ο δικαστής δεν αιτιολογεί την απόφασή του, αλλά «απολογείται» τρόπον τινά στον ηττημένο διάδικο για την απόφαση που εξέδωσε.
   Δεν πρέπει να λησμονείται το γεγονός ότι, η πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (όπως απαιτεί το άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος), αποτελεί και έναν από τους λόγους της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης. Στον αντίποδα του άρθρου 93 παρ. 2 βρίσκεται το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, στο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα του προσφεύγοντα στη δικαιοσύνη, όπως η υπόθεσή του δικασθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ούτως ώστε να μην καταντήσει η δικαστική απόφαση κενό γράμμα. Δεν πρέπει να μας διαλάθει της προσοχής, ότι η Χώρα μας έχει καταδικασθεί επανειλημμένα από το ΕΔΑΔ για καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. 
 
ΙΙ. Μεθοδολογία της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης
1)      Η μέθοδος της υπαγωγής
Κατά την μέθοδο αυτή, ο δικανικός συλλογισμός αποτελεί αποτέλεσμα της υπαγωγής συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών σε μια διάταξη νόμου. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστής, αφού βρει την μείζονα πρόταση, στη συνέχεια καθορίζει την ελάσσονα πρόταση, που είναι τα πραγματικά περιστατικά που έχουν αποδειχθεί στη συνέχεια ασχολείται με τις ενστάσεις και αφού τις δεχθεί ή τις απορρίψει, καθορίζει το διατακτικό της αποφάσεως.
  Έτσι αν λ.χ. ο εναγόμενος Α σπάσει με πέτρα το παρμπρίζ του αυτοκινήτου του Β και ο Β ζητήσει αποζημίωση, η υπαγωγή έχει ως εξής:
Άρθρο 914 ΑΚ: «Όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια οφείλει να τον αποζημιώσει» (ΜΕΙΖΩΝ ΠΡΟΤΑΣΗ)
Στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Α ρίχνοντας την πέτρα στο τζάμι του Β, ζημίωσε αυτόν παράνομα και υπαίτια. Συνεπώς πρέπει να τον αποζημιώσει. (ΕΛΑΣΣΩΝ ΠΡΟΤΑΣΗ).

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

Εφαρμογή του λόγου αποκλεισμού του άρθρου 14 § 3 ΚΠΔ στην απόφανση επί προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος κατ’ άρθρον 322 ΚΠΔ – Μείζων δικαιοπολιτική ερμηνευτική αρχή επί ενδίκων μέσων η διάκριση Iudex a quo και Iudex ad quem , [του Βασιλείου Σταματόπουλου, δικηγόρου]

Δέον ευθύς εξαρχής να επισημανθεί ότι ο θεματικός πυρήνας του παρόντος μελετήματος παρουσιάζει ιδιαίτερο και, τρόπον τινά, πρωτογενές επιστημονικό ενδιαφέρον, καθόσον δεν έχει εισέτι αποτελέσει αντικείμενο πραγματεύσεως εκ μέρους του Ανωτάτου Ακυρωτικού. Υπ΄ αυτό το πρίσμα, ούτως ειπείν, το εν θέματι μελέτημα επιχειρεί μία συμβολή στην τελολογική – δικαιοσυστηματική ερμηνεία των άρθρων 14 § 3, 322 και 171 § 1 περ. α΄ ΚΠΔ.
Έχει παγίως νομολογηθεί από τον Άρειο Πάγο ότι δεν συντρέχει λόγος απόλυτης ακυρότητος λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου (171 § 1 περ. α΄ ΚΠΔ) συνιστών εντεύθεν λόγο αναιρέσεως κατά βουλεύματος ή απόφασης (484 § 1 περ.α΄ και 510 § 1 στοιχ. Α΄ ΚΠΔ) στις περιπτώσεις κατά τις οποίες i) ο εισαγγελέας του οποίου η πρόταση ενσωματώθηκε σε αναιρεθέν βούλευμα, συμμετάσχει στη μετ΄ αναίρεση δίκη (ή στο δικαστικό συμβούλιο που επελήφθη της υποθέσεως μετ΄ αναίρεση, βλ. σχετ. ΑΠ 2203/2006, με αντιθ. όμως προτ. Α. Ζύγουρα, ΠοινΔικ 2007, 969), ή ομοίως στις περιπτώσεις εκείνες ii) που ο εισαγγελέας της δευτεροβάθμιας δίκης είχε ασκήσει καθήκοντα εισαγγελέως και στο δικαστήριο που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση (ΑΠ 954/2011, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1690/2003 ΠοινΔικ 2004. 287), καθώς και ότι στις ως άνω περιπτώσεις δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Αντιπαρερχόμενος, χάριν συντομίας, τις ουκ ολίγες αντίθετες επί του ζητήματος (βλ., λόγου χάριν, ΑΠ 451/1982, ΠοινΧρ ΛΓ΄, 14 που τάσσεται υπέρ της αναλογικής εφαρμογής των λόγων αποκλεισμού του άρθρου 14 ΚΠΔ) θέσεις που διατυπώνουν τόσο η θεωρία όσο και η νομολογία (ενδ. βλ. την υψίστης επιστημονικής πληρότητος πρόταση του αντεισαγγελέως του ΑΠ Α. Ζύγουρα, όπως αυτή διατυπώθηκε προσφυώς και ενσωματώθηκε στην ως άνω ΑΠ 2203/2006 και εις την οποίαν αιτιολογείται ενδελεχώς ο ενεργότατος ρόλος του εισαγγελέως στην ποινική δίκη και καταφάσκεται η εντεύθεν κακή σύνθεση ως λόγος απόλυτης ακυρότητος, όθεν και αναιρέσεως), αλλά και το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (υποθ. Huber κατά Ελβετίας), ουδείς δύναται να ισχυριστεί βασίμως ότι οι ανωτέρω αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού δεν απηχούν παγία νομολογία. Τουναντίον, ως τέτοια (παγία) την αναγνωρίζουμε άπαντες και στο πλαίσιο αυτό θα αναζητήσουμε την δικαιολογητική της βάση (ratio), ο πυρήν της οποίας άλλωστε επαναλαμβάνεται στη μείζονα όλων των ενδεικτικώς προαναφερθεισών (αλλά και πολλών άλλων) αποφάσεων του ΑΠ.
Όπως διαλαμβάνει συναφώς η παγία νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού, κληθείσα πλειστάκις να αποφανθεί (μόνον όμως) επί των ως άνω δύο κατηγοριών περιπτώσεων συμμετοχής του εισαγγελέως, δεν υφίσταται κακή σύνθεση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου συνιστώσα λόγο αναιρέσεως δοθέντος ότι «από τη διάταξη του άρθρου 14 § 3 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ο αποκλεισμός του δικαστή στην εκδίκαση της υπόθεσης κατ` έφεση μετά την αναίρεση της απόφασης ή του βουλεύματος, προϋποθέτει ότι αυτός έχει συμπράξει στην έκδοση της αναιρεθείσας απόφασης ή του αναιρεθέντος βουλεύματος, οπότε δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα αυτών και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 § 1 περ. α΄ ή 484 § 1 περ. α΄ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 § 1 περ. α΄ του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της απόφασης ή του βουλεύματος. Ο Εισαγγελέας, όμως, ο οποίος είναι μεν δικαστικός λειτουργός κατά το άρθρο  88 § 5 του Συντάγματος, με τη συμμετοχή του στη σύνθεση του δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου, όπου περιορίζεται απλώς να προτείνει την ενοχή ή την αθώωση του κατηγορουμένου ή την παραπομπή του στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου ή την απαλλαγή του από την κατηγορία κλπ, δεν συμπράττει στην έκδοση της απόφασης ή του βουλεύματος, πράγμα το οποίο προϋποθέτει ψήφο του δικαστή» (ούτως η ΑΠ 2203/ 2006) ή καθόσον «Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 14 § 3 και 171 § 1 εδ. α΄ του ΚΠΔ προκύπτει ότι κακή σύνθεση του δικαστηρίου της ουσίας, η ύπαρξη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α΄ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, δεν υφίσταται όταν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει έφεση του κατηγορουμένου, εκτελεί καθήκοντα Εισαγγελέα ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών, ο οποίος, με την αυτή ιδιότητα είχε ασκήσει καθήκοντα Εισαγγελέα κατά την εκδίκαση της ίδιας υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Ο κατά την § 3 του άρθρου 14 του ΚΠΔ αποκλεισμός του δικαστή στην εκδίκαση υπόθεσης κατ` έφεση προϋποθέτει ότι αυτός έχει συμπράξει στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Ο Εισαγγελέας όμως, ο οποίος είναι μεν δικαστικός λειτουργός, με τη συμμετοχή του στη σύνθεση του δικαστηρίου, όπου, αναφορικά με την εκδιδόμενη από αυτό απόφαση, περιορίζεται απλώς να αναπτύξει την κατηγορία και να προτείνει την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεν συμπράττει στην έκδοση της απόφασης, η οποία προϋποθέτει ψήφο του δικαστή» (ούτως η ΑΠ 954/2011). 

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Διαφθορά στην Ελλάδα - Ακεραιότητα Βουλευτών και Δικαστικό σύστημα (Έκθεση GRECO)

Νέα έκθεση ειδικών καταπολέμησης της διαφθοράς προτρέπει την Ελλάδα να θεσπίσει αυστηρούς κανόνες αναφορικά με την αποδοχή δώρων από τους βουλευτές καθώς και για το πλαίσιο προσέγγισής τους από εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων (lobbyists).

Σύμφωνα με την Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς (GRECO) του Συμβουλίου της Ευρώπης, αυτοί οι κανόνες δεν υπάρχουν ακόμη, καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε “πρώιμο στάδιο κανόνων ακεραιότητας του βουλευτικού σώματος”. 

Η έκθεση της GRECO τονίζει ότι η διαφθορά συνέβαλε στην οικονομική κρίση στην Ελλάδα, ενώ καταδεικνύει ισχυρισμούς περί χειραγώγησης των νομοθετικών και θεσμικών έργων, με σκοπό την απαλλαγή διατελούντων παράνομες πράξεις.

Οι συντάκτες της έκθεσης είναι αισιόδοξοι ότι το σχέδιο δράσης για την στρατηγική καταπολέμησης της διαφθοράς, το οποίο υιοθετήθηκε την περίοδο 2013-2014,  θα επιφέρει τις "επιθυμητές αλλαγές".  

Στην έκθεση [PDF] αναφέρεται επίσης ότι, παρά το γεγονός ότι δικαστές και εισαγγελείς υπόκεινται σε μηχανισμούς που σχετίζονται με την καριέρα και τους θεσμικούς κανόνες οι οποίοι προστατεύουν την ακεραιότητά τους, η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται κωδικοποίηση των κανόνων δεοντολογίας και τον εξορθολογισμό της γενικής εποπτείας επί των Δικαστών και των Εισαγγελέων.

Η εποπτεία συνεχίζει η έκθεση, εκτελείται σήμερα από πάρα πολλούς φορείς και αποτελείται από συναδέλφους των εποπτευόμενων, διορισμένους για βραχύ χρονικό διάστημα.

Οι σοβαρές καθυστερήσεις του δικαστικού συστήματος δημιουργούν πρόσθετες ευπάθειες, σύμφωνα με την έκθεση και χρειάζονται επαρκείς εγγυήσεις ενάντια στις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, καθώς και παρεμβάσεις τρίτων για την επίσπευση των αποφάσεων.

Επιπλέον, το σύστημα δικαιοσύνης πρέπει να αξιολογείται συνολικά στη λειτουργία του, καθώς και να καταστούν περισσότεροι υπόλογοι μέσω περιοδικών εκθέσεων.

Η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα πρέπει επίσης να επανεξετάσει τη διαδικασία επιλογής και τη διάρκεια της θητείας των ανώτατων Δικαστών και Εισαγγελέων, με σκοπό την βελτίωση της ανεξαρτησίας τους από την εκτελεστική εξουσία.

Η συμμόρφωση με τις 19 συστάσεις της έκθεσης θα αξιολογηθεί από τη GRECO, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2017

Διαβάστε την έκθεση εδω : έκθεση της GRECO